Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Η δασκάλα μου η μάμμη μου



site analysis





Καταγότανε από τις σκλαβωμένες πατρίδες, την Αίνο και τ᾽ Αιβαλί. Όταν εγκατασταθήκανε στην Πάρο, στις μεγάλες μέρες τραγουδούσανε: «Παναγιά μου από την Αίνο, μήνυσέ μου ίντα θα γένω. Παναγιά μου από την Πάρο, μήνυσέ μου ποιάν θα πάρω».


Αυτή η γιαγιά με εδίδαξε με την ζωή της και τον λόγο της το πατρώον σέβας. «Η νηστεία είναι, παιδί μου, η βάσις κάθε σωματικής ασκήσεως.» Όλες τις Σαρακοστές άλαδο η γιαγιά και ολόκληρο το σπίτι. Μ᾽ έμαθε ν᾽ ανάβω το καντήλι, να θυμιάζω, να ανάπτω κερί μπροστά στα εικονίσματα και να προσεύχωμαι στον όρθρο και στο δείλι. Μου υπέδειξε τις μετάνοιες σαν προσευχή που την δέχεται ο Θεός. Με δίδαξε ότι αν τρεις Κυριακές δεν ακούσουμε τον εξάψαλμο, σταματάμε να είμαστε χριστιανοί. «Σήκω, παιδί μου, ο παπάς πέρασε, ανέβηκε στην Παναγία· μη ξεχνάς ότι και την προηγούμενη Κυριακή τον χάσαμε τον εξάψαλμο.» Μ᾽ έμαθε να τον ακούω όρθιος και σεβίζων, υποκλινόμενος. Την ώρα που διαβαζότανε το Ευαγγέλιο έβαζε κερί στο μανάλι, γιατί πίστευε ότι το Ευαγγέλιο είναι η διαθήκη που άφησε ο Χριστός στον κόσμο, και στην σύνταξη και ανάγνωση των διαθηκών, που γινότανε πάντοτε το εσπέρας, όλοι βαστούσαν κερί, για να βλέπη ο συντάκτης. Μ᾽ έμαθε πως το «Δόξα Πατρί» είναι η μεγαλύτερη δοξολογία και ιστάμενος όρθιος να σταυροσημειούμαι. Μ᾽ έμαθε την Μεγάλη Σαρακοστή, εισερχόμενος στον ναό, να κάνω τρεις μετάνοιες, για τον προηγιασμένο Άρτο που βρίσκεται στην αγία Τράπεζα.


Μου υπέδειξε, περνώντας μπροστά από κάθε εκκλησία, να σταυροσημειούμαι και να επικαλούμαι τον Άγιο της εκκλησιάς. Όπου και να βρίσκωμαι, την ημέρα των Θεοφανείων να την τιμώ όπως την Κυριακή του Πάσχα. Μου διηγήθηκε ότι πολλοί ευλαβείς άνθρωποι είδαν τα ξημερώματα της εορτής της Μεταμορφώσεως το άκτιστον φως. Μου υπέδειξε την Κυριακή να μη γονατίζω, γιατί οι άγιοι Κολλυβάδες τους δίδαξαν ότι η Κυριακή είναι Πάσχα. Μ᾽ έμαθε το πρόσφορο το καλοζυμωμένο να το προσφέρω στην εκκλησία όχι με γυμνά τα χέρια, αλλά σε άσπρη καθαρή πετσέτα. Μ᾽ έμαθε όταν φτιάχνω τα κόλλυβα, να ᾽χω κερί και λιβάνι. Μου υπέδειξε στο Ιερό που διακονώ, ποτέ τα ενδύματά μου να μην αγγίξουνε την αγία Τράπεζα, γιατί -όπως έλεγε- είναι ο θρόνος του Θεού.
Με κράτησε να μην αφήσω την εκκλησιαστική σχολή, αλλά να συνεχίσω, γιατί τους λογισμούς μου να σπουδάσω γιατρός, τους έκρινε σαν αφορμή να απομακρυνθώ από την Εκκλησία. Μ᾽ έμαθε να μην είμαι φιλόδικος. Αν και χήρα πενήντα πέντε χρόνια, δέχθηκε κάθε αδικία, χωρίς να καταφεύγη στο δικαστήριο των ανθρώπων· όλα τα άφηνε στο δικαστήριο του Θεού. Μου πιπίλισε κυριολεκτικά το μυαλό μου να προσέχω το σκάνδαλο, γιατί έχει δύο όψεις: σκανδαλίζεσαι και σκανδαλίζεις.
Η πτωχή αυτή γιαγιά, με τις τρύπιες συρτές παντόφλες και την κάλτσα την ξώφτερνη, είχε πάντοτε την ποδιά της ανασηκωμένη, γεμάτη δοσίματα. Στην μεγάλη πείνα βοήθησε πολλούς ανθρώπους και πολλά παιδιά μεγάλωσαν από τα χέρια της. Η αγνή της ζωή, παρά τα πολλά χρόνια της χηρείας, ήταν στην κοινωνία του χωριού παροιμιώδης. Φίλεργη, λέγοντας πάντοτε τον στίχο: «Η νύχτα κι η αυγή μ᾽ έβγαλε καματερή». Αυτάρκης, οικονόμα και ταπεινή. Μ᾽ έμαθε να ζω από τον κόπο των χεριών μου και όχι να απλώνω χέρι. Το ᾽ξερε κι αυτό: «Καλύτερα, παιδί μου, να δίνης παρά να παίρνης».
Μέσα σ᾽ αυτό το κλίμα τράνεψα. Έπειτα όμως, σαν αφελής νησιώτης πίστεψα ότι στις θεολογικές σχολές διδάσκεται η γνώση του Θεού. Και τότε άρχισε η παραζάλη. Καθηγητής από έδρας σε ερώτηση απήντησε: «Εγώ δεν κάνω θρησκεία, κάνω επιστήμη»! Και οι ερμηνευτές της Γραφής αράδιαζαν γνώμες των απίστων της Ευρώπης. Αυτοί ερεύνησαν την Γραφή πιο σωστά από τους αγίους Πατέρες! Ο,τι έμαθαν στα αιρετικά πανεπιστήμια, σαν ψιττακοί μας τα μετέφεραν στις αίθουσες των θεολογικών σχολών. Όλη η Πατρολογία τελείωνε στον όγδοο αιώνα. Μετά δεν είχε η Εκκλησία η ορθόδοξη να παρουσιάση Πατέρες και διδασκάλους(!). Που να ακούσουν για άγιο Νικόδημο; Λαικότροπος και καλογερόπληκτος. Τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ευτυχώς ο Παναγιώτης ο Χρήστου τον έβαλε στην σειρά των μαθημάτων του.
Μέσα σ᾽ όλον αυτόν τον τάραχο, άρχισαν τα νεώτερα χρόνια οι θολωμένες θεολογίες. Οι μεγάλοι αυτοί θεολόγοι μας παρέδωσαν μαθήματα για τις σχέσεις των προσώπων της Αγίας Τριάδος, που δεν μας αποκαλύφθηκαν. Και ύψωσαν τον επίσκοπο εκεί που δεν τον φτάνει ούτε ο άνθρωπος ούτε ο Θεός. Αναπτύχθηκε η θεωρία ότι ο πρεσβύτερος λειτουργεί στο όνομα του επισκόπου και όχι του Χριστού! Το «Δεύτε προσκυνήσωμεν» στην είσοδο του Ευαγγελίου αναφέρεται στον επίσκοπο (γι᾽ αυτό πολύ σωστά η Εκκλησία ψάλλει μετά «Σώσον ημάς, Υιέ Θεού… από τον επίσκοπο»). Και ξεχάστηκε ότι ο επίσκοπος μέχρι τον δέκατο έκτο αιώνα αφαιρούσε από πάνω του κάθε στολίδι και λειτουργούσε ως απλός πρωτόπαπας. Σήμερα και την ώρα της χειροτονίας ο επίσκοπος φέρει μίτρα, στέμα βασιλικό! Έτσι ολοκληρώνεται η επισκοπική του παρουσία! Εξ αμαρτιών μας ένας επίσκοπος βρήκε στην Μικρά Ασία την τουρκάλα να έχη μίτρα πολύτιμη για φωλιά στην κλώσσα. Ωραία το ετίμησε αυτό το διάδημα η αγράμματη μουσουλμάνα!

Έτερος μεγάλος θεολόγος μας έδωσε το ζώον το θεούμενον. Βρέθηκα στην συντροφιά τους και διερωτήθηκα: «Τόσο υψηλά έχουν ανέβη αυτοί οι άνθρωποι; Εγώ τι θέλω εδώ μέσα ο αμαθής και αγράμματος;» Του συγγραφέα του βιβλίου «Ζώον θεούμενον» του ανέκοψε ο Θεός την ζωή εξερχομένου της ταβέρνας…
Άλλος μας έδωσε βιβλίο «Μια βραδιά στην έρημο του Αγίου Όρους». Χίλιες βραδιές έχω ζήσει στο Άγιον Όρος και δεν αισθάνθηκα αυτά που έζησε αυτός με μια βραδιά στην έρημο του Αγίου Όρους. Και διερωτώμαι: «Τοξευμένοι πύραυλοι είναι αυτοί; Και επιτέλους ποιος τους τοξεύει, το μυαλό τους η ο Θεός;».
Ερχόμαστε και σε ένα άλλο βιβλίο, στην «Εμπειρική θεολογία». Άλλος παράδεισος κι αυτός. Από που είχε την εμπειρική θεολογία ο παπα-Γιάννης; Από την εφοπλίστρια γυναίκα του; Δεν ξέρω αν ποτέ λειτουργούσε κι αν ποτέ θεάθηκε με ράσο. Πάντως διπλοπόδι σε δικηγορικό γραφείο της πλατείας Κάνιγγος εδίδασκε την εμπειρική θεολογία. Πόθεν την εδιδάχθη και πότε την έζησε; Αν ο Θεός μας έδωσε λίγο παραπάνω μυαλό, ας είμαστε συγκρατημένοι.
Και άλλος σπουδαίος υψιπέτης παρουσιάστηκε στο πνευματικό στερέωμα των τελευταίων ετών. Μας έδωσε το σύγγραμα «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστιν». Όταν το αναγινώσκη κανείς, η πρώτη του σκέψη είναι: «Γράφει από εμπειρία η από γνώση;». Αν είναι από εμπειρία, ποιος μπορεί να ξεχάση ότι στο Άγιον Όρος είχε υποτακτικό τον παπα-Δημήτρη τον…, ο οποίος υπήρξε ο μεγαλύτερος κατάσκοπος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου; Ο λαός λέγει ότι το παγώνι, όταν κοιτάζη τα όμορφα φτερά του, τραγουδάει, αλλ᾽ όταν κοιτάξη τα πόδια του, ντρέπεται και σταματάει…
Πρεσβύτερος έδωσε σε κυκλοφορία εμπειρίες του από την θεία Λειτουργία και μας ωδήγησε στον λογισμό ότι αυτός αγγέλους έσχε συλλειτουργούντας. Αυτά δεν γράφονται. Βιώνονται και συνεσκιασμένα σε ολίγους τα αποθέτουμε.
Περί δε της νοεράς προσευχής… αυτό το ουράνιο πράγμα το κατεβάσαμε στα πεζοδρόμια και γράψαμε και ξαναγράψαμε αυτά που ποτέ δεν αγγίξαμε…
Στην Δυτική Ελλάδα ήταν άγνωστος ο μοναχισμός. Πάρε τον δρόμο της έρευνας από την Ναύπακτο μέχρι το Πωγώνι της Βορείου Ηπείρου, αν θα βρης μοναχό η μοναχή. Όταν βρεθήκαμε σε κάποιο χωριό, οι άνθρωποι νόμισαν ότι είμαστε Ιεχωβάδες. Κλείστηκαν στα σπίτια τους και δεν μας άνοιγε κανείς την πόρτα και κάλεσαν την αστυνομία να μας συλλάβη, γιατί δεν είχαν δη ποτέ τον μοναχικό σκούφο. Ο παπα-Σπυρίδων, με όλα του τα βάσανα, επιστράτευσε τόσα παιδιά σ᾽ ένα νεόδμητο μοναστήρι και ο ουρανοβάμων επίσκοπος αγωνίστηκε να το κλείση. Βρε ασ᾽ τους, έστω και σαν σημάδι στην άμμο της ερημιάς και μη τους κυνηγάς. Η «Αμαρτωλών Σωτηρία» έστειλε πολλούς ανθρώπους στα μοναστήρια, σταμάτησε την κραιπάλη και την μέθη σε πολλούς. Τα δικά σας τα βιβλία ποιόν έστειλαν στην ζωή της ωλοκληρωμένης αφιερώσεως στον Χριστό;
Κι έτσι δώνω συχώριο σε όλους τους παππούδες και τις γιαγιάδες που μου είπαν: «Πρόσεχε τους μορφωμένους. Από αυτούς θα χαλάση ο Θεός τον κόσμο». «Τα υπέρμετρα των δαιμόνων εισιν» έλεγε ο όσιος Αμφιλόχιος ο Πάτμιος. Οδήγησέ τον τον άλλον στην στράτα του Θεού και ο Θεός θα τον κατευθύνη και θα τον διδάξη. Όχι μεγαλοστομίες. Εμείς μένουμε σ᾽ αυτά που διδαχθήκαμε από τους προγόνους μας, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι οι ακολουθίες, το κερί και το λιβάνι και το καντήλι που ανάβει μπροστά στα άγια εικονίσματα. Και πιο πέρα δεν πηγαίνω. Αν θέλη, ας με πάη ο Θεός.
Κύριε, βοήθα. Θόλωσαν τα νερά και δεν βλέπουμε την ομορφιά του βυθού της θάλασσας. Κύριε, συγκράτησε τους μεγαλοδιανοούμενους. Φρενάρισε το κακό που μας βρίσκει τα τελευταία χρόνια. Και εμείς, λάτρεις σου αμετάθετοι και αμετακίνητοι.
Γρηγόριος ο Αρχιπελαγίτης

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Μοναχή Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα (1939-1960)



site analysis


Η Ειρήνη Πατέρα γεννήθηκε το 1939 και ήταν κόρη των εφοπλιστών Πανάγου και Αικατερίνης Πατέρα. Η οικογένειά της, αν και οικογένεια εφοπλιστών, ήταν πολύ πιστοί χριστιανοί και η Ειρήνη κληρονόμησε την πίστη και την καλοσύνη των γονιών της από πολύ μικρή. Ταπεινή και σεμνή, απόχτησε αγάπη για όλους τους ανθρώπους, αλλά και της άρεσε να προσεύχεται και να πηγαίνει στην εκκλησία, να διαβάζει ορθόδοξα βιβλία, από βίους Αγίων μέχρι τους Χαιρετισμούς της Παναγίας κ.α. 


Έτσι, γνώρισε από μικρή τη σοφία των αγίων διδασκάλων της Ορθοδοξίας και έγινε κι η ίδια σοφή, ενάρετη και υπεύθυνη.

«Ξεχώρισε από τ’ αδέλφια της και τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας της. Είχε πολλή υπακοή στους γονείς της και με τη μητέρα της τη συνέδεε βαθύς και δυνατός πνευματικός δεσμός. Στο σχολείο ήταν συνεπής και επιμελής στα μαθήματά της. Την διέκρινε πνεύμα θυσίας, υπομονή και σοβαρότητα, ενώ στα θέματα της πίστεως είχε το θάρρος των ομολογητών. […] Όταν την έβλεπες, ειρήνευες, όποια στενοχώρια κι αν είχες» (από αφιέρωμα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου, τ. 15, Σεπτ.-Δεκ. 2005 - από εκεί είναι και τα επόμενα παραθέματα).

Το 1952 ο πατέρας της αρρώστησε από τη νόσο του Hodgkin. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, η κατάστασή του ήταν κρίσιμη. Τότε η Ειρήνη άρχισε να παρακαλεί κρυφά το Θεό να πάρει εκείνη την ασθένεια του πατέρα της.
Η επιθυμία της εκπληρώθηκε και αρρώστησε και η ίδια από τη νόσο του Hodgkin. Ο γιατρός της οικογένειας δρ Rhor από τη Ζυρίχη είπε:
«Σε 10.000 οικογένειες δεν το έχω συναντήσει αυτό, δηλ. την ίδια αρρώστια Hodgkin's σε δύο πρόσωπα της ίδιας οικογένειας. Δεν είναι κληρονομική, ούτε μεταδοτική και ομολογώ ότι, αν ποτέ μου ζητούσαν την προσωποποίηση της υγείας, θα έστελνα της φωτογραφία της Ειρήνης».

Η έφηβη κοπέλα αντιμετώπισε την αρρώστια τους για πέντε χρόνια με γενναιότητα αγίου μάρτυρα. Οι γονείς της την πήγαν στην Ελβετία για θεραπεία κι εκείνη έλεγε στη μητέρα της:
«Αχ, μανούλα μου, τι θ’ ακούσω εγώ από το Χριστό μας… Ξέρεις τι θα μου πει μόλις με δει; “Εσύ απόλαυσες στη γη τα αγαθά σου”… Μανούλα μου, εγώ μόλις αρρωστήσω, αμέσως αεροπλάνο και στην Ελβετία. Η δεσποινίς Πατέρα από δω, η δεσποινίς Πατέρα από κει. Καθαρά σεντόνια, καλό κρεβάτι, τα καλύτερα φάρμακα, η πιο τέλεια θεραπεία. Μανούλα μου, δεν θυμάσαι όταν πηγαίναμε επισκέψεις στα νοσοκομεία στην Ελλάδα και βλέπαμε τους ασθενείς στους διαδρόμους και φωνάζανε “νοσοκόμα, νοσοκόμα” και δεν τους έδινε κανείς σημασία; Εκείνοι δεν ήταν άνθρωποι; Τι λόγο θα δώσω εγώ;».

Η Ειρήνη ήθελε να γίνει μοναχή, αλλά ένιωθε ανάξια και αμαρτωλή. Ζούσε όμως σαν μοναχή, φορώντας φτωχά και σκούρα ενδύματα, ενώ τα ακριβά και όμορφα ρούχα της, μαζί με τσάντες, παπούτσια κ.τ.λ., τα δώρισε όλα σε φτωχούς. Και έλεγε στη μητέρα της:
«Μανούλα μου, με 6 δραχμές τον πήχυ φτάνει να ντυθούμε. Τα υπόλοιπα είναι περιττές σπατάλες και φαντασίες».

Κατά το διάστημα αυτό εξομολογούνταν στον Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο (1884-1980), ενώ επισκεπτόταν και το Γέροντα Ιερώνυμο της Αίγινας. Είχε δηλαδή πνευματική σχέση με δύο από τους σημαντικότερους αγίους ορθόδοξους διδασκάλους της εποχής της. Η οικογένειά της, επίσης, είχε στενές επαφές με πνευματικούς ανθρώπους όπως ο Φώτης Κόντογλου, ο άγιος ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος και η σύζυγός του Αγγελική, ο Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης κ.ά. Ο Κόντογλου αγιογράφησε και το παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που ίδρυσαν στο σπίτι τους, στο Παλαιό Ψυχικό, ενώ παρέδωσε και μερικά μαθήματα αγιογραφίας στην Ειρήνη. Αυτό το σπίτι «ήταν για πολλά χρόνια μια πνευματική όαση και τόπος παραμονής και φιλοξενίας πολλών πνευματικών ανθρώπων, κληρικών και λαϊκών» (ό.π.).

Τον Οκτώβριο του 1960, σε ηλικία 21 ετών, η άρρωστη κοπέλα, που ήδη ζούσε σαν ασκήτρια έχοντας διαμορφώσει σαν καλογερικό κελί το δωμάτιό της, έγινε μοναχή από το Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο. Έλαβε το όνομα Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα, λόγω της μεγάλης αγάπης της προς τη συγκεκριμένη ιστορική και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Κατά τη διάρκεια της κουράς της (της τελετής, με την οποία έγινε μοναχή στο παρεκκλήσι του σπιτιού τους) η υγεία της βελτιώθηκε εκπληκτικά, βελτίωση που διατηρήθηκε περίπου ένα μήνα. Όμως τέλη Νοεμβρίου του ίδιου έτους η υγεία της επιδεινώθηκε. Μεταφέρθηκε στην κλινική «Τίμιος Σταυρός», όπου πέρασε με ηρωική αντοχή, αλλά και συνεχή προσευχή, τις τελευταίες μέρες της γήινης ζωής της. Στις 26 Νοεμβρίου 1960, αφού είχε λάβει τη θεία μετάληψη και βρισκόταν σε αναμονή του γεγονότος, κοιμήθηκε.

«Και τώρα τι να ψάλουμε, νεκρώσιμη ή αναστάσιμη ακολουθία;» αναρωτήθηκε ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, καθώς οι παρευρισκόμενοι, ακόμη και οι γονείς της, ένιωθαν μια ανεξήγητη γαλήνη και τη βεβαιότητα πως η αγνή αυτή πνευματική αγωνίστρια ταξίδευε προς το Φως του Χριστού. Η μοναχή Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα ετάφη με τον τρόπο των μοναχών, χωρίς φέρετρο (κατευθείαν στο χώμα), στο κοιμητήριο της μονής αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, οικισμού Παπάγου, πρώην Χολαργού.

Το άφθαρτο σώμα της

Τρία χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1963, έγινε η εκταφή της, δηλ. η ανακομιδή των λειψάνων της.
Προς έκπληξη όλων, το σώμα της ανακαλύφθηκε άφθαρτο, όπως του αγίου Σπυρίδωνα, του αγίου Γεράσιμου και άλλων μεγάλων αγίων της Ορθοδοξίας. Μεταφέρθηκε με ευλάβεια στο σπίτι της οικογένειάς της και τοποθετήθηκε στο κρεβάτι του κελιού της, όπου ευωδίασε μυστηριωδώς. Ενημερώθηκε ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος, ο οποίος έδωσε εντολή να μεταφερθεί στο μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που είχε χτιστεί από τους γονείς της στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, τις Οινούσσες. Εκεί, με την άδεια του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου, που ήταν τοποτηρητής της αρμόδιας μητρόπολης Χίου, τοποθετήθηκε σε λάρνακα και εναποτέθηκε ως ιερό λείψανο σε παρεκκλήσι της μονής.
Πέντε χρόνια αργότερα όμως, η μονή κατηγορήθηκε έντεχνα ότι διατηρεί «άταφο πτώμα» και το εκθέτει σε κοινή θέα προς κίνδυνο της δημόσιας υγείας. Για το λόγο αυτό, το σκήνωμα της οσίας εξετάστηκε από το νομίατρο Χίου και από το γιατρό Αλέξανδρο Καλόμοιρο.
Ο νομίατρος αποφάνθηκε ότι το σώμα «εταριχεύθη ατελώς δι’ αγνώστου υμίν τρόπου». Ο γιατρός Καλόμοιρος σε δικό του δημοσίευμα αντέκρουσε τον ισχυρισμό αυτό, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει ταρίχευση αλλά πρόκειται περί θαύματος. Σ' αυτό συνηγόρησαν και όλοι όσοι παρευρέθηκαν στο διάστημα από την κοίμηση μέχρι την κηδεία της Ειρήνης (που έγινε το απόγευμα της ίδιας μέρας), ανάμεσα στους οποίους και ο Ελβετός γιατρός Walter Bessler, που είχε έρθει από την Ελβετία ειδικά για να παρασταθεί στην τελευταία φάση της ασθένειάς της.

 Ο Γέροντας Φιλόθεος έγραψε ότι δεν πρόκειται περί «άταφου πτώματος», αφού η οσία μοναχή ετάφη κανονικά, αλλά για ιερό λείψανο, που ο Θεός παραχώρησε να ανακαλυφθεί άφθορο.

 Ωστόσο, η μητρόπολη Χίου έδωσε εντολή να ταφεί εκ νέου, κι έτσι τοποθετήθηκε στον οικογενειακό τάφο των δικών της, όπου μάλλον παραμένει μέχρι σήμερα.

Το οσιακό τέλος των γονιών της
Ο Πανάγος Πατέρας, ο πατέρας της Ειρήνης Μυρτιδιώτισσας, πάλεψε κι εκείνος την ασθένειά του μέχρι το 1966. Στη συνέχεια, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 66 ετών. Τρία χρόνια πριν την κοίμησή του είχε γίνει μοναχός με το όνομα Ξενοφών. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και η σύζυγός του, που έγινε μοναχή με προτροπή του Γέροντα Ιερώνυμου της Αίγινας, με το όνομα Μαρία Μυρτιδιώτισσα.

 Παραθέτουμε από σχετικό άρθρο στο διαδίκτυο (Γ. Φ. Παπαδόπουλου, αντιδήμαρχου Χίου, «Η εφοπλίστρια μοναχή με την ιώβειο υπομονή και την οσία θυγατέρα»):

«Η μακαριστή Γερόντισσα έζησε και άλλες πίκρες. Όλη της η ζωή ήταν γεμάτη πόνο. Το 1978 πέθανε η άλλη της κόρη, η Καλλιόπη, παντρεμένη με τρία παιδιά, στο Λονδίνο. Και το έτος 1983 ο γιός της Διαμαντής, σε νεότατη ηλικία, από καρδιακή προσβολή.
Η Γερόντισσα υπέμεινε τα πάντα και το μόνο που ψιθύριζε το στόμα της ήταν το “Δόξα σοι ο Θεός”.
Η μορφή, το έργο και η δράση της μακαριστής Γερόντισσας Μαρίας-Μυρτιδιώτισσας Πατέρα θα μείνει στην ιστορία του τόπου αλλά και της Εκκλησίας με γράμματα χρυσά, ανεξίτηλα στο διάβα των αιώνων.
Η Γερόντισσα ήταν αυστηρή Μοναχή για τον εαυτό της και πρώτη απ’ όλες τις Μοναχές έδινε το καλό παράδειγμα στην προσευχή, τη μελέτη, την άσκηση.
Με την Ιερή της σοφία οδήγησε πολλούς χριστιανούς στο σωστό δρόμο και έσωσε άλλους από σίγουρο ψυχικό μαρασμό.
Ήταν φιλόξενη, ελεήμων, στοργική και γενναία.
Δωρεές της, αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών, έγιναν από την ίδια και όταν ήταν λαϊκή μα, κυρίως, ως Ηγουμένη.
Τα νοσοκομεία των Αθηνών, όπως το Γενικό Νοσοκομείο Άνω Πατησίων, το Αντικαρκινικό (Άγ. Σάββας), ο Ευαγγελισμός, το νοσοκομείο της Χίου, κ.α. έτυχαν τέτοιων δωρεών.
Εκατοντάδες άπορες οικογένειες βοηθήθηκαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να παντρέψουν τις κόρες τους, να βρουν στέγη και δουλειά.
Καλές πράξεις ανθρωπιάς “ων ουκ έστιν αριθμός”, αναρίθμητες, που μόνον οι οφθαλμοί του Θεού γνωρίζουν.
Αυτή ήταν η μακαριστή Γερόντισσα που σήμερα (από το 2005) αναπαύεται στην Ιερά Μονή της, πλάι στον σύζυγό της Μοναχό Ξενοφώντα, τη θυγατέρα της Μοναχή Ειρήνη-Μυρτιδιώτισσα, τα υπόλοιπα παιδιά και τους γονείς της. Αγία Οικογένεια.»

ΣTΑΓΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΑΝΙΚΗ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΑΙΩΝΩΝ


Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Ἤμουν ἄθεη καί ἔβριζα πολύ καί φοβερά τόν Θεό, μέχρι που πέθανα...



site analysis
Ἤμουν ἄθεη καί ἔβριζα πολύ καί φοβερά τόν Θεό, μέχρι που πέθανα... Ἐπιστροφή ἀπό τήν ἄλλη ζωή – Μαρτυρία  Διηγεῖται ἡ Οὐστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα. "Ἤμουν ἄθεη καί ἔβριζα πολύ καί φοβερά τό Θεό. Ζοῦσα μέσα στή ντροπή καί τήν πορνεία καί ἤμουν νεκρή στή γῆ. Ὅμως ὁ ἐλεήμων Θεός δέν ἄφησε νά χαθῶ, ἀλλά μέ ὁδήγησε στή μετάνοια. Στά 1961 ἀρρώστησα ἀπό καρκίνο καί ἤμουν ἄρρωστη τρία χρόνια. Δέν ἔμενα ξαπλωμένη, παρά ἐργαζόμουνα καί ἔκανα θεραπεία σέ γιατρούς, ἐλπίζοντας νά βρῶ θεραπεία. Τούς τελευταίους ἕξη μῆνες εἶχα τελείως ἀδυνατίσει, τόσο πού οὔτε νερό δέν μποροῦσα νά πιῶ. Μόλις τό ἔπινα, ἀμέσως τό ἔκανα ἐμετό. Τότε μέ πῆγαν στό νοσοκομεῖο καί ἐπειδή ἤμουν πολύ ἐνεργητική κάλεσαν ἕνα καθηγητή ἀπό τή Μόσχα καί ἀποφάσισαν νά μέ χειρουργήσουν. Μόλις μου ἄνοιξαν τήν κοιλιά, ἀμέσως πέθανα. Ἡ ψυχή μου βγῆκε ἀπό τό σῶμα καί στέκονταν ἀνάμεσα σέ δύο γιατρούς καί ἐγώ μέ μεγάλο φόβο καί τρόμο κοίταζα τήν ἀρρώστια μου. Ὁλόκληρο τό στομάχι μου καί τά ἔντερά μου ἦταν προσβεβλημένα ἀπό καρκίνο. Στεκόμουνα καί σκεπτόμουνα γιατί εἴμαστε δύο; Δέν εἶχα ἰδέα ὅτι ὑπάρχει ψυχή. Οἱ κομμουνιστές μᾶς φούσκωναν καί μᾶς δίδασκαν ὅτι ἡ ψυχή καί ὁ Θεός δέν ὑπάρχουν, ὅτι αὐτό εἶναι μόνο ἐπινόηση τῶν παπάδων γιά νά ξεγελάσουν τό λαό καί νά...τόν κρατοῦν σέ φόβο γιά κάτι πού δέν ὑπάρχει.  Βλέπω τόν ἑαυτό μου πού στέκεται καί τόν βλέπω πάλι πάνω στό χειρουργεῖο. Μοῦ ἔβγαλαν ἔξω ὅλα τά ἐντόσθια καί ἀναζητοῦσαν τόν δωδεκαδάκτυλο. Ἀλλά ἐκεῖ ὑπῆρχε μόνον πύον, τά πάντα ἦταν κατεστραμμένα καί χαλασμένα, τίποτε δέν ἦταν ὑγιές. Οἱ γιατροί τότε εἶπαν: «αὐτή δέν ἔχει μέ τί νά ζήσει». Ὅλα τά ἔβλεπα μέ μεγάλο φόβο καί τρόμο καί πάλι σκεπτόμουνα: «Πῶς καί ἀπό ποῦ εἴμαστε δύο;. Στέκομαι καί ταυτόχρονα εἶμαι ξαπλωμένη; "Οἱ γιατροί τότε ἐπέστρεψαν τά ἐντόσθιά μου ὅπως-ὅπως καί εἶπαν ὅτι τό σῶμα μου πρέπει νά δοθεῖ στούς νέους εἰδικευόμενους γιατρούς γιά διδασκαλία καί τό μετέφεραν στό νεκροστάσιο καί ἐγώ πήγαινα κοντά τους καί ὅλο καί παραξενευόμουνα καί σκεφτόμουνα πώς καί ἀπό ποῦ εἴμαστε δύο. Ἐκεῖ μέ ἄφησαν ξαπλωμένη γυμνή, καλυμμένη ὡς τό ὕψος τοῦ στήθους μέ ἕνα σεντόνι. Μετά ἀπ' αὐτό βλέπω ὅτι ἦλθε ὁ ἀδελφός μου καί ἔφερε τό μικρό μου γιό. Ἦταν ἔξι χρονῶν καί ὀνομάζονταν Ἀντρούσκα (Ἀντρέι). Ὁ γιός μου πλησίασε τό σῶμα μου καί μέ φίλησε στό κεφάλι . Ἄρχισε νά κλαίει καί νά λέει: «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Εἶμαι ἀκόμη μικρός, πῶς θά ζήσω χωρίς ἐσένα; Πατέρα δέν ἔχω καί σύ πέθανες! Ἐγώ τότε τόν ἀγκαλίασα καί τόν φίλησα, ἀλλά αὐτό δέν τό αἰσθάνθηκε οὔτε τό εἶδε οὔτε μέ πρόσεξε, ἀλλά κοίταγε τό νεκρό μου σῶμα. Ἔβλεπα ἐπίσης πώς ἔκλεγε ὁ ἀδελφός μου.  Μετά ἄπ αὐτό, ἐγώ μέ μίας βρέθηκα στό σπίτι μου. Ἦλθε ἡ πεθερά μου ἀπό τόν πρῶτο μου γάμο, ἡ μητέρα μου καί ἡ ἀδελφή μου. Τόν πρῶτο μου σύζυγο τόν ἐγκατέλειψα γιατί πίστευε στό Θεό. Τότε ἄρχισε ἡ διανομή τῶν πραγμάτων μου. Ἐγώ ζοῦσα πλούσια καί μέ πολυτέλεια καί ὅλα αὐτά τά ἀπόκτησα μέ ἀδικία καί μέ πορνεία. Ἡ ἀδελφή μου ἄρχισε νά ἀφαιρεῖ τά πιό ὡραία ἀπό τά πράγματά μου, ἐνῶ ἡ πεθερά ζητοῦσε νά ἀφήσει καί κάτι στό γιό μου. Ἡ ἀδελφή μου δέν ἄφηνε τίποτε, ἀλλά ἐπιπλέον ἄρχισε νά ἐμπαίζει τήν πεθερά λέγοντας: «αὐτό τό παιδί δέν εἶναι ἀπό τόν γιό σου καί σύ δέν τοῦ εἶσαι τίποτε». Μετά ἀπ' αὐτό αὐτές βγῆκαν καί ἔκλεισαν τό σπίτι. Ἡ ἀδελφή μου πῆρε μαζί της καί ἕνα μεγάλο μπόγο μέ πράγματα. Ἐνῶ αὐτές μάλωναν γιά τά πράγματά μου εἶδα γύρω μας νά χορεύουν καί νά χαίρονται διάβολοι. Ξαφνικά βρέθηκα στόν ἀέρα καί βλέπω σάν νά πετῶ μέ ἀεροπλάνο. Αἰσθάνομαι ὅτι κάποιος μέ συγκρατεῖ καί ὅτι ὑψώνομαι ὅλο καί πιό πολύ. Βρέθηκα πάνω ἀπό τήν πόλη ΜΠΑΡΝΑΟΥΛ. Μετά βλέπω ὅτι ἡ πόλη χάθηκε . Ἔγινε σκοτάδι. Μετά ἀπ' αὐτό ἄρχισε πάλι νά ἔρχεται φῶς καί στό τέλος φώτισε τελείως καί τό φῶς ἦταν πάρα πολύ ἰσχυρό πού δέν μποροῦσα νά τό κοιτάξω. Μέ τοποθέτησαν σέ μαύρη πλάκα ἐνάμιση μέτρου. Ἔβλεπα δένδρα μέ πολύ χοντρούς κορμούς καί πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ἀνάμεσα στά δένδρα ὑπῆρχαν σπίτια καί μάλιστα ὅλα καινούργια, ἀλλά δέν εἶδα ποιοί ζοῦσαν σ αὐτά. Στήν κοιλάδα αὐτή εἶδα πλούσιο πράσινο χορτάρι καί σκέφτηκα: ποῦ βρίσκομαι ἐγώ τώρα; Ἄν βρίσκομαι στή γῆ τότε γιατί δέν ὑπάρχουν ἐδῶ ἐπιχειρήσεις, ἐργοστάσια οὔτε ἄλλα κτίρια, γιατί δέν ὑπάρχουν δρόμοι οὔτε συγκοινωνία; Τί μέρος εἶναι ἐτοῦτο ἐδῶ χωρίς ἀνθρώπους καί ποιός τέλος πάντων ζεῖ ἐδῶ; Λίγο πιό πέρα εἶδα νά περπατάει μία ὡραία ὑψηλή γυναίκα μέ βασιλικά φορέματα κάτω ἀπό τά ὁποία φαίνονταν τά δάκτυλα τῶν ποδιῶν. Περπατοῦσε τόσο ἀνάλαφρα πού ἀπό τά πόδια δέν λύγιζε οὔτε τό χορτάρι. Κοντά τῆς πήγαινε ἕνας νεαρός πού εἶχε ὕψος ὡς τούς ὤμους της. Εἶχε κρυμμένο τό πρόσωπό του μέ τά χέρια του καί γιά κάτι ἔκλαιγε πολύ καί πικρά καί παρακαλοῦσε, ἀλλά γιά ποιό λόγο δέν μποροῦσα νά ἀκούσω. Σκέφτηκα ὅτι εἶναι ὁ γιός της καί μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιατί δέν τόν λυπᾶται καί δέν τοῦ ἐκπληρώνει τό αἴτημα. Αὐτός ἔκλαιγε καί θρηνοῦσε καί ἐκείνη δέν τοῦ ἐκπλήρωνε τήν αἴτηση. (Σημείωση: Ἀπό ὅλα φαίνεται ὅτι αὐτός ὁ νεαρός ἦταν ἄγγελος φύλακας αὐτῆς τῆς νεκρῆς γυναίκας. Φαίνεται ἐπίσης πόσο ἐνδιαφέρονται οἱ ἅγιοι ἄγγελοι γιά μας καί τίς ψυχές μας, ἀλλά ἐμεῖς δέν τό βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται καί αὐτῶν τό αἴτημα εἶναι ἀνεκπλήρωτο, ἄν ὁ θάνατος μᾶς βρεῖ ἁμαρτωλούς καί ἀμετανόητους). Ὅταν αὐτοί μέ πλησίασαν, ὁ νεαρός ἔπεσε μπροστά στά πόδια της καί ἄρχισε νά τήν παρακαλεῖ ἐντονότερα καί νά ὀδύρεται καί νά τῆς ζητεῖ κάτι. Ἐκείνη κάτι τοῦ ἀπάντησε, ἀλλά δέν μπόρεσα νά καταλάβω τί. (Σημείωση: Εἶχα τήν εὐκαιρία καί ἀπό ἄλλες πηγές νά γνωρίσω πώς καί πόσο πικρά κλαίει ὁ ἄγ. Ἄγγελος φύλακας ὅταν αὐτός πού τοῦ δόθηκε γιά φύλαξη δέν ὑπακούει στήν ἁγία Ἐκκλησία καί στήν ἁγία πίστη, χάνοντας τήν ψυχή του γιά πάντα). Ὅταν αὐτοί μέ πλησίασαν ἤθελα νά τή ρωτήσω: «ποῦ βρίσκομαι;» Τή στιγμή ἐκείνη ἡ γυναίκα αὐτή σταύρωσε τά χέρια στό στῆθος, ὕψωσε τά μάτια πρός τόν οὐρανό καί εἶπε : «Κύριε, ποῦ θά πάει αὐτή ἔτσι;». Ἐγώ τότε ἔτρεμα καί μόλις τώρα κατάλαβα ὅτι εἶχα πεθάνει, ὅτι ἡ ψυχή μου βρίσκονταν στόν οὐρανό καί τό σῶμα ἔμεινε στή γῆ. Τότε ἄρχισα νά κλαίω καί νά ὀδύρομαι καί ἀκούω φωνή πού λέει: «ἐπιστρέψτε τήν στή γῆ γιά τίς ἀγαθοεργίες τοῦ πατέρα της». Ἄλλη φωνή ἀπάντησε: «βαρέθηκα τήν ἁμαρτωλή καί διεφθαρμένη ζωή της. Ἐγώ ἤθελα νά τήν ἐξαφανίσω ἀπό προσώπου γής χωρίς μετάνοια, ἀλλά μέ παρακάλεσε γι' αὐτήν ὁ πατέρας της. Δεῖξε τῆς τό μέρος γιά τό ὁποῖο ἄξιζε». Ἀμέσως βρέθηκα στόν Ἅδη. Τότε ἄρχισαν νά ἕρπουν μέχρις ἐμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια μέ μακριές γλῶσσες πού ξερνοῦσαν φωτιά καί ἄλλες ἀποκρουστικές βρωμιές. Ἡ βρῶμα ἦταν ἀβάσταχτη. Αὐτά τά φίδια τυλίχθηκαν γύρω μου καί ταυτόχρονα ἀπό κάπου παρουσιάστηκαν σκουλήκια χοντρά ἴσαμε τό δάκτυλο μέ οὐρές πού κατέληγαν σέ βελόνες καί ἄγκιστρα. Αὐτά ἔμπαιναν σέ ὅλα τά ἀνοικτά μου μέρη, στά αὐτιά, στά μάτια, στή μύτη, κ.λ.π. καί ἔτσι μέ βασάνιζαν καί ἐγώ κραύγαζα ὄχι μέ τήν φωνή μου. Ἀλλά ἐκεῖ δέν ὑπῆρχε ἀπό πουθενά οὔτε βοήθεια οὔτε ἔλεος ἀπό κανένα. Ἐκεῖ εἶδα πώς παρουσιάστηκε ἡ γυναίκα πού πέθανε ἀπό ἄμβλωση καί ἄρχισε νά παρακαλεῖ τόν Κύριο γιά ἔλεος. ΑΥΤΟΣ τῆς ἀπάντησε: «ἐσύ στήν γῆ δέν μέ ἀναγνώριζες, σκότωνες τά παιδιά στήν κοιλιά σου καί ἐπί πλέον ἔλεγες στούς ἀνθρώπους: δέν πρέπει νά γεννᾶτε παιδιά, τά παιδιά εἶναι περιττά». Σέ μένα δέν ὑπάρχουν, δέν ὑπάρχουν περιττά. Σέ μένα ὑπάρχουν τά πάντα καί γιά ὅλους ἀρκετά. Σέ μένα ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγώ σου ἔδωσα τήν ἀρρώστια γιά νά μετανοήσεις, ἀλλά ἐσύ μέ ἔβριζες ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς καί δέν Μέ ἀναγνώριζες καί γιά τόν λόγο αὐτό καί ἐγώ δέν σέ ἀναγνωρίζω! Πῶς στή γῆ ἔζησες χωρίς τόν Κύριο Θεό, ἔτσι καί ἐδῶ θά ζήσεις!». Ξαφνικά ὅλα μεταστράφηκαν καί ἐγώ κάπου πέταξα. Ἡ βρῶμα χάθηκε, χάθηκε καί ὁ δυνατός ὀδυρμός καί ἐγώ ξαφνικά εἶδα τήν ἐκκλησία μου πού ἐνέπαιζα. Ἄνοιξε ἡ πύλη καί ἀπό αὐτή βγῆκε ἱερέας ντυμένος στά ἄσπρα. Αὐτός στέκονταν μέ σκυμμένο τό κεφάλι καί κάποια φωνή μέ ρωτάει: «ποιός εἶναι αὐτός;». Ἐγώ ἀπάντησα: «ὁ ἱερέας μας». «Ἐσύ ἔλεγες ὅτι εἶναι χαραμοφάης, αὐτός δέν εἶναι χαραμοφάης, ἀλλά πραγματικός ποιμένας, δέν εἶναι μισθοφόρος. Γνώριζε πώς ἄν καί εἶναι κατά τό βαθμό μικρός, συνηθισμένος ἱερέας, ὑπηρετεῖ Ἐμένα, μάθε ἀκόμη καί τοῦτο: ἄν δέν σού διαβάσει αὐτός τήν εὐχή τῆς ἐξομολόγησης, ἐγώ δέν θά σέ συγχωρήσω»! Τότε ἄρχισα νά παρακαλῶ: «Κύριε, γύρισε μέ στή γῆ, ἔχω ἕνα μικρό γιό». Ὁ Κύριος εἶπε: «ξέρω ὅτι ἔχεις μικρό γιό, εἶναι κρίμα γί αὐτόν». «Κρίμα», ἀπάντησα ἐγώ. Τότε Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἐγώ σᾶς λυποῦμαι ὅλους καί τρεῖς φορές σᾶς λυποῦμαι. Ὅλους σας περιμένω πότε θά ξυπνήσετε ἀπό τό ἁμαρτωλό ὄνειρο, νά μετανοήσετε καί νά ἔλθετε στόν ἑαυτό σας;». Ἐδῶ τώρα ἐμφανίστηκε ἐκ νέου ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πού νωρίτερα τήν ἀποκαλοῦσα γυναίκα καί πῆρα τό θάρρος νά τή ρωτήσω: «Ὑπάρχει ἐδῶ σέ σᾶς παράδεισος;». Ἀντί γιά ἀπάντηση μετά ἄπ αὐτές τίς λέξεις, ξαναβρέθηκα στήν κόλαση στόν Ἅδη. Τώρα ἦταν χειρότερα ἀπό ὅτι τήν προηγούμενη φορᾶ. Ἔτρεξαν ὁλόγυρά μου οἱ δαίμονες μέ καταλόγους καί μοῦ ἔδειχναν τά ἁμαρτήματά μου καί φώναζαν: «ἐσύ μᾶς ὑπηρέτησες ὅταν ἤσουν στή γῆ»! Ἄρχισα νά διαβάζω τά ἁμαρτήματά μου, ὅλα μου τά ἔργα μου πού ἦταν γραμμένα μέ μεγάλα γράμματα καί ἐνοίωσα φοβερό φόβο. Ἀπό τά στόματά τους ἔβγαινε φωτιά. Οἱ δαίμονες μέ κτυποῦσαν στό κεφάλι. Πάνω μου ἔπεφταν καί κολλοῦσαν πυρακτωμένες σπίθες ἀπό φωτιά καί μέ ἔκαιγαν. Γύρω μου ἀκούονταν φοβερός θρῆνος καί κοπετός πολλῶν ἀνθρώπων. Ὅταν τό πῦρ δυνάμωνε ἔβλεπα τά πάντα γύρω μου. Οἱ ψυχές εἶχαν φοβερή ὄψη, ἦταν σακατεμένες μέ τεντωμένους λαιμούς καί πρησμένα μάτια. Μοῦ ἔλεγαν ὅτι εἶσαι συντρόφισσα (φαίνεται ὅτι ἦταν κομμουνίστριες) καί εἶσαι ὑποχρεωμένη νά ζήσεις μαζί μας. Ὅπως ἐσύ ἔτσι καί ἐμεῖς ὅταν εἴμαστε στή γῆ δέν ἀναγνωρίζαμε τό Θεό, τόν βρίζαμε καί κάναμε κάθε κακό, τήν πορνεία, τήν ὑπερηφάνεια καί ἄλλα καί ποτέ δέν μετανοήσαμε. Ὅσοι ἁμάρτησαν, ἀλλά μετανίωσαν, πήγαιναν στή ἐκκλησία, προσεύχονταν στό Θεό, ἐλεοῦσαν τούς φτωχούς καί βοηθοῦσαν ὅσους βρίσκονταν σέ ἀνάγκη καί κακοτυχία, αὐτοί εἶναι ἐκεῖ πάνω. (Σημείωση: δηλαδή στό παράδεισο, τόν ὁποῖο αὐτοί ἐδῶ δέν ἤθελαν οὔτε νά μνημονεύσουν). Ἐγώ φοβήθηκα φοβερά ἀπό αὐτά τά λόγια, μοῦ φαίνονταν ὅτι ἤδη βρισκόμουνα ἐδῶ στόν Ἅδη ὁλόκληρη ζωή καί αὐτοί μου λένε ὅτι θά ζήσω μαζί τους αἰώνια. Μετά ἀπό αὐτό ἐμφανίστηκε ἐκ νέου ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε φῶς, οἱ δαίμονες τράπηκαν σέ φυγή καί οἱ ψυχές πού βασανίζονται στήν κόλαση ἄρχισαν νά φωνάζουν καί νά τήν ἱκετεύουν γιά ἔλεος: «Οὐράνια βασίλισσα, μή μᾶς ἀφήνεις ἐδῶ» φώναζαν. «Καιγόμαστε Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί δέν ὑπάρχει οὔτε σταγόνα νερό»! Ἐκείνη ἔκλαιγε καί μέσα ἀπό τό κλάμα ἔλεγε: «Ὅσο ζούσατε στή γῆ δέ μέ ἀναγνωρίζατε καί δέ μετανοούσατε γιά τίς ἁμαρτίες σας στόν Γιό Μου καί Θεό σας καί Ἐγώ τώρα δέν μπορῶ νά σᾶς βοηθήσω, δέν μπορῶ νά παραβῶ τήν ἐπιθυμία τοῦ Γιοῦ μου καί Ἐκεῖνος δέν μπορεῖ τήν ἐπιθυμία τοῦ Πατέρα του! Βοηθῶ μόνο αὐτούς γιά τούς ὁποίους παρακαλοῦν οἱ συγγενεῖς καί γιά τούς ὁποίους προσεύχεται ἡ ἁγία ἐκκλησία». Μετά ἄπ αὐτό ἐμεῖς ἀρχίσαμε νά ὑψωνόμαστε καί ἀπό κάτω ἀναδίδονταν δυνατή κραυγή φωνῶν: «Μητέρα τοῦ Θεοῦ μή μᾶς ἀφήνεις». Ξανά ὑπῆρχε σκοτάδι καί ἐγώ βρέθηκα στήν ἴδια πλάκα. Σταυρώνοντας τά χέρια στό στῆθος ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ὕψωσε τά μάτια στόν οὐρανό καί ἄρχισε νά προσεύχεται λέγοντας: «τί νά κάνω μ αὐτήν, ποῦ νά τήν βάλω; Μία φωνή ἀπάντησε : «ἀφῆστε τήν ἀπό τά μαλλιά στή γῆ». «Μά αὐτή εἶναι κουρεμένη». Ἡ φωνή εἶπε πάλι: «Πιάστε τήν ἀπό τά μαλλιά». Τότε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἔφυγε ἥσυχα, ἡ πόρτα τῆς μισάνοιξε ἔτσι πού πίσω ἀπ' αὐτήν δέν ἔβλεπα τίποτε. Κατόπιν ἐπέστρεψε κρατώντας τά μαλλιά μου στά χέρια της καί ἀπό κάπου ἐμφανίστηκαν 12 ἅμαξες χωρίς τροχούς, κινοῦνταν σιγά καί ἐγώ τίς ἀκολουθοῦσα. Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ μου ἔδωσε τά μαλλιά, ἀλλά ἐγώ δέν ἀντιλήφθηκα ὅτι μέ ἄγγιξε. Ἄκουσα μόνο ὅταν εἶπε ὅτι ἡ δωδέκατη ἅμαξα δέν ἔχει πάτο. Φοβόμουν νά καθίσω σ' αὐτήν, ἀλλά ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ μέ ἔσπρωξε στή γῆ ἀπ' αὐτή. Μετά ἄπ αὐτό ἐγώ συνῆλθα καί ἐνσυνείδητα στεκόμουν καί κοίταζα. Ἦταν μιάμιση ἡ ὥρα τό ἀπόγευμα. Μετά ἀπό κεῖνο τό φῶς πού εἶδα ἐκεῖ ὅλα στή γῆ μου φαίνονταν ἄσχημα καί δέν μοῦ ἄρεσε πού ἤμουν στή γῆ, ἀλλά τί νά κάνω. Τώρα εἶπα μόνη μου στήν ψυχή μου: «πήγαινε στό σῶμα»! Τότε βρέθηκα πάλι στό νοσοκομεῖο καί πήγαμε στό ψυγεῖο πού φύλαγαν τά πτώματα. Αὐτό ἦταν κλειστό, ἀλλά ἐγώ μπῆκα μέσα χωρίς κώλυμα καί εἶδα τό νεκρό μου σῶμα: Τό κεφάλι μου ἦταν γυρισμένο λίγο πρός τά πλάγια, ἐνῶ ἡ μέση μου πιέζονταν ἀπό νεκρούς.  Μόλις ἡ ψυχή μου μπῆκε στό σῶμα, ἀμέσως αἰσθάνθηκα ἰσχυρό ψύχος. Κάπως ἀπελευθέρωσα τήν πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα καί ἕσφιξα τά γόνατα μέ τά χέρια. Τή στιγμή ἐκείνη ἔβαλαν μέσα τό νεκρό σῶμα κάποιου ἀνθρώπου καί ὅταν ἄναψαν τό φῶς μέ εἶδαν σκυμμένη, ἐνῶ ἐκεῖνοι συνήθως βάζουν ὅλους τους νεκρούς μέ τό πρόσωπο πρός τά πάνω. Βλέποντας μέ ἔτσι οἱ νοσοκόμοι φοβήθηκαν καί ἀπό τό φόβο διασκορπίστηκαν. Ἐπέστρεψαν μέ δύο γιατρούς, πού ἀμέσως διέταξαν νά ζεσταθεῖ τό μυαλό μου μέ λάμπες. Στό σῶμα μου ὑπῆρχαν ὀκτώ τομές (μάθαιναν πάνω σ αὐτό): τρεῖς στό στῆθος καί οἱ ὑπόλοιπες στήν κοιλιά. Δύο ὧρες μετά τό ζέσταμα τοῦ κεφαλιοῦ ἄνοιξα τά μάτια καί μόλις μετά ἀπό 12 μέρες μίλησα. Τό πρωί μου ἔφεραν πρωινό τηγανίτες μέ βούτυρο καί καφέ (ἦταν μέρα νηστείας), ἀλλά δέν ἤθελα νά φάω καί τούς εἶπα ὅτι δέ θά φάω. Οἱ νοσοκόμοι ἔφυγαν πάλι καί ὅλοι στό νοσοκομεῖο ἄρχισαν νά μέ προσέχουν. Ἦλθαν οἱ γιατροί καί μέ ρώτησαν γιατί δέν θέλω νά φάω. Τούς ἀπάντησα: «καθίστε καί θά σᾶς διηγηθῶ τί εἶδε ἡ ψυχή μου. Ὅποιος δέν νηστεύει τίς μέρες τῆς νηστείας, αὐτός θά φάει βρωμερᾶ καί σιχαμερά πράγματα. Γί αὐτό σήμερα δέ θά φάω ὅπως καί σ ὅλες τίς νηστεῖες δέ θά ἀρτυθῶ». Οἱ γιατροί ἀπό τήν ἔκπληξη, τή μία κοκκίνιζαν τήν ἄλλη κιτρίνιζαν καί οἱ ἀσθενεῖς μέ ἄκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί καί ἐγώ τούς εἶπα ὅτι τίποτε πλέον δέν μέ πονάει. Τότε ἄρχισε νά ἔρχεται σέ μένα κόσμος καί μάλιστα πολύς καί ἐγώ σέ ὅλους διηγιόμουνα καί ἔδειχνα τίς πληγές. Ἡ ἀστυνομία ἄρχισε νά διώχνει τόν κόσμο καί μένα μέ μετέφεραν σέ ἄλλο νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ ἀνάρρωσα τελείως καί παρακάλεσα τούς γιατρούς νά μέ γιατρέψουν ὅσο τό δυνατό νωρίτερα τίς τομές πού μου ἔκαναν μαθαίνοντας πάνω μου. Τότε μέ ἔβαλαν πάλι στό χειρουργικό τραπέζι καί ὅταν οἱ γιατροί ἄνοιξαν τήν κοιλιά μου εἶπαν: «Γιατί χειρουργήσανε τελείως ὑγιῆ ἄνθρωπο;». Ἐγώ τότε τούς ρώτησα: «Ποιά εἶναι ἡ ἀρρώστια μου;» Αὐτοί μου ἀπάντησαν: «Τά ἐντόσθιά σας εἶναι ὑγιῆ καί καθαρά ὅπως τοῦ παιδιοῦ». Τούς εἶπα ὅτι τά μάτια μου ἦταν δεμένα κατά τή διάρκεια τῆς ἐγχείρησης, ἄλλ ὅτι, πάρ ὅλα αὐτά, εἶδα τό ἐσωτερικό μου στόν καθρέπτη τοῦ ταβανιοῦ. Ἦλθαν καί οἱ γιατροί πού ἔκαναν τήν ἐγχείρηση καί ὅταν πλησίασαν εἶπαν: «Ποῦ εἶναι ἡ ἀρρώστια της; τά ἐντόσθιά της ἦταν ὅλα διαλυμένα καί προσβεβλημένα ἀπό τόν καρκίνο καί τώρα εἶναι τελείως ὑγιῆ». Τούς ἀπάντησα: ὁ ΚΥΡΙΟΣ ὁ ΘΕΟΣ φανέρωσε τό ἔλεός του πάνω σέ μένα τήν ἁμαρτωλή, γιά νά ζήσω ἀκόμη καί μαρτυρήσω στούς ἄλλους ὅ,τι εἶδα καί ὅ,τι μου συνέβη. ΕΚΕΙΝΟΣ, ὁ ΚΥΡΙΟΣ ὁ ΘΕΟΣ πῆρε ὅτι κατεστραμμένο ἦταν μέσα μου καί μοῦ ἔδωσε ὑγιῆ, σέ ὅλους θά τό διηγοῦμαι, ὥσπου νά πεθάνω. Κατόπιν εἶπα στό γιατρό: «Βλέπεις πῶς γελαστήκατε;» καί ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι «τίποτε δέν ἦταν ὑγιές μέσα σου». «Τί νομίζετε τώρα;» τόν ρώτησα ἐγώ. Ἀπάντησε: «σέ ἀναγέννησε ὁ ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ!» Τότε τοῦ ἀπάντησα: «Ἄν πιστεύετε σ' αὐτόν κάντε τόν σταυρό σας καί παντρευτεῖτε στήν ἐκκλησία». Ὁ γιατρός κοκκίνισε γιατί ἦταν Ἑβραῖος. Πρόσθεσα ἀκόμη: γίνου ἀρεστός στόν Κύριο τό ΘΕΟ. Κατόπιν ἄφησα τό νοσοκομεῖο, κάλεσα τόν ἱερέα πού νωρίτερα ἐνέπαιζα καί τοῦ ἔκανα ἐπιθέσεις, ἀποκαλώντας τόν χαραμοφάη. Τοῦ διηγήθηκα ὅλα ὅσα μου συνέβησαν, ἐξομολογήθηκα καί μετάλαβα τῶν ἁγίων του Χριστοῦ μυστηρίων. Τόν κάλεσα καί εὐλόγησε τό σπίτι μου, γιατί ὡς τώρα σ αὐτό βασίλευε ἡ ἁμαρτία, ἡ μικρότητα, τό μεθύσι, ὁ ἐμπαιγμός καί ἡ μάχη. Τώρα ἐγώ ἡ ἁμαρτωλή ΚΛΑΥΔΙΑ πού εἶμαι 40 χρονῶν μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῆς Οὐράνιας Βασίλισσας, ζῶ χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στή ἐκκλησία, στό ναό τοῦ Θεοῦ καί ὁ Κύριος μέ βοηθάει. Ἀπό ὅλες τίς μεριές τοῦ κόσμου μέ ἐπισκέπτονται ἄνθρωποι καί ἐγώ διηγοῦμαι σέ ὅλους ὅσα μου συνέβησαν, εἶδα καί ἄκουσα. Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ τούς δέχομαι ὅλους, διηγοῦμαι σέ ὅλους τί ἤμουν πρίν, τί μου συνέβη τώρα καί γιά ποιό λόγο εἶμαι τώρα πιστή. Ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος ὁ Θεός! Ὅλους τους συμβουλεύω νά προσέχουν πώς ζοῦν, γιατί πράγματι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος καί ἄλλη ζωή καί ὅτι ὁ καθένας θά δώσει λόγο γιά τά γήινα ἔργα του καί ὅτι ἀνάλογα μ' αὐτά θά ἔχει πλήρως δίκαια ἀνταμοιβή ἤ τιμωρία καί μάλιστα αἰώνια. Νά ζῆτε ὅλοι χριστιανικά καί κατά ΘΕΟΝ. ΑΜΗΝ"
. ΠΗΓΗ: impantokratoros.gr ΕΚΔΟΣΕΙΣ " ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ, Οὐστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα] paraklisi το είδαμε ΕΔΩ


Το θαύμα της πόρνης



site analysis




Μιά πονεμένη χήρα μάνα βρίσκεται σ’ ἕνα νοσοκομεῖο μέ τό δίχρονο παιδάκι της νά χαροπαλεύει ἀπό λευχαιμία. Ὁ πόνος τῆς εἶναι μεγάλος, διότι ἤδη ἔχει χάσει ἄλλα δυό παιδιά, καί τώρα ἔβλεπε νά τῆς φεύγει καί τό τελευταῖο, τρίτο βλαστάρι της. Ὅσο περνοῦσαν οἱ ὧρες, τόσο καί πιό πολύ μεγάλωνε ἡ ἀπελπισία της.
Ἦταν ἤδη 2:00 μετά τά μεσάνυκτα, ὅταν ὅλως ἐκτάκτως πέρασε ἀπό τό θάλαμο ὁ διευθυντής τοῦ τμήματος, νά δεῖ ἕνα διπλανό κοριτσάκι ‘’ἐπί πληρωμή’’ καί ἀπό παρόρμησι πρόσεξε καί τό δίχρονο παιδάκι τῆς χαροκαμένης ἐκείνης μάνας. Τό ἐξέτασε καί τῆς εἶπε: Λυπᾶμαι πολύ κυρία μου. Πάρε τό παιδάκι σου καί φύγε τώρα, γιά νά πεθάνη τουλάχιστον στήν ἀγκαλιά σου καί στό σπίτι σου.
Σάν τό ἄκουσε αὐτό ἡ δύστυχη μάνα ἀπό τό στόμα τοῦ γιατροῦ, μέ λυγμούς, τύλιξε τό παιδάκι της μέ μία κουβερτούλα, τό ἕσφιξε στήν ἀγκαλιά της καί ἔφυγε τρέχοντας. Βγῆκε στό δρόμο… Παντοῦ ἐπικρατοῦσε ἐρημιά καί ἡσυχία. Τίποτα δέν κυκλοφοροῦσε.
Σέ μία στροφή τοῦ δρόμου, βλέπει ξαφνικά μπροστά τῆς μία νεαρή σχετικά γυναίκα, περίπου 30 ἐτῶν. Μόλις εἶχε τελειώσει τή <<δουλειά της>>, ἦταν πόρνη.
Μόλις ἔφθασε ἡ μάνα μπροστά της, τήν σταμάτησε καί τῆς ἔβαλε μέ βία τό παιδάκι τῆς μέσα στήν ἀγκαλιά της. Ταυτόχρονα, ἔπεσε στά πόδια της καί φώναξε: Σῶσε τό παιδί μου! Σῶσε τό παιδί μουουουου!!!
Τά ἔχασε αὐτή! Πόρνη ἦταν, ἁμαρτωλή ἦταν, βυθισμένη στό βοῦρκο τῆς ἀκολασίας! Τί νά κάνει; Στά πόδια τῆς μία μάνα, στά χέρια τῆς ἕνα παιδί πού ἔσβηνε. Τό εἶδε ὅτι ἔσβηνε. Σήκωσε τά μάτια της στόν οὐρανό καί εἶπε μέ δυνατή φωνή: Τί προσευχή νά κάνω τώρα Θεέ μου; Ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλή, ἐγώ εἶμαι πόρνη! Τώρα μόλις <<τελείωσα>> τήν δουλειά μου. Ἄν δέν μ’ ἀκοῦς ἐμένα –καί δέν θά μέ ἀκούσεις, βέβαια, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλή- ἄκουσε τουλάχιστον αὐτή τή πονεμένη μάνα.
Ἐκείνη τή στιγμή ἔγινε τό θαῦμα!!! Κατέβηκε ἕνα φῶς ἀπό τόν οὐρανό καί τό παιδί ἄνοιξε τά ματάκια του, φώναξε <<μανούλα μου!>> κι ἅπλωσε τά χεράκια του ἀγκαλιάζοντας τή πόρνη, γιατί νόμισε ὅτι αὐτή ἦταν ἡ μανούλα του. Πάρ’ τό τῆς εἶπε. Ὁ Θεός ἔκανε τό θαῦμα Του!
Ὁ Θεός ἄκουσε τή προσευχή μίας ἁμαρτωλῆς, μίας πόρνης καί ὄχι τῆς μάνας! Αὐτό συντάραξε τά λιμνάζοντα ‘’νερά’’ στή ψυχή τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, ὥστε μέ συντριβή καί μετάνοια, καί μέ ἐξομολόγηση, ὁριστικά πλέον ἄλλαξε τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας μέ τή νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Δόξα στό Ὄνομά σου, Κύριε



Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Η ΣΑΛΩΜΗ Η ΠΑΝΤΑ ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΜΕΝΗ.



site analysis

 ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ .Ι.Μ. ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.






Ή Σαλώμη, ή πάντα μαυροφορεμένη

Πάμπτωχη ή Σαλώμη, μέ τά ταπεινά της φορέματα Πορεύθηκε μέσα στην Εκκλησία σ’ ολη της τηνζωή. Πάντα στην άκρια καθότανε καί οί πλούσιοι στο μυαλό την θεωρούσαν χαζή. Τά ταπεινά της φορέματα την έκαναν ακόμη πιο ταπεινή. Ή σκούπα καί τό φαράσι ήταν τό μόνιμο εργόχειρό της στο σπίτι, στην εκκλησία, στο μοναστήρι.



Τό στόμα της ήταν πάντοτε κλειστό γιά τούς άλλους.’Άν την ρωτούσες κάτι, τό «δέν ξέρω, δέν άκουσα, δέν κατάλαβα» ήταν ή μόνιμη απάντησή της. Τό λίγο μυαλό της, που Έβλεπαν οί άλλοι, δεν τής επέτρεψε ποτέ να γίνη ή άνακατώστρα τής γειτονιάς.
Τό ακάθαρτο πετρέλαιο ήταν τό μόνο άρωμα καί τό μόνο φάρμακο για τήν Σαλώμη, να επάλειψη τα πονεμένα της μέλη. Είχε μονίμως πονοκέφαλο καί τήν ρωτούσα:
-       Μήπως θέλεις κάποιο φάρμακο;
-’Όχι, Γέροντα- στήν Παναγιά θά κάνω προσευχή νά μου πάρη καί τήν βοή καί τον πόνο.
Ποτέ δεν Έλειπε από τήν ακολουθία καί κατ’ ιδίαν Έκανε πολλές προσευχές. Πάντα Έλεγε τήν ευχή με τό κομποσχοίνι. Μιά βραδιά κρυφάκουσα τήν ταπεινή της προσευχή, που συνοδευόταν από πολλές μετάνοιες: «Κύριε, ειρήνευσε τον κόσμο. Κύριε, συγχώρεσε τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Χάρισέ τους μετάνοια καί αγάπη γιά Σένα καί μεταξύ τους. Και σ’ εμένα τήν αμαρτωλή δός μου τήν συγχώρηση. ’Έχε καλά τον πνευματικό μου πατερούλη, τά πνευματικά μου αδέλφια...».


Μνημόνευε κάποια ονόματα κι Έπειτα Έλεγε τήν ευχή.
Τής Έλεγα να τήν κάνω μοναχή καί μου απαντούσε:
-       ’Όχι, Γέροντά μου* είμαι ανάξια γιά μιά τέτοια τιμή.
Πολλές φορές Έλεγε καί πράγματα πού Έβλεπε τήν ώρα τής Λειτουργίας, αλλά με μισόλογα:
-       Σήμερα ό Χριστός Ελαμπε μέσα στό άγιο Ποτήριο. Σήμερα στήν Λειτουργία δεν ήσουνα μόνος· είχες πολλούς παπάδες μέσα στό 'Ιερό, άλλ’ εγώ ή ανάξια δεν πρέπει να λέγω τέτοια πράγματα.
’Άλλοτε Έλεγε πώς Έβλεπε τον παπά τής ενορίας της να λειτουργή μέσα στό φως καί άλλοτε μέσα στό σκοτάδι:
-       Δεν ήταν σήμερα καθαρός 6 παπάς. Ένα μαύρο σύννεφο συνεχώς τον περικύκλωνε.



Κάποιο καλοκαίρι Έλεγα στον Προυσό:
-Αν φυτεύαμε κυπαρίσσια πίσω από τό τοιχίο άντιστηρίξεως τής όδού Αγιοι Πάντες-Μοναστήρι, θά κρατούσαν καλύτερα τον τόπο, πού συνεχώς φεύγει.
Τό κράτησε ή γριά Σαλώμη στον νου της και τον ερχόμενο χειμώνα το έβαλε σε ενέργεια. Ένα σούρουπο μέσα στο χιόνι και τήν καταχνιά βλέπω την γριά Σαλώμη με δυο σάκους κυπαρίσσια να πλησιάζει τήν θύρα τού μοναστηριού.
-       Σαλώμη, τί έκανες; Πώς πέρασες τήν κορυφογραμμή μέσα σε τόσα χιόνια; Πώς τά σήκωνες όλα αυτά τά δένδρα από τό Θέρμο ως εδώ; Πόσες μέρες έκανες να φτάσεις στο μοναστήρι;
-       Δυο μέρες έκανα να έρθω, αλλά άλλος τά σήκωνε, δεν τά σήκωνα εγώ.
-       Ποιος τά σήκωνε, Σαλώμη;
-       Μόλις έφυγε.
Τήν πήγα στήν Παναγία και κάναμε ευχαριστία.
-       Μή φοβάσαι. Είμαι πολύ καλά. Εγώ τήν Παναγία διακονώ δεν θά με άφήση να χαθώ.
 'Αγνός άνθρωπος, καθαρός, πάντα ησύχαζε, ταπεινωνότανε, προσευχότανε. 


Ή νηστεία ήτανε μόνιμη συντροφιά της. Αληθινή μυροφόρα τής Παναγιάς του Θερμού, του πατρο- Κοσμά του Αιτωλού, τής μονής Μυρτιάς καί τής μονής Προυσού. Πτωχή καί πένης, άλλα πλούσια σε αγάπη καί έργα διακονίας. Προσκυνούσε μέχρι τό έδαφος, του Θεού τούς λειτουργούς, ψελλίζοντας «Συγχωρέστε με τήν ανάξια».
«Την ευχή σου δώσε μας, Σαλώμη, από ’κει πού αναπαύεσαι».


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Η ΟΛΓΑ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΜΑΝΑΒΗ.



site analysis

 ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ. Ι.ΜΟΝΗΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.







Από τό Θερμό κι αυτή ή μυροφόρα, μαθήτρια του πατρο-Κοσμά του Αιτωλού, γιατί στις διδαχές του καί στις προφητείες του έντρυφούσανε μαζί με την Σαλώμη. Δεν χρειάζονταν άλλωστε γράμματα, για να τις γνωρίζουν. Προφορικά διαιωνίζοντο με κάθε ακρίβεια. Καμιά φορά τό στόμα διατηρεί πιο ζωντανά τά πράγματα απ’ ο,τι τό κονδύλι.

Τήν γνώρισα στήν μονή Μυρτιάς τον Νοέμβριο του 1971, τήν παραμονή τής εορτής των Είσοδίων τής Θεοτόκου. Κοιτάζοντας προς τήν πόρτα του μοναστηριού, έβλεπα μιά γυναίκα νά κρύπτεται πίσω από τον κορμό μιάς ελιάς. Μιά νά βγαίνη καί μιά νά κρύπτεται. Από τις πολλές φορές πήγα νά
δω ποιά είναι καί τί κάνει πίσω άπό τήν ελιά. Πηγαίνοντας
βλέπω μιά μεσόκοπη γυναίκα μ’ ένα πανέρι λουλούδια.
-       Τί κάνεις έδώ; Γιατί δέν έρχεσαι στο μοναστήρι;
-       Γέροντα, ό παπάς του Θέρμου μου είπε χθες τό βράδυ νά μήν κοπιάσω νά βοηθήσω στο στόλισμα τής εκκλησίας, γιατί οί καλόγεροι είναι τόσο άγριοι, πού θά μέ βάλουνε μέ τις πέτρες. Περιμένω άπό τήν αύγή καί φοβάμαι νά πλησιάσω.
-       Έλα, κυρά μου, καί στόλισε τήν έκκλησιά μέ τά λουλούδια τα δικά σου, όπως εσύ θέλεις.
Έμεινε μέχρι τό βράδυ. Φεύγοντας χίλιες μετάνοιες μου έβαλε για τον κακό λογισμό της. Καί από τότε έγινε γνώριμη καί σεβαστή μυροφόρα στο μοναστήρι.
Ολη της ή ζωή ήτανε να συνάζη λουλούδια καί να στολίζη τούς 'Αγίους πού γιόρταζαν. Τό έργο αύτό δεν ήταν πάντα εύκολο, γιατί ο τόπος είναι ορεινός. Τα έφτιαχνε τόσο όμορφα, πού πειράζοντάς την τής έλεγα:
-       Που σπούδασες τήν τέχνη αυτή;
-       Στήν αγάπη των ' Αγίων.
Πολύ γρήγορα προσεβλήθη από τήν επάρατο νόσο. Την έπισκέφθηκα στο σπίτι της. Μιλήσαμε πολλή ώρα για τα επέκεινα. Τήν ρώτησα:
-       ’Όλγα, αν σε καλέση ό Χριστός μας στα ούράνια, είσαι έτοιμη;
-       Πανέτοιμη, Γέροντα, είμαι. Καί νά’ ξευρες πόσο τό λαχταρώ καί τό περιμένω.
-       Τα παιδιά σου δεν τα σκέπτεσαι;
-       Είναι μεγάλα- μπορούνε πια να εκλέξουνε τό κακό ή το αγαθό.
Σε λίγες μέρες είπε στα παιδιά καί τον σύζυγό της, πού
έμεναν μέχρι αργά στο δωμάτιό της:
-       Νιώθω καλύτερα· πηγαίνετε νά ξεκουραστήτε.

Καί αφού τούς έβαλε στον ύπνο καί έπεκράτησε ησυχία,
σηκώθηκε, ετοιμάστηκε, φόρεσε τά καλά της, ξάπλωσε στην στρωμνή της βλέποντας προς άνατολάς, σταύρωσε τά χέρια της, αφήνοντας ένα σημείωμα: «Ετοιμη είμαι γιά τον ουρανό, μή με αλλάξετε- αυτά πού φόρεσα είναι τής εξόδου μου».


Αύτό είναι τό τέλος της Όλγας με τά λουλούδια καί τά στεφάνια στούς 'Αγίους. Όσάκις φέρνω στον νου μου τήν ’Όλγα, ενθυμούμαι τα λόγια ενός παλιού: «Κανένας κόπος στήν εκκλησία δεν πάειχαμένος».


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ