Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Οι οσιοπαρθενομάρτυρες αδελφές Αγάπη, Ειρήνη, Χιονία της Θεσσαλονίκης († 16 Απριλίου)



site analysis


Στη χορεία των αγίων ενδόξων μαρτύρων της Πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας μας ανήκουν και οι τρεις κόρες – αδελφές Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία.
Έζησαν στη Θεσσαλονίκη και μαρτύρησαν στα χρόνια του σκληρού διώκτη Διοκλητιανού (304). Φαίνεται ότι ήταν ενεργά μέλη Αδελφότητας νέων χριστιανών. Αγαπούσαν πολύ τον Ιησού Χριστό και τη μελέτη των Αγίων Γραφών και χριστιανικών βιβλίων.
Όταν όμως ο Διοκλητιανός εξέδωσε διάταγμα τον Φεβρουάριο του 303, που απαγόρευε τη χρήση και κατοχή χριστιανικών βιβλίων και κειμένων, οι τρεις αυτές αδελφές έκρυψαν τα βιβλία. Και για να διαφυλάξουν την πίστη τους, κατέφυγαν σε «όρος υψηλό» κοντά στη Θεσσαλονίκη, πιθανώς στον Χορτιάτη. Στο καταφύγιό τους αυτό τις επισκέφθηκε και η αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια και τις ενίσχυσε με πνευματικές συμβουλές προαναγγέλλοντας τη δόξα του μαρτυρίου τους. Τους εξέδωσε μάλιστα και υπόσχεση ότι με τις προσευχές της θα τις συνοδεύει…
Είχε ολοκληρωθεί ένας χρόνος ασκήσεως, όταν κάποιος απεσταλμένος του αυτοκράτορα ανακάλυψε τις τρεις κόρες στο κρησφύγετό τους, ερημητήριο. Τις συνέλαβε και τις οδήγησε για ανάκριση μπροστά στο διοικητή της Μακεδονίας (στη Θεσσαλονίκη) Δουλκίτιο. Μαζί με την Αγάπη, την Ειρήνη και τη Χιονία δικαζόταν και ένας άλλος όμιλος τεσσάρων χριστιανών νέων – ανηλίκων – ο Αγάθων, η Κασία, η Φιλίππα και η Ευτυχία.
Ο αστυνόμος Κάσσανδρος οδήγησε όλους μαζί στον κύριό του με την κατηγορία ότι «δεν θέλουν να φάγουν από τα ειδωλόθυτα». Από τα πρακτικά της δίκης αυτής, που διασώθηκαν, θαυμάζουμε τη γενναιότητα και τη σταθερότητα των νέων αυτών. Αψηφώντας τον θάνατο για την αγάπη του Κυρίου έδωσαν απαντήσεις που κατέπληξαν το ακροατήριο του δικαστηρίου. Ο διοικητής Δουλκίτιος απευθυνόμενος προς όλους τους ρώτησε αγανακτισμένος: «Τι μανία σας έχει πιάσει, ώστε να μην υπακούτε στη διαταγή των θεοφιλεστάτων αυτοκρατόρων μας; Γιατί δεν τρώτε από τα ειδωλόθυτα;».
Πρώτος ο Αγάθων απάντησε λακωνικά: «Είμαι χριστιανός». Η Αγάπη συνέχισε άφοβα: «Έχω πιστέψει στον ζώντα Θεό και δεν θέλω να απολέσω την συνείδησή μου». Η Ειρήνη και η Χιονία έδωσαν και αυτές με τη σειρά τους τις γενναίες τους απαντήσεις:
— Δεν υπακούω στις διαταγές σου, αυτοκράτορα. Για τον φόβο (την αγάπη) του Θεού θα μείνω πιστή.
— Έχω πιστεύσει στον ζώντα Θεό και δεν πράττω τούτο.
Ο έπαρχος ματαιοπονούσε. Ποτέ του δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να νικηθεί από τόσο νέους σε ηλικία ανθρώπους. Ντροπιασμένος και οργισμένος είπε: «Για την Αγάπη και τη Χιονία, επειδή ασεβούν στο θείο θέσπισμα και ακολουθούν την ανάξια και σάπια και μισητή θρησκεία των χριστιανών, διατάζω να ριφθούν στην πυρά. Οι υπόλοιποι στο δεσμωτήριο.»
Η Αγάπη και η Χιονία, οι δύο μεγαλύτερες αδελφές, κέρδισαν πρώτες το ένδοξο στεφάνι της νίκης του μαρτυρίου… Την επόμενη μέρα ανακαλύφθηκαν στο σπίτι της Ειρήνης τα απαγορευμένα βιβλία, χειρόγραφα της Αγίας Γραφής και άλλα… Μια ολόκληρη βιβλιοθήκη χριστιανική.
Νέα ανάκριση. Νέα απολογία θαυμαστή της μικρής Ειρήνης.
— Ποιος σε συμβούλευσε να φυλάξεις αυτά τα δέρματα και τα κείμενα;
— Ο Θεός ο παντοκράτωρ, που ζήτησε να Τον αγαπούμε μέχρι θανάτου.
— Ποιος γνώριζε ότι αυτά βρίσκονταν στο σπίτι που κατοικούσες;
— Κανένας άλλος δεν βλέπει παρά μόνο ο Θεός ο παντοκράτωρ που γνωρίζει τα πάντα.
— Το περασμένο έτος που κρυφθήκατε;
— Όπου θέλησε ο Θεός, στα βουνά, στην ύπαιθρο.
— Σε ποιον πήγατε;
— Στην ύπαιθρο, από βουνό σε βουνό.
— Ποιοι σας έδιναν ψωμί;
— Ο Θεός που το δίνει σε όλους.
Μόνο μια καρδιά που αγαπά πολύ τον Θεό και ένας νους που είναι φωτισμένος από Πνεύμα Άγιο μπορεί να μιλήσει έτσι. Η Ειρήνη τα είχε και τα δύο. Ο αδαμάντινος χαρακτήρας της και η γενναιότητά της εξόργισε τον Δουλκίτιο, ο οποίος διέταξε και έκαψαν αμέσως τα άγια βιβλία και την ίδια την έκλεισαν με εντολή του σε τόπο ακολασίας. Στη δύσκολη αυτή ώρα ο Θεός ο Παντοκράτωρ ενίσχυσε με ειδική θεία χάρη την Ειρήνη και την προστάτευσε με την αόρατη παρουσία του. Η ακτινοβολία της σωφροσύνης που εξέπεμπε η αγία μορφή της παρέλυσε αμέσως τα πονηρά σχέδια των κακόβουλων ανθρώπων. Κανένας δεν τόλμησε να αγγίξει την αγνή αυτή κόρη. Οργισμένος από την είδηση αυτή ο διοικητής διέταξε να την ρίξουν ζωντανή στη φωτιά. Στον ίδιο τόπο όπου πριν από λίγες μέρες είχαν μαρτυρήσει οι αδελφές της Αγάπη και Χιονία, εκεί και η Ειρήνη, με δοξολογία προς τον άγιο Θεό και ειρηνικά, μέσα στις φλόγες, παρέδωσε την αγνή ψυχή της στον Νυμφίο Κύριό της… Ο σπόρος του Ευαγγελίου που είχε κηρύξει πριν από δύο αιώνες ο απόστολος Παύλος, είχε καρπίσει…
Τα υπολείμματα των ιερών Λειψάνων και των τριών αυτών αγίων παρθένων-μαρτύρων τα περισυνέλεξαν ευσεβείς πιστοί της Θεσσαλονίκης και τα έθαψαν δυτικά της πόλεως κοντά στα τείχη. Στο σημείο αυτό σύμφωνα με αρχαία μαρτυρία υψώθηκε ναός ρυθμού βασιλικής στη μνήμη αυτών των αγίων.
Σε μια εποχή που γκρεμίζονται οι ηθικές αξίες και οι περισσότεροι νέοι μας ζουν χωρίς ορθό προσανατολισμός και αγνά πρότυπα οι άγιες τρεις κόρες –αδελφές Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία του 3ου μ.Χ. αιώνα από τη Θεσσαλονίκη, μας συγκινούν, μας ενθουσιάζουν και μας λένε: Η ζωή της αγνότητας και της σωφροσύνης με τη δύναμη του Χριστού είναι δυνατή! Σε κάθε εποχή! Και η ζωή αυτή, η χριστιανική, είναι η πιο όμορφη, η πιο χαρούμενη που αξίζει να ζει κανείς…
Ας χαρούν λοιπόν οι πιστές νέες της πατρίδας μας. Ας μη φοβούνται. Δεν είναι μόνες. Έχουν το Θεό μαζί τους. Δίπλα τους έχουν και έναν χορό νέων αγίων γυναικών μαρτύρων, που προσεύχονται γι’ αυτές, που τις αγαπούν πολύ και τις ενισχύουν…
πηγή: http://www.xfd.gr/
Eις την Aγάπην και Xιονίαν.
Χιὼν τὸ πῦρ ἦν τῇ Χιονίᾳ τάχα,
Οὗ συμμετασχεῖν ἠγάπησεν Ἀγάπη.
Eις την Eιρήνην.
Βέλος σε πέμπει πρὸς τὸν εἰρήνης τόπον,
Ἀφ’ αἱμάτων σῶν ἐκμεθυσθὲν Εἰρήνη.
Χιονίην τ’ Ἀγάπην ἐκκαιδεκάτῃ κατέκαυσαν.
ΠΗΓΗ.ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Αγία μάρτυς Θωμαΐς (14 Απριλίου)



site analysis

Η Αγία Μάρτυς Θωμαΐς γεννήθηκε και έζησε στην Αλε­ξάνδρεια και διακρινόταν για την ευσέβεια και την πνευματική της μόρφωση. Από μικρή ηλικία είχε επιδοθεί στα έργα της φιλανθρωπίας και του ελέους, συνοδεύοντας τη μητέρα της. Τη διακονία αυτή εξακολούθησε να την ασκεί ακόμα και όταν νυμφεύθηκε.
Η Αγία είχε μια κατά πάντα ευλογημένη οικογένεια. Με το σύζυγο της συνδεόταν με αληθινή και ανυπόκριτη αγάπη. Την ειρηνική τους όμως συνύπαρξη την φθόνησε ο εφευρέτης της κακίας διάβολος και θέλησε να τους χωρίσει, μάλιστα δε με τραγικό τρόπο.
Κάποτε που η Θωμαΐδα ήταν μόνη της στο σπίτι, επειδή ο σύζυγος της έλειπε σε δουλειές, δέχθηκε ανήθικη επίθεση από τον πάτερα του συζύγου της, δηλαδή τον πεθερό της, ο οποίος κυριευμένος από το δαίμονα της πορνείας και υποδουλωμένος στο πάθος της ακολασίας ήθελε να έχει μαζί της ερωτική σχέση. Η Αγία, η οποία είχε πάντοτε ζωντανή στη μνήμη της την αίσθηση της πανταχού παρουσίας του Θεού και ζούσε με αγνότητα και σωφροσύνη, αντιστάθηκε με σταθερότητα και παρρησία. Προσπάθησε να τον πείσει ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να γίνει, επειδή είναι, αντίθετο με το θέλημα του Θεού, το οποίο ήταν γι αυτήν τρόπος ζωής και πηγή εμπνεύσεως. Τυφλωμένος όμως εκείνος από το πάθος, επέμενε απειλώντας την με θάνατο. Η Αγία Θωμαΐς συνέχισε να αντιστέκεται και προτίμησε το θάνατο από την υποδούλωση στο κράτος της αμαρτίας και την εξουσία του θανάτου. Γιατί η έξοδος με μαρτυρικό τρόπο από τήν παρούσα σύντομη ζωή για τη δόξα του Θεού δεν είναι θάνατος, αλλά μετάβαση από το θάνατο στη ζωή. Είναι νίκη της ζωής επί του θανάτου, ήταν γι αυτήν τρόπος ζωής και πηγή εμπνεύσεως. Τυφλωμένος όμως εκείνος από το πάθος, επέμενε απειλώντας την με θάνατο. Η Αγία Θωμαΐς συνέχισε να αντιστέκεται και προτίμησε το θάνατο από την υποδούλωση στο κράτος της αμαρτίας και την εξουσία του θανάτου. Γιατί η έξοδος με μαρτυρικό τρόπο από την παρούσα σύντομη ζωή για τη δόξα του Θεού δεν είναι θάνατος, αλλά μετάβαση από το θάνατο στη ζωή. Είναι νίκη της ζωής επί του θανάτου.
Ο δυστυχής εκείνος την μαχαίρωσε θανάσιμα και μετά το τραγικό αυτό περιστατικό έχασε το φως του και γύριζε μέσα στο σπίτι σαν χαμένος. Στην κατάσταση αυτή τον βρήκαν κάποιοι γείτονες που έψαχναν για τον υιό του, και τον παρέδωσαν στις αρχές για να δικαστεί. Ενώ η Θωμαΐδα, όπως γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «έλαβε στέφανον μάρτυρος διά την σωφροσύνην».
Ο προϊστάμενος της σκήτης της Αλεξανδρείας, μοναχός Δανιήλ, μόλις πληροφορήθηκε το μαρτυρικό τέλος της Θωμαΐδος, κατέβηκε αμέσως στην πόλη με μερικούς μοναχούς και παρέλαβε το ιερό λείψανο της Αγίας. Το μετέφερε με ευλάβεια στη Σκήτη και το ενταφίασε με τιμές στο κοιμητήριο των πατέρων. Τότε συνέβη και το έξης θαυμαστό. Κάποιος μοναχός, ο όποιος επολεμείτο από το δαίμονα της πορνείας και είχε ταλαιπωρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, προσευχήθηκε στον τόπο που ενταφιάσθηκε το λείψανο της Μάρτυρος, ζητώντας τη βοήθειά της. Και αφού άλειψε το σώμα του με λάδι από το καντήλι που έκαιγε στον τάφο της, απαλλάχθηκε από τον πειρασμό και ειρήνευσε. Αλλά κατά καιρούς, και άλλοι πιστοί, μοναχοί και λαϊκοί, που βασανίζονταν από σαρκικούς πειρασμούς, προσεύχονταν στην Αγία και με τις πρεσβείες της ενισχύονταν στον αγώνα τους ή και απαλλάσσονταν από το πάθος.
(Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, Συναξαριστής Απριλίου)

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΡΟΤΣΟ ΚΑΛΥΜΝΟΥ .ΜΟΝΑΧΗ ΑΝΝΑ ΚΟΥΛΙΑΝΟΥ."



site analysis

«Είδα την αδελφή Άννα στον ύπνο μου ντυμένη μέ την στολή της Μεγαλόσχημης να την μεταφέρουν δύο λευκοφορεμένοι Άγγελοι στον ουρανό»



Μία επίσης χαριτωμένη ψυχή, που κοιμήθηκε εν Κυρίω στην Ιερά αυτή Μονή, ήταν και ή απλοϊκή αδελφή Άννα, κατά κόσμο Μαρία. θυγατέρα των Νικολάου και Θεμελίνας Καλλικαντζάρου, ή όποια γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1894. Είχε γνώσεις του Δημοτικού σχολείου, αλλά ήταν προικισμένη με ενδιαφέρον για την γνώση. Πάντοτε σημείωνε ότι καινούργιο άκουε για να το συγκρατήσει καλύτερα και να το κάνει κτήμα της. Αξιώθηκε να έχει χριστιανική παιδεία, δηλαδή να μάθει να αγαπά τον εκκλησιασμό και την προσευχή, περισσότερο από κάθε άλλο. ’Έτσι απέκτησε απλή και αγαθή ψυχή, δοσμένη εξ ολοκλήρου στον Ιησού Χριστό και την Εκκλησία Του.
Νωρίς παντρεύτηκε με τον Νικόλαο Κουλιανό, από τον όποιο απέκτησε ένα γιό. τον Μιχάλη. Ή φτώχεια έκανε την οικογένεια της να αναζητήσει μία καλύτερη τύχη στο εξωτερικό και μάλιστα στο Βέλγιο, όπου εργάστηκαν όλοι τους σκληρά. Εκεί έμειναν μαζί με τον Μιχαήλ Κόκκινο, τον φημισμένο γλύπτη και ευεργέτη της Καλύμνου, τά έργα τού όποιου κοσμούν διάφορα σημεία τού νησιού.


Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα και την χηρεία της, δεν έπαψε να λατρεύει τον Δημιουργό της νύκτα και ημέρα. Προσευχή, μελέτη, εκκλησιασμός και σιωπή ήταν οι άξονες της πνευματικής της ζωής. Ή μόνη της παρέα ήταν ή μοναχή Εύβούλη Βρεττού, πού μόναζε στον κόσμο και ήταν πνευματική θυγατέρα των Πατέρων της Ίεράς Μονής Αγίου Παντελεήμονα Καλύμνου. Από αυτήν απέκτησε τον ζήλο να αφιερωθεί με το μοναχικό σχήμα στον Χριστό.


Μέσω της καλογριάς αυτής γνώρισε την Ιερά Μονή της Παναγίας της Έλεούσης και συνδέθηκε με την αδελφότητα της. Τούς έκμυστηρεύθηκε τον πόθο της, αλλά εκείνες δίσταζαν να την κρατήσουν εξαιτίας της πνευματικής υποθήκης τού Γέροντά τους Άμφιλοχίου (Μακρή). Κατόπιν προσευχής όμως την δέχθηκαν, επειδή διέγνωσαν την απλότητα τού χαρακτήρα της και την γνησιότητα των προθέσεών της. Μονολότι είχε περάσει τά 80 της χρόνια, δεν υστερούσε στον ζήλο από τις άλλες μοναχές. Σηκωνόταν λίγο μετά τά μεσάνυκτα και διάβαζε στο κελλάκι της το Ψαλτήρι κάνοντας απειράριθμα κομβοσχοίνια.


Κατά το πρόγραμμα της Μονής, ό ’Όρθρος αρχίζει στις 04.00
π.μ. Εκείνη πήγαινε μέ το κομβοσχοινάκι της ως και μίση ώρα νωρίτερα έξω από την Εκκλησία, περιμένοντας να ανοίξει ή Έκκλησάρισσα. Αυτό γινόταν καθημερινά και μέ οποιονδήποτε καιρό. Στην Εκκλησία παρακολουθούσε τα τελούμενα πάντοτε όρθια. Την ώρα πού διαβάζονταν ό Οίκος και το Συναξάριο, πλησίαζε στο αναλόγιο αθόρυβα. για να ακούσει προσεκτικά τά ονόματα τών εορταζόμενων Αγίων. Τότε έβγαζε από την τσέπη της ποδιάς της ένα κομμάτι χαρτί και το μολυβάκι της μέ το όποιο σημείωνε τά ονόματα τών Αγίων πού δεν γνώριζε για να προσεύχεται σ’ αυτούς.




Κάποια φορά ή Γερόντισσα της Μονής βρισκόταν σε διακονία και λίγο πριν τά μεσάνυκτα πέρασε την αυλή της Μονής για να πάει στο κελί της. Τότε πρόσεξε ότι το φως στο κελί της αδελφής Άννας ήταν ακόμη αναμμένο και ότι ακούγονταν ομιλίες. Πλησίασε. είδε από το παράθυρο την αδελφή όρθια να προσεύχεται και κτύπησε την πόρτα. Ή αδελφή Άννα την υποδέθηκε μέ στρωτή μετάνοια και της είπε ότι έκανε κομβοσχοίνι ονομαστικά σε κάθε ένα από τούς Αγίους πού γιορτάζονταν την ήμερα πού πέρασε και αυτό θα έπρεπε να προλάβει να το τελειώσει, προτού πάει στον Όρθρο και ακούσει τους Αγίους της επόμενης ημέρας. Το χαρτί και το μολύβι πού βαστούσε στον Όρθρο, της έδιδαν πνευματική εργασία για όλο το εικοσιτετράωρο! Υπήρξε μεγάλη νηστεύτρια και δεν έκανε τίποτα χωρίς ευλογία. Επίσης ποτέ δεν αντιμίλησε ούτε φιλονίκησε μέ τις αδελφές. Ακόμη είχε πολύ μεγάλη προθυμία στο να εκτελεί τις εντολές της Γερόντισσας. Ή χειρωνακτική εργασία μέ ζήλο και προθυμία ήταν ή προσφορά της στην Μονή. Πρώτη στον εκκλησιασμό, πρώτη στο διακόνημα, πρώτη και στην βοήθεια και τών κατά πολύ νεωτέρων της αδελφών.



Έγινε ρασοφόρος ανήμερα της Υπαπαντής από τον Γέροντα Άμφιλόχιο (Τσούκο), ό όποιος εξαιτίας της γιορτής αυτής της έδωσε το όνομα της προφήτιδος Άννης, θυγατέρας Φανουήλ και διότι έμοιαζε ή ζωή τους. Ή χαρά της ήταν απερίγραπτη, ενώ ή χάρις τού Αγίου Πνεύματος πού έλαβε έγινε αντιληπτή από όλο το εκκλησίασμα. Αρνούνταν όμως να πάρει το 


Μεγάλο Σχήμα. Και αυτό διότι θεωρούσε τον εαυτό της ανάξιο. Είχε ακούσει ότι οι Μεγαλόσχημοι πρέπει να κρατήσουν την ευλογία πού πήραν αμόλυντη. Και γι’ αυτό παρακαλούσε την Παναγία να το πάρει στα τελευταία της. ’Έτσι κάποτε πού αρρώστησε σοβαρά ειδοποίησαν τον Γέροντα της Μονής της Αγίας Αίκατερίνας Κυπριανό, την διάβασε μεγαλόσχημη στην επιθανάτιο κλίνη και άκολούθως παρέδωσε το πνεύμα στις  27 Μαρτίου του 1977. Τά χαράματα έφθασε λαχανιασμένη στο μοναστήρι ή φίλη της μοναχή Εύβούλη και ζητούσε να μάθει, γιατί δεν ειδοποιήθηκε να έλθει στην κουρά. Τότε σαστισμένες την ρώτησαν όλες οι αδελφές «για ποιά κουρά μιλάς;», και εκείνη τούς απάντησε απλοϊκά: «Είδα την αδελφή Άννα στον ύπνο μου ντυμένη μέ την στολή της Μεγαλόσχημης να την μεταφέρουν δύο λευκοφορεμένοι Άγγελοι στον ουρανό». Αφού λοιπόν της διηγήθηκαν Η Μοναχή Άννα Κουλιανου για την κουρά και την κοίμηση της αδελφής Άννας, όλες μαζί δόξασαν τον Θεό, διότι μέ το όραμα της αδελφής Εύβούλης πήραν πληροφορία για την σωτηρία της ψυχής της αδελφής Άννας...


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ 2015. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ Π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Ασκήτριες μέσα στόν κόσμο...( Αικατερίνη Δέρβα ) - ( 2014 )



site analysis


katerina-derva 


Βιογραφικά
Γεννήθηκε στην Βλάστη Κοζάνης το 1890 και ήταν η έκτη θυγατέρα του Γιάννη Βλαχογιάννη και της Μαρίας, που ήταν πολύ ευλαβής γυναίκα και πολύ συνετή. Διηγείτο η μητέρα της ότι οι πρόγονοί της φιλοξένησαν στο σπίτι τους δύο φορές τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό και τους ευλόγησε...
Η Κατερίνα παρακολούθησε μερικές τάξεις στο Δημοτικό Σχολείο, έμαθε να διαβάζη και σ’ όλη της την ζωή μελετούσε πολύ. Ήταν πολύ όμορφη και όταν ήρθε στο χωριό τους ένας νέος δάσκαλος, του άρεσε και την έκλεψε.
Ο πατέρας της έδωσε την ευχή του, έγινε ο γάμος της Κατερίνας με τον Κωνσταντίνο Δέρβα και εγκαταστάθηκαν στο χωριό του συζύγου της, στην Τσαρίτσανη Ελασσώνος. Όταν η Κατερίνα περίμενε το τρίτο της παιδί, τον άνδρα της κάποιος τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Έτσι σε ηλικία 27 ετών έμεινε χήρα με τρία μωρά. Για να ζήση εμαθε να ράβη.
Αργότερα οι συγγενείς της της έκτισαν ένα σπίτι στην Βλάστη δίπλα στο πατρικό της. Εκεί έμαθε και πλεκτομηχανή. Ο γυιός της, ο Γιώργος, έμαθε και αυτός ραπτική και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη, όπου τον ακολούθησε και η μητέρα του Κατερίνα.
Η εγκατάστασή της στην πόλη του Αγίου Δημητρίου ήταν δώρο Θεού για την Κατερίνα, γιατί αξιοποίησε τις πνευματικές ευκαιρίες που υπήρχαν. Εκκλησιαζόταν στον Άγιο Μηνά, στην Παναγία Χαλκέων, στην Αγία Αικατερίνη και κυρίως στην Αγία Σοφία, την οποία θεωρούσε σπίτι της. Εκεί βρήκε τον π. Βασίλειο Καϊμάκη, τον ενάρετο πνευματικό, στον οποίον Εξομολογείτο.
Είχε μεγάλη ευλάβεια στα θεία και εσέβετο πολύ τους ιερείς. Είχε άνεψιό τον π. Ευσέβιο Βίττη, τον οποίον υπεραγαπούσε. Στην ζωή της αξιώθηκε δύο φορές να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους....

Στην εξωτερική της εμφάνιση ήταν μικρόσωμη. Φορούσε πάντα μανδήλα στο κεφάλι και μαύρα ρούχα. Ήταν περιποιημένη, δεν ήταν ρακένδυτη και ατημέλητη. «Αυτά είναι υπερβολές», έλεγε. «Ο άνθρωπος να είναι καθαρός και περιποιημένος».
Ζούσε την μετάνοια και πενθούσε για τις αμαρτίες της, αλλά εκφραζόταν αυτό ως χαρά. Ζούσε το χαροποιό πένθος, την χαρμολύπη, όπως λέγουν οι πατέρες. Ήταν άνθρωπος που αγαπούσε την ζωή, την ομορφιά της ζωής, την καθημερινή πραγματικότητα. Δεν ένιωθε μέσα της ότι εστερήθη, ότι εταλαιπωρήθη, ότι υπέφερε. Δεν παραπονείτο για τίποτε, όλα τα ξεπέρασε με την εμπιστοσύνη της στον Θεό και την προσευχή.
Όπου πήγαινε άλλαζε την ατμόσφαιρα. Μετέδιδε αυτό που βίωνε, και όταν την ρωτούσαν κάτι, μετέδιδε τον λόγο του Θεού. Δεν είχε μονοτονία στην συμπεριφορά της. Ήταν πάντα ένας δροσερός άνθρωπος. Έλεγε: «Μία καινούργια μέρα, μία καινούργια ζωή». Δεν αγωνιούσε για τίποτε. Αν και είχε περάσει πολλές δυσκολίες στην ζωή της, έλεγε:
«Αν ξαναερχόμουν στην ζωή, πάλι εύκολα θα την περνούσα. Εμένα ο Θεός με αξίωσε να περνώ άνετα, χωρίς να έχω ούτε κτήμα ούτε σπίτι στο όνομά μου. Δεν ξέρω τι θα πει εφορία, τι θα πει δικηγόρος. Πέρασα σαν βασίλισσα». Ήταν πάντα ειρηνική χωρίς εκρήξεις και θυμούς.
Το τυπικό της
Ο γυιός της είχε αγοράσει ένα κτήμα κοντά στην Σχολή Πολέμου και αυτό για την Κατερίνα ήταν σαν παράδεισος. Εργαζόταν εκεί και η ίδια, αλλά πιο πολύ επιστατούσε στους εργάτες που καλλιεργούσαν τις φυστικιές. Η ίδια ανέβαινε, στα δένδρα και προσευχόταν. Αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί.
Ξυπνούσε πολύ πρωί και έλεγε: «Εγώ αργότερα θα κοιμάμαι αιώνια. Όταν θα φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο, τότε θα χορτάσω ύπνο. Τώρα πρέπει να προλάβω να χαρώ αυτό το δώρο του Θεού, να σκεφτώ και να φιλοσοφίσω».
Εκτός από την πρωινή προσευχή συνήθιζε να προσεύχεται τα μεσάνυχτα αφού προηγουμένως ξεκουράζετο λίγο. Έλεγε:«Τα μεσάνυχτα, όταν όλα ησυχάζουν αφού ξεκουραστή λίγο ο άνθρωπος, η ψυχή του εχει ανάγκη να μιλήση με τον Θεόν».
Αγαπούσε πάρα πολύ να προσεύχεται με το κομποσχοίνι, και έλεγε να προσέχουμε πως κάνουμε την προσευχή μας.
Έλεγε στον εαυτό της όταν έπεφτε να κοιμηθή: «Η νύχτα πέφτει, η ζωή μου πλησιάζει στο τέρμα της». Και στη νυχτερινή προσευχή της μεταξύ άλλων ελεγε: «Είμαι μπροστά Σου, κλαίω ζητώντας να καταλάβω τι έκανα σήμερα. Τα λουδούδια Σου τα πάτησα, στον κήπο μου δεν έχω άλλα λουλούδια, μόνο αγκάθια φυτρώνουν. Κάνε, Χριστέ μου, να ανθίσουν άλλα».
Εκκλησιάζετο κάθε Κυριακή και εορτή και κοινωνούσε συχνά, αφού εξωμολογείτο. Παρακολουθούσε και κηρύγματα. Τις υπόλοιπες προσευχές τις έκανε στην καλύβα της. Ήταν γι’ αυτήν ένας χώρος που την ανέβαζε στον ουρανό. Αν και ζούσε μόνη της, σε μία παράγκα στην ερημιά, όχι στο μεγάλο σπίτι που υπήρχε εκεί δίπλα, δεν φοβόταν. «Τί να φοβηθώ;», έλεγε. «Στα φτωχά και στα ταπεινά κλέφτες δεν πάνε. Μου είπαν να καθήσω εδώ• κάθησα και βρήκα μεγάλη ωφέλεια».
Αγαπούσε πολύ το διάβασμα. Εκτός από την Αγία Γραφή και τα πνευματικά βιβλία, διάβαζε και λογοτεχνικά για να εμβαθύνη στις έννοιες και να μάθη να ψυχολογή τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Ό,τι διάβαζε δεν το προσπερνούσε τυπικά αλλά εμβάθυνε.
Είχε την ικανότητα να παίρνη μία λέξη, να την αναπτύσση, να κάνη ολόκληρο κήρυγμα. Επειδή μιλούσε για πνευματικά και ενέπνεε σεβασμό, μερικοί νόμιζαν ότι είναι πρεσβυτέρα και την προσφωνούσαν κυρα-παπαδιά. Είχε δυνατή μνήμη και αποστήθιζε όσα διάβαζε. Κάποτε είπε: «Θεέ μου, έμαθα πολλά για σένα, διάβασα πολλά, άκουσα πολλά, ας κλείσω τώρα τα βιβλία και ας μιλήση η ψυχή μου μαζί Σου».
Έλεγε στην προσευχή της: «Πολυεύσπλαχνε, δώσε μας να αισθανθούμε το φως της Μεταμορφώσεως, την δύναμη της Αναστάσεως και την φλόγα της Πεντηκοστής».
«Ιησού, εσύ είσαι η ζωή και το φως, ο λόγος και ο άρτος, η αλήθεια και η αγάπη. Δώσε μας τον εαυτό σου για να βρούμε τον εαυτό μας».
Νήστευε και έκανε όσα ορίζει η Εκκλησία, αλλά είχε ξεπεράσει το τυπικό. Όταν έψαλλε και προσευχόταν ήταν συγκεντρωμένη στον εαυτό της και φαινόταν ότι τα αισθανόταν, τα ζούσε. Ήταν πολύ αδύνατη. Έτρωγε ελάχιστα. «Δεν θυμάμαι ποτέ να έφαγα και να χόρτασα», ελεγε.
Της άρεσε πολύ ν’ ανάβη κερί και να θυμιάζη. Έλεγε: «Να καίη το κερί πάντα μπροστά στην εικόνα. Όπως λάμπει το φως του κεριού, να λάμπη και η ψυχή μου, να φωτισθή με το φως της Μεταμορφώσεως».
Αν και είχε πολλή αγάπη στους ανθρώπους δεν είχε στο τυπικό της να κάνη ελεημοσύνες. Όπως έλεγε δεν είχε τίποτε, όλα ήταν του γυιού της και αυτή δεν μπορούσε να τα διαθέση. Δεν είχε χρήματα και περιουσίες για να εκδηλώνεται η υλική ελεημοσύνη της, αλλά η ελεήμων ψυχή της εδινε άφθονη πνευματική ελεημοσύνη.
Όποιος πήγαινε κοντά της, ήταν σαν να του έδινε ολόκληρο το είναι της, εάν ο επισκέπτης το ζητούσε αλλοιώς σιωπούσε. «Στα πνευματικά δεν μπορείς να βοηθήσης, αν δεν έχη ο άλλος διάθεση», έλεγε. Δεν ήταν μέλημά της να πηγαίνη σε Νοσοκομεία και φυλακές, αλλά έδινε ό,τι είχε με διάθεση, με εγκαρδιότητα• όσο ασήμαντο κι αν ήταν αυτό, σε γέμιζε.
Η πνευματική της εργασία
Η Κατερίνα ζούσε έντονα πνευματική ζωή, καθοδηγούμενη από τα πατερικά βιβλία, σαν να ήταν θεοδίδακτη. Είχε όμως την καλή ανησυχία και εφοβείτο μην είναι σε πλάνη. Είπε στον π. Μεθόδιο, γνωστό της ιερομόναχο που σύχναζε στο Άγιον Όρος, αν βγή κάποιος αγιορείτης διακριτικός Γέροντας, να την πάη να τον συμβουλευτή.
Όταν ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης επαθε κυάμωση και πήγε στο Νοσοκομείο, πήγε να τον δή με τον π. Μεθόδιο. Ο Γέροντας την είδε ιδιαιτέρως και, ενώ έξω περίμεναν πολλοί, αυτήν την κρατούσε και της έλεγε: «Γερόντισσα, πές κι άλλα». Την κοίταζε έκπληκτος και με θαυμασμό της επαναλάμβανε: «Γερόντισσα, πές κι άλλα».
Η Γερόντισσα του είπε: «Εγώ ήρθα εδώ για να ρωτήσω και ν’ ακούσω, όχι να πώ». Και ο Γέροντας της είπε: «Έτσι να συνέχισης. Μή φοβάσαι. Εγώ θα εύχομαι για σένα». Την κράτησε πάνω από ώρα, ενώ οι άλλοι περίμεναν απ’ εξω και χτυπούσαν την πόρτα• στον π. Μεθόδιο είπε ιδιαιτέρως:
«Η Γερόντισσα θα κοιμηθή σε λίγα χρόνια». Όταν πήγε αργότερα στον παπα-Εφραίμ του είπε πάλι:
«Η Γερόντισσα θα κοιμηθή σε ένα χρόνο. Αυτή θα είναι πρώτη στον Παράδεισο, μπροστά από πολλούς Αγιορείτες.
Δεν έχω δει τέτοια ψυχή στην ζωή μου, ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει τέτοια ψυχή μέσα στον κόσμο. Είναι μία ψυχή που εχει ζήσει την θεολογία στην πράξη και εχει ξεπεράσει όλα τα πνευματικά στάδια. Αυτή η γιαγιά με την απλότητά της, με την εσωτερική κοινωνία με τον Θεό διά της προσευχής, με την πολλή της ταπείνωση και την δίψα και την λαχτάρα που έχει για τον Χριστό, έφθασε σε τέτοια μέτρα και δεν της χρειάσθηκε η άσκηση σε Μοναστήρι. Θα εύχομαι εγώ γι’ αυτήν, αλλά πές την να εύχεται κι αυτή για μένα».
Η Κατερίνα ζούσε αθόρυβα και εν κρυπτώ την πνευματική ζωή. Δεν μιλούσε για υπερφυσικές καταστάσεις και χαρίσματα, και δεν της άρεσε που έλεγαν μερικοί ότι είδαν τον Χριστό και την Παναγία. Έλεγε: «Είδε κάποιος αυτό, ή δάκρυσε μία εικόνα και τρέχει ο κόσμος. Πως κάνουν ετσι; Τι ζητούν αποδείξεις και τι χρειάζεται να δης αυτά; Εγώ τα πιστεύω αυτά και δεν αισθάνομαι την ανάγκη να πάω».
Είχε περάσει σε άλλα επίπεδα. Μιλούσε κυρίως για την ουσία της πνευματικής ζωής, για την εσωτερική εργασία και για την αίσθηση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το ένιωθε πολύ έντονα και έλεγε: «Το Άγιο Πνεύμα ζωοποιεί την ψυχή του ανθρώπου».
Αγάπησε πολύ τον Χριστό και προσευχόταν με αίσθηση σαν να ήταν ενώπιόν της ο Χριστός και η Παναγία. Δινόταν ολόκληρη στην προσευχή, ξεχνούσε τα πάντα. Στην θεία Λειτουργία, εστέκετο σ’ ένα ήσυχο μέρος και αφοσιωνόταν τελείως στο Μυστήριο.
Αισθανόταν ότι ποτέ δεν ήταν εντάξει ενώπιον του Θεού, ότι δεν είχε ανταποκριθή. Είχε μεγάλη μετάνοια και αυτομεμψία.Έλεγε: «Από την ζωή μου αυτό που ξέρω είναι ότι 85 χρόνια είναι γεμάτα αμαρτίες. Βάρυναν οι ώμοι μου. Τίποτα δεν έκανα για την μετάνοια και την σωτηρία μου».
Ήταν συνήθως σιωπηλή, δεν έλεγε πολλά λόγια. Καθόταν συμμαζεμένη με σκυφτό το κεφάλι, φορώντας μαντήλα σαν μοναχή και πάντα με το κομποσχοίνι στο χέρι. Έλεγε: «Καλύτερη είναι η σιωπή παρά να λέμε άχρηστα πράγματα».
Μερικές φορές ελεγε κάτι και όταν την ξαναρωτούσαν να το ξαναπή, έλεγε: «Πότε το είπα εγώ αυτό; Δεν το θυμάμαι. Αν είπα κάτι και ήταν καλό, αυτό δεν το είπα εγώ. Εγώ μόνο ανοησίες λέω, τίποτε καλό».
Όλα όσα έλεγε δεν τα είχε προετοιμασμένα στο μυαλό της. 
Έλεγε: «Σκέφτηκα τον Παράδεισο και είπα στον εαυτό μου, “θα μείνω απ’ εξω. Ποιός θα δώσει σημασία σ’ εμένα, μία φτωχή, αμαρτωλή και τιποτένια; Είμαι γυμνή από αρετές, δεν εχω τίποτε να παρουσιάσω. Πόσο θάθελα να είχα μερικούς αγίους φίλους, να μεσιτεύουν για μένα και να πουν ότι με γνωρίζουν!”. Μεγάλο πράγμα! Να κάνουμε φίλους τους αγίους στον Παράδεισο».
Αγαπούσε πολύ την ταπείνωση και μιλούσε συχνά γι’ αυτήν. Έλεγε ότι είναι μία βασική εργασία του ανθρώπου. Πρέπει ο άνθρωπος να ασκήται στην ταπείνωση, να την ζη βαθειά. Βίωνε την ταπείνωση και είχε πλήρη αυτογνωσία με την πατερική έννοια. Ό,τι καλό έβλεπαν οι άλλοι σ’ αυτήν, το θεωρούσε δώρο Θεού, ενώ θεωρούσε ότι η ίδια ήταν μόνο μία γριά.
Είχε χάρι Θεού και αυτό το αισθάνοντο οι πολλοί επισκέπτες της. Εγίνετο κοσμοσυρροή στην καλύβα της. Πήγαιναν άλλοι για να την δούν και να την συμβουλευτούν, και ασθενείς για να παρηγορηθούν.
Έλεγε γνωστός της ιερομόναχος: «Ένιωθα το ίδιο πράγμα, την ίδια ειρήνη, όπως όταν επισκεπτόμουν τον γερο-Παΐσιο και τον παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια. Είχε το νού της στα πνευματικά και στον Θεό και όλα τα περιστατικά της καθημερινότητας τα ανήγαγε στον Κύριο. Αυτά που έλεγε σε έβαζαν σε μία άλλη πραγματικότητα. Μερικές φορές δεν μιλούσε. Εφαίνετο ότι ζούσε αλλού, ότι βίωνε κάτι υπερφυσικό. Έσκυβε το κεφάλι της και μονολογούσε: “Αχ, Πατερούλη μου!… πώ, πώ, πώ!… Μεγάλα μυστήρια έχει ο Θεός, αλλά ποιός δίνει σημασία;”».
Δεν έκανε παρέα με γιαγιάδες αλλά με νέους. Την ρώτησε κάποιος πως τα καταφέρνει να επικοινωνή με τους νέους και απάντησε: «Μεγαλώνουν αυτοί καμμιά δεκαριά χρόνια, μικραίνω εγώ καμμιά τριανταριά και έτσι πλησιάζομε και συναντιώμαστε. Τους γέρους δεν τους θέλω. Τί να τους κάνω; Οι γέροι τρώνε καλά, πίνουν καλά, καλοπερνούν και πάνε και στην Εκκλησία. Αλλά και στην Εκκλησία είναι έτοιμοι να φωνάξουν “γκαρσόν, φέρε μας και ένα καφέ”.
Καλά περνάνε και λίγο τους λείπει να καθήσουν και σταυροπόδι. Τελειώνει η Λειτουργία και είναι έτοιμες οι γιαγιάδες να μιλήσουν και να πούνε. Που την βρίσκουν αυτήν την διάθεση; Εγώ φεύγω γρήγορα μετά την Λειτουργία και όταν με ρωτούν που πάω, τους λέω, “πάω στο κελλάκι μου”, για να μη δώ, να μην ακούσω και να μην ξέρω τίποτε. Άμα βλέπης άνθρωπο μετά την Λειτουργία που γελάει και είναι έτοιμος να πή και αστεία, δεν ξέρει αυτός, δεν κατάλαβε τι είναι η Λειτουργία. Δεν εκκλησιάστηκε».
Αυτά τα έλεγε η γερόντισσα Κατερίνα με παράπονο όχι με διάθεση κατακρίσεως, και πρόσθετε: «Όταν σκανδαλίζεσαι στην Εκκλησία, να κλείνης τα μάτια σου, διότι οι αρνητικές εικόνες θα σε επηρεάσουν δυσμενώς. Πές στον εαυτό σου ότι είσαι χειρότερος από όλους. Τα λόγια που λέει ο παπάς όσο αμαρτωλός και νάναι, είναι λόγια Χριστού και παίρνεις ευλογία. Και στον πιο παράφωνο παπά και στον πιο παράφωνο ψάλτη αν βρεθής, πές μέσα σου εδώ είναι ο Παράδεισος. Άνοιξε ο Παράδεισος».
Συμβουλές...
Έλεγε η γερόντισσα Κατερίνα: «Καταρράκτης Χάριτος και ευλογίας πέφτει κάθε πρωί από τον ουρανό. Ρίχνει ο Θεός, αλλά οι άνθρωποι κοιμώμαστε. Δεν ενδιαφέρεται κανείς να γυρίση να κοιτάξη τι αγάπη έχει ο Θεός για μας, και ετσι οι Άγγελοι παίρνουν πίσω την Χάρι».
Έλεγε σε γνωστό της νέο κληρικό: «Έχεις ένα καλό. Σε παίρνουν τηλέφωνο το πρωί, και είσαι όλος διάθεση. Σε παίρνουν το μεσημέρι, δεν λες ποτέ “τρώω”. Σε παίρνουν το βράδυ, δεν λες ποτέ “κοιμάμαι”. Αυτό να το κράτησης σε όλη σου την ζωή για όλους τους ανθρώπους. Ποτέ να μην είσαι απασχολημένος για τον εαυτό σου. Να είσαι πάντα στην διάθεση των άλλων. Είναι μεγάλο καλό αυτό, εύχομαι να σε βοηθήση ο Θεός να το κρατήσης σ’ όλη σου την ζωή».
«Δεν μπορώ να καθήσω με ανθρώπους της ηλικίας μου, γιατί βλέπω ότι σ’ αυτήν την ηλικία μοιάζουν σαν να είναι μαθητές επί 80 χρόνια στην πρώτη τάξη. Δεν μπορούμε να είμαστε τόσα χρόνια στην ίδια τάξη. Πρέπει να προχωράμε παραπάνω. Και δεν εχω να πώ και τίποτε, διότι άλλα λέω εγώ, άλλα καταλαβαίνουν».
Έλεγε για την ταπείνωση: «Μία μέρα είπα στο βασιλικό, όταν έσκυψα να τον μυρίσω: “Γιατί έχεις τόση ευωδία και είσαι τόσο χαμηλός; Ψήλωσε για να μυρίζουν πιο εύκολα οι άνθρωποι το άρωμά σου”. Και ο βασιλικός απάντησε: “Γερόντισσα, αν ψηλώσω θα χάσω την ευωδία μου”».

«Αραδιάζω κομποσχοίνια. Είναι κανένας κόμπος γόνιμος ή είναι όλα άδεια κομπολόγια;».
«Οι ιερείς όλο τρέχουν, όλο ακολουθίες κάνουν, όλο ακούν και διαβάζουν. Πολλές φορές όλα αυτά μπορεί να είναι ψεύτικα». (Δηλαδή, αν δεν γίνωνται με την καρδιά).
«Μή χαίρεσαι, όταν κερδίζης οποιοδήποτε κέρδος, ακόμη και πνευματικό να είναι και ανεβαίνεις. Υπάρχει φόβος να πέσης».
«Μη στενοχωριέσαι, όταν χάνης. Αυτό σε κατεβάζει. Πατάς χαμηλά στην γή και δεν υπάρχει φόβος να πέσης».
«Στα φτωχά και στα χαμηλά κλέφτες δεν πάνε. Στα μεγάλα και στα πλούσια οι κλέφτες στρέφουν το βλέμμα τους πάντοτε».
«Μη βασίζεσαι στην βιτρίνα που βλέπεις στον κάθε άνθρωπο εξωτερικά. Την αποθήκη (καρδιά) δεν βλέπεις τι εχει μέσα».

«Ξύπνα τα μεσάνυχτα, κάνε την προσευχή σου, ρίξε ενα δάκρυ καυτερό με πόνο ψυχής, με βαθειά μετάνοια, να γιάνης την ψυχή σου».
«Αν η καθημερινή ζωή σου είναι φτωχή, μην την περιφρονήσης. Κρίνε τον εαυτό σου που δεν είναι αρκετά ποιητής για να κάνη την ζωή ενα ωραίο ποίημα και μία όμορφη μουσική».
«Πρέπει να συντομεύσουμε τον δρόμο μας για να πάμε εκεί που θέλει ο Θεός. Εμείς κοιτάζομε τα απ’ εξω. Με τ’ απ’ έξω δεν μπαίνεις μέσα. Θα πας μέσα για να βρής».
«Τους πειρασμούς μην τους φοβάσαι. Είναι κοπριά. Το δένδρο που εχει κοπριά στην ρίζα του μην το φοβάσαι. Θα μεγαλώσει. Αλλοίμονο στο δένδρο που δεν εχει κοπριά». (Πειρασμούς).
Πάντα όταν μιλούσε δεν καθόταν σαν γερόντισσα να πή συμβουλές υψηλής πνευματικότητος, αλλά μιλούσε απλά με βάθος και προσπαθούσε να σε κρατά σε βαθύτερη σχέση με το ουσιαστικό. Έλεγε: «Δεν καθόμαστε σταυροπόδι έτσι για να καθήσουμε. Πρέπει κάτι να ζούμε. Δεν μπορούμε να χάνουμε χρόνο. Πόσο είναι ακόμη η ζωή μας;».
«Πες μία καλημέρα στον εχθρό σου με αγάπη και να ξέρης ότι εκείνη την ώρα κάνεις ένα μεγάλο δώρο στον Θεό».
Έλεγε για τα Μοναστήρια: «Όλα είναι τέλεια (τα εξωτερικά). Αν πάη στο βάθος των πραγμάτων ο μοναχός, τότε είναι μοναχός. Διαφορετικά, και όλα τέλεια να είναι τα απ’ εξω και οι ωραιότερες φωνές και οι καλύτερες ακολουθίες και όλα αυτά… ακόμα δεν φθάσαμε εκεί που έπρεπε».
«Πώ, πώ, πώ! Τι κάνει ο ιερέας όταν είναι μπροστά στην Αγία Τράπεζα! Τι γίνεται εκείνη την ώρα! Κατεβάζει τον ουρανό στην γή».
«Ο εγωιστής είναι αλάδωτη μηχανή που κάνει θόρυβο, τρώει τα σωθικά της και κουράζει και τους άλλους».
«Υπάρχουν δάκρυα ανθρώπινα και υπάρχουν δάκρυα κατά Χριστόν. Τα δάκρυα τα ανθρώπινα μπορεί να είναι παράπονο και διαμαρτυρία. Τα δάκρυα κατά Χριστόν δεν βάζουν κανέναν σαν αιτία των δακρύων, αλλά ο άνθρωπος αισθάνεται μέσα στα δάκρυα την αγάπη του Χριστού γι’ αυτόν, και τότε ανακαλύπτει το βάθος και το πλάτος της αναισθησίας και της αμαρτωλότητός του».
«Όταν οι Άγιοι μιλούν για δάκρυα μετανοίας που μας καθαρίζουν και μας αγιάζουν, εννοούν αυτά, τα γόνιμα δάκρυα, και όχι τα ανθρώπινα δάκρυα που μπορεί να είναι και διαβολικά κάποτε. Να μη μας συγκινούν τα οποιαδήποτε δάκρυα, αλλά τα κατά Χριστόν δάκρυα».
«Οι Πατέρες δεν μιλούν για τα δάκρυα που είναι διαμαρτυρία, παράπονο, άπογοήτευση και κλαψουρί- σματα, αλλά για δάκρυα ευγνωμοσύνης. Αυτά είναι δάκρυα συναισθήσεως της άγάπης του Θεού, και μέσα σ’ αυτά τα δάκρυα είναι η λύτρωση του άνθρώπου. Έκεί καθαίρεται η ψυχή, εκεί βρίσκει παρηγοριά».
Έλεγε στα εγγόνια της: «Όποια ώρα με βάλεις να κοιμηθώ, θα κοιμηθώ, γιατί η συνείδησή μου είναι αναπαυμένη. Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Να φροντίζετε κάθε βράδυ να κάνετε αυτοέλεγχο και μετά να κοιμάσθε».
Συμβούλευε με παραβολές τα εγγόνια της και Ελεγε: «Εγώ έρριξα τον σπόρο. Αν είναι καλό το χωράφι θα φυτρώσει. Αν όχι δεν θα φυτρώσει».
«Στη ζωή σας να μην είστε άκαμπτοι. Για να φθάσετε εκεί που θέλετε, θα πρέπει να πάτε λίγο από δώ, λίγο από κει, να σκύβετε το κεφάλι. Ποτέ να μήν πηγαίνετε κατ’ ευθείαν επάνω».
«Να μή διαλέγετε τον εύκολο δρόμο πάντα. Δέν είναι ο καλύτερος. Στόν δύσκολο δρόμο θα μάθεις πως να περπατάς και θα μάθεις να σηκώνεσαι, όταν πέφτης. Στην ευθεία δέν μαθαίνεις τίποτε».
«Άν οι πράξεις μας είναι καλές και η συνείδησή μας καθαρή, δέν φοβόμαστε τον Θεό».
«Να είσαι ταπεινός σε όλες τις εκδηλώσεις γιατί η έπαρση δεν αρέσει σε κανέναν, ούτε στον Θεό ούτε στους ανθρώπους».
Σε κάποια που παντρεύτηκε πλούσιο, την συμβούλευε: «Να είσαι ταπεινή, να μην πετάς. Τα χρήματα σήμερα τάχεις, αύριο δέν τάχεις. Αν εχης ταπείνωση και πέσης, θα πέσεις μαλακά. Άμα όμως είσαι πολύ ψηλά (εχεις υπερηφάνεια) και πέσης, θα τσακιστής».
Η κοίμησή της
Στα τελευταία της έβλεπε ένα φως και έλεγε οτι περιμενει να δη ποιός θάρθει να τήν πάρη. Θα είναι καλός ή κακός; Έλεγε: «Δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο. Δεν είναι τίποτε. Είναι ένα φως».
Ενώ την περίμεναν να πεθάνη τους είπε: «Δεν θα φύγω ακόμη. Θα περιμένω τον π. Μεθόδιο να γυρίση από το Παρίσι, διότι του το υποσχέθηκα». Και πράγματι, όταν γύρισε, την επισκέφθηκε με άλλα πνευματικά της παιδιά και τον Νομάρχη.
Της έκαναν Ευχέλαιο και το χάρηκε, γιατί το ήθελε πολύ. Της πήγαν και μία ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα που τα αγαπούσε, και τους είπε: «Σας ευχαριστώ πολύ. Πάντα μου άρεσαν τα τριαντάφυλλα. Καλά κάνατε και τα φέρατε τώρα γιατί στο φέρετρο δεν θα τα έβλεπα». Την παραμονή ζήτησε να της διαβάσουν ευχή και ευχαρίστησε με νεύμα.
Λίγο πριν κοιμηθή, πήγε ενας νεαρός Γάλλος υποψήφιος ιερέας και ζήτησε μία συμβουλή: «Τι να σου πώ! Μεγάλο πράγμα η Ιερωσύνη! Αν ήμουν άνδρας θα ήθελα να γίνω παπάς. Ταπείνωση και πάλι ταπείνωση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο από την ταπείνωση. Αυτό να κρατήσης στην ζωή σου».
Ύστερα σηκώθηκε, πήγε πλύθηκε μόνη της, μάζεψε τα μαλλιά της, χαιρέτησε τους παρευρισκομένους και ξάπλωσε. Περίμενε να κοιμηθούν οι άλλοι και αυτή έφυγε για την άλλη ζωή ήσυχα, ειρηνικά και αθόρυβα στις 18-11-1978.
Στην κηδεία της μαζεύτηκαν πολλοί. Ήταν περίπου 20 Ιερείς, καθηγητές Πανεπιστημίου και άλλοι άνθρωποι της Εκκλησίας που την γνώριζαν και την αγαπούσαν. Εφαίνετο σαν διαδήλωση και επικρατούσε χαρμόσυνη ατμόσφαιρα. Την πήγαν με τιμή μέσω της οδού Ερμού, που ήταν γεμάτη κόσμο, στην Αγία Σοφία, όπου της έψαλαν την νεκρώσιμη ακολουθία.
Αιωνία η μνήμη της. Αμήν.
Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄,έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012

« Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας» ( μοναχή Μόνικα) - 2014



site analysis

 

 

SKAMMA EKKLHSIAS

 

Ένα  πολύ ενδιαφέρον βιβλίο τού πατρός Γρηγορίου, ηγούμενου τής Ιεράς Μονής Δοχειαρίου τού Αγίου Όρους γραμμένο σε γλαφυρή καί απλή γλώσσα...




"...Έφερε πάντα πολύτιμο περιδέραιο την διάκριση, την σιωπή και το ακατάκριτο. Διαμάντια πιο λαμπερά και από τον φωστήρα της ημέρας. 

Την γνώρισα στα μέσα του ’50. Ερχότανε στην Πάτμο στον γέροντα Αμφιλόχιο όσο το γήρας της το επέτρεπε και γιόρταζε κοντά του το Πάσχα το καινό. Τα χρόνια εκείνα ήταν ο Ευαγγελισμός η πόλις Ιερουσαλήμ. Εκεί ανέβαιναν αι φυλαί, φυλαί Κυρίου να γιορτάσουν Πάσχα Κυρίου. 
Ήταν υψίκορμη και λιπόσαρκη σαν δούγα παλαιού ξύλινου βαρελιού. ‘Όταν κάποτε νοσηλεύθηκε σε θεραπευτήριο των Αθηνών, οι φοιτητές ρώτησαν τον γιο της, καθηγητή της Παιδιατρικής :

   -- Η μητέρα σας δεν έφαγε ποτέ μια μπριζόλα;
Ερχότανε στον ναό της Βαγγελίστρας μαζί με την αδελφή που άναπτε τις κανδήλες. Καθότανε στο στασίδι, με το μακροφούστανο και το μαντήλι μέχρι την μύτη, τόσο ήσυχα, που δεν έδειχνε μέσα στο μισοσκόταδο πως υπάρχει παρουσία ζωντανού ανθρώπου. Ήταν σαν κάποια αδελφή να κρέμασε το ράσο της στο θρονί.
Είτε έμπαιναν είτε έβγαιναν από την εκκλησία, ούτε σήκωνε το κεφάλι ούτε το έστρεφε. Ρώτησα:
-        Αυτή η γριά δεν βλέπει, δεν ακούει;
-        Και βλέπει και ακούει, αλλά συνεχώς προσεύχεται.
Μου θύμιζε την μάννα του Σαμουήλ , όταν πήγαινε στο ναό να προσευχηθή και ο γιος του ιερέα Ηλεί την πρόσεξε και είπε στον πατέρα του: «Μια γυναίκα ίσταται στον ναό και  μαίνεται..."
Καθόμουνα απέναντί της .Η μόνη κίνηση που έκανε ήταν να σκουπίζη τα δάκρυά της, τα ασίγητα και αθόρυβα, με το άσπρο της μαντήλι. Περισσότερο έστρεφα την προσοχή μου στην γερόντισσα Μόνικα παρά στο τέμπλο της εκκλησιάς.
Όταν απαντούσε στις ερωτήσεις του Γέροντα, μιλούσε τόσο στοχαστικά, σαν να έβγαινε η φωνή της μέσα από τους παλαιούς αιώνες. Αν ήταν άνδρας, θα μου θύμιζε τον παλαιό των ημερών. Ο λόγος της ήταν τόσο μετρημένος σαν ρήση ευαγγελική.
Εκεί όμως που εγνώρισα τον άνθρωπο αυτόν πρόσωπο με πρόσωπο ήταν στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Τότε έζησα από κοντά τον άνθρωπο των δακρύων και της καρδιακής προσευχής και έμαθα την ιστορία της ζωής της.
Ο σύζυγός της Γεράσιμος Ζερβός ήταν πάντα «ο πατέρας» και για την σύζυγο και για τα παιδιά. Οσάκις έλεγε «ο πατέρας μας» , αρκετό καιρό υπελάμβανα την πατέρα της, αλλ’ αργότερα εννόησα ότι επρόκειτο περί του συζύγου.
Εργαζόταν στις Ινδίες, στις Αγγλικές επιχειρήσεις εξορύξεως πολύτιμων μετάλλων. Σε μία από τις επισκέψεις του στον οίκο του πατρός του εγνώρισε την Άννα και ηράσθη του αληθινού κάλλους της ψυχής της.
Την ζήτησε εις γάμου κοινωνίαν . Έπασχε όμως από μυοκαρδίτιδα. Του λέει:
-        Δεν μπορώ να σταθώ όρθια. Πώς θα γίνη ο γάμος;
Και υπανδρεύθη καθιστή.
Τον ακολούθησε στην Ινδία και έφερε στον κόσμο πέντε παιδιά. Έπειτα από λίγα χρόνια εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα , ίσως για τις σπουδές των παιδιών. Τα δύο, την Φανή και τον Τζον, τα έχασε εφήβους από κάποια λιμώδη νόσο της εποχής εκείνης. Ο Τζον έγινε ουρανοβάμων προτού γίνη άνδρας. Δεκαέξι ετών ήταν ψάλτης αριστερός στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση.
Υπέμεινε την αρρώστια με μαρτυρική υπομονή. Τα τελευταία λόγια του στην Αγία μάννα του ήταν:
-        -- Θα λυπηθώ πολύ, όταν φορέσης μαύρα και κλάψης. Εγώ είδα τον Χριστό και μου είπε: «Έρχου γρήγορα∙ σε περιμένω».
Εκεί στην Αθήνα η κυρία Άννα εδέχετο όλη την ημέρα όχι μόνον πονεμένους, αλλά και κληρικούς.
Έτσι γνωρίστηκε με τον πατέρα Σάββα ( τόν μετέπειτα Άγιο Σάββα τής Καλύμνου )  και τον βοήθησε , μαζί με τον σύζυγό της, να εγκατασταθή στο νησί και σήμερα είναι ο προστάτης της Καλύμνου και των κήπων του ανατολικού Αιγαίου το εγκαλλώπισμα. Ο προϊστάμενος της Ζωής πατήρ Σεραφείμ Παπακώστας ήταν από τους πιο τακτικούς επισκέπτες.
Ο γιος της ο παιδίατρος της έλεγε:
-        Μάννα , εσύ έχεις περισσότερους επισκέπτες από μένα.
Κάτω από το προσκέφαλό της είχε τρία βιβλία: τον Ιωάννη της Κλίμακος, τον Νείλο τον Σιναΐτη και τον αββά Ισαάκ. Αυτούς μελετούσε μέρα και νύχτα. Προτιμούσε την ανάγνωση από το κείμενο.
       --- Καλύτερα – έλεγε- να διαβάσω μια σελίδα κείμενο, παρά δέκα ερμηνεία. Στο κείμενο βρίσκεται το πνεύμα του Πατρός. Στην ερμηνεία έχει εξατμισθή το πνεύμα του και επικρατεί του ερμηνευτού.
Στους προσερχομένους πάντα απαντούσε από τους Πατέρες : «Αυτό μας λέγει ο αββάς Ισαάκ Ιωάννης, αυτό ο Νείλος, και αυτό ο Ισαάκ». Ποτέ δεν έκλωθε δικά της λόγια. Έτσι, κανένας δεν αντέλεγε στις νουθεσίες της. Όλοι ευχαριστημένοι έφευγαν από την εξαγόρευση και την πατερική νουθεσία.
Είχε φοβερή υπομονή να ακροάζεται τους πειρασμούς , τον πόνο και την θλίψη των άλλων. Η νύφη της ερχόταν κάθε πρωί και μιλούσε επιθετικά εις βάρος του γιού της. Έπειτα από δίωρη ακρόαση αναπάντητη , της έλεγε:
-        Πήγαινε τώρα να ετοιμάσης φαγητό, γιατί τα παιδιά θα επιστρέψουν από το σχολείο.
-        Δεν στενοχωριέστε για όσα λέγει;
-        Καθόλου. Μόνον για την ψυχή της θλίβομαι.
Είχε τόση διάκριση, που ακουμπούσε στις ψυχές αυτό που μπορούσαν να βαστάξουν. Κανένας δεν έφευγε ούτε βαρυφορτωμένος ούτε ξεφόρτωτος. Το στόμα της ήτανε χρυσό. Ούτε αστεϊσμούς ούτε σαπρούς λόγους έλεγε ούτε κατάκριση εξήρχετο. Αυτά είναι τα στόματα των Αγίων.
Στην προσευχή – όπως μου ωμολόγησε η θεία μου μοναχή Θεοκτίστη και όπως και εγώ είδα και μαρτυρώ- συνεχώς έτρεχαν τα μάτια της αστείρευτη πηγή.
-      --- Πού , Γρηγόριέ μου –μου έλεγε η θεία μου μοναχή –βρίσκονταν τόσα δάκρυα; Εσπερινό κάναμε; Απόδειπνο διαβάζαμε; Όρθρο ψάλλαμε; Ώρες λέγαμε; Οι βρύσες των ομματιών της έτρεχαν.
Στην νοερά προσευχή η στάση της ήταν ουράνια. Μοναχός Πάτμιος, Αντίπας το όνομα, της είχε προσφέρει το επίτομο βιβλίο της Φιλοκαλίας των αγίων Πατέρων, το οποίο μελέτησε πολύ καλά.
Αλλά και ο Γεράσιμος καθόλου δεν υστερούσε στα πνευματικά της «μητέρας»- συζύγου του. Φαίνεται από πολύ νωρίς είχε συναναστραφή με πνευματικούς άνδρες. Είχε πολλά ωφεληθή και πολλά σπουδάσει. Αυτός πρέπει να βοήθησε την Άννα να προαχθή στα πνευματικά γυμνάσματα.
Στον οίκο του στην Κάλυμνο είχε δωμάτιο με τους τέσσερις τοίχους γεμάτους βιβλία. Το δωμάτιο αυτό το έλεγαν «παπαδικό». Στους επισκέπτες έλεγε:
-        Περάστε να σας δείξω τα χόμπι της ζωής μου. Από ΄δω είναι τα «τσιγάρα» μου. Από ‘κει τα «ποτά» μου. Και πιο ‘κει τα «γλυκά» μου.
Κάθε βράδυ περιήρχετο το λιμάνι μήπως βρη κάποιον άστεγο επισκέπτη του νησιού να φιλοξενήση στο σπίτι του. Αν επέστρεφε με επισκέπτη, έλεγε στην Άννα:
-        Έφερα τον Χριστό.
Αν δεν λάχαινε κανένας άστεγος, γύριζε λυπημένος.
-        Χάσαμε , μητέρα, σήμερα...
Στο τέλος του προσεβλήθη από την νόσο του καρκίνου. Δάγκωνε τα σίδερα του κρεβατιού να μη φανή ο πόνος του ούτε στους ανθρώπους ούτε στους Αγγέλους.
Η σύζυγός του, μετά την χηρεία, εκάρη ,μοναχή από τον γέροντα Αμφιλόχιο με το όνομα Μόνικα. Της ζήτησα κάποτε το βιβλίο του αββά Νείλου.
Μου είπε:
-        Μετά την κοίμησή μου να είναι δικό σου. Τώρα όμως δεν μπορώ να το αποχωριστώ, γιατί ό όσιος Νείλος με τέρπει. Ο Σιναΐτης με οικοδομεί και όλα τα λαμπικάρει στην καρδιά μου ο Ισαάκ ο Σύρος.
Εκοιμήθη ενενήντα ετών η καρδιοπαθής και αδύνατη σαν την καλαμιά του ξηροπόταμου.
Αυτά έζησα και ενθυμούμαι και τα καταθέτω. Ξεύρω ότι είναι φτωχά και λίγα. Ας έχω την συμπάθειά της και τις πρεσβείες της μαζί μου..."


Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Ιερά Μονή Δοχειαρίου , Άγιον Όρος
Γραφικές Τέχνες – Εκδόσεις: «Το Παλίμψηστον»