Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Μια Αγία Αντιεξουσιάστρια



site analysis




Μια Αγία Αντιεξουσιάστρια, που δεν περίμενε αποφάσεις Συνόδων και αντι-Οικουμενιστικών "Συνάξεων" για να υπερασπιστεί την Πίστη.



Από το νεοεκδοθέν βιβλίο του π. Διονυσίου Ταμπάκη«ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΧΟΥΝ ΧΙΟΥΜΟΡ»


   ΟΠΩΣ τόσο εὔκολα καρπίζει ὁ μαϊντανὸς ἀπ’ τὴν ἐπιδερμίδα τῆς γῆς ἔτσι καὶ στὴν ἐποχή μας θωρεῖς πολὺ συχνὰ νὰ ξεπετάγονται διάφοροι νεοαναρχικοί, ὡς κάποια καινούργια εἴδη ἀνθρωποειδοῦς, αὐτοαποκαλούμενοι καὶ ὡς «ἀντιεξουσιαστές», οἱ ὁποῖοι στὴν οὐσία ἀποτελοῦν τὸ ταχύτερον ὄχημα γιὰ τὰ συστημικὰ σχέδια τῶν μεγάλων δυνάμεων τοῦ σκότους. Βολεμένοι ἄπλυτοι, τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ τοὺς ὅλη περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὸν ἐπιούσιον μπάφο (ναρκωτικό) μὲ μυαλὸ κουκούτσι (μέχρι τόσο ποὺ νὰ μὴν γίνονται ἀνεξέλεγκτοι ἀπὸ τὰ ἀφεντικά τους) παριστάνονται ὡς ἀπελεύθεροι ἥρωες τοῦ δωδεκάθεου ποὺ ἦρθαν γιὰ νὰ ξεριζώσουν τὸ κακὸ ἀπ’ τὶς κοινωνίες γενόμενοι οἱ ἴδιοι ἕνα ἀνακυκλούμενο καὶ ἀνακλυκλώσιμο κακὸ στὴν ἤδη ἀποφορὰ τοῦ ὄζοντος (βρωμεροῦ) κόσμου.
   
  Μία γνήσια λοιπὸν -καὶ ὄχι μαϊμού, ὡς οἱ ἄνω-, ἀντιεξ-ουσιάστρια καὶ πραγματικὸ παλληκάρι, μὰ μὲ τὴν πραγματικὴ ἔννοια τῆς λέξης, ὡς ἔχουσα οὐσία πίστεως, εἶναι καὶ ἡ ἀκόλουθη Ἁγιά μας Θεοδοσία (29 Μαΐου) ἡ ὁποία ἀντιπαρατέθηκε μὲ τὴν ἐξ-οὐσία τοῦ αἱρετικοῦ καὶ εἰκονομάχου Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν θρησκευτικὴ παράγκα τοῦ ἀχαρίστου πρωτοσυγγέλου Ἀναστασίου καὶ τοῦ ἐπιτελείου του ποὺ εἶχε ἐγκατασταθεῖ παρανόμως ὡς Πατριάρχης στὸ θρόνο τῆς Ἐκκλησίας.


   Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὴν ἀκατάπαυστη καί ἀλάνθαστη καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἀνακύρηξε ὡς Ἁγία. Δὲν ξέρω ὅμως ἂν ζοῦσε καὶ ἀθλοῦσε σήμερα ὑπὲρ Χριστοῦ, μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβώς τρόπο, θὰ κατατάσσοταν ἀπ΄ τούς ἀρμοδίους στὴν χορεία τῶν Ἁγίων ἢ μᾶλλον τῶν ἀφορισμένων καί φανατικών, ἀφοῦ ἡ ἐποχή μας δὲν θέλει τέτοια ριξικεύλευθρα καὶ μὴ ἐλεγχόμενα ἄτομα, ποὺ ὡς φορεῖς γνησιότητας καὶ ἀληθείας μποροῦν νὰ νὰ τινάξουν ἀνὰ πάσα στιγμή, ὡς ὀρολογισκὲς βόμβες, τὰ σκοτεινὰ συστήματα τοῦ κόσμου.
   «Αὕτη ἡ Ἁγία ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Ἀδραματτινοῦ, ἐν ἔτει 714, θυγάτηρ γονέων εὐσεβῶν, πατρίδα ἔχουσα τὴν μεγάλην Κωνσταντινούπολιν. Ὅταν δὲ ἔγινεν ἑπτὰ χρόνων, ἀπέθανεν ὁ πατήρ της, ἡ δὲ μήτηρ πέρνουσα ταύτην, τὴν ἐκούρευσε καλογραίαν εἰς ἕνα Μοναστήριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἔπειτα ἀπέθανε καὶ ἡ μήτηρ της, ἀφήσασα ὅλην τὴν περιουσίαν τῆς εἰς τὴν μακαρίαν Θεοδοσίαν, ἡ ὁποία ἐκ τοῦ πλούτου τῆς κατεσκεύασε τρεῖς ἁγίας εἰκόνας χρυσᾶς καὶ ἀργυρᾶς, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, καὶ τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀναστασίας, τὰ δὲ λοιπὰ ὑπάρχοντά της διεμοίρασεν εἰς τοὺς πτωχούς.(1)
   Ἀφ’ οὐ δὲ ἀπέρασαν δύω χρόνοι, ἔγινε βασιλεὺς Λέων ὁ Ἴσαυρος, ὁ καὶ Κόνων ὀνομαζόμενος, ἐν ἔτει 716, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νὰ ἦτον εἰκονομάχος, διὰ τοῦτο ἐδίωξε βιαίως ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον μὲ ραβδία καὶ σπαθία, τὸν ἁγιώτατον καὶ μέγαν Πατριάρχην Ἅγιον Γερμανόν, ἐπειδὴ καὶ δὲν ἐπείθετο νὰ συμφωνήση εἰς τὰ ἀσεβῆ του δόγματα, καὶ νὰ ἀθετήση τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων. Οὐ μόνον δὲ τοῦτο ἐποίησεν ὁ ἀλιτήριος, ἀλλὰ ἐσπούδασεν ὁ θηριώνυμος νὰ κρημνίση ἀκόμη καὶ νὰ κατακαύση τὴν ἁγίαν εἰκόνα Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἡ ὁποία ἐστέκετο ἐπάνω εἰς τὴν πόρταν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὴν ὀνομαζομένην Χαλκήν.    Ὅθεν εἰς καιρὸν ὁποῦ ὁ σπαθάριος τοῦ βασιλέως ἔβαλε τὴν σκάλαν, καὶ ἀνέβη διὰ νὰ κρημνίση εἰς τὴν γῆν τὴν ἁγίαν εἰκόνα, εὐθὺς ἡ μακαρία αὕτη Θεοδοσία ὁμοῦ μὲ ἄλλας εὐσεβεῖς γυναίκας, ἐπίασαν τὴν σκάλαν, καὶ ἔρριψαν αὐτὴν κατὰ γῆς ὁμοῦ μὲ τὸν σπαθάριον, ὁ ὁποῖος πεσῶν εἰς τὴν γῆν, ἐτελεύτησεν. Ἔπειτα ὥρμησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, μὲ λίθους καὶ ξύλα, καὶ ὕβριζον τὸν Πατριάρχην Ἀναστάσιον, μισθωτὸν αὐτὸν ὀνομάζουσαι καὶ λύκον καὶ προδότην Ἰούδαν, καὶ οὕτως αὐτὸν ἀπεδίωξαν.(2)
  Παρευθὺς λοιπόν, αἱ μὲν ἄλλαι γυναῖκες, ἀπεκεφαλίσθησαν. Τὴν δὲ Ἁγίαν ταύτην Θεοδοσίαν, ἐτράβιζεν ἕνας ὠμὸς καὶ ἀπάνθρωπος στρατιώτης. Φθάσας δὲ εἰς τὴν τοποθεσίαν, τὴν ὀνομαζομένην τοῦ Βοός, ἐπῆρεν ἕνα κέρατον κριαρίου, καὶ μὲ μεγάλον θυμὸν καὶ μανίαν, ἔμπηξεν αὐτὸ ὁ θηριώδης καὶ διεπέρασεν εἰς τὸν λαιμὸν τῆς Ἁγίας, καὶ ἔτζι ἐπροξένησεν εἰς τὴν μακαρίαν του μαρτυρίου τὸν στέφανον».
_________________
(1) Ἡ Ἁγία τὰ ἔδωσε ὅλα στὸν Χριστὸ ἐνῶ παράλληλα τὰ ἔχασε ὅλα γιὰ τὸν Χριστό. Γι' αυτὸ καὶ ὅλοι ὅσοι πραγματικὰ Τὸν ἀγαποῦνε φθάνουν μὲ τόλμη μέχρι καί τὸν θάνατο ἀκόμη. Ἐδῶ λοιπὸν ἰσχύει τὸ σοφόν: «ὁ βρεγμένος τὴν βροχὴ δὲν τὴν φοβᾶται». Πράγματι τέτοια ἄτομα, ἀπελευθερωμένα ἀπὸ κάθε ἐπίγεια δέσμευση, ἀναδεικνύονται στοὺς πιὸ ἀνίκητους ἀνθρώπους τοῦ κόσμου ποὺ μποροῦν νὰ ἀλλάξουν καὶ τὴν ροὴ τῆς ἱστορίας ἀκόμη.
(2) Φαντάζομαι τὴν Ἁγία νὰ ζοῦσε στὴν ἐποχή μας! Θὰ εἶχε γίνει μόνιμος κάτοικος τῶν ἀστυνομικῶν κρατητηρίων κάνωντας τὸ ποινικό της μητρῶο μαῦρο σαν τις μαύρες τρύπες του διαστήματος.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Η ΜΟΝΑΧΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΗ ΛΟΥΒΑΡΗ ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑΣ ΑΙΓΙΝΗΣ.



site analysis

"Παραμονή τού Αγίου Νεκταρίου 8-11-93 πήγε στην Μονή μία κυρία πού έμενε κάποια τετράγωνα πιο κάτω από τό μοναστήρι. Είπε ότι την ώρα πού έκανε τό απόδειπνο έβλεπε πάνω από τό Μοναστήρι τρεις μεγάλους φωτεινούς σταυρούς. "




Η ΜΟΝΑΧΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΗ ΛΟΥΒΑΡΗ ΗΓΟΥΜΕΝΗ.




Η κατά κόσμον Μαρία όταν ήταν δέκα οκτώ ετών προβληματίσθηκε για την πορεία που θα ακολουθούσε. Ή μητέρα της και ή γιαγιά της, Μικρασιάτισσες μέ ευσέβεια, λάτρευαν τον Θεό όπως είχαν διδαχθεί από τους άγιους Πατέρες της πατρίδας τους, πού την άφησαν ξεριζωμένες, χωρίς να φέρουν τίποτα από τά τόσα αγαθά που είχαν. Ήρθαν πρόσφυγες, μέ μόνο εφόδιο μέ την πίστη...



Ή Μαρία είχε μια καθαρότητα στις σκέψεις, μία ακεραιότητα στον χαρακτήρα, μία τελειότητα σε ότι έφτιαχνε, πού τά διατήρησε ως τό τέλος της ζωής της.


Μια φορά στην προσευχή της, τότε που ήταν δέκα οκτώ ετών, κοιτούσε την εικόνα του Χριστού, την έβλεπε ερευνητικά, ευλαβικά και άκουσε στα βάθη της ψυχής της μία φωνή ουράνια, ανεξήγητη να λέει τό όνομά της «Μαρία». Μόνο ή ίδια πού έζησε αυτό τό μυστικό κάλεσμα, μπορούσε να καταλάβει και να εξηγήσει τί συνέβη. Αυτό ήταν! Καμία αμφισβήτηση, καμία αμφιβολία, καμία μετακίνηση, στις σκέψεις και στα αισθήματα της για την απόφασή της...



Από την Νίκαια πήγαινε στον Γέροντα Ιερώνυμο. στο μετόχι της Αναλήψεως στον Βύρωνα με τά πόδια για τις αγρυπνίες. παρ' όλο πού εργαζόταν και ήταν όρθια όλη την ήμερα.Έγινε μεγαλόσχημη μοναχή στην Μονή Άγιου Δημητρίου στο Ζάλογγο και ονομάστηκε «Χριστοδούλη ».Γνώριζε εκεί τον Μητροπολίτη. Έπρεπε να συνεχίσει να εργάζεται.
Φορούσε μαύρο μαντήλι δετό και από μέσα είχε κεντημένο τό «Ιησούς Χριστός Νικά». Ήταν λιγομίλητη. Ούτε συζητήσεις, ούτε κουβέντες



Ή Ηγούμενη Χριστοδούλη Λούβαρη.       άρχιζε ή επενέβαινε σε αυτές. Σε κανένα δεν έδινε δικαίωμα για κάποια παρατήρηση ή υπόδειξη. Από τά χρήματα πού έπαιρνε συντηρούσε την οικογένεια της. Στις διακοπές της έφερνε και τούς γονείς της στο Μοναστήρι. Όταν πήγαινε στην εργασία της με τά πόδια, σε μεγάλη απόσταση, έλεγε στον δρόμο τό Μεσονυκτικό και όσες προσευχές γνώριζε, ένώ τά δάκρυα έτρεχαν γιατί ήταν μακριά από τό μοναστήρι και έχανε τις ακολουθίες...



Πήρε μειωμένη σύνταξη και πήγε κοντά στην Γερόντισσα Γλυκερία. Ήταν αυστηρή και στον εαυτό της και στους άλλους. Στις νηστείες απόλυτη. Στην προσευχή ανύσταχτη. Διάβαζε την Κλίμακα τού Όσιου Ίωάννου. Δεν άλλαζε βιβλία. ’Άς εφαρμόσω αυτά. έλεγε, όταν της πρότειναν να μελετήσει και άλλα πατερικά βιβλία. Τελείωνε την Κλίμακα και την ξεκινούσε πάλι από την αρχή...



Παρ’ όλο πού ήταν αυστηρή και δεν μπορούσε κανείς να την πλησιάσει εύκολα, ήταν εξαιρετικά ευαίσθητη. Αγαπούσε, συμπονούσε. Όταν καμία από τις μοναχές αρρώσταινε, έκλαιγε. Όταν ήταν 34 ετών, πόνεσε δυνατά στο αριστερό της χέρι. Πέρασε ένα διάστημα με παυσίπονα. Της είπαν ότι ήταν αρθριτικά. Όμως ό αριστερός μαστός της πρήσθηκε πολύ και παραμορφώθηκε. Δεν έδωσε σημασία, ούτε είπε σε κανένα τίποτα. Ήταν καρκίνος και για 44 χρόνια έμεινε εκεί. Τον φρουρούσαν οι προσευχές της. Όταν έφθασε στα 78 της χρόνια, έπεσε από δύο σκαλοπάτια στην αυλή. 




Κτύπησε στο πρόσωπο και στο στήθος τό παραμορφωμένο. Τότε κακοφόρμησε. Άρχισε να τρέχει αίμα. Δεν έλεγε τίποτα. Είχε κοιμηθεί ή Γερόντισσα Γλυκερία και ήταν Ηγουμένη από τό 1986 έως τό 1993. Φαινόταν στενοχωρημένη. «Γερόντισσα τί έχετε;» Την ρωτούσαν. «Μήπως σάς λυπήσαμε, μήπως κάτι κάναμε που σάς στενοχώρησε;». Απαντούσε αρνητικά. Μετά από πολλές πιέσεις είπε ότι στο στήθος της κτύπησε και δεν σταματούσε να τρέχει αίμα. Φάνηκε αμέσως ότι ήταν καρκίνος. Βρέθηκε γυναίκα ιατρός-μαστολόγος, στο νοσοκομείο «Άγιος Σάββας». Ή γιατρός ξαφνιάστηκε. Όταν έμαθε πόσα χρόνια σήκωνε επάνω της έναν όγκο σαν μικρό πορτοκάλι, φώναξε και τούς άλλους γιατρούς να διαπιστώσουν τό εξαιρετικό αυτό φαινόμενο. Ή γιατρός για να την φοβίσει της είπε αυστηρά: «Πρέπει επειγόντως να χειρουργηθείς. Θα σαπίσεις, θα βρωμίσεις. Να πεθάνεις τουλάχιστον με αξιοπρέπεια». Της μίλησε πολύ σκληρά ή γιατρός.



Δέχθηκε να χειρουργηθεί. Πήγαν στην Γραμματεία να κλείσουνε σειρά. «Όχι εδώ», είπε ή γερόντισσα Χριστοδούλη στις αδελφές. «Είναι μακριά να έρχεστε, καλύτερα στο Αντικαρκινικό, στον Πειραιά». Όταν 3 Νοεμβρίου τού 1992. Επέστρεψαν λυπημένες στην Αίγινα. Ρώτησαν και άλλους γιατρούς και τούς είπαν ότι, αφού ήταν προχωρημένο, αν τό πείραζαν, θα ήταν χειρότερα. Της έδωσαν μία ελαφριά αντιβίωση, έτσι για να συντηρηθεί. Ή πληγή έκλεισε, χωρίς να σαπίσει, χωρίς να βρωμίσει. Παραμονή τού Αγίου Νεκταρίου 8-11-93 πήγε στην Μονή μία κυρία πού έμενε κάποια τετράγωνα πιο κάτω από τό μοναστήρι. Είπε ότι την ώρα πού έκανε τό απόδειπνο έβλεπε πάνω από τό Μοναστήρι τρεις μεγάλους φωτεινούς σταυρούς. Περιέγραψε μάλιστα ότι τούς έβλεπε και νόμισε πώς είχαν φωταγωγήσει για την πανήγυρη τού Αγίου Νεκταρίου. «Για μένα είναι οι σταυροί» είπε ή Γερόντισσα Χριστοδούλη. Και οι αδελφές σκέπτονταν ποιά δοκιμασία επρόκειτο να περάσουν μέ νοσοκομεία και θεραπείες...



Πριν μερικές εβδομάδες μια μοναχή την είχε ρωτήσει «Φοβόσαστε τον θάνατο;» «Δεν φοβάμαι να πεθάνω, να πάω στον Χριστό, αλλά πώς να πεθάνει κανείς;». Σάν άνθρωπος δείλιαζε να μην είναι μόνη της και όλα τα άλλα. Την ρώτησε πάλι. «Δεν πρέπει να ετοιμαστείτε;» «Τώρα θα ετοιμαστώ;» Της απάντησε. Σαν να της έλεγε, «τόσα χρόνια τί έκανα;». Πάντοτε έλεγε, ότι πρέπει ό μοναχός να προσέχει τις λεπτομέρειες. «Τό ύφασμα που δεν έχει ούγια, σύντομα ξεφτίζει» διατύπωνε χαρακτηριστικά.
Στις 26 Ιανουάριου του 1993 τό μεσημέρι, κτύπησε τό κουδούνι για τό μεσημεριανό φαγητό. Ή Γερόντισσα Χριστοδούλη εργαζόταν σε ένα τραπεζάκι στο κελί της. Τό πρωί όπως πάντα ήταν πρώτη στην ακολουθία. 

Τίποτα δεν φανέρωνε πώς είχε φτάσει στο τέλος της ζωής της. Δεν είχαν κάνει προσευχή για τό φαγητό και είπε «Ωχ, ή πλάτη μου» και αμέσως μετά λίγα λεπτά πέθανε. Έσκυψε επάνω στο τραπέζι. Μία μοναχή της έπιασε τον σφυγμό και κατάλαβε πώς τελείωσε. Δεν μπορούσαν να πιστεύσουν ότι έτσι αμέσως. τόσο γρήγορα βρέθηκε στην αιωνιότητα. Μια άλλη μοναχή έλεγε «Θα κουράστηκε, από τό πρωί συνέχεια εργάζεται. Θα συνέλθει». Ό γιατρός που έφθασε σε λίγο διαπίστωσε τον θάνατο...


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

«Λουκία Λαουτάρη Παπαγεωργίου» Η Μπουμπουλίνα της ΕΟΚΑ



site analysis

έπεσε ηρωικά, μαζί με το αγέννητο παιδί της…Υποκλινόμαστε στο μεγαλείο της. ΑΘΑΝΑΤΟΙ! ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ… (5 ΙΟΥΛΙΟΥ 1958)



Λουκία Λαουτάρη Παπαγεωργίου: όλα για την Πατρίδα!

Τιμούμε τη γυναίκα που έδρασε και απέθανε περήφανη για το όνομα της λευτεριάς

Ως αγωνίστρια και ως μάνα η Λουκία Λαουτάρη Παπαγεωργίου είχε τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα ζήλευε κάθε γυναίκα του σήμερα.Η Λουκία Λαουτάρη και ο σύζυγός της Γεώργιος Λαουτάρης διατηρούσαν κρησφύγετο στο περιβόλι τους, όπου έκρυβαν καταζητούμενους αντάρτες της ΕΟΚΑ.


Η τεράστια συμβολή της Ελληνίδας Κύπριας γυναίκας κατά τον Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ 55-59 ήταν αναμφισβήτητα άκρως σημαντική και εντυπωσιακή. Μάλιστα, ο Αρχηγός Διγενής στα Απομνημονεύματά του αναφέρεται στη γυναίκα της ΕΟΚΑ με μεγάλο θαυμασμό, παρομοιάζοντάς τη με την γυναίκα Σπαρτιάτισσα, αφού ως αγωνίστρια και ως μάνα είχε τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα ζήλευε κάθε γυναίκα του σήμερα: Αψηφούσε τον κάθε κίνδυνο, ξεγελούσε με μεγάλη δεξιοτεχνία τον Άγγλο κατακτητή, χειριζόταν τα πάντα με μεγάλη μυστικότητα, ευελιξία και πανουργία. Φύλαγε στο σπίτι της χωρίς δεύτερη σκέψη αντάρτες με κίνδυνο τη δική της ζωή και της οικογένειάς της, μετέφερε μέσα στο καλαθάκι της φυλλάδια, υλικά και σημειώματα αγωνιστών, και πολλές φορές όπλα και πυρομαχικά.

Ως γνήσια Ελληνίδα μάνα έστελνε τα παιδιά της στο βωμό της Λευτεριάς και έκρυβε τον πόνο της με το σθένος και την περηφάνια που τη χαρακτήριζε.

Σήμερα τιμούμε μια γυναίκα που διέθετε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, μιας γυναίκας που έδρασε και απέθανε περήφανη για το όνομα της λευτεριάς και της Ένωσης της Κύπρου με τη Μητέρα Ελλάδα! Την «Μπουμπουλίνα» της ΕΟΚΑ, τη Λουκία (Λαουτάρη) Παπαγεωργίου.

Η Λουκία γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1926, στο χωριό Αυγόρου της επαρχίας Αμμοχώστου και τέλειωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού της. Ασχολείτο με τα αγροτικά από πολύ νεαρή ηλικία, ακούραστη αγρότισσα, υπόδειγμα συζύγου και μητέρα έξι παιδιών.

Η Λουκία Λαουτάρη και ο σύζυγός της Γεώργιος Λαουτάρης διατηρούσαν κρησφύγετο στο περιβόλι τους, όπου φιλοξενούσαν και έκρυβαν καταζητούμενους αντάρτες της ΕΟΚΑ.


Ο ΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ (Φωτ.ἀπό: lekythos.library.ucy)

4 Ιουλίου 1958: Ο Αρχηγός Διγενής δίνει εντολή για γενικό ξεσηκωμό όλου του άμαχου πληθυσμού. Στο Αυγόρου η τοπική οργάνωση της ΕΟΚΑ τοποθετεί σε όλο το χωριό συνθήματα, οι Άγγλοι στρατιώτες όμως τα κατεβάζουν.

5 Ιουλίου 1958: Οι Έλληνες δεν τα βάζουν κάτω, τίποτα δεν τους σταματάει και αναρτούν νέα συνθήματα.

Οι Άγγλοι, για να τους εκφοβίσουν, συλλαμβάνουν ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι, τον Κυριάκο Μακρή και τον αναγκάζουν να ανέβει σε μια σκάλα για να κατεβάσει τα συνθήματα. Το δεκαπεντάχρονο παιδί αρνείται πεισματικά και οι στρατιώτες τον σέρνουν προς το στρατιωτικό όχημα, κτυπώντας τον αλύπητα με ρόπαλο. Τότε οι γυναίκες του χωριού, για να το προστατεύσουν, ορμούν και το αρπάζουν από τα χέρια των Άγγλων και το φυγαδεύουν.

Από τη συμπλοκή που είχε δημιουργηθεί στο κέντρο του Αυγόρου, οι καμπάνες άρχισαν να κτυπούν και συναγερμός σημάνθηκε, για να συγκεντρωθούν οι κάτοικοι του χωριού στην πλατεία. Η καμπάνα χτυπούσε και για τη Λουκία, που εκείνη την ώρα έκανε μπάνιο τη μικρή της κόρη Θεοδώρα. Η καρδιά της κτυπούσε στο ρυθμό της καμπάνας… σηκώθηκε, κοίταξε το καμπαναριό… Ξέρει πως πρέπει να φύγει να πάει εκεί που κτυπά για εκείνην ο ήχος της Ελευθεριάς. Κοιτάζει τη μικρή της κόρη… την αγκαλιάζει, της δίνει ένα φιλί και την αφήνει στη φροντίδα της αδελφής του ανδρός της. Τρέχει έξω από το σπίτι και κατευθύνεται στην πλατεία, κοντά στους άλλους συγχωριανούς, της για να δώσει και εκείνη το παρών της.

Στην πλατεία ακολούθησε άγριος λιθοβολισμός από τους κατοίκους, με αποτέλεσμα οι Άγγλοι να αναγκαστούν να καλέσουν ενισχύσεις. Σε λίγο καταφθάνουν τρία θωρακισμένα αυτοκίνητα και δυο μεγάλα αυτοκίνητα γεμάτα στρατιώτες, περικυκλώνοντας το πλήθος. Οι Άγγλοι εξαπέλυσαν επίθεση με ρόπαλα εναντίον των άοπλων κατοίκων, ενώ το ένα από τα τρία θωρακισμένα αυτοκίνητα ανοίγει πυρ, με αποτέλεσμα οι σφαίρες του να βρουν τη Λουκία Παπαγεωργίου Λαουτάρη στο κεφάλι και τον συγχωριανό της Παναγιώτη Ζαχαρία στο στήθος. Ο θάνατός τους ήταν ακαριαίος, για την οικογένεια Λαουτάρη όμως ο θρήνος ήταν διπλός…. αφού η Λουκία κυοφορούσε το έβδομο παιδί της, όταν σκοτώθηκε…. σχεδόν ήταν 5 μηνών!

Επίσης, από τη συμπλοκή τραυματίστηκαν αλλά εκατόν πρόσωπα.


ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ (Φωτ.ἀπό: lekythos.library.ucy)

ΑΘΑΝΑΤΗ!!!

Πηγή: Hellasforce το είδα στο Αβέρωφ

το άρθρο επιμελήθηκε η κ. Κάρολ Γρίβα
ΠΗΓΗ.ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ

Αγία Κυριακή η Μεγαλομάρτυς [7 Ιουλίου]


site analysis 

η εικόνα δεν εμφανίζεται
Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου
ΚΑΤΑΓΩΓΗ: H Αγία Μεγαλομάρτυς Κυριακή γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας και ήταν η μοναχοκόρη του Δωρόθεου και της Ευσεβίας. Οι γονείς της ήταν Έλληνες, ευσεβείς χριστιανοί και ευκατάστατοι, αλλά χωρίς παιδιά. Προσευχόμενοι αδιαλείπτως, απέκτησαν ένα παιδί εκ Θεού. Αυτό, επειδή γεννήθηκε ημέρα Κυριακή (την ημέρα του Κυρίου), της δόθηκε το όνομα Κυριακή. Από την παιδική της ηλικία η Κυριακή ήταν αφιερωμένη στο Θεό. Ήταν όμορφη στο σώμα και στην ψυχή. Πολλοί μνηστήρες τη ζήτησαν σε γάμο, αλλά απέρριπτε όλες τις προτάσεις, λέγοντας ότι είναι αρραβωνιασμένη με τον Χριστό τον Κύριο και ότι δεν επιθυμούσε τίποτε περισσότερο από το να πεθάνει εν παρθενία.
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ: Ένας δικαστής της πόλης ήθελε να αρραβωνιάσει την Κυριακή με το γιο του, δεδομένου μάλιστα ότι εκείνη προερχόταν από πλούσια οικογένεια. Καθώς και η δική του πρόταση απορρίφθηκε, κατήγγειλε την Κυριακή και τους γονείς της ως Χριστιανούς στον τότε αυτοκράτορα Διοκλητιανό. Ο αυτοκράτορας διέταξε οι γονείς της να υποβληθούν σε βασανιστήρια. Ο Δωρόθεος ξυλοκοπήθηκε άγρια, μέχρι του σημείου οι στρατιώτες από την κούραση να σταματήσουν να τον χτυπούν. Επειδή ούτε η κολακεία, ούτε τα μαρτύρια είχαν αποτέλεσμα, ο Δωρόθεος και η Ευσεβία εξορίσθηκαν στη Μελιτηνή, στα σύνορα Αρμενίας Καππαδοκίας, όπου πέθαναν υπομένοντας πολλά δεινά για τον Χριστό1.

ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Έστειλε τότε ο αυτοκράτορας την Κυριακή να ανακριθεί από τον Καίσαρα Μαξιμιανό. Η Κυριακή αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη της. Ως αποτέλεσμα ο Μαξιμιανός διέταξε να τη μαστιγώσουν. Οι άνδρες του αυτοκράτορα τη βασάνισαν με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά η πίστη της ήταν ακλόνητη. Ένα βράδυ, καθώς κείτονταν στο πάτωμα του κελλιού της, άκουσε τη φωνή του Θεού να της λέει: «Μη φοβάσαι τα βασανιστήρια Κυριακή, το πνεύμα μου είναι μαζί σου». Ακόμη κι έπειτα από πολλές και τρομερές δοκιμασίες, ο Μαξιμιανός απέτυχε να πείσει τη νεαρή γυναίκα να αλλάξει την πίστη της. Την έστειλε τότε στον έπαρχο Βιθυνίας Ιλαρίωνα, από τον οποίο ζήτησε να κάνει την Κυριακή ειδωλολάτρη ή να του την ξαναστείλει. Ο Ιλαρίων έβαλε τα δυνατά του για να το πετύχει αυτό. Ένα από τα βασανιστήρια που δοκίμασε ήταν να την βάζει να κρέμεται από τα μαλλιά της αρκετές ώρες ενώ στρατιώτες της έκαιγαν το σώμα με αναμμένες δάδες. Τέλος, την έριξαν σε ένα κελί φυλακής. Εκείνη τη νύχτα ο Χριστός εμφανίστηκε και της θεράπευσε τις πληγές. Βλέποντας τη θαυματουργή σωτηρία της Κυριακής πολλοί ειδωλολάτρες πίστεψαν στο Χριστό με συνέπεια να θανατωθούν από τους στρατιώτες του επάρχου. Ύστερα από εξαντλητική ανάκριση, οδήγησαν την Κυριακή στο ναό ελπίζοντας πως μετά τα τόσα βασανιστήρια θα θυσίαζε στα είδωλα. Εκείνη, παρακαλούσε μέσα της το Χριστό να τη βοηθήσει. Τότε ένας δυνατός τοπικός σεισμός που τρόμαξε τους δημίους έκανε τα αγάλματα του ναού να πέσουν από τα βάθρα τους και να συντριβούν. Αφού η Αγία οδηγήθηκε ξανά στη φυλακή, ο νέος έπαρχος Απολλώνιος διέταξε να συνεχιστεί το “έργο” του προκατόχου του. Η Κυριακή οδηγήθηκε λοιπόν σε νέα βασανιστήρια. Όταν όμως την έριχναν στη φωτιά, οι φλόγες δεν την έκαιγαν. Όταν την έριχναν στα άγρια θηρία αυτά ημέρευαν. Εν τέλει, ο Απολλώνιος την καταδίκασε σε αποκεφαλισμό. Της δόθηκαν λίγα λεπτά για να προσευχηθεί, και ζήτησε από το Θεό να παραλάβει την ψυχή της, συγχωρώντας αυτούς που εξ αιτίας τους πέθαινε και μαρτυρούσε για το Χριστό. Έπειτα έγειρε προς τη γη. Όταν ο δήμιος πλησίασε για να εκτελέσει τη διαταγή, είδε ότι η Κυριακή ήταν ήδη νεκρή. Η Παρθενομάρτυς Αγία Κυριακή ήταν μόλις 21 χρονών.
Απολυτίκιο: “Ως βρύσις πολύκρουνος παρθενομάρτυς Χριστού, κατήρδευσας πάνσοφε την Εκκλησίαν αυτού, και ήθλησας άριστα. Έσωσας τους εν σκότει της ειδωλομανίας, αίγλη των σων θαυμάτων, Κυριακή αθλοφόρε. Διό εν παρρησία Χριστώ πρέσβευε σωθήναι ημάς.”
1. Κατ' άλλους Συναξαριστές, οι γονείς της συνελήφθησαν και μετά από ανάκριση βασανίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν από το δούκα Ιούστο, κατά τη διάρκεια του διωγμού του Διοκλητιανού..
 

Η ΜΟΝΑΧΗ ΠΕΛΑΓΙΑ ΜΑΡΑΒΕΛΛΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΕΧΡΟΒΟΥΝΙΟΥ ΤΗΝΟΥ.



site analysis

 «Νόμιζα πώς δεν πατούσα στην γη! Οι απόκοσμες μελωδίες που μέ συνόδευαν μου έδιναν θάρρος και ανέκφραστη χαρά!»








Γεννήθηκε στο χωριό Μολάοι της Μάνης το έτος 1860. Ήταν το μόνο κορίτσι ανάμεσα στα έξι αγόρια αδέλφια της. Από μικρή στην ηλικία είχε τον πόθο να μονάσει. Ντυνόταν σεμνά με μονόχρωμα ρούχα και αποσυρόταν σε μακρινά εξωκκλήσια, όπου στην ησυχία επιδιδόταν στο θεάρεστο έργο της προσευχής.


Οι δικοί της όμως, και ιδίως ό πατέρας της, επιθυμούσαν να την δουν αποκατεστημένη σε γάμο και μάλιστα μέ συντοπίτη τους για να μην ξενιτευτεί. Ή κόρη βέβαια αντιδρούσε σθεναρά. Όταν όμως ή κατάσταση έγινε έκρυθμη ή ίδια μηχανεύτηκε το εξής: δέχτηκε να αρραβωνιαστεί τον γαμπρό που της διάλεξαν και ορίστηκε και ή ημερομηνία του γάμου. Στις προετοιμασίες του γάμου συμμετείχε χαρούμενη για να μην κινήσει τις υποψίες κανενός. Δύναμη έπαιρνε από την προσευχή και την ακλόνητη πίστη της στον Χριστό και την σκέψη ότι ό εκλεκτός Νυμφίος της ψυχής της άξιζε κάθε θυσία...


Κάποια λοιπόν Κυριακή μετά την Θεία Λειτουργία έγινε ό γάμος και ακολούθησε το γαμήλιο γλέντι. Πριν από τά μεσάνυχτα οι συγγενείς συνόδευαν το νεόνυμφο ζευγάρι μέ όργανα μέχρι το σπίτι τους. Τότε ήταν που άρχισε ή καρδιά της νέας να σπαρταρά από την αγωνία σχετικά μέ την υλοποίηση του σχεδίου της...


Όταν έμειναν μόνοι τους εκείνη μέ άνεση και χαμογελαστά έβγαλε το νυφικό της λέγοντας στον γαμπρό: «Κράτησε το προσεκτικά σε παρακαλώ μέχρι να γυρίσω στο δωμάτιο. Δεν θέλω να τσαλακωθεί...».
Κατέβηκε μέ προσοχή την σκάλα και βγήκε αθόρυβα από το σπίτι. Όταν ξεμάκρυνε αρκετά, άρχισε να τρέχει σαν το ελάφι που το καταδιώκει ό κυνηγός. Εκείνη την νύχτα βρήκε καταφύγιο στην Μονή της Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος ή «Νέον Άθωνα» που είχε ιδρύσει ό μακάριος Γέροντας Πανάρετος (Πολυκάρπου) ό Καυσοκαλυβίτης.
Διηγιόταν αργότερα στις υποτακτικές της: «Νόμιζα πώς δεν πατούσα στην γη! Οι απόκοσμες μελωδίες που μέ συνόδευαν μου έδιναν θάρρος και ανέκφραστη χαρά!»


Ή θυρωρός μοναχή την οδήγησε στην Ηγουμένη στην όποια ή κόρη άνοιξε την καρδιά της. Ή Ηγουμένη της προσέφερε καταφύγιο στο μοναστήρι, όπως και το μαύρο ένδυμα της δοκίμου μοναχής. Την άλλη μέρα οι δικοί της μαζί μέ τον γαμπρό την ανεζήτησαν στο μοναστήρι. Όμως οι μοναχές που είχαν πληροφορηθεί το βραδινό συμβάν τους απομάκρυναν από τον Ιερό χώρο. Παρέμεινε έτσι στο μοναστήρι για αρκετό χρονικό διάστημα. Έν καιρώ ή Ηγουμένη την φυγάδευσε στον Πειραιά. Από εκεί επεβιβασθη σε πλοίο με σκοπό να επισκεφτεί το μοναστήρι του Κεχροβουνίου στην Τήνο συνοδευόμενη από τον Σωτήριο Τσάφο. Έστειλε μήνυμα στον σύζυγο ότι είναι ελεύθερος να κάνει ότι θέλει και να μην δεσμεύεται από εκείνη...
Στα 18 της χρόνια εισέρχεται στο Κεχροβούνι και υστέρα από την κανονική δοκιμασία κείρεται μοναχή υπό το όνομα Πελαγία. Έτυχε μάλιστα ή ημέρα της κουράς της να είναι ή ημέρα κατά την όποια έφθασε στο μοναστήρι μαινόμενος ό πρώην σύζυγος της. Ή απάντηση του ήρθε σκληρή από την Ηγουμένη: «Δεν υπάρχει καμία Σταυρούλα εδώ. Έδώ κατοικεί ή μεγαλόσχημη μονάχη Πελαγία και εσύ να κοιτάξεις την ζωή σου...».



Σχετικά μέ αυτό το συμβάν ή ίδια ή Γερόντισσα Πελαγία έλεγε: «Όσο ήταν ελεύθερος, τού έκανα κάθε μέρα κομβοσχοίνι να τον φωτίσει ό Θεός να πάει σε μοναστήρι, να γίνει μοναχός και να λάβει το διπλό στεφάνι της Παρθενίας και της Ασκήσεως...». Πέρασαν χρόνια, πάνω από είκοσι. Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό, ένας νέος ζητούσε να δει την Γερόντισσα Πελαγία. Όταν συναντήθηκαν, εκείνος γονάτισε στα πόδια της και της είπε: «Είμαι ό γιος του πρώην συζύγου σου και μέ έστειλε ό πατέρας μου να πάρω την ευχή σου, γιατί θέλω να γίνω μοναχός. Μετά από έδώ φεύγω κατευθείαν για το Άγιον Όρος. Ήδη ό πατέρας μου είναι εκεί από καιρό...».



 Ή μακαριστή Ηγούμενη του Κεχροβουνίου Ευπραξία Βασιλικού κατέθεσε γι’ αυτή την ψυχή τα έξης: «Ή αδελφή Πελαγία ήταν μεγάλη ασκήτρια. Σπάνια έκοιμάτο σε κρεβάτι. Ό χρόνος τού ύπνου της ήταν πάντα μετρημένος. 


Άνεπαύετο καθιστή σε καρέκλα ή στο σκαμνάκι της κλείνοντας για λίγο τα μάτια της. Αγαπούσε πολύ την προσευχή, την μόνωση και την σιωπή. Χωρίς σοβαρό λόγο δεν έβγαινε ούτε άνοιγε το κελί της. Κατά τις νηστείες έτρωγε μέρα παρά μέρα λίγο ξερό ψωμάκι και αυτό αργά το βράδυ». Δούλευε αρκετά και το εργόχειρο της ήταν κέντημα στο τελάρο, το όποιο δίδαξε μαζί μέ την ακρίβεια στην μοναχική πολιτεία στις τέσσερεις υποτακτικές της. Κασσιανή. Πελαγία. Θεοδούλη. Καλλιστράτη, καθώς και σε έμπερίστατα κορίτσια πού ζούσαν τότε στο μοναστήρι.



Όταν εφαρμόσθηκε ή έορτολογική μεταρρύθμιση κατά το νέο ημερολόγιο στο μοναστήρι, ή αδελφή Πελαγία αρνήθηκε να συμμορφωθεί μέ την εντολή της Μητροπόλεως για λόγους συνειδήσεως και έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το αγαπημένο της Κεχροβούνι. Στην Αθήνα βρέθηκε έμπερίστατη. Όταν ό αδελφός της αστυνομικός Γεώργιος Μαραβέλλιας της ζήτησε να συναντηθούν, εκείνη τού έστειλε απόκριση: «Από τότε πού 'βαλα το σχήμα, δεν έχω αδέλφια». 


Εγκαταστάθηκε μέ τις υποτακτικές της στον Κορυδαλλό, όπου και ανήγειραν το Ιερό Ησυχαστήριο της Αγίας Μαρίνης. Κοιμήθηκε εν Κυρίω στα 85 της χρόνια, κατά το έτος 1945 και τάφηκε στο νεκροταφείο των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Κορυδαλλού.


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Η ΜΟΝΑΧΗ ΧΡΙΣΤΟΝΥΜΦΗ ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ.



site analysis

 "Αξιώθηκε να όραματισθει την Παναγία την Βουρνιώτισσα στην οποία είναι άφιερωμένο το ομώνυμο μετόχι της Μονής και ή οποία της είπε επιτακτικά: «Κατοικώ στο Κεχροβούνι να παραμείνεις στο κελί σου έως εσχάτης σου αναπνοής».








Γεννήθηκε το 1910 στην Σύρο και το βαπτιστικό της όνομα ήταν
Άννα. Είχε 4 ακόμη αδέλφια εκ των οποίων ό ένας ήταν ό
ευλαβής και ενάρετος Ιερομόναχος Νικόδημος στον Άγιο Παντελεήμονα της Σύρου.


Ή νεαρή Άννα διακρινόταν για την ευστροφία. την καλοσύνη, την συμπαράστασή της στους ενδεείς όπως και για την εργατικότητα της. Συνήθιζε μάλιστα να κουβαλάει πέτρες και υλικά για το χτίσιμο της Ιεράς Μονής της Αγίας Βαρβάρας στην Σύρο, βοηθώντας το μοναδικό εργάτη πού εξυπηρετούσε την Μονή, κάποιον Ιωάννη.


Στο Κεχροβούνι έφθασε το 1938 και κατοίκησε στο κελί της Προηγούμενης Θεοφανούς Βιδάλη. Μεγαλόσχημη όμως την έκανε ή Ηγουμένη Ευπραξία Βασιλικού, επειδή ή Προηγούμενη είχε γεράσει πολύ και κινείτο με δυσκολία.


Στην μέση της και κατάσαρκα ήταν ζωσμένη μέ αλυσίδες. Ό ύπνος της ήταν λιγοστός και αυτός πάνω σε ένα στενό και κοντό κρεβάτι
από το όποιο εξείχαν τα πόδια της. Το κρεβάτι αυτό δεν ήταν άλλο παρά ένα φύλο μιας παλαιάς πόρτας. Για στρώμα χρησιμοποιούσε ένα έλαιόπανο (πανί συγκομιδής των ελαίων) γεμισμένο μέ δαφνόφυλλα και φοινικόκλαδα ένώ για προσκέφαλο χρησιμοποιούσε μια πέτρα. ’Έκανε επίσης τρεις χιλιάδες μετάνοιες ημερησίως.


Για τις υπέρ άνθρωπο ασκήσεις της αυτές έπαιρνε ευλογία από τη σεβαστή Προηγουμένη Θεοφανώ, στην όποια έξαγορευόταν οτιδήποτε την άπασχολούσε ως και τις ενοχλήσεις τού άρχεκάκου εχθρού που στενοχωριόταν να βλέπει μια γυναίκα να τον ταπεινώνει διαρκώς μέ την άσκηση και την υπακοή. Τόσο μεγάλη εγρήγορση είχε στον πόλεμο εναντίον τού μισοκάλου ώστε δεν δίσταζε να ξυπνήσει την πνευματική της μητέρα για να ξαγορευθεί και να συμπροσευχηθούν...


Ήταν όμως λίγο ευέξαπτη. Κάποια αδελφή το εξομολογήθηκε στον σοφό Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο, που ήταν ό πνευματικός της Μονής και εκείνος μέ την διάκριση που είχε είπε: «Επειδή κάνει πολλά για την αγάπη τού Χριστού, εκείνος της έδωσε αυτή την αδυναμία για να ταπεινώνεται. Κάνει όμως καθαρά εξομολόγηση και τηρεί την αύτομεμψία».

Ή αδελφή Χριστονύμφη που κάποτε επιθυμούσε να ασκηθεί έκτος της Μονής, αξιώθηκε να όραματισθει την Παναγία την Βουρνιώτισσα στην οποία είναι άφιερωμένο το ομώνυμο μετόχι της Μονής και ή οποία της είπε επιτακτικά: «Κατοικώ στο Κεχροβούνι να παραμείνεις στο κελί σου έως εσχάτης σου αναπνοής».
Κοιμήθηκε εν Κυρίω το 1962 σε ηλικία 52 ετών υστέρα από ασθένεια που χτύπησε την καρδιά και τα νεφρά της.




 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΜΟΝΑΧΗ ΘΕΟΦΑΝΩ ΒΙΔΑΛΗ-"ΕΙΔΑ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ"!!



site analysis




Η ΜΟΝΑΧΗ ΘΕΟΦΑΝΩ ΒΙΔΑΛΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΕΧΡΟΒΟΥΝΙΟΥ ΤΗΝΟΥ

Γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Τριπόταμος Τήνου. Οι γονείς της Νικόλαος και Ελένη Βιδάλη είχαν τρία ακόμη παιδιά. Ή οικογένεια της ήταν αρκετά πλούσια. Είχαν πολλά ελαιόδεντρα του τούς απέδιδαν αρκετά κέρδη από την πώληση τού λαδιού και τών ελαιών. Γι’ αυτό ό πατέρας της ήταν γνωστός με το όνομα Λαδογιάννης. Ή μητέρα της ήταν επίσης από πλούσια οικογένεια. Το 1896 έδωσε 6.000 δραχμές μετρητά, με τα όποια αγόρασε σπίτι στην χώρα για την κόρη της Ειρήνη.



Το κατά κόσμο όνομά της ήταν Ευαγγελία. Ήταν τελειόφοιτος του Δημοτικού Σχολείου με άριστα, όπως και τά περισσότερα κορίτσια της εποχής. Διακρινόταν για την φιλομάθεια, την ευστροφία, την σοφία και την σεμνότητά της.



 Στο Κεχροβούνι κατοίκησε από 13 χρόνων. Γερόντισσά της ήταν ή μοναχή Θεοφανώ Νικολαΐδου από την Κωνσταντινούπολη, ή όποια και της έδωσε το όνομά της. Ή αγία εκείνη ψυχή -τύπος πραότητας και ανεξικακίας- της μετέδωσε όλη την μοναχική πείρα τών συγχρόνων της μοναχών και τις βάσεις για να προχωρήσει σταθερά την μοναχική της πορεία. Μαζί πέρασαν 30 χρόνια μεστά από αγιασμό, ώσπου ή Γερόντισσά της κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 7 Απριλίου του 1915.



Ή αδελφή Θεοφανώ ήταν ένας άνθρωπος πράος, άκακος, σεμνός και αγαπητός από όλη την αδελφότητα. Γι’ αυτόν τον λόγο έφτασε ως το αξίωμα της Ηγουμένης όταν διαδέχθηκε την Ηγουμένη Θεοδοσία Καρδίτση μετά το θάνατό της το 1933. Την διαδέχθηκε και κατά τον τρόπο της Αγάπης, της θυσίας, της διακονίας...



Ήταν πολύ ελεήμων. Από το υστέρημα της χώριζε ένα χρηματικό ποσό ή δώρα της αγάπης της, όπως τρόφιμα και ρούχα, τα έκανε δεματάκια και τα έκρυβε στις γλάστρες της αυλής τού κελιού της. Έγνεφε με το δάκτυλο από το μπαλκονάκι της και τα έπαιρναν εκείνοι που περίμεναν την κίνηση της σπλαγχνικής καρδιάς της. Αυτή ή πράξη γινόταν πάντοτε κρυφά αποφεύγοντας επιμελώς να ακούει τις ευχαριστίες των ανθρώπων...

Τα διακονήματά της ήταν ή ψαλτική και ή διακονία στο 'Ιερό Βήμα, μία διακονία πού την προσέφερε με ιδιαίτερη αυταπάρνηση υπομονή και πάντοτε με σιωπή. Για τούς Λειτουργούς τού Ύψιστου έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό. ’Έλεγε χαρακτηριστικά: «Μετά το Ευαγγέλιο ό Ιερέας γίνεται πυρφόρος Άγγελος». Στις ήμερες της κτίσθηκε το παρεκκλήσι της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Χριστίνας. Στην ευθύνη της είχε και το εξωκκλήσι τού Αγίου Ίωάννου τού Θεολόγου.

Έτρεφε μεγάλη αγάπη για την Παναγία. Γι’ αυτό και αξιώθηκε πολλές φορές να την δει.



Κάποτε περίμενε στην ουρά μέ τις άλλες αδελφές μέ την στάμνα στο χέρι για να πάρει νερό από το παρεκκλήσι της Παναγίας της Κατωγιώτισσας και είδε την Παναγία να ξεκόβει από την ουρά των μοναχών και να μπαίνει στο Ναό...



Άλλη φορά είδε την Παναγία σαν κοριτσάκι να προχωρά μέ την πομπή τών Παρθένων έτσι όπως εμφανίζεται στην παράσταση τών Είσοδίων και να περνά μέ χάρη από το κελί της.

Στην Κατοχή, και ενώ ήταν λυπημένη για την κατάσταση στο μοναστήρι μέ την φτώχεια και τις στερήσεις, είδε την Παναγία πού της είπε επιτακτικά: «Μην ανησυχείς, παιδί μου, εγώ θα θρέφω τις καλογριές σου».



Όταν ήταν Ηγουμένη, ανέβηκε στο μοναστήρι για να προσκυνήσει μία κυρία, ή όποια ήθελε να δώσει χρήματα για την ενίσχυση τών αδελφών. Την ώρα πού έφτασε στο μοναστήρι, συνέπεσε να έχει έλθει ένας ψαράς από την χώρα, ό όποιος άπλωσε την πραμάτεια του στο πλατύσκαλο κάτω από το Ηγουμενείο. Το κρύο ήταν πολύ, ό αέρας φυσούσε μανιασμένος. Οι μοναχές είχαν πέσει πάνω από τά καλάθια, ποιά θα πρωτοπάρει. Ή εικόνα αυτή επηρέασε την καλή της θέληση και μονολόγησε: «Σ’ αυτές τις φαγάνες να δώσω τά χρήματά μου; Μη γένοιτο». Έτσι προσκύνησε και έφυγε. Το βράδυ, αφού έπεσε να κοιμηθεί, άκουσε κτυπήματα στην πόρτα τού ξενοδοχείου και άνοιξε. 



Μπροστά της είδε μια ωραιότατη κυρία, ή οποία επιβλητικά και αυστηρά της είπε: «Αυτό πού ήθελες να κάνεις το πρωί, να το πραγματοποιήσεις, γιατί σε περιμένει μεγάλη τιμωρία». «Και ποιά είσαι εσύ κυρία μου» της άπαντά, «και πώς ξέρεις τί σκέπτομαι εγώ;».

«Είμαι ή Μάνα των φαγάνων» της αποκρίθηκε και εξαφανίστηκε. Την άλλη μέρα το πρωί, αμέσως μόλις ξημέρωσε, ανέβηκε στο μοναστήρι και αφού διηγήθηκε με δέος το περιστατικό, έδωσε διπλά χρήματα από όσα είχε πρόθεση να δώσει αρχικά. Πάντοτε, όταν διηγιόταν το γεγονός αυτό, ή Γερόντισσα Θεοφανώ έκλαιγε...





 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. 


apantaortodoxias.blogspot.ca