Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Αγγελική Φιλιππίδου: μια ηρωική δασκάλα του Μακεδονικού Αγώνα…



site analysis


δασκαλα στο Μακεδονικό αγώνα

Ἂς γυρίσουμε λίγο πίσω στὰ περασμένα χρόνια, νὰ δοῦμε κάποιες δασκάλες, ἀπὸ κεῖνες ποὺ σελάγιζαν ψηλά, στὰ «κρημνὰ τῆς ἀρετῆς». Στὸ κοιμητήριο τῆς Εὐαγγελίστριας στὴν Θεσσαλονίκη, καθὼς μπαίνεις δεξιά, ἄγνωστο στοὺς πολλούς, εἶναι θαμμένες τέσσερις δασκάλες, τέσσερις ἡρωίδες: Ἡ Λίλη Βλάχου, ἡ Αἰκατερίνη Χατζηγεωργίου, ἡ Βελίκα Τράικου(διαβάστε εδώ για τη θυσία της) καὶ ἡ Ἀγγελικὴ Φιλιππίδου. Καὶ οἱ τέσσερις εἶναι δασκάλες, νέα κορίτσια, ποὺ μαρτύρησαν γιὰ τὴν Μακεδονία τὴν περίοδο τοῦ Ἀγῶνος.  Ἡ τελευταία ἡρωίδα, ἡ Ἀγγελικὴ Φιλιππίδου, ὑπηρετοῦσε–διακονοῦσε, τὸ 1906, στὴν Ἀγριανὴ Σερρῶν. Ας δούμε περισσότερα για αυτή την άξια Ελληνίδα δασκάλα:


Μέ τόν ἐρχομό τοῦ 20οῦ αἰώνα ἀνενόχλητες οἱ βουλγαρικές συμμορίες δροῦν σέ χωριά καί πόλεις τῆς Μακεδονίας. Στυγερά τά καθημερινά τους ἐγκλήματα. Μέ τό σύνθημα «Ἡ Μακεδονία στή Βουλγαρία» καί μέ τό τραγούδι «Μακεδονία, παλαιά Βουλγαρία» σφάζουν ἀνελέητα. Τό αἷμα ἀθώων Ἑλλήνων ρουφᾶ διαρκῶς ἡ πολύπαθη μακεδονική γῆ. Ἕνα πλῆθος Μακεδονομάχων τοῦ ἑλληνικοῦ βορρᾶ καί τοῦ νότου ἀντιστέκεται προσπαθώντας ν᾿ ἀναχαιτίσει τό σλαβικό σμῆνος. Στό στόχαστρο τοῦ ἐχθροῦ ὁ παπάς κι ὁ δάσκαλος. Ἀπό τά δικά τους μετερίζια ὁ καθένας κρατᾶ ψηλά Ὀρθοδοξία καί πατρίδα. Αὐτούς τούς τρελούς Ἕλληνες, τούς Γραικομάνους -ἔτσι τούς ἀποκαλοῦν οἱ βούλγαροι κομιτατζῆδες-, ἐποφθαλμιοῦν νά ἐξοντώσουν.

 Ἀσφυκτιᾶ ἡ Καρατζόβα (σημερινή Ἀριδαία). Ὁ βούλγαρος τή θέλει δική του. Ὀνειρεύεται νά ἱδρύσει βουλγαρικό σχολεῖο καί νά δηλητηριάσει τίς παιδικές ψυχές μέ τήν προπαγάνδα του. Τί συνέβη ὅμως καί ξαφνικά ὁ σκιαγμένοςἝλληνας ἀναθάλλει; Ὁ διορισμός τῆς νέας δασκάλας ἀπό τή Θεσσαλονίκη φτερώνει τίς ἐλπίδες του. Τί κι ἄν εἶναι λεπτεπίλεπτη καί μόλις εἴκοσι χρονῶν ἡ Ἀγγελική Φιλιππίδου; Ἡ εὐγενική αὐτή φυσιογνωμία κρύβει μέσα της μιά ἀτρόμητη καρδιά. Τρίβουν τά μάτια τους οἱ κάτοικοι τῆς Καρατζόβας ἀπό τά ἀνέλπιστα πού θωροῦν νά γίνονται στόν τόπο τους.

 Πῶς νά μήν τῆς πλέξουν τό ἐγκώμιο, ὅταν μαζί μέ τά γράμματα, πού ὑπομονετικά μαθαίνει στά βλαστάρια τους, ἁπλώνει τή δραστηριότητά της καί πέρα ἀπό τά ἐκπαιδευτικά της καθήκοντα; Στ᾿ ἀλήθεια, ἡ νεαρή δασκάλα μέ τή χαρούμενη ὄψη ἀκάματα δουλεύει. Συνεργάζεται μ᾿ ἕναν γνωστό της γιατρό κι ἐξασφαλίζει δωρεάν τίς ἰατρικές ἐξετάσεις τῶν μαθητῶν καί τή φαρμακευτική περίθαλψη τῶν χωρικῶν. Καί οἱ μητέρες, πού εἶχαν πλήρη ἄγνοια ἀπό παιδαγωγική, δέν χορταίνουν ν᾿ ἀκοῦν τίς συμβουλές της γιά μιά πετυχημένη ἀνατροφή τῶν παιδιῶν τους. Μ᾿ ἕναν τέτοιο στυλοβάτη πῶς νά μήν ἀλλάξει ἡ ποιότητα ζωῆς τῶν ἀνθρώπων;

 Τέτοιες ὅμως ἐπιτυχίες ἀνάβουν τή μοχθηρία τοῦ κομιτατζῆ καί στεριώνουν τήν ἀπόφασή του νά ἐξοντώσει αὐτή πού τοῦ ἀνακόπτει ὅλα του τά προγράμματα.
 Εὐτυχῶς τό Ἑλληνικό Προξενεῖο Θεσσαλονίκης προλαβαίνει καί τή μεταθέτει ἐγκαίρως στήν Κλεπούσνα (σημερινή Ἀγριανή) Σερρῶν. Σφίγγεται ἡ καρδιά τῆς ἑλληνίδας δασκάλας, σάν διαπιστώνει πώς τό χωριό κινδυνεύει νά ἐκβουλγαριστεῖ, ἀφοῦ οἱ μισές ἀπό τίς 180 οἰκογένειες ἀναγκάστηκαν νά προσχωρήσουν στή βουλγαρική ἐξαρχία. Ἡ ἀποστολή της βαρειά ἀλλά κι ἡ φλόγα ἄσβηστη στά σωθικά της. Δίδεται ὁλόψυχα στήν προσφορά, στήν περιπέτεια. Κερδίζει τή συμπάθεια μικρῶν καί μεγάλων. Ἀμέριστο συμπαραστάτη στό ριψοκίνδυνο ἔργο της ἔχει τόν σύζυγο καί συνάδελφό της Δημήτριο Φιλιππίδη.

 Ὀνομαστή στήν ἱστορία ἡ ὁμαδική σφαγή τῆς Κλεπούσνας στίς 12 Δεκεμβρίου 1906. Τό χωριό βάφεται στό αἷμα. Κάλλιο ν᾿ ἀφανιστεῖ παρά νά γίνει βουλγάρικο. Τό σπίτι τοῦ παπα-Φίλιππου τυλίγεται στίς φλόγες. Ἡ πρεσβυτέρα Φωτεινή ἀπανθρακώνεται. Πιστεύει ὁ Βούλγαρος πώς, ἄν ἐξαφανίσει τήν «ἀφρόκρεμα», κατέκτησε τήν περιοχή. Μετά τό φόνο τῶν προκρίτων ἔχει σειρά τό σπίτι τῆς δασκάλας. Ἀπό παράθυρο σέ παράθυρο οἱ δυό σύζυγοι πολεμοῦν τόν ἐχθρό χωρίς σταματημό. Δέν κάμπτονται οὔτε κι ὅταν μία σφαίρα θρυμματίζει τό γόνατο τῆς Ἀγγελικῆς. Μόνο σάν ἄρχισαν νά τούς ἀπειλοῦν οἱ φωτιές, ὁ ἄνδρας της τή μεταφέρει καψαλισμένη σέ γειτονικό σπίτι. Ρημάχτηκε ἡ Κλεπούσνα, μά ὁ πάνοπλος Βούλγαρος μέ συντριμμένα τά ὄνειρά του ὀπισθοχωρεῖ.

 Τήν ἄλλη μέρα τό δοκιμασμένο χωριό παιανίζει τή νίκη του. Νά πῶς καλωσορίζει τόν πρόξενο Σερρῶν Ἀντώνη Σαχτούρη -πού κατέφθασε νά τούς συμπαρασταθεῖ- ἕνας πού τήν περασμένη νύχτα ὀρφάνεψε ἀπό μάνα καί πατέρα: «Δέν ἤλθομεν νά δεχθῶμεν συλλυπητήρια ἀλλά συγχαρητήρια. Μᾶς ἠξίωσεν ὁ Θεός νά προσφέρωμεν τούς οἰκείους μας καί τάς περιουσίας μας εἰς τόν βωμόν τῆς πατρίδος καί νά καταστήσωμεν τό χωρίον μας ἀθάνατον. Οἱ οἰκεῖοι μας δέν ἀπέθανον, ἀφοῦ ὑπέρ τῆς πατρίδος ἐθυσιάσθησαν…».

 Μέ τόν πόνο ζωγραφισμένο στό πρόσωπό της πλησιάζει τόν πρόξενο ἡ τραυματισμένη δακάλα. Τί ἄραγε γυρεύει; Ὅλοι τήν ἀκοῦν δακρύβρεχτοι. Τόν παρακαλεῖ νά μήν τή μεταφέρουν ἀμέσως στό νοσοκομεῖο Σερρῶν, ἀλλά νά τή βάλουν ἐπάνω σέ φορεῖο καί νά σταματοῦν γιά λίγο σ᾿ ὅλα τά χωριά πού θά διασχίσουν μέχρι τίς Σέρρες. Ἐκεῖ, στήν πλατεία κάθε χωριοῦ, θέλει νά μιλήσει στούς συναγμένους κατοίκους καί νά τούς ἀφήσει κάποιες ὑποθῆκες. Ὑποκλίνονται οἱ χωρικοί μπροστά στήν ἡρωίδα. Παραμερίζει τό ἐπεῖγον θέμα, τήν ὑγεία της. Πνίγει τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης. Προέχει ἡ ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας.

 «Τό αἷμα της στήν τραγική ἐκείνη πορεία σταγόνα σταγόνα ἔβαφε τή μακεδονική γῆ καί γινόταν ἀρραβώνας μέ τή λευτεριά», σημειώνει ἡ ἱστορικός Ἀθηνᾶ Τζινίκου. Τό θέαμα τῆς μαρτυρικῆς ἐκπαιδευτικοῦ ἐντυπωσιάζει, ἐμπνέει. Μέ τίς προτροπές της ξεσηκώνει ὅλους σέ ἐθνικό συναγερμό κατά τῶν κομιτατζήδων. Τούς ἐκφράζει τά αἰσθήματά της. Εἶναι εὐτυχισμένη πού χύνει τό αἷμα της γιά τήν πατρίδα. Κι εἶναι τό τελευταῖο μάθημα τῆς δασκάλας ἀλλιώτικο ἀπό τ᾿ ἄλλα, τό πιό πετυχημένο, τό πιό ζωντανό. Εἶναι μοναδικό, γιατί το διαποτίζει μέ τό αἷμα τῆς θυσίας της. Σίγουρα θά καρποφορήσει. Στίς Σέρρες πλῆθος κόσμου τῆς φιλᾶ τά χέρια, πού σιγά-σιγά κρυώνουν. Ἀργοσβήνει, μά πρόλαβε νά πυροδοτήσει καρδιές. Τή μεταφέρουν στή Θεσσαλονίκη. Παθαίνει ἐμβολή καί παραδίδει τό πνεῦμα της τόν Ἰανουάριο τοῦ 1907. Οἱ Θεσσαλονικεῖς θρηνοῦν τήν ἡρωική συμπατριώτισσά τους. Ντύνουν τό φέρετρό της μέ τήν ἑλληνική σημαία πού ὑπεραγαποῦσε.

 Σήμερα, καθώς ἀτενίζουμε τό ὄνομά σου, Ἀγγελική, ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα ὀνόματα τῶν ἡρώων τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, σ᾿ ἐκείνη τή στήλη στό νεκροταφεῖο τῆς Εὐαγγελίστριας στή Θεσσαλονίκη, νιώθουμε ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη σέ σένα καί σ᾿ ὅλη τή χορεία τῶν Μακεδονομάχων, γιατί μέ τήν ἐπίμονη πάλη σας μᾶς χαρίσατε ἀέρα λεύτερο, γῆ ἑλληνική.
το κείμενο από την “Ἑλληνίς”-από το περιοδικό Απολύτρωσις  εδώ

Φωτεινή Αλατά-Παπαδημητρίου: μια 16χρονη δασκάλα του Μακεδονικού Αγώνα



site analysis



φωτεινη αλατα
Για την ηρωική αυτή δασκάλα που 16 χρονών πήγε να διδάξει στους σλαβόφωνους Έλληνες ενός χωριού της άνω κοιλάδας του Στρυμώνα, δεν έχουν γραφτεί πολλά. Την ανακάλυψα μέσα από μια αναζήτηση φωτογραφιών για τις δασκάλες του Μακεδονικού Αγώνα και έμεινα άναυδη για την μεγάλη προσφορά της. Η Φωτεινή δεν έδωσε την ζωή της για την πατρίδα, όπως άλλες δασκάλες που αναφερθήκαμε σε προηγούμενες αναρτήσεις (δες στο τέλος του άρθρου τους συνδέσμους), είχε όμως μια σημαντικότατη δράση στο χωριό που διορίστηκε. Ας δούμε περισσότερα για αυτή την άξια Ελληνίδα δασκάλα και ας τιμήσουμε την μνήμη της, με αυτή την ελάχιστη αναφορά στο έργο της…
 Ξεχωριστή θέση στην ιστορία του Σταρτσόβου(βλέπε παρακάτω για το ηρωικό χωριό) , κατέχει η ηρωίδα δασκάλα Φωτεινή Αλατά Παπαδημητρίου.
Στις 13-11-1901 διορίστηκε μέσω του Μητροπολίτη Μελενίκου, σε ηλικία μόλις 16 ετών η  Φωτεινή Αλατά στη θέση της δασκάλας του χωριού. Η ίδια της επέλεξε αυτή τη θέση αν και ήταν παράτολμη αυτή της η κίνηση. Οι κάτοικοι τη δέχτηκαν με ενθουσιασμό καθώς ένα μικρό κοριτσάκι δέχτηκε να διδάξει τα παιδιά τους και κατ’ επέκταση και τους ίδιους τα Ελληνικά.

Οι κάτοικοι του χωριού αν και είχαν έντονα ριζωμένα μέσα τους Ελληνικά πιστεύω μιλούσαν μια σλαβόφωνη διάλεκτο που είχε ως βάση τη βουλγαρική γλώσσα. Πρώτη κίνηση της μικρής Φωτεινής ήταν να κάνει το χωριό καθαρά ελληνόφωνο.Έτσι το πρωί δίδασκε στα παιδιά και το απόγευμα στους γονείς την Ελληνική γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα. Σ’ αυτό της το έργο τη βοήθησε η μητέρα της, Ευδοκία, καθώς ήταν γνώστης της βουλγάρικης γλώσσας.

Το έργο της δεν το περιόρισε στη γλώσσα, αλλά παράλληλα δίδαξε με πολύ μεράκι τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, χορούς, βοηθούσε στην κατανόηση του Κυριακάτικου Ευαγγελίου, ενώ φρόντιζε οι γυναίκες να εμπλουτίζουν τα εργόχειρα τους με ελληνικές παραστάσεις.
 Έμεινε στο χωριό εννέα ολόκληρα χρόνια σε αντίθεση με κάθε συνάδελφο της που εγκατέλειπε τη θέση του μετά από ένα χρόνο διδασκαλίας. Από το 1901 μέχρι 1911 εργάστηκε σκληρά για τους Σταρτσοβήτες και αυτοί με τη σειρά τους την αγάπησαν και της παρείχαν ότι χρειαζόταν.
 Για την πλούσια εθνικοπατριωτική της δράση, η δασκάλα έγινε στόχος, και κυνηγήθηκε πολλές φορές, απ’ τους κομιτατζήδες.
Το 1911 έφυγε από το Στάρτσοβο καθώς παντρεύτηκε τον Αθανάσιο Παπαδημητρίου και μαζί απέκτησαν έξι παιδιά.
 Η Φωτεινή Αλατά τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών (βραβεύει ανθρώπους του πνεύματος και των γραμμάτων) για την προσφορά της στο Μακεδονικό Αγώνα.

Λίγα λόγια για το ηρωικό χωριό  Στράτσοβο

εκλλησια αγιου μηνα (1)
Το Στάρτσοβο, ήταν ένα απ’ τα ελληνικά κέντρα της άνω κοιλάδας του Στρυμόνα (σημερινή ΝΔ Βουλγαρία) στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και πριν τη χάραξη των σημερινών ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Οι κάτοικοί του, αν και σλαβόφωνοι αρχικά, διατήρησαν ακέραιη την πίστη τους, στην Ελλάδα και την Ορθοδοξία.

Απαρχή των δεινών, για τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής, αποτελεί το βουλγαρικό σχίσμα (1870). Βούλγαροι κομιτατζήδες, πραγματοποιούσαν τακτικές εφόδους στα ελληνικά χωριά, προκειμένου να τα εκβουλγαρίσουν, συνήθως με βίαιο τρόπο.

Το χωριό Στάρτσοβο, υπήρξε ένα απ΄τα ελάχιστα χωριά του μακεδονικού βορρά, που αντιστάθηκε, με νύχια και με δόντια, για να διατηρήσει ανέπαφο τον ελληνικό του χαρακτήρα. Τη στάση αυτή την πλήρωσε, με δολοφονίες χωρικών, απ’ τα κομιτατζίδικα στίφη. Οι Σταρτσοβίτες όμως δεν λύγισαν και πέρασαν στην αντεπίθεση, με τη δημιουργία ένοπλών ομάδων αυτοάμυνας, τα δύσκολα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα (1870 – 1908).
Ξεχωριστή θέση στη σύγχρονη ιστορία του Σταρτσόβου, κατέχει η ηρωίδα δασκάλα Φωτεινή Αλατά Παπαδημητρίου.( όπως είπαμε παραπάνω )Έμεινε στο Στάρτσοβο για εννέα (9) ολόκληρα χρόνια και πρόσφερε σημαντική εθνική προσφορά, το βασικότερο από τα οποία υπήρξε η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, όχι μόνο στα παιδιά του σχολείου, αλλά και στους ενήλικες του χωριού. Έτσι το Στάρτσοβο, από σλαβόφωνο ελληνικό χωριό, ήταν πλέον και ελληνόφωνο. Για την πλούσια εθνικοπατριωτική της δράση, η δασκάλα έγινε στόχος, και κυνηγήθηκε πολλές φορές, απ’ τους κομιτατζήδες.

Η Φωτεινή Αλατά, έφυγε το Στάρτσοβο το 1911, εξαιτίας της παντρειάς της, με τον Σερραίο έμπορο Παπαδημητρίου. Έτσι δεν κατάφερε να δει την απελευθέρωση του χωριού και την είσοδο του ελληνικού στρατού (Ιούλιος 1913), αλλά και την τραγική συνέχεια. Tην προσφυγιά των κατοικων του. μετά την παραχωρηση της γύρω περιοχής στη Βουλγαρία, μετά την υπογραφή της “Συνθήκης του Βουκουρεστίου” (Αύγουστος 1913).

Οι Σταρτσοβίτες, αφού έκαψαν τα νεκροταφεία, τα σπίτια και όλα τα αρχεία του χωριού, άφησαν μόνο την εκκλησία του Αγίου Μηνά, εγκατέλειψαν με δάκρυα στα μάτια το μικρό χωριό τους και κατηφόρισαν για την Πατρίδα. Περιπλανώμενοι στη βόρεια Ελλάδα, εγκαταστάθηκαν τελικά στο Νέο Πετρίτσι, για να αποτελέσουν στη συνέχεια κύριο συστατικό της τοπικής κοινωνίας.
Επιμέλεια Alexia-momyof6

Αικατερίνη Χατζηγεωργίου: η δασκάλα του Μακεδονικού Αγώνα που έκαψαν ζωντανή οι κομιτατζήδες…



site analysis



idomeni_6
 ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ…
Μιά μόλις μέρα μετά την δολοφονία του Παύλου Μελά, στις 14 Οκτωβρίου του 1904… και η ελληνική παράδοση καταγράφει με το παράκάτω δημώδες και γλαφυρό ποιήμα την θυσία της:
.
Παιδιά μου , γιατί χύνεται δάκρυα με τόση λαύρα 
κι όλα φοράτε μαύρα στο έρμο αυτό σχολειό ;
– Έκαψαν τη δασκάλα μας Βούλγαροι δολοφόνοι
κι έχουμε μείνει μόνοι , χωρίς μανούλα πλειό .
Γιατί από μάνα πιο πολύ μας αγαπούσε εκείνη ,
η δόλια Αικατερίνη από τη Γευγελή .
Της είπαν να παραδοθεί τα τέρατα εκείνα.
Μ’ αυτή σαν Μπουμπουλίνα, ενώ πυροβολεί, τους λέει
” Δεν παραδίνεται ποτέ της μια Ελληνίδα “.
Κι ως λύκαινα ηρωίδα τρεις ώρες τους κρατεί.
Μα τέλος την εκάψανε κι επέταξε στα ουράνια
κι εμάς σε μαύρη ορφάνια μας άφησε στη γη . 
.
Η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου υπήρξε ένα κορίτσι, το οποίο άφησε τον μάταιο ετούτο κόσμο μόλις στα είκοσι της χρόνια μιας και είχε μπεί στο μάτι του βουλγαρικού κομιτάτου, το οποίο την είχε “προγράψει” για την αγάπη που έτρεφε στην Ελλάδα και για το οτι κρατούσε την φλόγα της ελπίδας για λευτεριά ζωντανή στα σκλαβωμένα εδάφη της Μακεδονίας των αρχών του 20ου αιώνα. Πριν όμως καεί ζωντανή, πήρε μαζί τις στον τάφο αρκετές  ψυχές Βουλγάρων κομιτατζήδων δια μέσου του πιστολιού της, αν και εγκλωβισμένη στο σπίτι στο οποίο έβαλαν τελικά φωτιά  καίγοντας την μαζί με όσους βρίσκονταν μαζί της εκείνο το κρύο βράδυ του 1904.
.
Στις 14 Οκτωβρίου 1904 στην Μακεδονία βασιλεύει ο τρόμος, διότι μια μέρα πριν οι τούρκοι στρατιώτες σε συνεργασία με τους βούλγαρους κομιτατζήδες δολοφόνησαν τον Παύλο Μελά (Μίκη Ζέζα) στο χωριό Στάτιστα (το οποίο σήμερα ονομάζεται Παύλος Μελάς προς τιμήν του ήρωα). Η Μακεδονία θρηνεί έναν από τους μεγάλους υπερασπιστές της. Όλοι είναι λυπημένοι μα και αισιόδοξοι συνάμα, γιατί ξέρουν πως με το αίμα ενός τέτοιου παλληκαριού θα ποτιστεί το δέντρο της ελευθερίας και θα καρπίσει.
.
Κάπου πιο μακριά σ’ ένα χωριό της σκλάβας Μακεδονίας, στην Γρίτσιστα (Ελληνικό) της περιοχής Γευγελής (νότια Σκόπια), ζει μια κοπέλα, η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου. Είναι η μόλις 21 ετών δασκάλα του χωριού, η οποία, αν και μικρή στην ηλικία είναι μεγάλη στην ψυχή. Η Κατερίνα διδάσκει με ζέση τους μαθητές της σαν να πρόκειται για δικά της παιδιά. Διδάσκει την ιστορία αυτής της χιλιοβασανισμένης, μα πάντα Ελληνικής γης, που τόσοι και τόσοι βάρβαροι προσπάθησαν να αφελληνίσουν αλλά δεν τα κατάφεραν.
.
Όλοι στο χωριό την γνωρίζουν σαν το καλόκαρδο κορίτσι που βοηθάει πάντα τους Μακεδονομάχους αγωνιστές με όποιον τρόπο μπορεί. Οι βούλγαροι κομιτατζήδες την έχουν βάλει στο μάτι γιατί κρατάει άσβεστη την φλόγα της Ελληνικότητας στα μικρά παιδιά και στο χωριό. Την παρενοχλούν συνεχώς, την βρίζουν, την απειλούν, της περιγράφουν τι θα της κάνουν όταν θα πέσει στα χέρια τους. Την Κατερίνα όμως, δεν την νοιάζει η ζωή της παρά μόνο να μην χάσει η Μακεδονία την ελληνικότητά της. Οι βούλγαροι μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά έχουν αποθρασυνθεί και θέλουν να τελειώνουν με κάθε εστία Ελληνικής αντίστασης.
.
Όταν οι κομιτατζήδες καταφτάνουν στο χωριό, τα παράθυρα και οι πόρτες των σπιτιών κλείνουν. Οι χωριανοί κρυφοκοιτάζουν ανάμεσα από τις γρίλιες τους κομιτατζήδες να κατευθύνονται στο σπίτι της δασκάλας. Φτάνοντας έξω από την πόρτα του σπιτιού της, της φωνάζουν να βγει έξω. Η Κατερίνα τους ακούει από μέσα και αποκρίνεται πως «δεν παραδίδεται ποτέ της μια Ελληνίδα». Η ατρόμητη ψυχή της δεν τους φοβάται. Μαζί της βρίσκονται ακόμη έξι Μακεδονομάχοι έτοιμοι να δώσουν την ζωή τους για την πατρίδα. Η περήφανη Ελληνίδα λέει πως δεν παραδίδεται και με το όπλο της ρίχνει μια βολή εναντίον των αιμοβόρων κομιτατζήδων και η μάχη ξεκινάει.
.
Οι σφαίρες των βουλγάρων χτυπάνε τους τοίχους του σπιτιού γεμίζοντάς το τρύπες. Μετά από τρεις ώρες αναποτελεσματικών πυροβολισμών κι ενώ φαίνεται ότι το σπίτι της δασκάλας είναι άπαρτο κάστρο, ένας κομιτατζής δίνει την ιδέα να το κάψουν. Όλοι συμφωνούν, μιας και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καταβάλουν τους Έλληνες αγωνιστές. Ένας κομιτατζής τρέχει με αναμμένο πυρσό, σπάει το παράθυρο και τον ρίχνει μέσα. Το εσωτερικό του σπιτιού είναι ξύλινο και λαμπαδιάζει αμέσως. Οι αγωνιστές όμως δεν βγαίνουν έξω. Προτιμούν να καούν ζωντανοί παρά να πέσουν στα χέρια των βουλγάρων. Οι φλόγες λαμπαδιάζουν το σπίτι, δημιουργώντας μια κόλαση πυρός. Η Κατερίνα όπως και οι άλλοι αγωνιστές συνεχίζουν να πυροβολούν μέχρι να σωθούν οι σφαίρες τους και να τους καταπιούν οι φλόγες.
.
Οι βούλγαροι πανηγυρίζουν για το φοβερό «κατόρθωμά» τους, καθώς από το σπίτι έχουν πια μείνει μόνο στάχτη και καπνισμένα ντουβάρια. Ένα ακόμη ολοκαύτωμα, πήρε την θέση του δίπλα στο Κούγκι, στο Σούλι, στα Σάλωνα, στο Αρκάδι της Κρήτης και σε όλα τα ολοκαυτώματα του Ελληνισμού για την ελευθερία της πατρίδας από τον βάρβαρο ζυγό.
.
Το 1939 βρέθηκε στο νεκροταφείο της Γευγελής ο τάφος της ηρωικής Ελληνίδας δασκάλας. Ο σταυρός, έγραφε:
  «Υπέρ της εις τον Θεόν των Ελλήνων πίστεως αγωνιζομένη, πυρί υπό των Βουλγάρων παραδοθείσα, ενθάδε κείμαι, Αικατερίνη Χατζηγεωργίου διδάσκαλος, 14 Οκτωβρίου 1904».

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ!
επιμέλεια Alexia-momyof6

Δασκάλες του υπόδουλου Ελληνισμού : Μακεδονία, Κύπρος, Βόρειος Ήπειρος » (μαθητική εργασία-βίντεο)



site analysis




«Ελάχιστη συμβολή στις επώνυμες και ανώνυμες δασκάλες που θυσίασαν την ζωή τους για την Μακεδονία και κάθε άλλο κατεχόμενο κομμάτι της πατρίδος μας».
Μια αξιόλογη εργασία των δασκάλων και δύο μαθητών της Στ΄ Δημοτικού του 2ου Δημοτικού Σχολείου Πολίχνης, που εντοπίσαμε στο διαδίκτυο και που θεωρούμε οτι αξίζει να προωθηθεί.
Συγχαρητήρια στους διδάσκοντες και στα παιδιά!
Μακάρι τέτοιες προσπάθειες να βρουν μιμητές…


(αντιγράφουμε από την σελίδα του Δημ. Σχολείου Πολίχνης στο youtube :

Λίγα λόγια για την ταινία αυτή:
Δύο μαθητές της Στ΄ Δημοτικού του 2ου Δημοτικού Σχολείου Πολίχνης, ο Σωκράτης Ελευθεριάδης και η Γογοδώνη Αναστασία, με τον συντονισμό και την επίβλεψη του καθηγητή Πληροφορικής τους κ.Μιλτιάδη Σταυρόπουλου, στα πλαίσια μαθητικού διαγωνισμού του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα (με την έγκριση του Υπουργείου Παιδείας), υπέβαλαν (Φεβρουάριος 2018) την ταινία αυτή μετά από αρκετούς μήνες προσπάθειας.
Η εργασία των 2 μαθητών περιελάμβανε: – επιλογή του κατάλληλου υλικού (κείμενα- φωτογραφίες) που βρέθηκαν σε βιβλία ή στο διαδίκτυο και συνένωση τους σε ένα ενιαίο τελικό κείμενο,
  • ηχογράφηση των αφηγήσεων (αφορούν την δασκάλα Αικατερίνη Χατζηγεωργίου),
  • επεξεργασία (σμίκρυνση) των βίντεο των 2 άλλων δασκάλων (ενδεικτικά το βίντεο με την Ελένη Φωκά ήταν διάρκειας μίας σχεδόν ώρας, έγιναν δεκάδες περικοπές για να περιοριστεί σε μόλις 3-4 λεπτά αξιοποιώντας τις πιο σημαντικές προσωπικές μαρτυρίες της δασκάλας),
  • εύρεση των τοποθεσιών στο χάρτη και δημιουργία σχετικών εικόνων που βοηθούν τον αναγνώστη,
  • εμφάνιση κατάλληλων μηνυμάτων (λεζάντες)
  • οπτικά εφέ (εφέ κίνησης, ζουμ κλπ στις διάφορες φωτογραφίες και στις εναλλαγές τους).
  • προσθήκη μουσικής (αποσπάσματα από 2 τραγούδια) που προσφέρθηκε να εκτελέσει η καθηγήτρια μουσικής και υποδιευθύντρια του σχολείου μας κ.Σισίκη  (αποφύγαμε να αξιοποιήσουμε έτοιμα τραγούδα για να μη έχουμε θέμα πνευματικών δικαιωμάτων).
Για την ταινία αυτή αφιερώθηκαν πολλές ώρες εκτός διδακτικού ωραρίου (ακόμη και Σάββατα).
Ευχαριστούμε : τον Διευθυντή του σχολείου κ.Κουσίδη Δημήτριο και την υποδιευθύντρια κ.Σισίκη Ελένη για την αμέριστη συμπαράσταση τους (υπόψιν ότι οι ίδιοι άνοιγαν το σχολείο τα Σάββατα στηρίζοντας την προσπάθεια αυτή), την καθηγήτρια Τσικρικτσή Δημητρούλα καθώς και τους συναδέλφους που προσφέρθηκαν να επιβλέψουν όταν αυτό χρειάστηκε.
Μια ευκαιρία να μάθουμε άγνωστες πτυχές Ελληνικής ιστορίας!
Καλή ακρόαση!
2ο Δημοτικό Σχολείο Πολίχνης.

****
ceb4ceb1cf83cebaceb1cebbceb1-cf83cf84cebf-cebcceb1cebaceb5ceb4cebfcebdceb9cebacf8c-ceb1ceb3cf8ecebdceb1

επιμέλεια ανάρτησης:«ιστολόγιο Ἁντέχουμε…»

Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Η Διαθήκη της Μάνας...



site analysis


Φωτογραφία του Dionysios Pylarinos.
Αυτή είναι η χειρόγραφη διαθήκη μιας μητέρας, που κοιμήθηκε στα 90 της χρόνια. 
Η γυναίκα αυτή είχε 4 κόρες, 1 γυιό και 15 εγγόνια. 
Πεθαίνοντας, δεν τους άφησε παρά μόνο την διαθήκη της, ανορθόγραφη και κακογραμμένη, πλούσια όμως σε πνευματικό περιεχόμενο:

- Αγαπημένα μου παιδιά, (και τους αναφέρει έναν έναν, τα παιδιά της, τους γαμπρούς, την νύφη και όλα τα εγγονάκια, 25 ονόματα). 
Σας φιλώ και σας αποχαιρετώ. Αυτό το γράμμα θα το ανοίξετε και θα το διαβάσετε μετά τον θάνατό μου…
Η πρώτη σας δουλειά, μόλις σηκωθήτε το πρωί, είναι να πλυθήτε, να ανάψετε το καντηλάκι σας και να θυμιάσετε όλο το σπίτι. 
Κατόπιν θα κάνετε την προσευχή σας, όπως σας την έμαθα από τον Συνέκδημο. 
Το ίδιο θα κάμουν -αν θέλουν- και οι άνδρες σας και η νύφη μου και όλα τα εγγονάκια μου. 
Κι ύστερα όλοι στις δουλειές σας. Μόνο έτσι θα σκεπάζει και θα ευλογή ο Θεός και την δουλειά και την οικογένειά σας.
Κάθε Κυριακή πρωί όλοι σας στην Εκκλησία, το ίδιο και κάθε μεγάλη γιορτή. 
Κάθε βράδυ, μικροί-μεγάλοι, πριν από τον ύπνο θα διαβάζετε το Απόδειπνο, τους Χαιρετισμούς, την Καινή Διαθήκη, το Ψαλτήρι και την «Αμαρτωλών Σωτηρία».
Μην ξεχνάτε και τις νηστείες, να τις κρατάτε όλες, όπως σας τις βαστούσα κι εγώ, από 6 χρονών και μετά. 
Όλα αυτά, αγαπημένα μου παιδιά και εγγόνια, όταν θα τα κρατάτε, θα είναι σαν να μου ανάβετε κάθε μέρα ένα κεράκι. 
Θα είναι για μένα το καλύτερο καθημερινό μνημόσυνο.
Να τηρήτε τα θρησκευτικά έθιμα της πατρίδας μας και να ακολουθήτε τα ουράνια, γιατί όλα τα εγκόσμια είναι πρόσκαιρα και μάταια. 
Τα καλά έργα και τις κρυφές ελεημοσύνες θα τα έχετε στην αιωνιότητα. 
Όλα τα άλλα σαν όνειρο θα σβήσουν.
Μαζί σας δεν θα πάρετε τίποτε, ούτε πλούτη, ούτε δόξες, ούτε σπίτια. 
Μόνο τα καλά σας έργα και την υπομονή.
Να έχετε την ευχή μου και να είστε αγαπημένοι, πρώτα μεταξύ σας ως αδέλφια και ύστερα με τις οικογένειές σας, αλλά και με τους συγγενείς και με τους γείτονες και με τον κόσμο όλο.
Όσο μπορείτε καλά έργα να κάμετε και από την Εκκλησία να μη λείπετε. 
Κι αυτούς που θέλουν το κακό σας, να τους συγχωράτε. 
Αυτά θα μείνουν κι εδώ κάτω στην γη και στον ουρανό. 
Όσα χρόνια κι αν ζήσουμε, θα είναι σαν χθες. 
Γι’ αυτό έργα καλά και κρυφά. Αδικίες και ψέματα σε κανέναν, ούτε και στον εχθρό σας.
Την Εκκλησία και τον καλό Πνευματικό να μην αφήσετε.
Όλα αυτά θα τα διαβάζετε όλοι σας και μπροστά στα παιδιά σας, κάθε φορά που θα συμπληρώνεται χρόνος από τον θάνατό μου, μετά από το Τρισάγιο που θα κάνετε. Αυτό θα είναι και το μνημόσυνό μου.
Σας δίνω την ευχή μου, σας φιλώ, σας αποχαιρετώ και καλήν αντάμωση στον Παράδεισο.
Η μάνα σας και η γιαγιά σας..."


Πηγή: ΑΓΙΑ ΜΕΤΕΩΡΑ

ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΤΗΣ ΆΡΤΑΣ



site analysis

Αποτέλεσμα εικόνας για ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΤΗΣ ΆΡΤΑΣ
Όσον αφορά, τα σχετικά με το βίο της οσίας και τη συγγραφή – έκδοση των ακολουθιών της, ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας αναφέρει τα παρακάτω :  
¨Τον βίο της Οσίας ταύτης Μητρός ημών Θεοδώρας της βασιλίσσης της Ηπείρου συνέγραψεν ο Μοναχός Ιώβ ο Ιασίτης, ο Μέλος, σύγχρονος της Αγίας, όστις και την Ακολουθίαν αυτής εποίησεν. 
Επίσης ο Άρτης Σεραφείμ, ο Ξενόπουλος (1864-1894), εποίησε και Ακολουθίαν ψαλλομένην τη κ΄ (20η) Μαρτίου επί τη μνήμη της ανακομιδής των Λειψάνων της Αγίας, καθώς και Παρακλητικόν εις αυτήν Κανόνα. Η πρώτη Ακολουθία μετά του βίου εξεδόθησαν το πρώτον εν Βενετεία το 1772, το δεύτερον πάλιν εν Βενετεία το 1812 και το τρίτον εν Αθήναις το 1841. Αμφότεραι αι Ακολουθίαι μετά του βίου και του Παρακλητικού Κανόνος εξεδόθησαν εν Αθήναις το 1874¨. Για την ιστορική αξία του βίου της οσίας που συνέταξε ο μοναχός Ιώβ, ο Αντώνιος Μηλιαράκης γράφει τα εξής : ¨Περί των πρώτων χρόνων της δεσποτείας του Μιχαήλ Β΄ ουδέν ιστορούσιν οι ιστορικοί του Βυζαντίου. Μόνη ιστορική πηγή, και αυτή σκοτεινή και συγκεχυμένη κατά τε την χρονολογίαν και τα πρόσωπα, διαλαμβάνουσα περί της αρχής του πολιτικού και στρατιωτικού σταδίου του δεσπότου τούτου, είναι το συναξάριον της Οσίας Θεοδώρας, συζύγου αυτού, γραφέν υπό μοναχού ονόματι Ιώβ¨. Παρακάτω θα παραθέσουμε αποσπασματικά (για την οικονομία του χώρου) το βίο της οσίας, τον οποίο αντιγράφουμε από την ιστοσελίδα http://www.synaxarion.gr :
¨Η Αγία Θεοδώρα γεννήθηκε περί το έτος 1210 πιθανότατα στην Θεσσαλονίκη και υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλ(ε)ίφα (νορμανδικής καταγωγής), η οποία εγκατεστημένη αρχικά στο Διδυμότειχο προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα.
Ο πατέρας της Ιωάννης είχε τον τίτλο του σεβαστοκράτορος και ήταν διοικητής Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Κοντά στους ευσεβείς και ενάρετους γονείς της ανατράφηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» αντλώντας από την ζωή τους το πρώτο φωτεινό παράδειγμα ενάρετης ζωής, παράδειγμα που θα χαραχθεί ανεξίτηλα και στην δική της ζωή. Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα αφήνοντας τη Θεοδώρα σε μικρή ακόμα ηλικία, ορφανή. Την προστασία της οικογένειας ανέλαβε ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος (θειος της), ο οποίος την εποχή αυτή είχε καταλάβει την Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του μέχρι την Αδριανούπολη. Η Θεοδώρα έζησε και μεγάλωσε στα Σέρβια της Κοζάνης, μία σημαντική πόλη με στρατηγική θέση την εποχή αυτή. Ανατρέφεται μαζί με τα αδέλφια της από την ευσεβή μητέρα της Ελένη και μαθαίνει καλά για τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου, που δεν είναι άλλος παρά η αγιότητα και η «κατά Θεόν ομοίωσις». Η πνευματική καλλιέργεια και ωριμότητα της νεαρής Θεοδώρας, καθώς επίσης και το κάλλος της εντυπωσιάζουν τον Μιχαήλ Β’, που στον δρόμο του για την Άρτα την συναντά στα Σέρβια, ενώ βρισκόταν υπό την προστασία του θείου της Θεοδώρου. Την ζητά αμέσως σε γάμο, ο οποίος και τελείται με κάθε μεγαλοπρέπεια και επισημότητα στα Σέρβια το έτος 1230. Με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στην Άρτα, την πρωτεύουσα του κράτους της Ηπείρου, στην οποία ο Μιχαήλ Β΄ ανακηρύσσεται μετά από λίγο Δεσπότης.
Ο Μιχαήλ, ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, αρχίζει να φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η νεαρά δούκισσα Θεοδώρα αναδεικνύεται πρώτη κυρία του Δεσποτάτου. Στην μεγάλη αυτή και ένδοξη θέση που ανέβηκε η Θεοδώρα, δεν παρασύρθηκε από την δόξα και το μεγαλείο του αξιώματός της, ούτε, παρά τη νεότητά της, τράπηκε σε υλιστικές απολαύσεις και τρυφηλή ζωή. Και όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος της Ιώβ μοναχός, τώρα πιο πολύ κατάλαβε ότι πρέπει να φροντίζει να ζει με πιο πολλή αρετή και σωφροσύνη, με ταπεινοφροσύνη και αγάπη, με αοργησία και συμπάθεια, με ελεημοσύνη και πραότητα και γενικά, ολόψυχα να δίδεται και να υπηρετεί τον Θεό και τούς ανθρώπους.
Λίγες ήταν οι ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού. Ο μισόκαλος διάβολος φθονώντας την ευτυχία τους και την αρετή της Θεοδώρας και μην μπορώντας να υποτάξει την ίδια, ρίχνει τα φαρμακερά βέλη του εναντίων της με άλλον τρόπο: «θηλυμανίας τον άνδρα καταμαλάξας, πειρασμόν τη μακαρία εγείρει δεινώτατον». Ο Μιχαήλ παρασύρεται σε πορνεία και ακολασία από μια Αρτινή αρχόντισσα, την Γαγγρινή. Αυτή με την βοήθεια τού διαβόλου κατορθώνει να σκλαβώσει ψυχικά τον Μιχαήλ και να βάλει μίσος άσπονδο στην καρδιά του, εναντίων της καλής και Αγίας συζύγου του. Με την εντολή του προς όλους απαγορεύει κάθε βοήθεια και συμπαράσταση προς την Αγία και ορίζει αυστηρά να μην κάνουν λόγο γι’ αυτήν στα ανάκτορα, ουτέ το όνομά της καν να προφέρουν στα χείλη τους. Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές της ζωής της, φάνηκαν οι καρποί της αληθινής πνευματικής καλλιέργειας της Θεοδώρας. Όπως μέσα στην δόξα και την καλοπέραση του παλατιού δεν παρασύρθηκε και δεν αλλοιώθηκε, έτσι και τώρα μέσα στην φουρτουνιασμένη συζυγική ζωή η Θεοδώρα δεν κάμφθηκε και δεν λιποψύχησε, αλλά φάνηκε πιο πολύ ο αδαμάντινος χαρακτήρας της και η ακεραιότητα της πίστεώς της.
Στην αυθαιρεσία του άνδρα της αντέταξε την υπομονή και το ταπεινό της φρόνημα. Παρά τις συκοφαντίες και τον διωγμό της από τα ανάκτορα, λαμπρύνθηκε με την σιωπή και την εκούσια μόνωσή της. Χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, οπλισμένη όμως με την ακαταίσχυντη ελπίδα στον Θεό, εγκαταλείπει – έγκυος ήδη – τα ανάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί με τον πρωτότοκο υιό της, το Νικηφόρο, που γεννήθηκε στην εξορία, ταλαιπωρείται στο κρύο και στην ζέστη, στην πείνα και τη δίψα, στην εγκατάλειψη και την μοναξιά. Άγνωστη, πικραμένη και κακοντυμένη περνούσε λόφους και γκρεμούς αποφεύγοντας την μανία του άνδρα της. Στην μεγάλη αυτή δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριά κοντά στον ιερέα της Πρένιστας. Μία μέρα που μάζευε λάχανα, για να φάει αυτή και το μικρό της παιδί, την συναντά ο ιερέας και μετά από επίμονη προσπάθεια να μάθει ποιά είναι, η Θεοδώρα του φανερώνεται. Έτσι για λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στο σπίτι του καλού αυτού ιερέως. Η αλήθεια όμως και η αρετή όσο και αν σπιλώνονται, όσο και αν παραθεωρούνται, δεν αργούν να φανούν. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του Δούκα Μιχαήλ και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής αντιδρούν δυναμικά: διώχνουν την Γαγγρινή από τα ανάκτορα και απαιτούν από τον βασιλέα να αλλάξει ζωή. Ο Μιχαήλ συγκλονίζεται, «έρχεται εις εαυτόν» και αμέσως στέλνει έμπιστους ανθρώπους να βρουν και να φέρουν πίσω την Θεοδώρα.
Πράγματι με πολλή μετάνοια και αγάπη, με επισημότητα και λαμπρότητα υποδέχεται τη νόμιμη και μόνη κυρία και βασίλισσα στα ανάκτορα και στη ζωή του. Δεύτερος σημαντικός στόχος της Αγίας ήταν η ειρήνη μεταξύ των Ελληνικών κρατών της εποχής (Φραγκοκρατία) και η συνεργασία τους – πέρα από τις ατομικές φιλοδοξίες των ηγεμόνων και την κοντόφθαλμη πολιτική τους – για την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Το επιχείρημα αυτό στάθηκε δύσκολο, αν λάβουμε υπ’ όψιν, ότι τα δύο σημαντικά κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η αυτοκρατορία της Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σε αντιζηλία, εχθρότητα, προστριβές και πόλεμο μεταξύ τους. (Για τις προσπάθειες της Αγίας να ειρηνεύσουν τα δύο κράτη θα αναφερθούμε παρακάτω)Μετά από σαράντα περίπου χρόνια έγγαμου βίου, ο Δεσπότης Μιχαήλ Β΄, «καλώς και θεοφιλώς βιώσας», κοιμήθηκε εν Κυρίω. Η Θεοδώρα αμέσως έτρεξε στο μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζει ως μοναχή στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (σημερινή μονή Αγίας Θεοδώρας). Η ζωή της ασκητική και το πολίτευμά της αγγελικό. Για το διάστημα αυτό του βίου της γράφει ο βιογράφος της, ότι ζούσε σηκώνοντας το βάρος των πόνων και της ασκήσεως, αυξάνοντας τους καρπούς των αρετών της, παραμένοντας νύχτα και ημέρα στην αδιάλειπτη νοερά προσευχή και συνομιλία με τον Θεό με ψαλμούς και ύμνους, εξαγνίζοντας το σώμα της με νηστεία και υπηρετώντας με προθυμία τις αδελφές μοναχές. Ήταν ο προστάτης των αδικουμένων και το στήριγμα των χηρών και ορφανών, βοηθούσε τους πτωχούς, παρηγορούσε τους θλιβομένους. Φροντίζει για την ανέγερση νέων ναών και μοναστηριών και ενδιαφέρεται για την ζωή των μοναχών. Έχει μεγάλη ευλάβεια στους Οσίους ασκητές της περιοχής προς τους οποίους τρέφει ιδιαίτερη τιμή, όπως φανερώνεται στον βίο του Αγίου Ανδρέου του Ερημίτου († 15 Μαΐου).
Έφθασε όμως και για την Αγία Θεοδώρα το τέλος της επίγειας ζωής και η αρχή της απολαύσεως της άνω ζωής. Στην Οσία αποκαλύπτεται η ημέρα του θανάτου της, όπως συμβαίνει σε πολλούς Αγίους. Θερμά παρακαλεί την Κυρία Θεοτόκο και τον μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο να μεσιτεύουν προς τον Κύριο να της δοθεί παράταση ζωής έξι μηνών «προς την του ναού τελείαν απάρτισιν». Έτσι κι έγινε. Και όταν έφθασε πλέον η ώρα να παραδώσει την Αγία της ψυχή στον Κύριο, συγκεντρώνει τις αδελφές μοναχές. Για τελευταία φορά τις συμβουλεύει με αγάπη και τις καθοδηγεί πως να ζουν και να αγωνίζονται εν Αγίω Πνεύματι, αυτή που ήταν το ζωντανό παράδειγμα μιας άλλης βιοτής. Προσεύχεται για την σωτηρία τους και δίνοντας τις τελευταίες εντολές της «χαίρουσα, το πνεύμα εις χείρας Θεού παρέθετο» σε ηλικία περίπου 70 ετών. Δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τον χρόνο του θανάτου της Αγίας, τοποθετείται όμως στο χρονικό διάστημα από το 1281 – 1285 μ.Χ. Το άγιο και χαριτόβρυτο σώμα της ενταφιάστηκε στο νάρθηκα του καθολικού της μονής της, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σε ευλογία όλων των πιστών ο σεπτός της τάφος¨.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΕΙΡΗΝΕΥΣΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΡΑΤΗ
Η συμβολή της οσίας στα ιστορικά γεγονότα του 13ου αιώνα, συνίσταται στο γεγονός ότι, προσπάθησε να ειρηνεύσουν τα δύο ισχυρά ελληνικά κράτη της εποχής, το βασίλειο της Νίκαιας και το δεσποτάτο της Ηπείρου. Το 1249 υπήρξε μια πρώτη σοβαρή προσέγγιση μεταξύ των δύο κρατών, η οποία επιστεγάστηκε με το συνοικέσιο της εγγονής του Βατάτζη, Μαρίας και του Νικηφόρου, πρωτότοκου υιού του Μιχαήλ Β΄ και της Θεοδώρας.
Ας δούμε πως περιγράφουν το γεγονός του συνοικεσίου δύο ιστορικοί της Ρωμανίας, ο Γεώργιος Ακροπολίτης και ο Νικηφόρος Γρηγοράς : ¨Ο αυτοκράτορας Ιωάννης είχε κάνει συμφωνία με το δεσπότη Μιχαήλ και συγγένεψε μαζί του, γιατί αρραβώνιασε τον Νικηφόρο, τον γιό του Μιχαήλ, με τη Μαρία, την κόρη του γιού του, του βασιλιά Θεοδώρου. Η Θεοδώρα, μάλιστα, η γυναίκα του Μιχαήλ, πήρε τον γιο της, Νικηφόρο, και αφού πέρασε στην Ανατολή, συναντήθηκε με τον αυτοκράτορα που βρισκόταν στις Πηγές, και έγινε το συνοικέσιο των παιδιών τους. Η Θεοδώρα τότε και ο γιος της, αφού τους περιποιήθηκε ο αυτοκράτορας, γύρισαν στην πατρίδα τους κοντά στον σύζυγο της Μιχαήλ¨.
¨Αλλά προς το παρόν έστειλε πρέσβεις (ο Μιχαήλ Β΄) στο βασιλέα Ιωάννη (Βατάτζη), ζητώντας ως νύφη, για το γιό του Νικηφόρο, την κόρη του γιού του βασιλέα Θεοδώρου Λάσκαρη, Μαρία και κατόρθωσε το ζητούμενο. Έγιναν, λοιπόν, τότε αρραβώνες και συμφωνίες, αφού ακολούθησε τον Νικηφόρο στην Ανατολή και η μητέρα του, Θεοδώρα, με σκοπό να επισκεφθεί τη μνηστευόμενη νύφη και να βεβαιώσει τις συμφωνίες που έγιναν. Και αφού τελείωσαν αυτά, επέστρεψε στην πατρίδα της με το γιό της Νικηφόρο, η Θεοδώρα, η σύζυγος του Μιχαήλ, αφήνοντας εκεί στο σπίτι της τη νύφη και λαμβάνοντας εγγυήσεις από τους βασιλείς και κηδεμόνες ότι τον επόμενο χρόνο θα τελούνταν οι γάμοι¨. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς σε αντίθεση με τον Ακροπολίτη αναφέρει ότι τις πρεσβείες για την επίτευξη του συνοικεσίου, τις έστειλε πρώτος ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ και ότι συμφωνήθηκε να τελεστεί ο γάμος τον επόμενο χρόνο.
Ο Αντώνιος Μηλιαράκης μνημονεύοντας το προαναφερθέν συνοικέσιο, αναφέρει για τις βλέψεις του Δεσπότη της Ηπείρου τα εξής : ¨Ο Μιχαήλ Β΄ διά των σχέσεων τούτων (του συνοικεσίου δηλ.) ήθελε μάλλον να αποκρύπτει τους αληθείς αυτού σκοπούς, υποκρινόμενος φαινομενικήν τινα υποτέλειαν, ην πράγματι ουδόλως απεδέχετο, άρχων ήδη κράτους μείζονος του της Νικαίας, διά τούτο μετ΄ ολίγον ενθαρρυνόμενος εκ της αδυναμίας των εν Βυζαντίο Φράγκων ανεκήρυξεν εαυτόν αυτόνομον, και έθετο εν νω παράτολμον σχέδιον εκ νεανικής ορμής να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη, και αναγορευθεί εν αυτή βασιλεύς Ρωμαίων¨. Εν αντιθέσει με τον Δεσπότη της Ηπείρου, η σύζυγος του Θεοδώρα, η οποία έλαβε μέρος προσωπικά στην πραγματοποίηση του συνοικεσίου, εργάστηκε έτσι ώστε να επέλθει ειρήνη σε ανατολή και δύση. Χαρακτηριστικά ο Άγγλος ιστορικός Γουίλιαμ Μίλλερ στο κλασικό έργο του ¨Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα¨ (το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή για την ιστορία της Φραγκοκρατίας στην πατρίδα μας) αναφέρει : ¨Αλλά η Θεοδώρα που ένωνε τις πιο ασυμβίβαστες ιδιότητες, του αγίου και του διπλωμάτη, πρόθυμα ανέλαβε αποστολή για να πετύχει ένα συνοικέσιο μεταξύ του γιου της Νικηφόρου και της εγγονής του Έλληνα Αυτοκράτορα Βατάτζη. Ο Αυτοκράτορας το αποδέχτηκε κι΄ αυτό έδειξε πως παγιώνονταν, οριστικά, η ειρήνη μεταξύ Νίκαιας και Ηπείρου. Πραγματικά τούτο φάνηκε όταν ο Αυτοκράτορας της (Γερμανίας) Φρειδερίκος Β΄ έγραψε στο Δεσπότη (της Ηπείρου), στα 1250, παρακαλώντας τον να αφήσει ελεύθερο το πέρασμα από την Ήπειρο, στα στρατεύματα που του έστελνε ο γαμπρός του Βατάτζης για να τον ενισχύσει στον αγώνα του εναντίον του πάπα Ιννοκέντιου IV¨.
Ο Γεώργιος Ακροπολίτης φύση και θέση δυσμενώς διακείμενος απέναντι στο δεσπότη της Ηπείρου, σχολιάζει την στάση του, χρησιμοποιώντας και δύο παροιμίες τις οποίες αναφέρουμε και σήμερα : ¨Όμως η παροιμία που λέει ότι το στραβόξυλο ποτέ δεν ισιώνει και ότι ο αράπης δεν ασπρίζει, επαληθεύτηκε στην περίπτωση του Μιχαήλ, αφού αποστάτησε εναντίον του αυτοκράτορα, έχοντας σαν σύμβουλό του σε αυτό το σχέδιο τον θείο του, Θεόδωρο Άγγελο¨. Ο Ιωάννης Βατάτζης πληροφορούμενος για την αποστασία του Μιχαήλ Β΄ (1251), ετοίμασε τα στρατεύματά του και επετέθη στο δεσποτάτο της Ηπείρου (1252). Ο στρατός της Νίκαιας με την καθοριστική βοήθειά του Θεόδωρου Πετραλ(ε)ίφα αλλά και άλλων αρχόντων της δυτικής Ελλάδος (όπως προαναφέραμε), ανάγκασε το δεσπότη Μιχαήλ να έρθει σε διαπραγματεύσεις. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης ο οποίος έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις, ιστορεί τα παρακάτω : ¨Ξεκινήσαμε λοιπόν να συναντήσουμε τον Μιχαήλ και αφού τον συναντήσαμε στη Λάρισα, ρυθμίσαμε τα σχετικά με τη συνθήκη. Αφού πήραμε σαν όμηρο το γιό του Μιχαήλ, Νικηφόρο που ο αυτοκράτορας τον είχε τιμήσει με το αξίωμα του δεσπότη εξαιτίας της εγγονής του, καθώς και τον θείο του Μιχαήλ, Θεόδωρο Άγγελο δεσμώτη, επιστρέψαμε κοντά στον αυτοκράτορα που ήταν στρατοπεδευμένος στα Βοδηνά¨.
Τελικά ο γάμος των δύο παιδιών (Νικηφόρου και Μαρίας) τελέστηκε το 1256 δύο χρόνια μετά την κοίμηση του Ιωάννη Βατάτζη (1254), όταν αυτοκράτορας στη Νίκαια ήταν ο υιός του και πατέρας της νύφης, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης.  Πριν όμως γίνει ο γάμος είχαμε άλλη μία αποστασία του Μιχαήλ και άλλη μια προσπάθεια της οσίας Θεοδώρας ώστε να επιτευχθεί η ειρήνευση. Μετά την κοίμηση του Ιωάννη Βατάτζη οι Βούλγαροι και ο δεσπότης της Ηπείρου προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την (όπως πίστευαν) διοικητική απειρία του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη. Αθέτησαν τις συμφωνίες που είχαν συνάψει με την αυτοκρατορία της Νίκαιας και έκαναν επιδρομές στις επαρχίες της. Ο βασιλιάς Θεόδωρος όμως δεν αποδείχθηκε να υστερεί καθόλου ως προς τα ηγετικά του προσόντα, κινήθηκε άμεσα με τα στρατεύματά του και ανάγκασε τους Βούλγαρους και το δεσπότη Μιχαήλ να ανανεώσουν τις προηγούμενες συνθήκες. Η βασίλισσα Θεοδώρα και πάλι ανέλαβε το ρόλο του διαμεσολαβητή. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει σχετικώς : ¨Και για να μη μακρηγορούμε, μόλις ο ήλιος βρέθηκε στη φθινοπωρινή τροχιά, πήρε ο βασιλιάς (Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης) τα ρωμαϊκά στρατεύματα και κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλία. Αλλά δεν είχε προλάβει καλά καλά η Μακεδονία να υποδεχτεί τα βασιλικά στρατεύματα, και έφτασε σ΄ αυτόν η Θεοδώρα, η γυναίκα του αποστάτη Μιχαήλ, για να τελέσει τους γάμους του γιου της, Νικηφόρου, με τη θυγατέρα του βασιλέα, Μαρία, και για να επιστρέψει όσα μέρη της επικράτειας των Ρωμαίων είχε κυριεύσει ο άντρας της στις εξορμήσεις του. Πράγματι έτσι έγινε, και η Θεοδώρα αναχώρησε ήδη προς τον άντρα της, Μιχαήλ, παίρνοντας μαζί της και τη Μαρία, νύφη της από το γιο της¨. Ο Ακροπολίτης αναφερόμενος στο συγκεκριμένο γεγονός ιστορεί ότι : ¨Αφού έφθασε, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη ο αυτοκράτορας, έκανε τους γάμους της κόρης του Μαρίας με το γιο του δεσπότη Μιχαήλ, Νικηφόρο, τον οποίο τίμησε και με το αξίωμα του δεσπότη¨. Σχετικά με το γεγονός του γάμου, ο Αντώνιος Μηλιαράκης συνοψίζοντας τις πληροφορίες που παρέχουν ο Ακροπολίτης, ο Γρηγοράς και ο Ανώνυμος (χρονικογράφος της εποχής του οποίου το όνομα δε διασώθηκε), αναφέρει τα εξής : Μετά την προς τους Βουλγάρους συνθηκολόγησιν ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης ανεχώρησεν εκ Ρηγίνας εις Θεσσαλονίκην, διότι έμαθεν ότι ήρχετο εις συνάντησιν του η Θεοδώρα, σύζυγος του δεσπότου της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, μετά του υιού της Νικηφόρου, ίνα τελέσει τους γάμους αυτού μετά της θυγατρός του Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως Μαρίας, ων η μνηστεία ετελέσθη προ εξ ετών. Συνηντήθησαν δε η τε Θεοδώρα και ο βασιλεύς περί το Βολερόν, εν τη χώρα του Λεντζά, όπου εώρτασαν και την ύψωση του Τιμίου Σταυρού «14 Σεπτεμβρ. 1257» (με βάση την υποσημείωση που παραθέτει ο Μηλιαράκης, πιθανώς ο εορτασμός έγινε στον ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερών). Μετά τριήμερον δε διαμονήν ενταύθα εξηκολούθησαν την πορείαν εις Θεσσαλονίκην. Εν Θεσσαλονίκη ο τε Θεόδωρος Β΄ και η Θεοδώρα ετέλεσαν τους γάμους του Νικηφόρου και της Μαρίας, ευλογήσαντος τούτους του πατριάρχου Αρσενίου, επί τούτω εις Θεσσαλονίκην επιδημήσαντος¨.
Παρά τις συνεχείς συνθήκες και τις προσπάθειες της οσίας Θεοδώρας για την ειρήνευση των δύο κρατών, αυτή δεν επετεύχθη ποτέ. Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης εκμεταλλευόμενος τη θέση ισχύος που κατείχε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κατόρθωσε να αποσπάσει από το κράτος της Ηπείρου, διά μέσω της συνθήκης που αναγκάσθηκε να υπογράψει ο Μιχαήλ Β΄, τα Σέρβια και το Δυρράχιο. Ο Μιχαήλ Β΄ μη ανεχόμενος τους όρους της συνθήκης που υπέγραψε, τους αθέτησε άμεσα και επιτέθηκε στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου που υπαγόταν στη Νίκαια, έχοντας ως συμμάχους τους Σέρβους.
Όσον αφορά το γάμο Νικηφόρου και Μαρίας, αυτός δεν κράτησε για πολύ, διότι η Μαρία πέθανε την εποχή κατά την οποία επαναστάτησε ο Μιχαήλ Β΄. Ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι : ¨Η Μαρία πέθανε τον καιρό της ανταρσίας, ενώ άλλοι λένε ότι πέθανε επειδή τη χτύπησε πολλές φορές ο άντρας της, Νικηφόρος, και άλλοι από αρρώστια¨. Ο Νικηφόρος ήταν γραπτό να νυμφευτεί και πάλι με πριγκίπισσα από την αυτοκρατορία της Νίκαιας (που εντωμεταξύ το 1261 είχε απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη). Τα γεγονότα έχουν ως εξής : Επί της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1258-1282) τα δύο κράτη συνεπλάκησαν σε μάχες από το 1259 έως το 1264. Σχετικά με την ήττα του δεσποτάτου της Ηπείρου το 1264, ο Γκιόργκ Οστρογκόρσκι παραθέτει τα παρακάτω : ¨ο αδελφός του αυτοκράτορα (Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου) ο δεσπότης Ιωάννης Παλαιολόγος, κέρδισε το καλοκαίρι του 1264 μια σημαντική νίκη και ανάγκασε το δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ να δεχθεί την ειρήνη και να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του αυτοκράτορα. Ο γιος του Μιχαήλ Β΄, ο δεσπότης Νικηφόρος Α΄ που ήταν προηγουμένως παντρεμένος με την κόρη του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη, έλαβε τώρα ως σύζυγο μια ανιψιά του Μιχαήλ Η΄¨. Στο γεγονός του δεύτερου συνοικεσίου μεταξύ των δύο κρατών, κάνει μνεία και ο Νικηφόρος Γρηγοράς : ¨Και πάνω σ΄ αυτά, ο Αιτωλός Μιχαήλ, ο δεσπότης, ζήτησε και πήρε νύφη για το γιο του, το δεσπότη Νικηφόρο, που ήταν χήρος, την ανιψιά του βασιλιά, Άννα. Και το συνοικέσιο αυτό ήταν εγγύηση για τις συνθήκες μεταξύ τους¨.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της οσίας Θεοδώρας τα δύο κράτη δεν μπόρεσαν ποτέ να ενωθούν ειρηνικά. Όσον αφορά το δεσποτάτο της Ηπείρου ενημερωτικά να αναφέρουμε ότι, στα μέσα της δεκαετίας του 1330 ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος το ενσωμάτωσε στην επικράτεια της Ρωμανίας. Ακολούθως οι Σέρβοι, εκμεταλλευόμενοι τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, κατέλαβαν την Ήπειρο. Το 1356 ο Νικηφόρος Β΄ (δεσπότης Ηπείρου) την ανακατέλαβε προσθέτοντας στην επικράτειά του και τη Θεσσαλία. Το 1359 το δεσποτάτο ενσωματώθηκε και πάλι στην αυτοκρατορία. Στις επόμενες δεκαετίες η παρηκμασμένη Ρωμανία έχανε ένα προς ένα τα εδάφη της, έτσι και η Ήπειρος κατακτήθηκε από τις ιταλικές οικογένειες Μπουοντελμόντι και Τόκκων, και στη συνέχεια από τους Οθωμανούς.
------------------------------------------------------------------------------------------


ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ: Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΠΑΘΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ
     Μια πλειάδα αγίων της Εκκλησίας μας υπήρξαν βασιλείς, οι οποίοι υπερέβησαν την εγκόσμια δόξα και τον πειρασμό της εξουσίας και πολιτεύτηκαν σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου και προσάρμοσαν τη ζωή τους στη ζωή του Χριστού. Μια τέτοια αγιασμένη μορφή υπήρξε και ηαγία Θεοδώρα η βασίλισσα της Άρτας.
     Γεννήθηκε στα Σέρβια της Κοζάνης το 1210. Ο πατέρας της ονομαζότανΙωάννης Πετραλίφας και ήταν σεβαστοκράτορας και διοικητής τηςΘεσσαλίας και της Μακεδονίας. Η μητέρα του Ελένη ανήκε σε οικογένεια αριστοκρατών της Κωνσταντινουπόλεως. Η οικογένεια του πατέρα της ήλκε την καταγωγή του από την φημισμένη ιταλική οικογένεια των Πετραλίφα. Πρόγονός της υπήρξε ο Πέτρος di Alife, ο οποίος είχε πάρει μέρος στην Α΄ Σταυροφορία, τον 11ο αιώνα.

      Ανάμεσα στα έτη 1224-1230 πέθανε ο πατέρας της και ανάλαβε την προστασία της ο Δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Άγγελος Κομνηνός – Δούκας. Πληροφοριακά αναφέρουμε ότι την εποχή αυτή δεν υφίσταται η βυζαντινή αυτοκρατορία, αφότου την κατέλυσαν οι σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας (1204), αλλά κάποια βασίλεια – δεσποτάτα. Ένα από αυτά ήταν αυτό της Ηπείρου, που είχε έδρα την Άρτα. Οι Κομνηνοδούκες έφυγαν από την Κωνασταντινούπολη και ίδρυσαν το Δεσποτάτο της Ηπείρου το 1204.
        Στα 1230 ο Θεόδωρος υπέστη ήττα από τους Βουλγάρους και γι’ αυτό αναγκάστηκε να παραδώσει την εξουσία στον ανεψιό του Μιχαήλ Β΄, γιο του Μιχαήλ Α΄ , ιδρυτή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Ο Μιχαήλ Β΄ γνώρισε την νεαρή Θεοδώρα και εντυπωσιάστηκε από την σπάνια ομορφιά της και από την πνευματική της καλλιέργεια και γι’ αυτό αποφάσισε να τη ζητήσει σε γάμο. Σύντομα παντρεύτηκαν και την ανέβασε ως βασίλισσα στο θρόνο του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Οι χάρες της δεν άργησαν να γίνουν γνωστές στο παλάτι και στο λαό της Άρτας, ο οποίος εκδήλωνε με κάθε τρόπο την αγάπη του για την ευσεβή βασίλισσά του.
      Αν όμως ο λαός εκτιμούσε, θαύμαζε και αγαπούσε την Θεοδώρα, ο βάναυσος, σκληρόκαρδος και φιλήδονος Μιχαήλ την αποστρέφονταν, διότι η σεμνή και ευσεβής  βασίλισσα δεν τον ακολουθούσε στις ατέλειωτες διασκεδάσεις και τις άκρατες φιληδονίες και απολαύσεις του. Μετά τη γέννηση του γιου τους Νικηφόρου ο Μιχαήλ, σύναψε σχέσεις με κάποια αρχόντισσα αρτινή, ονόματι  Γαγγρινή, την οποία λίγο αργότερα την εγκατέστησε στο παλάτι και έκανε μαζί της δύο νόθους γιους.
        Η Θεοδώρα μη μπορώντας να αντέξει την ταπείνωση και την προσβολή αυτή   αποφάσισε να φύγει από το παλάτι, εγκαταλείποντας το θρόνο της στην ερωμένη του Μιχαήλ. Πήρε μάλιστα μαζί της και τον ανήλικο Νικηφόρο και έφυγε προς τα άγρια βουνά των Τζουμέρκων. Όπως αφηγείται ο βιογράφος της Θεοδώρας, κάποιος λόγιος μοναχός ονόματι Ιώβ, ο οποίος έζησε τον 17ο αιώνα, η αγία βασίλισσα, μαζί με το παιδί της τριγυρνούσε για πέντε ολόκληρα χρόνια στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου, ζώντας σε πλήρη ένδεια. Τρέφονταν με άγρια χόρτα και στεγάζονταν στις σπηλιές των βουνών. Μάλιστα ο βιογράφος της την  αποκαλεί«λαχανευομένη», από την μοναδική τροφή της άτυχης αρχόντισσας και του παιδιού της.
       Παρ’ όλα τα βάσανά της ουδέποτε γόγγυσε κατά του Θεού και ούτε στιγμή έχασε την βαθειά της πίστη στην πρόνοιά Του. Μετά από απίστευτες περιπέτειες, πέντε χρόνων, τη βρήκε κάποιος ενάρετος κληρικός, ο οποίος την περιμάζεψε στο χωριό Πρένιστα, το σημερινό ορεινό χωριό Κορφοβούνι της Άρτας.
        Εν τω μεταξύ έγινε γνωστή η εύρεση της βασίλισσας στον πιστό και ευλαβή λαό της Άρτας. Η χαρά των αρτινών μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε οργή κατά του μοιχού
Μιχαήλ. Εξαγριώθηκαν οι υπήκοοί του και απαιτούσαν την άμεση επιστροφή της Θεοδώρας στο παλάτι και την αποκατάσταση στο θρόνο της. Στην αρχή ο Μιχαήλ αγνοούσε τη λαϊκή κατακραυγή, αλλά όταν διαπίστωσε πως δεν ηρεμούσαν οι εξαγριωμένοι αρτινοί, αναγκάστηκε να την δεχτεί στο παλάτι, να την αποκαταστήσει στο θρόνο της και να διώξει τη μοιχαλίδα Γαγγρινή από τη βασιλική αυλή.
       Μια νέα σελίδα ανοίχτηκε για την ευσεβή βασίλισσα. Μετά την περιπέτειά της, την οποία θεώρησε δοκιμασία από το Θεό, άρχισε ένα πρωτόγνωρο θεάρεστο και φιλάνθρωπο έργο. Κατόρθωσε επισης με την προσευχή και την επιμονή της να κάνει τον Μιχαήλ να μετανοήσει για την συζυγική του απιστία. Έκανε μαζί του άλλα τέσσερα παιδιά: τον Ιωάννη, το Δημήτριο, την Ελένη και την Άννα και έζησαν τα υπόλοιπα χρόνια τους θεοφιλώς.
        Ο Μιχαήλ, μάλιστα, για να εξιλεωθεί για τον έκλυτο βίο του και την αμαρτία της μοιχείας κατά της Θεοδώρας, έκτισε ονομαστές Μονές και λαμπρές εκκλησίες στην Άρτα, τα οποία σώζοντα μέχρι σήμερα και προκαλούν το θαυμασμό μας. Ίδρυσε την Ιερά Μονή της Κάτω Παναγιάς, της οποίας κτήτορας φέρεται η Θεοδώρα. Την Ιερά Μονή παναγίας Βλαχερνών και την Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου στην παλιά κάτω πόλη της Άρτας.
       Το 1270 πέθανε ο Μιχαήλ και η Θεοδώρα αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου, όπου μόνασε για δέκα χρόνια, ως το θάνατό της το 1280, ή το 1281 και θάφτηκε στο νάρθηκα του ναού της Μονής, ο οποίος αφιερώθηκε κατόπιν σε αυτήν. 

      Οι ευσεβείς κάτοικοι της Άρτας και των γύρω περιοχών, την ανακήρυξαν αμέσως αγία, λόγω της πίστης της στο Θεό, της αγίας ζωής της και του μεγάλου φιλανθρωπικού της έργου. Η μνήμη της εορτάζεται στις 11 Μαρτίου και τιμάται ιδιαίτερα στην Άρτα, της οποίας είναι πολιούχος και προστάτης. Το τίμιο λείψανό της βρίσκεται σε μια κόγχη στα δεξιά του ναού , σε ασημένια λάρνακα. Κάθε χρόνο στην μνήμη της γίνεται λαμπρή λιτάνευση στην πόλη της Άρτας.