Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Ἡ προσευχή τῆς μάνας γιά τό παιδί της εἶναι πιό δυνατή καί ἀπό τίς ἀνοιγμένες φτεροῦγες τοῦ ἀετοῦ.



site analysis


Μια φορά παρακάλεσαν τον Γέροντα να προσευχηθεί για κάτι.
—Δεν είναι το θέλημα του Θεού, απάντησε αυστηρά.
—Εσείς προσευχηθείτε, τον ξαναπαρακάλεσαν επιμένοντας.
—Ο Μωυσής έβγαλε τον λαό του από τη δουλεία της Αιγύπτου-τι μπορούσε να κάνει ο ίδιος, αν δεν ήταν θέλημα του Κυρίου;
Όταν ένας κοντινός του π. Γαβριήλ τον ξέχασε στις προσευχές του, κάποια μέρα που πήγε στο κελί του, αφού τον ευλόγησε, του είπε καθώς έφευγε:
—Μη με ξεχνάς στις προσευχές σου, παιδί μου!
—Πώς, πατέρα, το ξέρετε και αυτό; ρώτησε απορημένος.
—Και αυτό το ξέρω και εκείνον με τον οποίο μάλωσες, κι ανέφερε το όνομα του. Όταν προσεύχεστε, εγώ είμαι δίπλα σας, έλεγε κοιτάζοντας τους όλους με αγάπη.
Ο Ζουράμπ Βαραζασβίλι τον ρώτησε:
—Πάτερ Γαβριήλ, υπάρχουν άνθρωποι ανήθικοι, γεμάτοι κακία, που αξίζουν την περιφρόνηση και σε αναστατώνουν. Πώς μπορούμε να προσευχόμαστε για το καλό τους; Δεν θα βγουν οι ευχές από την καρδιά μας.
—Κάνε την αρχή απ’ αυτόν που αγαπάς πιο πολύ, ας πούμε από τα παιδιά σου. Όταν προσευχηθείς γι’ αυτά, συνέχισε με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας σου. Μετά γι’ αυτούς που βρίσκονται γύρω σου, για τους γείτονες. Ύστερα για την πόλη που μένεις. Η Τιφλίδα δεν είναι η μόνη. Να προσευχηθείς για όλους που μένουν στη Γεωργία. Η Γεωργία δεν είναι η μόνη. Την περικυκλώνουν εχθροί.
Παρακάλεσε τον Θεό να ειρηνεύσει τις καρδιές τους, ώστε να μην μπορούν να την εχθρεύονται. Τώρα, αφού προσευχήθηκες για όλη τη χώρα σου, έμειναν μόνον οι δικοί σου προσωπικοί εχθροί. Μην τους αποκλείεις. Παρακάλεσε τον Θεό να γεμίσει τις καρδιές τους με καλοσύνη και το νου τους με σοφία. Βλέπετε; Έτσι γίνεται να προσευχηθείς και για τους εχθρούς.
Κάποτε, ο Γέροντας κάθε πρωί και για μερικές βδομάδες, μνημόνευε μια κοπέλα που είχε απομακρυνθεί τελείως από κοντά μας, επειδή είχε γίνει πόρνη. Τον άκουγαν και απορούσαν: «Γιατί μας λέει κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια; Ποιος είναι ο λόγος;».
Τελικά τον ρώτησαν:
—Γέροντα, γιατί τη μνημονεύετε τόσο συχνά;
—Για να προσεύχεστε γι’ αυτήν. Σας ικετεύω να προσευχηθείτε πολύ για την ψυχή της, μας είπε.
Ένα απόγευμα κάποια πιστή, καθώς ήταν πολύ κουρασμένη, σκεφτόταν: «Δεν μπορώ να μνημονεύω όλους αυτούς τους συγγενείς και γνωστούς μου. Ας νοιάζεται ο καθένας για το κεφάλι του. Μου αρκεί το δικό μου. Την άλλη μέρα που πήγε στον π. Γαβριήλ και γονάτισε να πάρει ευλογία, ο Γέροντας αφού την ευλόγησε της είπε:
—Όχι μόνο για τους κοντινούς σου και για τους γνωστούς σου πρέπει να προσεύχεσαι, αλλά και για όσους βρίσκονται στις φυλακές, στους οίκους ανοχής, για τους ανήμπορους και τους οδοιπόρους.
—Η προσευχή της μάνας για το παιδί της είναι πιο δυνατή και από τις ανοιγμένες φτερούγες του αετού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ . Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ (1929-1995) Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Η αγία Χίλντα, η πνευματική μητέρα της ορθόδοξης Αγγλίας (17 Νοεμβρίου)



site analysis

Η αγία Χίλντα ήταν στενή συγγενής του βασιλέα Έντουιν της Νορθουμβρίας, ενός από τα επτά βασίλεια στα οποία ήταν διαιρεμένη η Αγγλία τον 7° αιώνα, την εποχή που έβγαινε από την ειδωλολατρία. Είχε λάβει το άγιο Βάπτισμα χάρη στο κήρυγμα του αγίου Παυλίνου, ενός από τους ιεραποστόλους της Ρώμης, και για τριάντα χρόνια καλλιεργούσε τις ευαγγελικές αρετές στον κόσμο, μέχρι την ημέρα που ανταποκρινόμενη στην κλήση του Θεού έλαβε την απόφαση να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, την οικογένειά της και την πατρίδα της. Μετέβη στο βασίλειο της ανατολικής Αγγλίας, ο βασιλιάς της οποίας είχε νυμφευθεί την αδελφή της, με την πρόθεση να περάσει στη Γαλλία για να γίνει μοναχή στην περίφημη Μονή της Σελ, κοντά στο Παρίσι, ένα από τα μοναστήρια που εξαρτιόταν από τη Μονή του Λουξέιγ [άγιος Κολομβανός, 23 Νοεμ.], όπου πήγαιναν τότε και άλλες παρθένες ευγενικής σαξωνικής καταγωγής. Ο άγιος Αιντάν [+651, 31 Αυγ.] όμως, επίσκοπος της μοναστικής νήσου Λίντσφαρνε, το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής την εποχή εκείνη στα βρετανικά νησιά, την κάλεσε πίσω στη Νορθουμβρία και της παραχώρησε μια μικρή γαιοκτησία, όπου για ένα χρόνο άσκησε τον μοναχικό βίο επικεφαλής μιας μικρής ομάδας παρθένων. Αφού δοκιμάστηκαν έτσι γρήγορα τα τάλαντα της στην πνευματική καθοδήγηση, της ανατέθηκε η ηγουμενία μιας μεγάλης μοναχικής αδελφότητας στη Μονή του Χάρτλπουλ και εννέα χρόνια μετά, το 657, ίδρυσε τη Μονή του Χουίτμπυ.
Κατά τα τριάντα έτη της ηγουμενίας της στσ δύο τούτα μοναστήρια, η αγία Χίλντα επέδειξε μια αξιοθαύμαστη ικανότητα, όχι μόνον στη διεύθυνση των γυναικείων αδελφοτήτων της – τις όποιες οδηγούσε προς τον Θεό εξασφαλίζοντας με σοφία την τάξη και την αγάπη σε τέτοιο σημείο που λεγόταν ότι η Μονή του Χουίτμπυ ήταν η τέλεια εικόνα της Εκκλησίας των αποστολικών χρόνων, όπου πλούσιοι και φτωχοί είχαν τα πάντα κοινά και τους ένωνε η ίδια αγάπη – αλλά και στη διοίκηση ενός ανδρικού μοναστηρίου που ήταν προσαρτημένο στο Χουίτμπυ, όπως συνέβαινε την εποχή εκείνη, και το οποίο χάρη σε αυτήν έγινε πραγματικό κέντρο εκπαιδεύσεως πολλών ιεραποστόλων και αγίων επισκόπων.
Βασιλείς, πρίγκιπες των γειτονικών περιοχών, ο επίσκοπος Αιντάν καί όλος ο λαός προσέφευγαν στην αγία Χίλντα για να λάβουν τις συμβουλές και τις πνευματικές οδηγίες της. Θεωρούνταν ως η αληθινή πνευματική μητέρα της χώρας. Αφού για πολλά χρόνια οδήγησε έτσι πολλές ψυχές προς τον Κύριο, δοκιμάστηκε εν συνεχεία για έξι χρόνια από μια σκληρή αρρώστια, η οποία δεν τήν εμπόδισε ωστόσο να συνεχίσει την πνευματική της καθοδήγηση. Το έβδομο έτος αυτού του μαρτυρίου της, στις 17 Νοεμβρίου του 680, σε ηλικία 66 χρόνων, συγκέντρωσε τις πνευματικές θυγατέρες της, μετέδωσε σε αυτές τις τελευταίες της οδηγίες για αγάπη και παρέδωσε με χαρά την ψυχή της στον Κύριο. Μία άλλη αγία της εποχής, η αγία Μπέγκου, είδε τότε την ψυχή της να υψώνεται προς τον ουρανό.
Η αγία Χίλντα υπήρξε, με την αγία Έμπα του Κόλντινγκχαμ [25 Αυγ.], μία από τις μεγάλες μορφές του νέου εκείνου αγγλοσαξωνικού χριστιανισμού και προσφέρει ένα σπάνιο παράδειγμα μιας πνευματικής μητέρας που έλαβε από τον Θεό το χάρισμα να οδηγεί όχι μόνον μοναχές, αλλά και μοναχούς, ακόμη δε και επισκόπους· γιατί Ουκ Ένι Άρσεν Και Θήλυ·Πάντες Γαρ Υμείς Είς Εστε Εν Χριστώ Ιησού (Γαλ. 3, 28).
Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος τρίτος – Νοέμβριος, σελ. 197-199)

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Αγία Ζλάτα των Μογλενών



site analysis



Τις προάλλες με επισκέφθηκε στο νου η αγία Ζλάτα των Μογλενών, που βασανίστηκε και είχε μαρτυρικό θάνατο στα χρόνια της οθωμανικής περιόδου. Ήταν χαρά και έκπληξη συνάμα, όταν μπήκα στην εκκλησία της Μεταμορφώσεως της Καλαμαριάς (μητρόπολη) για να ξεκουραστώ μετά από την αστική πεζοπορία μου και αντίκρυσα μια ολόσωμη τοιχογραφία της Αγίας.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Συναξαριστή Νεομαρτύρων, αναφέρει ότι η νεαρή Ζλάτα, ‘ήτον από μίαν επαρχίαν της Βουλγαρίας, επονομαζομένην Μογλενών’. Το χωριό της λεγόταν Σλάτινα, που έχει μετονομασθεί σε Χρυσή, της επαρχίας που είναι γνωστή ως Καρατζόβα, ενώ σήμερα λέγεται επαρχία Αλμωπίας.  
Η Αγία παρέδωσε το πνεύμα της στις 13 Οκτωβρίου του 1795. Το όνομά της ήταν Ζλάτα και οι Έλληνες καθιέρωσαν να την αποκαλούν Χρυσή, δηλαδή με την απόδοση του βαπτιστικού της στην ελληνική γλώσσα. Στην μακεδονική γλώσσα είναι η Света Великомаченичка Злата Мегленска. Την εποχή που έζησε η Αγία, υπολογίζεται πως γεννήθηκε το 1775 και θανατώθηκε το 1795, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η λαίλαπα του εθνικισμού δεν είχε ακόμα ενσκήψει. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί αποτελούσαν το millet-i Rûm, χωρίς περαιτέρω εθνοφυλετικούς προσδιορισμούς. Μολονότι χωρίς αμφιβολία οι Βούλγαροι δεν είναι σωστό να συγχέονται με τους Σλάβους της Μακεδονίας, εντούτοις, οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας χαρακτηρίζονταν ως Βούλγαροι, προς διάκρισή τους από τους ελληνόφωνους κατοίκους και από τους Βλάχους. Έτσι δικαιολογείται η αναφορά εκ μέρους του Νικοδήμου του Αγιορείτη των Μογλενών ως επαρχίας της Βουλγαρίας.
Οι τοπικές Εκκλησίες της Ελλάδος (αναφέροντας την Αγία ως Χρυσή), της Μακεδονίας, της Σερβίας και της Ρωσίας τιμούν την αγία Ζλάτα στις 13 Οκτωβρίου, ημερομηνία που συμπίπτει με τον χρόνο του μαρτυρίου της. Η τοπική Εκκλησία της Βουλγαρίας τιμά τη μνήμη της Αγίας στις 18 Οκτωβρίου και την έχει καθιερώσει ως Αγία προστάτιδα των Βούλγαρων που ζουν στο εξωτερικό.  

Στην επαρχία Μογλενών, πριν από την έναρξη των βαλκανικών πολέμων υπολογίζεται ότι υπήρχαν 39.950 περίπου κάτοικοι. Απ’ αυτούς, ποσοστό 76,8% ή 30.700 κάτοικοι μιλούσαν τα μακεδονικά. Και από πλευράς θρησκείας διακρίνονταν σε 19.950 Μουσουλμάνους και 10.750 Χριστιανούς. Στα Μογλενά κατοικούσαν Μουσουλμάνοι Πομάκοι, που μετά την ανταλλαγή πληθυσμών (1922) μετακινήθηκαν στην Τουρκία. Οι Χριστιανοί πάλι διακρίνονταν σε 8.190 Εξαρχικούς και 2.560 Πατριαρχικούς. Για να συμπληρωθεί το πληθυσμιακό τοπίο των Μογλενών, πρέπει να αναφέρουμε τους περίπου 2.800 Τούρκους Μουσουλμάνους, τους 3.250 Βλάχους Μουσουλμάνους, τους 2.150 Χριστιανούς Βλάχους και έναν αριθμό 1.050 ατόμων, αδιευκρίνιστης μητρικής γλώσσας, που μάλλον ήταν Τσιγγάνοι. Πάντως δεν μαρτυρείται παρουσία ελληνοφώνων κατοίκων στην περιοχή πριν από την εγκατάσταση προσφύγων, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας (1922).
Αναφέροντας τα προηγούμενα, θέλω να καταδείξω πως το βαπτιστικό όνομα της Αγίας ήταν Ζλάτα και δεν μπορεί να ήταν Χρυσή.

Οι μάρτυρες της ανθρωπότητας, είτε για λόγους πίστεως, είτε υπέρ των λαϊκών ελευθεριών, είτε υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης μας μπολιάζουν με ό,τι πιο γόνιμο υπάρχει για να μην λησμονήσουμε την ανθρωπιά μας και να μην παραπέσουμε στην απόλυτη αλλοτρίωση, υπακούοντας είτε στον Φόβο που σπέρνουν άνομες εξουσίες, είτε στη Σαγήνη που προβάλλουν πονηροί ολιγάρχες, που επιδιώκουν να εκμαυλίσουν τους ανθρώπους χάριν του Κέρδους και της οικονομικής Δύναμης.

Ο εθνικισμός στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ένα απόλυτα αισθητό σκάνδαλο. Είναι καρπός ακραίας εκκοσμίκευσης και με τον τρόπο που προβάλλει αναιρεί ένα από τα πιο σημαντικά γνωρίσματα που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν τον Χριστιανισμό και την Εκκλησία του Χριστού: Την ακύρωση κάθε λογής διχασμού, λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, ταυτότητας ή γλώσσας. 


Στην Ελλάδα, επί χρόνια οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος δεν έχαιραν τιμής και αναγνώρισης, λόγω του μένους που επικρατούσε σε πολιτικούς και εκκλησιαστικούς για καθετί που συνδέονταν με τους Βούλγαρους και του Σλάβους. Στη Θεσσαλονίκη, στην σημερινή οδό Αλεξ. Σβώλου και ακριβώς απέναντι από τον παλιό κινηματογράφο 'Έσπερος' υπήρχε βουλγαρικός ναός των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Καταστράφηκε πέρα ως πέρα και στον χώρο όπου βρισκόταν κάποια εποχή, μέχρι πριν λίγο, φιλοξενούνταν οίκοι ανοχής. Δεν υπάρχει τίποτε που να θυμίζει πως εκεί υπήρχε μια ορθόδοξη εκκλησιά. Πίσω από το Θεαγένειο υπάρχει εκκλησία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ο ναός χτίστηκε από Χριστιανούς Βουλγάρους προς τιμή του αγίου Γεωργίου. Οι Έλληνες δεν τον γκρέμισαν, αλλά ξανααφιέρωσαν το ναό σε άλλο Άγιο. Μια κατάσταση για οργή και κλάματα. Να μην αναφέρουμε τον Αυγουστίνο Καντιώτη, που όταν ανέλαβε μητροπολίτης της Φλώρινας γκρέμισε τον μητροπολιτικό ναό του αγίου Παντελεήμονος της πόλης και την κεντρική εκκλησία του Αμυνταίου, γιατί έκρινε πως δεν ήταν εληνοβυζαντινού ρυθμού, ενώ στο εσωτερικό οι τοίχοι ήταν ιστορημένοι με Αγίους και σλαβικές επιγραφές.
Από τη στιγμή που οι επί μέρους τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες μεταλλάχτηκαν σε εθνικές εκκλησίες, έγιναν εργαλεία πολιτικής, κυρίως από τον 19ο αιώνα. Στα Βαλκάνια, ο εθνικισμός των διαφόρων  ορθοδόξων λαών, έφερε σχίσματα στην Εκκλησία, και οι εθνικές εκκλησίες κατάντησαν ακόμα και όργανα εξοντωτικού διχασμού των λαών. Οι πρώτοι που προκάλεσαν σχίσμα για λόγους πολιτικούς υπήρξαν οι Έλληνες, ακολούθησαν οι Βούλγαροι, ενώ ως τις μέρες μας υπάρχει το σχίσμα της τοπικής εκκλησίας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας.  

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Σύντομο εγκώμιο στον Άγιο πατέρα μας και θαυματουργό Ανδρόνικο και τη σύζυγό του Οσία Αθανασία. Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου



site analysis




Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου

Σύντομο εγκώμιο στον Άγιο πατέρα μας και θαυματουργό Ανδρόνικο και τη σύζυγό του Οσία Αθανασία και μερικά από τα θαύματά τους (9 Οκτωβρίου)

Ο λαμπρός και σπουδαίος βίος του Ανδρονίκου και της Αθανασίας μαρτυρεί καθαρά τη σωστή κλήση τους. Δέθηκαν με τα αναπόφευκτα δεσμά της ζωής και έγιναν γονείς δύο παιδιών, τα οποία πέθαναν. Αν και δεν έπαθαν κάτι εύκολο, όμως μιμήθηκαν την μεγαλοψυχία του Ιώβ που είπε «ο Κύριος έδωσε, ο Κύριος τα αφαίρεσε». Έπειτα, αφού με ανδρεία και σύνεση έσπασαν τα δεσμά του βίου και διαμοίρασαν τον πλούτο σ’ όσους είχαν ανάγκη, θησαύρισαν στον ουρανό. Δεν έδωσαν σημασία στη ζωή και τη σάρκα, δεν νικήθηκαν από τον πλούτο και την άνεση, δεν είπαν, δώσε μας άλλο παιδί, Δημιουργέ της φύσεως, αλλά αφού έβαλαν κατά μέρος κάθε εύλογη πρόφαση, αποχαιρέτισαν την πόλη τους Αντιόχεια και όλους τους γνωστούς και πορεύθηκαν στους Αγίους Τόπους των Ιεροσολύμων. Μόνο σε κάποιον γαμπρό από την αδελφή τους εμπιστεύτηκαν: «Εάν ο θάνατος εμποδίσει την επιστροφή μας, κάνε ξενώνα το σπίτι μας, αδελφέ». Αυτό αφού είπαν, έφυγαν με πρόθυμη τη ψύχη προς τον Θεό, για να προσκυνήσουν τους ιερούς τόπους και να αξιωθούν να φορέσουν το άγιο και αγγελικό σχήμα.

Αφού προσκύνησαν τον τάφο του Κυρίου και τα άλλα προσκυνήματα και εκπλήρωσαν την επιθυμία τους, έφθασαν στην Αλεξάνδρεια και έμειναν στον ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Μηνά. Από εκεί έρχονται στη Σκήτη για να συναντήσουν τον Μεγάλο Δανιήλ και καθοδηγητή της. Τους δέχθηκε ευχαρίστως και αφού με το διορατικό βλέμμα του γνώρισε όσα θα γίνονταν στην μακαρία Αθανασία, προτρέπει τον Ανδρόνικο να την οδηγήσει στο γυναικείο μοναστήρι που ονομαζόταν Οκτωκαιδέκατο για να γίνει μοναχή. Τους έδωσε εντολή εις το εξής να μην επικοινωνούν μεταξύ τους και ο καθένας μόνος του να βαδίσει το δρόμο της ασκήσεως. Αφού δέχθηκαν οι μακάριοι με υπακοή την εντολή του Οσίου, ακολουθούσαν με βία το δρόμο της ασκήσεως, με νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, χαμαικοιτίες, δάκρυα και τις υπόλοιπες κακοπάθειες, με σκοπό να κατανικήσουν τη δύναμη του σώματος, να υποδουλώσουν το χειρότερο στο καλύτερο και να υποτάξουν τη σάρκα στο πνεύμα. Αυτά τα έκαναν οι μακάριοι ενδυναμωθέντες από τον Θεό και με εντονότερη άσκηση, η μεν Αθανασία έχυνε τους ασκητικούς ιδρώτες της στο μοναστήρι, που είπαμε, στο οποίο έγινε μοναχή, ο δε Ανδρόνικος έγινε μοναχός στον θειο καθηγητή τον Μεγάλο Δανιήλ. Ήταν ακούραστος υποτακτικός κάνοντας τους αγώνες της κατά Θεόν ζωής.

Μετά από δώδεκα χρόνια αποχωρισμού και αγώνων, αφού απονέκρωσαν τα πάθη του σώματος και δέχθηκαν με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος την απαθή δόξα των αγγέλων, τους παρακίνησε πάλιν επιθυμία προσκυνήσεως του ζωηφόρου Παναγίου τάφου. Αυτό έγινε από κάποιο μυστικό σχέδιο του Θεού και ήταν σαφέστατο γνώρισμα μεγαλύτερης αρετής. Χωρίς να εμποδιστούν, ούτε ο Ανδρόνικος από τον Γέροντά του, ούτε η Αθανασία από την ηγουμένη, ξεκίνησαν από το ασκητήριο του ο καθένας απ’ αυτούς καθοδηγούμενος από το Άγιο Πνεύμα. Κατά κάποιο παράξενο τρόπο έγιναν συνοδοιπόροι, και ο ένας ρωτούσε τον άλλον για την μοναχική του ζωή. Και ο μεν Ανδρόνικος φανέρωσε τον εαυτό του, η δε ονόμαζε τον εαυτό της Αθανάσιο. Ήταν ντυμένη με ανδρική ενδυμασία, θέλοντας να κρύψει την αδύνατη γυναικεία φύση, που μετέτρεψε με θαυμαστό τρόπο σε ανδρική και ενδυναμώθηκε με θειο ζήλο. Επειδή είχε το πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες και τα σημάδια της αυστηρής νηστείας, δεν κατάλαβε καθόλου ο Ανδρόνικος, ποιος ήταν ο συνοδοιπόρος μοναχός και μόνον θαύμαζε την ευλάβεια και τη σύνεσή του. Η Αθανασία κατάλαβε τον Ανδρόνικο, γι’ αυτό του μιλούσε λίγο και συνεσταλμένα, επειδή φοβόταν, μήπως με τα πολλά λόγια έλθει στην επιφάνεια αυτό που λησμονήθηκε. Απ’ αυτό, ο Ανδρόνικος περισσότερο θαύμαζε τη σιωπή και τα λίγα λόγια του συνοδοιπόρου του.

Όταν έφθασαν στους Αγίους Τόπους και προσκύνησαν, όπως ποθούσαν, επιστρέφουν πάλιν στα μέρη της Σκήτης, και παρακινώντας ο ένας τον άλλον στην άρετε, αποφασίζουν να ζήσουν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους. Έρχεται λοιπόν ο θειος Ανδρόνικος στον Γέροντά του θειότατο Δανιήλ και ζητά τη συμβουλή του. Αυτός με το διορατικό βλέμμα γνωρίζοντας το μέλλον, συμφωνεί με τη γνώμη και προτρέπει τον Ανδρόνικο, επαινώντας την αρετή του Αθανασίου λέγοντας: «Γνωρίζω τον Αθανάσιο, που είναι σπουδαίος στην αρετή και η συναναστροφή μαζί του θα έχει καλά αποτελέσματα». Έτσι αφού πήρε ο Ανδρόνικος του οσίου καθηγητού τις γνώμες και τις ευχές, έρχεται προς τον δήθεν όσιο Αθανάσιο.

Έζησαν άλλα δώδεκα χρόνια μαζί, και ήταν ονομαστό και ξακουστό το όνομα του Ανδρόνικου και του Αθανασίου όχι μόνο στη Σκήτη, αλλά και στην Αλεξάνδρεια. Και σε όλη την περιοχή ήταν μεγάλη η δόξα τους, όχι απλά για την αρετή και τη φήμη, αλλά και για τα πολλά θαύματα, τα οποία έκανε αυτός που είπε ότι «αυτούς που με δοξάζουν θα τους δοξάσω». Ότι δε με έργα και με λόγια δόξασαν τον Θεό, ο Ανδρόνικος και η σύζυγός του, είναι σε όλους φανερό. Ήταν άνδρας σπουδαίος και θαυμαστός, πλούσιος και ξακουστός, είχε γνώση της κατεργασίας του αργύρου, επάγγελμα που είχε ο πατέρας του. Όταν με τη σύζυγό του άφησαν όλα τα ευχάριστα της ζωής και προτίμησαν την μοναχική ζωή για να δοξάσουν τον Θεό με όλη τους την ύπαρξη, εύλογα και ο Θεός τους αντιδόξασε «στη γη και στον ουρανό».

Έτσι, αφού ολοκλήρωσαν με δόξα και άξιο θαυμασμού το δρόμο της ενάρετης ζωής, έφτασε ο καιρός των στεφάνων και των αμοιβών με το θάνατό τους. Ήταν κοντά τους και ο θείος Γέροντας Δανιήλ, που συνήθιζε να τους επισκέπτεται κάθε χρόνο. Αφού τους είπε όσα έπρεπε, ετοιμάστηκε να επιστρέψει στο κελλί του. Ενώ βρισκόταν στο μέσο της διαδρομής, φθάνει τρέχοντας ο θείος Ανδρόνικος και του λέει: «Σε καλεί, πάτερ, ο αδελφός Αθανάσιος, για να προσευχηθείς γι’ αυτόν, γιατί φεύγει για τον Κύριο». Γύρισε γρήγορα πίσω ο θείος άνδρας και την βρήκε στις τελευταίες στιγμές της. Αφού της είπε τα κατάλληλα λόγια και της μετέδωσε τα Μυστήρια του Χριστού, είπε προς αυτόν μυστικά η μακαρία: «Θα βρεις επιστολή στο κρεβάτι μου και θα μάθεις απ’ αυτήν αυτά που προγνωρίζεις. Όταν θα κηδευθεί το σώμα μου, δώσε την επιστολή στον αδελφό Ανδρόνικο». Αυτά αφού είπε, παρέδωσε τη ψύχη της στα χέρια του Θεού και κοιμήθηκε με τρόπο οσιακό. Όταν της φορούσαν τα νεκρικά ενδύματα, τότε οι παρόντες είδαν με έκπληξη ότι ήταν γυναίκα. Συγκεντρώθηκε όλη η Σκήτη και πλήθος λαού από την Αλεξάνδρεια λόγω του παράδοξου ακούσματος και θεάματος. Πολλά θαύματα και θεραπείες ποικίλων ασθενειών πραγματοποίησε ο Θεός κατά την ταφή του ιερού λειψάνου και «όλοι δόξαζαν τον Θεό» διότι έδωσε σ’ αυτή την αδύνατη γυναικεία φύση τη νίκη. Όταν δε σύμφωνα με την απόφαση της μακαρίας δόθηκε η επιστολή στον αββά Ανδρόνικο, και τότε αποκαλύφθηκε σ’ αυτόν ότι δεν ήταν Αθανάσιος αλλά η Αθανασία, που παλαιότερα ήταν η σύζυγός του, ποιός μπορεί ακριβώς να περιγράψει την χαρμολύπη του και του λαού την έκπληξη; Δεν θέλω όλα να τα περιγράψω και να μακρύνω το λόγο.

Ο θειος Δανιήλ αφού παρέμεινε και έκανε το εννεαήμερο μνημόσυνο της όσιας, πήρε το δρόμο
της επιστροφής στην σκήτη του. Όταν κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου, πάλιν κάποιος τρέχοντας τον έφθασε και του είπε: «Μη συνεχίσεις, πάτερ, την πορεία σου, διότι σε φωνάζει το παιδί σου ο Ανδρόνικος, επειδή και αυτός αναχωρεί προς τον Κύριο». Αμέσως ο Γέροντας, όσο μπορούσε έτρεχε να γυρίσει πίσω, ειδοποιώντας τους μοναχούς της Σκήτης να έλθουν στην κηδεία του Ανδρόνικου. Πρόφθασε ο Γέροντας τον όσιο Ανδρόνικο ακόμα ζωντανό, του διάβασε ευχή και τον παρέδωσε στον Κύριο. Οι πατέρες της Σκήτης ήθελαν να μεταφέρουν εκεί το λείψανο, επειδή ήταν αδελφός τους, αλλά οι Ταβεννησιώτες ήθελαν να το θάψουν στο Οκτωκαιδέκατο επειδή ήταν συνασκητής του Αθανασίου, έγινε δε μεγάλη αναστάτωση γι’ αυτό. Ο θείος Δανιήλ αφού έκρινε δίκαιο να ταφεί μαζί με την αδελφή και συνασκήτριά του, σταμάτησε την ταραχή.

Έπρεπε και εμείς εδώ να σταματήσουμε τη συνέχεια του λόγου, εδώ που και οι όσιοι σταμάτησαν την εγκόσμια ζωή τους. Αλλά θα προσθέσω ακόμη λίγα για τον ναό και λίγα από τα πολλά θαύματά τους. Επειδή γίνονταν πολλά θαύματα από τα θεια λείψανα, κτίστηκε ναός αφιερωμένος στο όνομα του Ανδρόνικου και της Αθανασίας, στον οποίον υπήρχαν αγιογραφημένες εικόνες τους, από τις οποίες σαν ιδρώτας έσταζε μύρο, που ήταν θεραπευτικό ποικίλων ασθενειών. Θα αφηγηθώ δύο ή τρία θαύματα που βεβαιώνουν τη χάρη του Θεού στους αγίους.

Κάποιος άνθρωπος είχε ανίατη ασθένεια στη γλώσσα (καρκίνο την ονομάζουν οι γιατροί) που τον ταλαιπωρούσε με πολλούς πόνους. Επειδή από κανένα γιατρό δεν έβρισκε θεραπεία, προστρέχει στο πλούσιο ιατρείο, πήρε από το μύρο, που είπαμε, άλειψε τη γλώσσα και σε λίγες ημέρες θεραπεύθηκε και μιλούσε καλά.

Κάποιου άλλου άνδρα, η μικρή κόρη υπέφερε από απόστημα, όπως έλεγαν οι γιατροί, στα σπλάχνα, που ξεπερνούσε τα όρια της ιατρικής. Φέρνει ο πατέρας την κόρη του στο ναό των οσίων και αφού πήρε μύρο από την εικόνα τους, το ανέμειξε με νερό και της το έδωσε να το πιεί. Το υγρό που ήπιε έκοψε την αρρώστια σαν ξυράφι και μετά από ένα δυνατό εμετό η κόρη απαλλάχθηκε απ’ αυτήν.

Κάποιος άλλος ήταν μισοπεθαμένος, επειδή είχαν από φοβερή αρρώστια σαπίσει τα απόκρυφα μέλη του. Αφού θυμήθηκε τα θαύματα του Ανδρόνικου και της Αθανασίας, έστειλε και του έφεραν από το μύρο που έσταζε και άλειψε τα σαπισμένα μέλη του. Γρήγορα σταμάτησε ο πόνος, και τα σαπίσματα μετά από λίγες ημέρες αποκαταστάθηκαν. Ο άνδρας, που θεραπεύθηκε φρόντισε να παραδοθούν γραπτά από κάποιο μορφωμένο τα θαύματα των οσίων και η θαυμαστή ζωή τους.

Εγώ δε μετά από παρέλευση τόσων χρόνων, μακαρία δυάδα, ευτυχισμένο ζευγάρι ενωμένο από τον Θεό, ποιό αντάξιο εγκώμιο θα σας προσφέρω ή πώς θα σας προσφωνήσω; Η σπουδαιότατη και θαυμαστή ζωή σας επισκιάζει κάθε εγκώμιο. Αφού ενώσατε την πνευματική ανδρεία με την αθανασία των πράξεων, ανανεώσατε τους θείους αγρούς των ψυχών σας, σκορπίσατε τα έργα της αρετής, θερίσατε στάχυα γεμάτα ζωή, συγκεντρώσατε στις θείες αποθήκες τους καρπούς των πράξεών σας, τριάντα, εξήντα, εκατό θεοπρεπείς καρπούς, υπομείνατε τον καύσωνα όλης της ημέρας της κοπιαστικής ζωής σας, αντέξατε άγρυπνοι μέχρι τέλους τη νυκτερινή παγωνιά των παθών και των δαιμόνων, αποθηκεύσατε στον ουρανό το θησαυρό των πράξεών σας και τώρα απολαμβάνετε τον πλούτο της θείας αγαλλιάσεως, στην οποία δεν υπάρχει καμιά οδύνη, λύπη και στεναγμός, αλλά το ανέσπερο φως, οι ευφρόσυνες φωνές, η συμμετοχή στην αθανασία και η απόλαυση του παραδείσου.


Τα ιερά σας λείψανα, όμοια με πηγή, αναβλύζουν μύρο. Επικυρώνει το λόγο μου η περιοχή της Αττάλειας, στην οποίαν μικρή μερίδα των λειψάνων του θείου Ανδρόνικου, τόσο πολύ μύρο αναβλύζει, που αν και μοιράζεται παντού, δεν ελαττώνεται και δίνει πλούσια τις θεραπείες στους αρρώστους. Κάποιος νεαρός άνδρας, από τα Μύρα της Λυκίας, που είχε φίδι μέσα στην κοιλιά του και υπέφερε πολύ, αφού πήρε το μύρο, αμέσως έκανε εμετό το φίδι. Αυτού του μύρου, που μου έφερε κάποιος από την Αττάλεια σε γυάλινο δοχείο, είδα και εγώ την θεία ενέργεια σε ανθρώπους και σε ζώα και δόξασα τον Θεό και αυτούς που δοξάσθηκαν απ’ αυτόν, διότι αυτούς που τον δοξάζουν τους δοξάζει με ασύγκριτη δόξα.

Εσείς δε, ω ιερό και πανόσιο ζευγάρι, Ανδρόνικε και Αθανασία, αφού δεχθείτε σαν μικρή ευλογία την προσφορά του λόγου μου, παρακαλέστε τον Χριστό, τον Θεό μας, να σπλαχνιστεί εμένα και όσους τιμούν την ετήσια μνήμη σας, τον οποίον δοξάσατε με όλη σας την ύπαρξη, επειδή έχετε παρρησία σ’ Αυτόν, που και εμείς δοξολογούμε μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο και ζωαρχικό του Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.

(Πηγή: Αγίου Νεοφύτου του ΕγκλείστουΣυγγράμματα τ. Γ΄, έκδ. Ι. Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγ. ΝεοφύτουΠάφος 1999, σ.253-261.)

Μετάφραση κειμένου: από Α. Χριστοδούλου, Θεολόγο

Η αμαρτωλή γυναίκα… – Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς



site analysis


Μας αφηγήθηκε σήμερα ένας ιερέας του Βελιγραδίου το ακόλουθο ασυνήθιστο γεγονός με μία εκδιδόμενη γυναίκα στους δρόμους του Βελιγραδίου.
Μία μέρα λίγο πριν βραδιάσει βάδιζε στους δρόμους για τη «δουλειά» της. Καθώς περνούσε δίπλα σ’ έναν κήπο βλέπει έναν άνθρωπο να ετοιμάζεται να απαγχονιστεί. Έδεσε το σχοινί στο κλαδί του δέντρου και με μιας το έβαλε γύρω από το λαιμό του. Η γυναίκα, σβέλτη, πήδησε πάνω από την περίφραξη, τράβηξε το μικρό της μαχαίρι από την τσέπη κι έκοψε το σχοινί, οπότε ο άνθρωπος έπεσε στο χώμα λιπόθυμος. Του έκανε μαλάξεις ώσπου συνήλθε. Τότε της είπε ο αυτόχειρας: 
«Γιατί το ’κανες; Εγώ δεν μπορώ να ζήσω, δεν έχω στον ήλιο μοίρα. Εξαιτίας της φτώχειας μου, ήθελα να τελειώσω μ’ αυτή τη μίζερη ζωή».
Η γυναίκα έβγαλε όσα χρήματα είχε μαζί της και του τα έδωσε, υποσχόμενη ότι θα τον βοηθά κι άλλο ώσπου να βρει δουλειά. Και συνέχισε η γυναίκα τη δική της άπρεπη δουλειά, ενώ μέρος από τα κέρδη της απ’ αυτή τη δουλειά, πήγαινε σ’ εκείνον τον φτωχό και του έδινε για να συντηρηθεί.
Όμως μετά από έξι βδομάδες η γυναίκα έπεσε στο κρεβάτι βαριά άρρωστη. Της κάλεσαν τον ιερέα. Στην παρουσία του ιερέα εκείνη, ήδη ετοιμοθάνατη, άρχισε να λέει: 
«Ω, άγγελοι του Θεού, γιατί ήρθατε σ’ εμένα; Μα δεν ξέρετε, πόσο βρώμικη και αμαρτωλή γυναίκα είμαι εγώ;».
Λίγο μετά πάλι φώναξε: «Ώ, Κύριε Χριστέ, μα κι ΕΣΥ ήρθες σ’ εμέ να την αμαρτωλή; Για ποιο λόγο το αξιώθηκα αυτό; Μα μόνο με το ότι έσωσα εκείνον το φτωχό απ’ το θάνατο; Αλίμονο σ’ έμενα την ανάξια! Ώ πόσο είναι μεγάλο το έλεος του Θεού!».
Λέγοντας αυτό άφησε την ψυχή της, και το πρόσωπό της έλαμψε σα να φωτιζόταν με κερί. Να, τί σημαίνει να σώσεις την ψυχή ενός ανθρώπου. Να, πως μία πράξη ελέους προς τον πλησίον σκεπάζει πολλές αμαρτίες!
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ . ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΟΕΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ ΑΒΕΕ

Επιστολές «εις ΑΜΠΡΟΥΚΛΗΝ την Διακονίαν και ταις συν αυτή» – Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.



site analysis


Αι επιστολαί αύται εγράφησαν εκ Κουκουσού εν έτει 404. Φαίνεται ότι η Διάκονος Αμπρούκλη ηγείτο χριστιανικού ομίλου γυναικών.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΩΤΗ (7ς΄, σελ. 659)
Τα κύματα, όταν με ορμήν κτυπούν επάνω στους βράχους, εις αυτούς μεν ούτε την παραμικράν βλάβην και μετακίνησιν δεν προξενούν, εις τον εαυτόν τους δε η μεγάλη ορμή γίνεται αιτία να διαλυθούν γρηγορώτερα. Το φαινόμενον τούτο παρατηρείται τώρα εις σας και εκείνους, που χωρίς καμμία αιτία σας επιβουλεύονται. Αι άδικοι αυταί επιβουλαί εις σας δεν προξενούν ζημίαν, αλλά θα φέρουν παρρησίαν ενώπιον του Θεού και μεγάλην δόξαν ενώπιον των ανθρώπων, εις αυτούς όμως καταδίκην και εντροπήν και περιφρόνησιν.
Διότι αυτήν την ιδιότητα έχει η αρετή και αυτήν η κακία. Η μεν αρετή δηλαδή, και όταν ακόμη πολεμάται, ακμάζει και ενισχύεται, ενώ η αμαρτία και όταν ακόμη πολεμά και επιτίθεται γίνεται ασθενεστέρα και αυτοκαταστρέφεται.
Έχουσαι ως παρηγορίαν τα όσα συνέβησαν, να χαίρετε και ευφραίνεσθε και ενισχύεσθε. Διότι γνωρίζετε δια ποία βραβεία αγωνίζεσθε εις τον αγώνα αυτόν της ψυχικής ανδρείας, εις τον οποίον εισήλθατε, και ποία πολύτιμα αγαθά σας περιμένουν, «τα οποία μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και ανθρώπινος νους δεν εφαντάσθη» (Α’ Κορ. β’ 9), όταν με γενναιότητα και ευχαρίστως υποφέρετε τα δυσάρεστα, που όλα μαζί σας ηύρον. Και αυτά μεν περνούν γρήγορα και τελειώνουν μαζί με τον βίον του ανθρώπου, τα δε βραβεία που προέρχονται από αυτά είναι αιώνια και ακατάλυτα.
Και προτού λάβετε τα βραβεία εκείνα εις την άλλην ζωήν, έχετε και εις τον κόσμον αυτόν όχι μικράν αμοιβήν, και αυτή είναι η ευχαρίστησις, που προέρχεται από την καλήν μαρτυρίαν της συνειδήσεως και την αναμονήν των βραβείων εκείνων. Γνωρίζω ότι αυτά τα εγνωρίζατε προτού σας τα γράψω, δια να κάμω όμως μακροσκελή την επιστολήν, έγραψα δια πολλών προς παρηγορίαν σας, διότι γνωρίζω καλώς, ότι αγαπάτε σε πολύ μεγάλον βαθμόν τας επιστολάς μας και αυτό νομίζω είναι η αιτία που διαρκώς παραπονείσθε εναντίον μας, διότι δεν σας γράφομεν πολλάς φοράς. Τόσον δε μεγάλη είναι η επιθυμία σας να σας γράφωμεν, ώστε δεν δυνάμεθα να σας ικανοποιήσωμεν έστω και αν σας γράφωμεν καθημερινώς, διότι κυριολεκτικώς κρέμασθε από τας επιστολάς μας. Είθε ο Θεός να σας δώση τον μισθόν σας και την αμοιβήν εις τον παρόντα βίον και εις τον μέλλοντα δια την τόσην αγάπην που έχετε προς ημάς.
Ημείς δεν παύομεν, με όσα μέσα ευρίσκομεν, συνεχώς να σας αποστέλλωμεν επιστολάς, επειδή το να ομιλώμεν με την ψυχήν σας δια των επιστολών μας, μας προξενεί πολλήν ευχαρίστησιν και διότι την αγάπην, την οποίαν από την αρχήν εβάλατε μέσα μας, την διατηρούμεν ζωηράν και αμείωτον, και αν δε μείνωμεν περισσότερον ακόμη χρόνον μακράν από σας, δεν είναι δυνατόν η πάροδος του χρόνου να εξασθενήση, διότι διαρκώς σας περιφέρομεν παντού δια της διανοίας μας και θαυμάζομεν την σταθεράν και αμετακίνητον θέλησίν σας και μεγάλην σας ανδρείαν. Γράψατέ μας και σεις συνεχώς ευχάριστα νέα δια την υγείαν σας και όλον τον οίκον σας, δια να αισθανθώμεν εκ των νέων τούτων και ημείς πολλήν παρηγορίαν.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ (ΡΓ’ , σελ. 662)
Αν και πολλή μεγάλη απόστασις με χωρίζει από την εντιμότητά σας, εν τούτοις έμαθα περισσότερον από ότι οι παρόντες αυτού δια τας εκδηλώσεις του ανδρείου χαρακτήρος σας και τα αξιοβράβευτα και μεγάλα κατορθώματά σας και σας συγχαίρω πολύ δια την ανδρείαν σας, την υπομονήν, την ελευθεροστομίαν και το θάρρος σας. Δια τας αρετάς σας αυτάς δεν θα παύσω να σας καλοτυχίζω, διότι σας φέρουν εις τον παρόντα κόσμον αμοιβήν και εις τον μέλλοντα αιώνα τα αγαθά εκείνα, τα οποία δεν δύναται ο νους του ανθρώπου να κατανοήση. Πολύ μας ελυπήσατε εις την μακρινήν αυτήν απόστασιν που ευρισκόμεθα, διότι δεν ηθελήσατε να μας γράψετε. Και γνωρίζω μεν, ότι τούτο δεν προήλθεν από αμέλειαν, διότι ξέρω ξεύρω καλά, είτε γράφετε είτε σιωπάτε, ότι διατηρείτε την προς ημάς θερμήν και γνησίαν, ειλικρινή και αγνήν, ισχυράν και σταθεράν αγάπην, αλλά διότι δεν είχατε άνθρωπον να σας γράψη.
Έπρεπεν όμως δια τούτο να μας γράψετε εις την εγχώρια 22 γλώσσα σας και με το χέρι σας. Διότι, όπως και σεις γνωρίζετε, επιθυμούμεν πάρα πολύ να λαμβάνωμεν από την ευλάβειάν σας συνεχώς επιστολάς, ώστε κάθε ημέραν να μανθάνωμεν περί της υγείας σας. Εκτός τούτον αι επιστολαί σας μας φέρουν μεγάλην παρηγορίαν εις την ερημίαν αυτήν και τας εδώ δυσμενείς περιστάσεις, που ευρισκόμεθα.
Έχουσα λοιπόν υπ΄όψιν, εντιμοτάτη και ευλαβεστάτη μου δέσποινα, την μεγάλην μας αυτήν επιθυμίαν, μη παραλείπετε να μας προσφέρετε την μεγάλην αυτήν χάριν και ευχαρίστησιν, δια των επιστολών σας.
Κατ΄αυτάς ήλθον πολλοί από πολλά μέρη της περιοχής σας και δεν μας έφερον επιστολή της κοσμιότητός σας. Δεν παραπονούμεθα όμως εναντίον σας, διότι ήτο φυσικόν η ευσέβειά σας να μη γνωρίζη αυτούς. Τώρα όμως, που είναι δυνατόν με κάθε ευκολίαν να μας στέλλετε τας επιστολάς σας και αφού μάλιστα συνέβησαν αυτού τόσον σπουδαία γεγονότα, επιθυμούμεν τακτικά να λαμβάνωμεν επιστολάς σας. Ανακτήσατε λοιπόν αυτό που εις το παρελθόν με την αμέλειάν σας εχάσατε, διότι δεν μας εγράφατε, με το να μας στέλλετε από τώρα τακτικά και αλλεπάλληλα επιστολάς, αι οποίαι θα επανορθώσουν την μακράν προηγουμένην σιωπήν σας.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΡΙΤΗ (ΡΑ’ , σελ. 718)
Την επιστολήν, την οποίαν λέγετε, ότι εστείλατε πρώτην, έλαβον δευτέραν, δέσποινά μου, εντιμοτάτη και κοσμιωτάτη. Τα ίδια πάλιν θα σας επαναλάβω. Μη ονομάζετε αυθάδειαν και αδιακρισίαν το ότι μας εστείλατε επιστολήν σεις πρώτη, χωρίς εμείς να σας γράψωμεν, μήτε να θεωρήτε αμάρτημα και μειονέκτημά σας αυτό, που είναι δια σας πολύ μεγάλο εγκώμιον. Το ότι πρώτη μας εγράψατε το θεωρούμεν απόδειξιν αγάπης προς ημάς θερμής και δραστικής και διαθέσεως γνησίας, ειλικρινούς και θερμοτέρας και από την φωτιάν ακόμη.
Έχουσα λοιπόν τούτο υπ΄όψιν σας, κάμετέ μας με προθυμίαν αυτήν την χάριν και συνεχώς να μας στέλλετε πλήθος επιστολών, που να έρχωνται αλλεπάλληλα, δια να μανθάνωμεν περί της υγείας σας. Όταν δε θα μάθωμεν περί εκείνων που μας αγαπούν, όπως είσθε σεις, ότι ευρίσκεσθε σε ασφάλειαν, σε καλήν υγείαν και ησυχίαν, η πληροφορία αυτή θα μας δώση μεγάλην παρηγορίαν δια την διαμονήν μας εις ξένην περιοχήν, καθώς και μεγάλην ανακούφισιν αν και κατοικούμεν εις το τελευταίον ερημικόν μέρος. Αφού λοιπόν αναλογισθήτε πόσον ευχάριστον εορτήν μας δημιουργείται 23 , μη μας φθονήσετε δια την εξαιρετικήν αυτήν ευχαρίστησιν, αλλά όταν ευκαιρήτε και είναι δυνατόν, να μας στέλλετε ευχαρίστους περί της υγείας σας αγγελίας.
Σημειώσεις
22. «Πλην αλλά και ούτως εχρήν τη εγχωρίω σου γλώττη επιστείλαι». Τούτο υποδηλοί ότι η Αμπρούκλη ήτο ξένης εθνικότητος. Πιθανόν να ήτο γοτθικής, διότι εις τους γότθους είχε κάμει ο Χρυσόστομος μεγάλην ιεραποστολικήν εργασίαν, χειροτονήσας και ιθαγενή επίσκοπον, τον Ουνίλαν. Ιδέ Χρυσοστόμου επιστολαί εις Ολυμπιάδα.
23. Υπόθεσιν μεγάλης χαράς και εορτήν χαρμόσυνον εθεώρει την λήψιν επιστολών παρά των πνευματικών του τέκνων. «Εορτήν γαρ εγώ τούτο τίθεμαι και πανήγυριν πολλής ηδονής υπόθεσιν» (Επιστ. ΣΛΕ’ , Πορφυρίω Επισκόπω Ρωσού).
Από το βιβλίο: ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
(ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΥΠΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Γ. ΣΤΑΜΟΥ)
Έκδοσις Β΄. ΑΘΗΝΑΙ 1999

Η Σταχτοπούτα των ουρανών που την έλεγαν Καλλιόπη



site analysis

Δηλαδή δεν παλεύεται αλλιώς το "πράγμα" παρά μόνον με ό,τι μας είχε κάνει κάποτε να λιώσουμε από τρυφεράδα και τώρα πια από νοσταλγία!
Το "πράγμα" είναι αυτό που επέβαλαν να μας συμβαίνει, τουτέστιν η αναξιοπρέπεια η ευτέλεια αλλά και η ανασφάλεια που οδηγεί σε απογύμνωση τα όνειρά μας. Όμως πάντα υπάρχει τρόπος να ξαναντύσουμε τα όνειρα με κείνα τα πολύτιμα υφάσματα που τύλιξαν σώματα αγαπημένα που κινήθηκαν σ'ένα σοκάκι, σε μια συνάντηση ή απλώς στο αέναο της μνήμης που αρνείται ν'αυτοκτονήσει, της μνήμης μας: 
Αυτή ήταν μια γριά που διαρκώς εκινείτο, συνήθως σιωπηλή, στα παιδικά μου χρόνια. Ερχόταν στο σπίτι της γιαγιάς (όπου ήταν το σταυροδρόμι των οικογενειακών συναντήσεων, ονειρώξεων, ενυπνίων, απαντοχών και ελπίδων) αλλά σπανίως έμπαινε μέσα. Καθόταν στην αυλή και αν έμενε βράδυ πήγαινε και κούρνιαζε σε μια παλιά αποθήκη, όπου έβαζαν το άχυρο.
Ήταν ένα παράξενο πλάσμα , κάτι σαν αερικό, που δεν ήθελε να ενοχλήσει και μόνο επιθυμούσε να περνάει να βλέπει ότι είναι καλά τα "αφεντικά" και το σόι τους, να μυρίζεται την μυρωδιά τους και να φεύγει, να προχωράει στους επόμενους που αγάπησε. Λέγοντας "αφεντικά" το θέμα δεν έχει την έννοια των μετέπειτα ταξικών κόμπλεξ αλλά αφ' ενός μια πραγματική κατάσταση καθώς ο άντρας της ήταν τσομπάνης στα κοπάδια του παππού μου και αφ' ετέρου μια απρόκλητη αποστασιοποίησή της (μάλλον οφειλόμενη σε περίσσευμα ταπεινοφροσύνης) και μια εγγενή αβρότητα που δεν της επέτρεπε να "ενοχλήσει". 
Χειμώνα καλοκαίρι ήταν τυλιγμένη με ένα μαύρο πλεκτό σάλι πάνω από τα μαύρα της ρούχα, φορούσε μαύρο μαντήλι και είχε ένα μόνιμα απορημένο ύφος είτε χτυπώντας το παράθυρο και ρωτώντας "τί καν' η μάνα σ' ; " είτε αρνούμενη να δεχθεί την παραμικρή τροφή γιατί πάντα κάπου αλλού...της είχαν κάνει το τραπέζι!
 Αυτή η γυναίκα πάντα με μπέρδευε και λίγο με φόβιζε με τα μεγάλα, αραιά της δόντια και το ισχνό πρόσωπο που έλεγες πως ήταν οστά καρφωμένα πάνω σε ένα διαρκές χαμόγελο....
Την έβλεπα στης γιαγιάς την οικία, μετά στο δικό μας σπίτι (να κρούει το παράθυρο της κουζίνας) και στον δρόμο να περπατάει, να περπατάει με τα λαστιχένια της παπούτσια και τις μαύρες χουλα χούπ κάλτσες της, τόσο που κάποτε σκεφτόμουν ότι μπορεί να υπάρχει μία τάξη ανθρώπων που φτιάχτηκαν για να βαδίζουν έτσι ώστε να μην μένουν άδειοι οι δρόμοι και δίχως λαό τα πανηγύρια καθώς (ξέχασα να σας πω) ετούτη έκανε τις επισκέψεις της πάντα σε συνδυασμό με κάποια θρησκευτική πανήγυρη. Δηλαδή ή πήγαινε σε πανηγύρι ή επέστρεφε από πανηγυρίζοντα ναό. Μιλάμε δε, για μακρινές εκκλησιές και μοναστήρια, με αποτέλεσμα να διανύει χιλιόμετρα ολόκληρα με στάσεις σε σπίτια γνωστών όπου διανυκτέρευε στον πιο άβολο χώρο και ποτέ μέσα στην οικία...
Από τις συζητήσεις των μεγάλων έμαθα για τις αλάδωτες νηστείες της και ακόμη πως αυτή πλην της Τετάρτης και της Παρασκευής νήστευε και την Δευτέρα ως ημέρα αφιερωμένη στους αγγέλους.
Προφανές είναι πως για να το γνωρίζει αυτό -σε κείνα τα χρόνια- αυτή μια χωριάτισσα που δεν είχε μάθει ούτε να διαβάζει, είχε τις... επαφές της στον χώρο και ίσως έτσι εξηγείται το ότι όλοι την αγαπήσαμε ενώ εκείνη δεν έκανε τίποτε γιαυτό, εκτός από το να χαμογελάει και να μας επισκέπτεται μεταξύ δύο πανηγυριών.
Κάποτε έκανε πολύ καιρό να περάσει και μάθαμε πως σε έναν από τους ατέλειωτους ποδαρόδρομους, ασυνήθιστη την πολύ κίνηση, διέσχισε έναν κεντρικό δρόμο σε λάθος στιγμή. Ήταν λίγο πιο πέρα από το σπίτι μας και -πολύ αργότερα- ο αδελφός μου, κάνοντας κάποιους συσχετισμούς αλλά κυρίως ενθυμούμενος την ημέρα που είδε ένα λαστιχένιο γοβάκι να έχει απομείνει στην διασταύρωση ενώ οι συγκεντρωμένοι μιλούσαν για μια "καημένη γριά", είπε (στο τραπέζι της Κυριακής) πως μάλλον γιαυτό δεν ερχόταν πια στο παράθυρο της κουζίνας......
Σπρώξαμε απαλά τα πιάτα από μπροστά μας σαν μυστικό μνημόσυνο σ'αυτή που μας άρεσε να έρχεται σαν το καλό μας στοιχειό και δεν θα ξαναρχόταν πια. Το κρέας με τις πατάτες έμοιαζε ξαφνικά να έχει γίνει εξαιρετικά άνοστο και ολίγον... βλάσφημο, όταν μάθαμε τα νέα για κείνη που μας έμαθε την ημέρα των Αγγέλων.
Υ.Γ. Παρεπιμπτόντως εκείνη την Κυριακή απέκτησα την βεβαιότητα ότι με ένα γοβάκι (και δη λαστιχένιο) οδεύεις με μεγαλύτερη σιγουριά στον Παράδεισο!