Κυριακή 28 Αυγούστου 2016



site analysis

Η αγία νεομάρτυς ηγουμένη Εύα(+27 Αυγούστου 1937)

Αποτέλεσμα εικόνας για Преподобномученица Ева Чимкентская
Η Αγία μάρτυς Εύα-κατά κόσμον Ακυλίνα Πάβλοβα-γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου 1879 στο χωριό Ίσα Ινζαρσκόγκο κοντά στην Μόσχα.Ξέρουμε ότι ήταν ηγουμένη στην Μονή Πένζα.

Το 1929 συνελήφθη σ'ένα χωριό της επαρχίας Σαράτωβ.Στα πρακτικά της ανακρίσεως υπάρχουν αντιφάσεις.Κάπου αναφέρει πως καταδικάστηκε τρία χρόνια εξορία στο Καζακστάν και κάπου αλλού οκτώ χρόνια εξορίας.Πάντως το 1932 την βρίσκουμε ελεύθερη.

Η ηγουμένη Εύα συνελήφθη για δεύτερη φορά το 1937,την ίδια περίοδο με τους μητροπολίτες Κύριλλο(Σμυρνώβ)και Ιωσήφ(Πετρόβικ),τον αρχιεπίσκοπο Αλέξιο(Ορλώβ)και άλλους,με την κατηγορία ότι ως επικεφαλής της μονής στο Chimkent,στρατολογούσε μοναχές.Επίσης κατηγορήθηκε για αντισοβιετική δράση.

Η τρόικα και το NVKD στο Νότιο Καζακστάν,την καταδίκασαν σε θάνατο.Εκτελέστηκε στις 27 Αυγούστου 1937
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Η ΣΤΕΦΑΝΙΔΑ ΤΟΥ ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟΥ (1945).



site analysis






Η ΣΤΕΦΑΝΙΔΑ ΤΟΥ ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟΥ (1945). 


Στο βάπτισμα, το αγαπημένο αυτό παιδί του Θεού ονομάσθηκε Στέφκα Ντιούρτσεβιτς. Γεννήθηκε το 1887 στο χωριό Βράκα, κοντά στήν πόλη  Σκάνταρ, στήν Αλβανία. Όταν ήταν ακόμη παιδί, οι Αλβανοί εκδίωξαν ιήν Στέφκα και την οικογένεια της, εξαναγκάζοντας τους να μετακομίσουν στο χωριό Ντρένοβατς του Κοσσυφοπεδίου. Όταν ενηλικιώθηκε, ή Στέφκα ζούσε μόνη σε ένα μικρό σπίτι στο Ντρένοβατς, αφιερώνοντας τον εαυτό της στον Κύριο και Σωτήρα Ιησού Χριστό μέσω της προσευχής, της νηστείας και της ησυχίας. Πήγαινε τακτικά για εξομολόγηση και θεία Κοινωνία στήν Μονή Ντέτσανι, όπου την ανακάλυψε ό Επίσκοπος Νικόλαος, ό όποιος της ζήτησε να μετακομίσει στήν Μονή της Ζίτσα για να την έχει για παράδειγμα σε όλες τις μοναχές εκεί. 


Αύτή επειδή υπέφερε από τα πόδια της, λόγω της ορθοστασίας στις πολύωρες ακολουθίες, δεν μπορούσε πια να κάνει την εξαντλητική πορεία μέχρι το Ντέτσανι και επομένως δέχθηκε την κλήση του Επισκόπου Νικολάου. Επιθυμώντας την κατά μόνας προσευχή, ή Στέφκα δέχθηκε αργότερα την πρόσκληση της Νάντα ’Άντγιτς—τής μετέπειτα Μητέρας ’Άννας—καί ταξίδεψε στήν Μπίτολα, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της σε ένα απομονωμένο σπιτάκι στον κήπο του βρεφικού σταθμού «Μπόγκνταϊ». Το τέλος της ζωής της φανέρωσε ένα διπλό μαρτύριο. Υπομονετικά υπέμεινε τον πόνο των άνοιχτών πληγών στα πόδια της από τις πολλές ώρες της προσωπικής της προσευχής στο σπιτάκι της επιπλέον, οι Γερμανοί στρατιώτες επιδείνωσαν την κατάσταση της υγείας της, όταν την ξυλοκόπησαν, επειδή δεν έσβηνε την κανδήλα πού έκαιγε συνεχώς στο δωμάτιό της, ένώ εκείνοι είχαν δώσει διαταγή να γίνει στήν πόλη γενική συσκότιση. 


Υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες πού είπαν ότι ενόσω την χτυπούσαν, το αίμα από τις πληγές της ξεχύνονταν και γέμιζε το πάτωμα και τούς; τοίχους τού δωματίου της. Πέθανε ως μάρτυς το 1945- Λίγο μόνον πριν τον θάνατό της, κάποιος Βούλγαρος επίσκοπος δέχθηκε την Στέφκα στις μοναστικές τάξεις δίνοντάς της το όνομα Στεφανίδα, το οποίο προέρχεται από την ελληνική λέξη «στέφανος». 'Η Νεομάρτυς Αδελφή Στεφανίδα θάφτηκε τιμητικά στήν Μονή τού 'Αγ. Χριστοφόρου, κοντά στήν Μπίτολα.


'Η Αδελφή Στεφανίδα μάς άφησε ένα Ορθόδοξο πνευματικό κλασσικό έργο των καιρών μας—τίς Εξομολογήσεις της. Αυτές οι 92 εξομολογητικές επιστολές, τις όποιες συνέθεσε λόγω της υπόσχεσης της ησυχίας πού είχε δώσει, συγκεντρώθηκαν από τον πνευματικό της πατέρα, Βίκτωρα, τον Σέρβο Ορθόδοξο Επίσκοπο τού Σκάνταρ. Οι επιστολές περιέχουν κατά τον Επίσκοπο Άμφιλόχιο Ράντοβιτς, «την φωτεινή λάμψη όπως επίσης και την απλή πνευματική εμπειρία αυτής της Αγίας τού καιρού μας. Σε αυτές παρατηρούμε ότι, με την φλογερή πίστη για τον Χριστό και την Αγάπη της για τον Θεό, συμμετείχε στήν Θεία Ευχαριστία κάθε εβδομάδα, και μερικές φορές δύο φορές την εβδομάδα. Νήστευε αυστηρά όλον τον χρόνο, χρησιμοποιώντας το λάδι κυρίως για το κανδήλι της, και τρώγοντας ψάρι μόνον στήν Γέννηση τού Χριστού και το Πάσχα, χάριν της αγάπης πρός τούς άλλους. Οι Εξομολογήσεις της είναι διαποτισμένες από μία βαθειά παραδοσιακή θλίψη, πού χαρακτηρίζει εν γένει τον λαό μας, αλλά με μία ακόμη βαθύτερη χαρά, πού γεννιόταν μέσα της από την διαρκή ένωσή της με τον Χριστό».


Αληθινά ψυχωφελείς για όλους τούς Σέρβους Ορθοδόξους ζηλωτές, αυτές οι εξομολογητικές επιστολές, όταν μεταφρασθούν, θα γίνουν για όλους πηγή ύδατος ζώντος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΟ ΣΕΡΒΙΚΟ  ΠΑΤΕΡΙΚΟ. ΤΟΜΟΣ Α.ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ 2015
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

Ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ Βασίλισσα (μετονομασθείσα σε Μοναχὴ Ξένη)



site


Ἔζησε τὸν 12ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν κόρη ὡραῖα καὶ ἐνάρετη. Αὐτὸ τὸ παρατήρησε ὁ βασιλιὰς Ἀλέξιος ὁ Κομνηνὸς καὶ τὴν πάντρεψε μὲ τὸ γιὸ του Ἰωάννη, τὸν ἐπονομαζόμενο Καλοϊωάννη λόγω τῶν πολλῶν του ἀρετῶν. Ἡ ἐνάρετη λοιπὸν βασίλισσα Εἰρήνη, ξόδευε μὲ ἁπλοχεριὰ σὲ φιλανθρωπικὰ ἔργα. Μόνη μάλιστα πήγαινε σὲ φτωχικὲς καλύβες, γιὰ νὰ δώσει ὄχι μόνο χρήματα, ἀλλὰ καὶ ἀνώτερη ἐνίσχυση καὶ παρηγοριὰ τῆς ἐλπίδας στὸ Χριστό. Ἐπίσης ἔκτισε γηροκομεῖα καὶ ξενῶνες, καὶ ἄφησε σ’ αὐτὰ μεγάλα χρηματικὰ ποσὰ γιὰ τὴν ἀσφαλὴ καὶ ἄνετη συντήρησή τους. Στὴ συνέχεια ὅμως, ἡ Εἰρήνη δοκίμασε μεγάλες θλίψεις. Ὁ ἄντρας της σὲ μιὰ ἐκστρατεία του στὴ Συρία τὸ 1143, πέθανε. Ἀργότερα τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὰ δυὸ ἀπὸ τὰ τέσσερα παιδιά της. Τότε ἡ Εἰρήνη, θέλησε νὰ βρεῖ ἀνακούφιση στὶς θλίψεις της μέσα στὴ μοναχικὴ ζωή. Ἀφοῦ λοιπὸν πῆρε καὶ τὴ συγκατάθεση τοῦ βασιλιὰ γιοῦ της Μανουήλ, ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ Παντοκράτορος, ὅπου καὶ ἔγινε μοναχή, μετονομασθεῖσα Ξένη. Ἐκεῖ τὴν βρῆκε ὁ θάνατος καὶ τὴν κήδευσαν μὲ μεγάλη ἁπλότητα, ὅπως ἡ ἴδια τὸ ἐπιθυμοῦσε. Διότι λίγο πρὶν πεθάνει ἔλεγε, ὅτι ἡ βασίλισσα Εἰρήνη εἶχε πεθάνει πρὸ πολλοῦ, καὶ δὲν ἔμενε πλέον παρὰ μόνο ἡ μοναχὴ Ξένη.

ΠΗΓΗ: www.synaxarion.gr

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Η Αγία Ευδοκία η Βασίλισσα – 13 Αυγούστου





Ήταν κόρη του αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου και γεννήθηκε το 401 μ.Χ. Σπούδασε κατά τον καλύτερο τρόπο τη γραμματική, τη ρητορική και τη φιλοσοφία. Όταν πέθανε ο Λεόντιος, άφησε όλη την περιουσία του στους γιους του, και σ’ αυτή άφησε μόνο 100 χρυσά νομίσματα. Όταν, λοιπόν, ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσει τα κληρονομικά της δικαιώματα, παντρεύτηκε τον Θεοδόσιο τον Β’, μέσω της αδελφής του Πουλχερίας, που είχε κατενθουσιαστεί από τα σπάνια χαρίσματα της αθηναίας κόρης. Έτσι βαπτίστηκε χριστιανή και πήρε το όνομα Ευδοκία, από Αθηναΐδα που την έλεγαν πρώτα. Η Ευδοκία από τη φύση της γυναίκα σεμνή, δεν ανακατεύθηκε καθόλου με τις βασιλικές υποθέσεις. Την είλκυσε περισσότερο η αλήθεια του Χριστού, γι’ αυτό και επεδίωξε να επισκεφθεί τους Άγιους Τόπους. Όταν ο σκοπός της πραγματοποιήθηκε, αισθάνθηκε την ψυχή της να φτερουγίζει στο θρόνο του Θεού. Η επιστροφή της, όμως, στη Βασιλεύουσα, επεφύλασσε εκπλήξεις. Οι σχέσεις της με τον Θεοδόσιο ψυχράνθηκαν, λόγω συκοφαντιών. Γι’ αυτό, με την άδεια του επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, όπου ίδρυσε πολλά μοναστήρια. Και με προσευχή, μελέτη και «εν πάση ευσέβεια και σεμνότητι», τελείωσε τη ζωή της.

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Η ΣΥΡΙΑ ΜΟΝΑΧΗ ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΕΛ ΧΟΥΡΗ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΛΟΥΤΡΑΚΙΟΥ. "



site analysis

Ύστερα από λίγες ήμερες μία μοναχή του Όσιου Παταπίου την είδε στον ύπνο της λευκοντυμένη, όμορφη και νεαρή στην ηλικία και της είπε: «Εγώ δεν σάς ξέχασα. Καθημερινά προσεύχομαι για σάς». Άλλη αδελφή την είδε επίσης στον ύπνο της και την ρώτησε: «Αδελφή Κασσιανή, που πάτε; μην φεύγετε». Και εκείνη χαμογελαστά της απάντησε: «Τώρα φεύγω, πάω σε άλλο μοναστήρι».










 Η ΣΥΡΙΑ ΜΟΝΑΧΗ ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΕΛ ΧΟΥΡΗ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΛΟΥΤΡΑΚΙΟΥ.




Η αδελφή Κασσιανή, κατά κόσμον Αιμιλία Έλ-Χούρη, γεννήθηκε στην Λαοδίκεια της Συρίας τό 1933. Πατέρας της ήταν ό ενάρετος Λευίτης πατήρ Ιώβ και μητέρα της ή πρεσβυτέρα Μαριάμ. Απέκτησαν πέντε θυγατέρες και δύο γιους, ένώ ή μικρή Αιμιλία ήταν το προτελευταίο παιδί. Οι γονείς της ήταν άνθρωποι ευλογημένοι και ταπεινοί. Ό Ιερέας πατέρας της είχε ένα επιστήθιο Σταυρό πού πάντα φορούσε στον λαιμό του. Του τον είχε δωρίσει ό Ιερέας επίσης παππούς του και με αυτόν τό Σταυρό ό πατέρας της έκανε θαύματα. Στην περιοχή που ζούσαν. οι άνθρωποι υπέφεραν από τύφο και άλλες επιδημίες λόγω της φτώχειας και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου πού είχε πλήξει την ευρύτερη περιοχή. Όταν επισκεπτόταν την περιοχή, τό έκανε χωρίς φόβο για την αρρώστια και τον επικείμενο από αυτήν θάνατο. Εξομολογούσε, κοινωνούσε και σταύρωνε τους Χριστιανούς με τον Σταυρό του και εκείνοι γίνονταν καλά. Όταν κοιμήθηκε εν Κυρίω, από την συγκίνηση οι δικοί του ξέχασαν να βγάλουν τον Σταυρό από τον λαιμό του, και έτσι κατατέθηκε στην γη μαζί με τό λείψανο τού ιερέα.




Ή μητέρα της πρεσβυτέρα Μαριάμ ήταν άνθρωπος ευλαβής πού βοηθούσε τον ιερέα σύζυγό της στο ποιμαντικό του έργο. Ή γενιά της αποτελούνταν από ρασοφόρους. Είχε παππού ιερέα, σύζυγο ιερέα, αδελφό ιερέα, κόρη μοναχή (την άδ. Κασσιανή) και εγγονή μοναχή (την Σοφία, ή οποία μονάζει στην Μονή τού Αγίου Ιακώβου στον Λίβανο μέχρι σήμερα). ’Έκανε φέτα παιδιά και ποτέ δεν παραπονέθηκε για κούραση ή έλλειψη υλικών αγαθών. Δοξολογούσε διαρκώς τον Θεό λέγοντας: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που με αξίωσες να κάνω μεγάλη οικογένεια για να υπηρετούν τις εντολές σου». Μέ τέτοιες ρίζες ήταν δυνατό να μην εξαγιαστεί και ή αδελφή Κασσιανή;
Ή Αιμιλία ήταν βρέφος στην κούνια, όταν οι δικοί της έβλεπαν πάνω από τό κεφαλάκι της μια λάμψη. Μέ την ευσέβεια που τούς διέκρινε, θεωρούσαν ότι αυτό ήταν ένα σημείο από τον ουρανό, πού φανέρωνε την κατά Θεόν προκοπή πού θα αποκτούσε όταν μεγάλωνε.





Στο σχολείο έδειξε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα. Έκτος όμως από τά σχολικά βιβλία μέ την βοήθεια τού ιερέα πατέρα της επιδιδόταν στην ανάγνωση και μελέτη τού Ευαγγελίου και των Θείων
 Γραφών, όπως και των Βίων των Αγίων τούς οποίους προσπαθούσε από μικρή να μιμείται. Παιδάκι μικρό ήταν και απέφευγε να παίζει με τα άλλα παιδάκια. Αντί για παιχνίδια ασχολούνταν με τα έργα της ευσέβειας, την προσευχή, την εγκράτεια, την άσκηση των αρετών. Από εκείνη την τρυφερή ηλικία συνήθιζε να σηκώνεται λίγο πριν χαράξει το φώς της ημέρας, για να προφέρει την πρωινή προσευχή και δοξολογία, και αυτό γιατί, όπως έλεγε, έπρεπε να έχει τελειώσει αυτό το μακάριο έργο προτού αρχίσουν να κελαηδούν τά πουλιά. Τελειώνοντας με άριστα τις γυμνασιακές της σπουδές είχε πάρει ταυτόχρονα την απόφαση να αφιερωθεί στον Θεό. Στην απόφαση της αυτή βρήκε συμπαραστάτη τον πατέρα της, πού την υπεραγαπούσε και την αποκαλούσε καμάρι τού σπιτιού.



Εκείνο τον καιρό στην Λαοδίκεια υπήρχε μία ευλαβής ομάδα κοριτσιών υπό την καθοδήγηση ενός ενάρετου και διακριτικού πνευματικού πού ζητούσαν την άδεια να ανοίξουν ένα μοναστήρι στον Λίβανο (μία μικρή χώρα δίπλα στην Συρία). Αλλά και στον Λίβανο υπήρχε μία ανάλογη ομάδα κοριτσιών. Πνευματικά πρόσωπα έφεραν σε επαφή τις δύο ομάδες και με την ευλογία τού Πατριάρχη Αντιόχειας, εγκαταστάθηκαν από κοινού στην Ιερά Μονή τού Αγίου Ιακώβου στο χωριό Ντέντε της περιφέρειας ’Έλ-Κούρα, όπου ή πλειοψηφία τών κατοίκων ήταν Ελληνορθόδοξοι. Ή Αιμιλία μπήκε στην Μονή ως δόκιμη τό 1957 και σε ηλικία 24 ετών.



Τό Μοναστήρι ήταν νεοσύστατο, οι αδελφές νέες και άπειρες και οι συνθήκες της ζωής τους αρκετά δύσκολες. Όμως ή αδελφή Κασσιανή μέ χαρά απέβλεπε στον προορισμό της. Ζούσε σύμφωνα μέ τις εντολές τού Θεού και τηρούσε μέ ακρίβεια τις ιερές υποθήκες τού μοναχισμού. Ή άσκηση τών αρετών και ή προσέγγιση τού Θεού μέ την αγιότητα ήταν τό κύριο μέλημά της.




Έδώ θα ήταν σωστό να αναφερθούμε σε ένα περιστατικό, πού μάς δίνει τό πνευματικό στίγμα της αδελφής Κασσιανής και τό όποιο συνέβη κατά την ημέρα της εισόδου της στην Μονή: Εκείνη την εποχή οι Χριστιανοί στην Συρία ήταν λιγοστοί (άνω τών 80% οι Σύριοι είναι μουσουλμάνοι) και είχαν την εντύπωση ότι οι Χριστιανοί τού Λιβάνου είναι 'Άγιοι. Όταν έφτασε μαζί μέ τον πατέρα της π. Ιώβ στην Τρίπολη, μια πόλη πού βρίσκεται 6 χιλιόμετρα μακριά από τό μοναστήρι τού Αγίου Ιακώβου, πήραν ένα ταξί. Ό ταξιτζής ήταν νευριασμένος από κάποιο περιστατικό πού τού είχε συμβεί και άρχισε να τούς φωνάζει και να βλαστημά. Ή νεαρή κοπέλα, χωρίς να χάσει τό θάρρος της ή να φοβηθεί, κατόρθωσε να τον κάνει να σταματήσει την δαιμονιώδη συμπεριφορά του και να βρίζει την πνευματική οικογένεια της, δηλαδή τούς Αγγέλους και τούς Αγίους. Και ήταν μεγάλη ή χαρά της πού για πρώτη φορά αξιώθηκε να δώσει την ομολογία υπέρ της πίστεως. Επειδή προσευχόταν με θέρμη ταυτοχρόνως, ό ταξιτζής μεταβλήθηκε σε άκακο αρνάκι και την ευχαρίστησε για την πνευματική διδαχή. Από τότε συνήθιζε να ανεβαίνει τακτικά στο Μοναστήρι μαζί με την μεγάλη κόρη του, την όποια εμπιστευόταν στην αδελφή Κασσιανή για πνευματική καθοδήγηση.



Ή αδελφή Κασσιανή είχε μεγάλο χάρισμα στην ηθική υποστήριξη και την πνευματική καθοδήγηση και διακρινόταν για την πνευματική μητρότητα πού επιδείκνυε στις συνασκήτριές της και τούς προσκυνητές της Μονής. Κάποτε πού ή Λιβανέζικη κυβέρνηση ζήτησε μερικούς Ορθοδόξους πνευματικούς ανθρώπους για να διδάσκουν την ορθόδοξη πίστη στους ορθόδοξους μαθητές των δημοσίων σχολείων, ή αδελφή Κασσιανή ήταν από τούς πρώτους πού επιδέχθηκαν για τό σπουδαίο πνευματικό αυτό έργο. ’Έτσι ένα καινούργιο κεφάλαιο άρχισε στην ζωή της με την διακονία της στην Δημόσια Εκπαίδευση. Το πρωί σχολείο, τό μεσημέρι διακονία στο ραφείο τού μοναστηριού και τό βράδυ προσευχή και μελέτη στο κελί. Αυτό τό κοπιαστικό πρόγραμμα κράτησε ως τό 1975, όταν ξεκίνησε ό εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο.





Τό μοναστήρι έζησε δύσκολες ημέρες κατά τον πόλεμο, γιατί ήταν σημείο διεκδικήσεως ανάμεσα στους αντικρουόμενους που ζητούσαν να έχουν την πολιτική και θρησκευτική εξουσία στην περιοχή. Τελικά τό μοναστήρι καταστράφηκε και οι αδελφές έντρομες γύρισαν στην Συρία και από κει στην Ελλάδα. Τό καλοκαίρι τού 1976 ήρθαν στην Θεσσαλονίκη, όπου φιλοξενήθηκαν στην γυναικεία Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Πανόραμα όταν ήταν Ηγουμένη ή σοφή μοναχή Θεοδώρα Χερτούρα.
Μακριά από την πατρίδα και την Μονή της μετάνοιας της, ή αδελφή Κασσιανή απέκτησε ακόμη περισσότερη πνευματική κατάρτιση. Όχι πώς δεν ήταν πνευματικό τό Μοναστήρι στο όποιο έγινε μοναχή, αλλά οι Ορθόδοξοι εκεί ήταν φτωχοί πνευματικά και δεν είχαν πνευματικούς καθοδηγητές και πνευματικά βιβλία. Στην Ελλάδα λοιπόν γνώρισε τό μεγαλείο της Ορθοδοξίας και εντρύφησε μέ ιδιαίτερο ζήλο στους Αγίους Πατέρες. Προσπαθούσε μάλιστα μέ υπομονή και προσευχή να αντιπαρέρχεται τις δυσκολίες στην επικοινωνία μέ τις Ελληνίδες αδελφές της Μονής τού Πανοράματος, επειδή δεν υπήρχε κοινή -γλώσσα συνεννοήσεως.


Μετά από ένα διάστημα παραμονής στην Μονή τού Πανοράματος -διάστημα πνευματικών εμπειριών και πνευματικού ανεφοδιασμού- οι αδελφές επέστρεψαν στο μοναστήρι στον Λίβανο. Ή κατάσταση πού βρήκαν ήταν άθλια. Δεν υπήρχε φως και νερό, ενώ ή προμήθεια τροφίμων ήταν δύσκολη. Προσκυνητές δεν ανέβαιναν στο Μοναστήρι από φόβο. Παντού βασίλευε ή καταστροφή και ή εγκατάλειψη. Παρ’ όλα αυτά ή αδελφή Κασσιανή προσέβλεπε μέ ελπίδα στον Θεό και προσπαθούσε να στηρίξει τις συμμονάστριές της λέγοντας ότι όλα θα ξαναφτιαχθούν και μάλιστα καλύτερα από πριν.



Όμως ό πόλεμος συνεχιζόταν. Ή κατάσταση χειροτέρευε. Τρομαγμένοι οι Λιβανέζοι κατέφευγαν στην Συρία και τό εξωτερικό. Οι αδελφές όμως αρνούνταν να εγκαταλείψουν και πάλι τό μοναστήρι τους. Αν και βαριά όπλα και κανόνια είχαν στηθεί στην αυλή τού μοναστηριού, οι αδελφές αποφάσισαν να παραμείνουν και μέ κίνδυνο την ζωή τους να φυλάνε την Εκκλησία, τις Ιερές Εικόνες και τα Άγια Λείψανα.

Διηγιόταν ή αδελφή Κασσιανή ότι οι οβίδες και τα βλήματα περνούσαν ξυστά από τα σώματά τους άλλα καμία μοναχή δεν αποφάσιζε να εγκαταλείψει τό μοναστήρι. Είχαν και πρόβλημα μέ τον ανεφοδιασμό. Πολλές φορές μάλιστα πεινούσαν. Κάποτε χρειάσθηκε να μοιράζεται μέ άλλη αδελφή ένα μικρό κομματάκι τυρί τυλιγμένο στο αλουμινόχαρτο. Όμως μέ πίστη στον Θεό και ελπίδα προσέβλεπαν στον ουράνιο Νυμφίο τους, πού έμελλε μετά από λίγο καιρό να τις βγάλει από την κρίση την οποία περνούσαν.



Οι δυσκολίες άφησαν τραυματικές εμπειρίες στην ψυχή της κάθε αδελφής. Στο μοναστήρι ήρθαν και νέες αδελφές πού δεν γνώριζαν την άξια της υπομονής και της υπακοής. Ήταν παιδιά της γενιάς τού πολέμου μέ τά δικά τους προβλήματα και δυσκολεύτηκαν να προσαρμοσθούν και να συμβιώσουν μέ τις μεγαλύτερες αδελφές. Ή κατάσταση μερικές φορές γινόταν έκρυθμη και γι’ αυτό ή αδελφή Κασσιανή θλιβόταν. Διψούσε για μια ανώτερη πνευματική ζωή. έτσι όπως την έζησε στο Ελληνικό μοναστήρι και γι’ αυτό επιθυμούσε να αποχωρήσει από την Μονή. Μα πάντοτε στα αυτιά της αντηχούσε ή φωνή τού πατέρα της. πού ήταν άγιος άνθρωπος και ευσυνείδητος Λειτουργός τού Κυρίου, και της είχε πει: «Κασσιανή μου, από τό μοναστήρι απαγορεύεται να φύγεις, διότι εδώ σ’ έστειλε ό Κύριος να ενδυθείς τό Άγιο Σχήμα. Έδώ ήρθες, έδώ θα τελειώσεις τον βίο σου».
Ή Κασσιανή έκανε υπομονή, άλλα τά εσωτερικά προβλήματά της μεγάλωναν. Παρ’ όλα αυτά ό κόσμος ερχόταν στο Μοναστήρι μόνο και μόνο για να ακούσει τά λόγια της και να στηριχθεί πνευματικά. Εκείνη όμως δεν αγαπούσε τον σεβασμό και την εκτίμηση των ανθρώπων. Προσπαθούσε να τούς μάθει να προσεύχονται και να συνδέονται μέ τον Χριστό και μόνο. 



Τούς διηγιόταν ακούραστα τούς Βίους των Αγίων και τούς μετέφερε έτσι τον ζήλο και την αγάπη της για την πνευματική ζωή. ’Αν και ήταν ησυχαστικός τύπος, εν τούτοις θυσίαζε τον χρόνο της για τον λαό τού Θεού. Όταν της ζητούσαν να τούς εξιστορήσει διάφορα θαύματα, εκείνη χαμογελαστά τούς απαντούσε: «Τό μεγαλύτερο θαύμα είναι ή επιστροφή των πεπλανημένων στην λογική μάνδρα τού ποιμένος Χριστού».
Μέ τον πράο και ταπεινό χαρακτήρα της, καθώς και μέ την φωτισμένη διδαχή της, έγινε πόλος έλξεως για πολλούς Χριστιανούς πού επιθυμούσαν να ζήσουν την πνευματική ζωή. Φυσικά ό διάβολος δεν μπορούσε να αφήσει να τελείται αυτό τό έργο στο μοναστήρι και έτσι πολλοί άνθρωποι να ανακαλύπτουν την οδό της σωτηρίας. Έσπειρε λοιπόν ζιζάνια εναντίον της σε σημείο που δοκιμάστηκε ή υγεία της. Τότε ζήτησε την ευλογία του πνευματικού της για να αποχωρήσει.




 Όλοι στενοχωρήθηκαν από την απόφασή της αυτή. Έπενέβη μάλιστα και ό Μητροπολίτης Τριπόλεως (του Πατριαρχείου Αντιόχειας) Ηλίας, ό όποιος όμως δεν κατόρθωσε να την ξεκουράσει ψυχικά και να την πείσει να παραμείνει στην μετάνοιά της. ’Έτσι υστέρα από 33 ολόκληρα χρόνια υποταγής στην Μονή του Αγίου Ιακώβου, αποχωρεί αναζητώντας μια ζωή πιο πνευματική. Επισκέφτηκε αρχικά δύο ακόμη Μονές του Λιβάνου, άλλα κατάλαβε ότι ή ενέργεια της αυτή είχε αντίκτυπο στην Μονή της μετάνοιας της και έτσι επισκέφτηκε μαζί μέ τον πνευματικό της τον Πατριάρχη Αντιόχειας για να πάρει ευλογία να έρθει στην Ελλάδα. Εκείνος έκτος από την ευλογία του της έδωσε τρεις συστατικές επιστολές για να τις επιδώσει στον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ. Τις επιστολές αυτές υπέγραφαν ανά μία, ό ίδιος ό Πατριάρχης Αντιόχειας Ιγνάτιος, ό Μητροπολίτης Λαοδικείας Ιωάννης και ό Μητροπολίτης Τριπόλεως Ηλίας.




Ή αδελφή Κασσιανή ήλθε πρώτα στην Θεσσαλονίκη και κατόπιν στην Αθήνα, όπου και κατέθεσε στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών τις συστατικές επιστολές. Ό υπάλληλος που παρέλαβε τις επιστολές της έκλεισε συνάντηση για την επομένη μέ τον ιδιαίτερο του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Εκείνο τό βράδυ, όπως ανέφερε αργότερα ή αδελφή Κασσιανή, προσευχήθηκε μέ θέρμη στην Παναγία. Όταν έπεσε να κοιμηθεί, είδε στον ύπνο της κάποιον Γέροντα να χαμογελάσει και να την καλωσορίζει μέ ορθάνοιχτη αγκαλιά και γύρω του πολλές μοναχές μέ αγγελικά πρόσωπα.




Την άλλη μέρα την περίμενε ό τότε Πρωτοσύγκελος της Τέρας Αρχιεπισκοπής Αθηνών και νυν Μητροπολίτης Γουμενίσσης, Άξιουπόλεως και Πολυκάστρου Δημήτριος, ό όποιος μέ την ευλογία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ της έδωσε εντολή να πάει στην Ιερά Μονή του Όσιου Παταπίου στο Λουτράκι, όπου γνωριζόταν μέ την Γερόντισσα και τις αδελφές. Μέ δάκρυα στα μάτια ή αδελφή Κασσιανή δέχθηκε την εντολή λέγοντας: «Ευχαριστώ τον Θεό, δεν είμαι άξια της Αγάπης Του».
Όταν έφθασε στο μοναστήρι, προσκύνησε τό Ιερό Σκήνωμα τού Όσιου Παταπίου και θυμήθηκε συγκινημένη τό όνειρο πού είχε δει τό προηγούμενο βράδυ και είπε στις αδελφές τά εξής: «Εδώ είναι Παράδεισος, έδώ θα μείνω μέχρι να πεθάνω, αν είναι θέλημα Θεού και μέ την ευλογία της Ηγουμένης».




 Ή Ηγούμενη Ισιδώρα και ή εκλεκτή συνοδεία της αγκάλιασαν την πονεμένη και ξενιτεμένη αδελφή, ή όποια αισθάνθηκε ότι βρίσκεται στο σπίτι της και ομολογούσε με όλη της την ψυχή ότι: «Έμαθα να ζω ξανά. Ή αγάπη αυτής της αδελφότητος δεν περιγράφεται με λόγια. Ευχαριστώ τον Χριστό και την Παναγία μητέρα Του που με αγαπούν και φωτίζουν την Ηγούμενη μας και την συνοδεία της να μετατρέπουν αυτήν την θεϊκή αγάπη απέναντι στο πρόσωπό μου σε πράξη». Και συνέχιζε: «Έδώ έμαθα να προσεύχομαι και να αγαπώ τον Θεό πιο πολύ και την κάθε μέρα πού περνά, όλο και πιο πολύ απολαμβάνω τις πλούσιες δωρεές και ευλογίες τού Όσιου Γέροντά μας, τού Αγίου Παταπίου».



Ή αδελφή Κασσιανή αγαπούσε την προσευχή, την σιωπή και την ησυχία. Στα διακονήματα πού της ανέθεταν ήταν πολύ επιμελής. Με προθυμία και άκρα υπακοή πήγαινε αμέσως όπου την έστελνε ή Γερόντισσα. Όταν τελείωνε τό διακόνημά της, έτρεχε στο κελλάκι της να προσευχηθεί και να μελετήσει Ελληνικά πού ήθελε να τά μάθει τέλεια.
Τό πρωί ξυπνούσε στις 02.00 μετά τά μεσάνυκτα και διάβαζε την ακολουθία της στα αραβικά και στις 04.00 κατέβαινε στο Καθολικό για να ακούσει την ακολουθία τού Όρθρου στα Ελληνικά. Είχε προμηθευθεί όλα τά εκκλησιαστικά βιβλία και καθισμένη σε ένα μικρό σκαμνί, βαστώντας ένα κεράκι, παρακολουθούσε τά ψαλλόμενα. Πρώτη έμπαινε στον ναό καθημερινά και ποτέ δεν έλειψε από καμιά μοναστηριακή ακολουθία.
’Έτυχε μια φορά ή Γερόντισσα να την στείλει κάπου συνδιακονήτρια μαζί με μια νέα στην τάξη και την ηλικία μοναχή. Ή αδελφή Κασσιανή την ρωτούσε για τό κάθε τί. 



Ή νεαρή αδελφή έκπληκτη την ρώτησε: «Εσείς, αδελφή μου, είστε 40 χρόνια στο ράσο και ρωτάτε εμένα;» και ή αδελφή Κασσιανή της ανταπάντησε με απλότητα: «Βεβαίως και σε ρωτώ, διότι όταν ήρθα στο μοναστήρι σας, είπα ότι βάζω νέα αρχή σε όλα. Από την αρχή θα μάθω τά πάντα, και να πλένω τά πιάτα και να σκουπίζω και όλα γενικά».
Στο διαιτολόγιό της ήταν εγκρατής. Συνήθιζε να ανακατεύει μέσα στο πιάτο την μερίδα τού φαγητού της με οτιδήποτε άλλο της πρόσφεραν, δηλαδή τό γλυκό, τό φρούτο, την σαλάτα, τά κόλλυβα, για να μην απολαμβάνει ότι έτρωγε, ένώ πάντοτε αυτό πού έτρωγε, ήταν λιγοστό σε ποσότητα. Όπως και οι περισσότεροι εκλεκτοί τού Θεού, έτσι και ή αδελφή Κασσιανή επρόκειτο να καθαρθει μέσα από τό πυρ της πολυώδυνης αρρώστιας τού καρκίνου πού της προσέβαλε τό πάγκρεας και που αργότερα έκανε μεταστάσεις σε όλο της τό σώμα. Νοσηλεύθηκε στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο στα Βριλήσσια Αττικής. 




Οι γιατροί και τό νοσηλευτικό προσωπικό την θαύμαζαν για την υπομονή, την ευγένεια και τό θάρρος της. που δεν την εγκατέλειψαν ούτε και όταν οι πόνοι της έγιναν αφόρητοι. Ούτε οι γιατροί ούτε οι μοναχές της είπαν από τί υποφέρει. Όμως εκείνη ήταν αρκετά έξυπνη και διαβασμένη και από την αρχή κατάλαβε την ύπουλη αρρώστια της και δεν φανέρωσε σε κανέναν την σκέψη της. "Ως την τελευταία στιγμή επιθυμούσε να προσεύχεται, παρόλο πού δεν της τό επέτρεπαν οι πόνοι της. Βίαζε τον εαυτό της στο ιερό καθήκον της προσευχής ακόμη και στο τελικό στάδιο τού καρκίνου, τότε πού όταν μιλούσε μπέρδευε την ελληνική με την αραβική γλώσσα. Ζητούσε βοήθεια να σταθεί για να προσευχηθεί. Ευτυχώς πού την επισκέφτηκε ένας νεαρός φοιτητής από την Συρία, ό όποιος είπε στις μοναχές ότι ζητούσε να την βάλουν μπρούμυτα στο στρώμα με τά χέρια απλωμένα σε σχήμα Σταυρού για να προσευχηθεί.



Επί ένα ολόκληρο μήνα από την εορτή της Αγίας Υπομονής στις 29 Μαΐου, υπέφερε αγόγγυστα τό πολυώδυνο μαρτύριό της, ζητώντας από την Αγία Υπομονή να προσθέτει υπομονή στην υπομονή της. Καθ’ όλο αυτό τό διάστημα οραματιζόταν τούς γονείς της, ιερέα Ιώβ και πρεσβυτέρα Μαριάμ, και τον αδελφό της Βίκτωρα, πού είχαν προ πολλού κοιμηθεί, και πολλά πνευματικά πρόσωπα της πατρίδας της. Δύναμη και χαρά πήρε όταν της παρουσιάσθηκε στον ύπνο ό πνευματικός της, ό Γέροντας Ισαάκ ό Αγιορείτης από τον Λίβανο (ό γνωστός Γέροντας, υποτακτικός τού Αγίου Γέροντα Παϊσίου Έζνεπίδη, ό όποιος κατέγραψε τον θαυμαστό βίο τού Γέροντα του), πού ακόμη ζούσε και πού δεν μπόρεσε να βγει από τό 'Άγιον Όρος να την επισκεφτεί.



Κοιμήθηκε εν Κυρίω ειρηνικά στις 29 Ιουνίου 1995 και ώρα 16.00 μ.μ., σε ηλικία 62 ετών. Εκείνη την ώρα τό σώμα της ξεπρήστηκε και τό πρόσωπό της έλαμψε από ομορφιά και χάρη σαν να ήταν εικοσάχρονο κορίτσι. Ή αλλοίωση αυτή ήταν τό πρώτο σημάδι ότι ευαρέστησε τον Κύριο. Τό ίδιο βράδυ στο μοναστήρι γινόταν αγρυπνία προς τιμήν των Αγίων Αποστόλων. Τό λείψανό της παρέμεινε κατά την διάρκεια της αγρυπνίας στο μέσο τού ναού, να ευλογείται και να ευλογεί. Ήταν μεγάλη ευλογία να παραστεί στην εξόδιο ακολουθία και την ταφή της ό Επίσκοπος Βασίλειος από την Συρία, τον όποιο είχε μεγαλώσει, αναθρέψει πνευματικά και σπουδάσει ή ίδια. Ό Σεβασμιώτατος ήρθε από την Συρία αποκλειστικά και μόνο για να την επισκεφτεί και να την τιμήσει ως πνευματική του μητέρα πού ήταν. Δυο ημέρες προτού φύγει για την Συρία εκείνη κοιμήθηκε και έτσι παρέμεινε για να τελέσει την κηδεία της.
  


Ύστερα από λίγες ήμερες μία μοναχή του Όσιου Παταπίου την είδε στον ύπνο της λευκοντυμένη, όμορφη και νεαρή στην ηλικία και της είπε: «Εγώ δεν σάς ξέχασα. Καθημερινά προσεύχομαι για σάς». Άλλη αδελφή την είδε επίσης στον ύπνο της και την ρώτησε: «Αδελφή Κασσιανή, που πάτε; μην φεύγετε». Και εκείνη χαμογελαστά της απάντησε: «Τώρα φεύγω, πάω σε άλλο μοναστήρι».


Την μαρτυρία για την οσία αυτή μοναχή μάς έδωσε ό Μητροπολίτης Γουμενίσσης, Άξιουπόλεως και Πολυκάστρου κ. Δημήτριος, ή μακαριστή πλέον Ηγούμενη της Μονής του Όσιου Παταπίου μοναχή Ισιδώρα Μεντζαφοΰ, οι αδελφές Σαλώμη και μακαριστή Σωφρονία και άλλες αδελφές της ίδιας Μονής, όπως και Σύριοι Πατέρες πού γνώριζαν την μακαριστή.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΗ,ΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ. 
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ