Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Αρίν Μιρκάν – Δέσπω Σέχου Μπότση



site analysis


Της Μελίνας Κονταξή
Ένα έθνος που είναι έτοιμο να τα θυσιάσει όλα για μια προοπτική επιβίωσης και όχι ζωής, είναι χαμένο.
«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά 40 χρόνια σκλαβιά και φυλακή» έγραφε ο Ρήγας στο Θούριο.
Κάποια έθνη κάνουν τους στίχους του Ρήγα πράξη.

Η Αρίν Μιρκάν -αυτό ήταν το κωδικό της όνομα- μητέρα δυο παιδιών, στις αρχές του Οκτώβρη του 2014, όρμησε πάνω στους τζιχαντιστές που είχαν προωθηθεί σε έναν στρατηγικής σημασίας λόφο στο Κομπάνι, ζωσμένη με βόμβες και ανατινάχθηκε, αφού ζήτησε από τους συντρόφους της να κάνουν λίγο πίσω. Θυσιάστηκε στα 22 της, δεν θυσίασε αθώους για να τα ρίξει σ έναν γενικόλογο ιμπεριαλισμό, έδωσε την ζωή της για τα παιδιά της, για την γη της, για το έθνος της, για την ανθρωπότητα. Όλα τα αδέρφια της πολεμούσαν στην Ροτζάβα το 2014, μακάρι να ζουν.

Κάποτε, όταν διεκδικούσαμε και εμείς αυτό για το οποίο παλεύουν οι Κούρδοι… κράτος για το έθνος, απελευθέρωση από ξένους δυνάστες, είχαμε και εμείς τέτοιες ηρωίδες.

Η Δέσπω Σέχου Μπότση ήταν μια από αυτές.

Κατέφυγε με τις νύφες, τις κόρες και τα εγγόνια της, στο χωριό Ρηνιάσα, μεταξύ Πρέβεζας και Άρτας. 27 Σουλιώτικες οικογένειες, κυρίως γυναικόπαιδα, είχαν φτάσει εκεί, μετά την συνθηκολόγηση των Σουλιωτών με τον Αλή Πασά.

Μετά από τρία χρόνια πολιορκίας, η πείνα (τις τελευταίες μέρες ζούσαν με αγριόχορτα), η έλλειψη πυρομαχικών αλλά και η προδοσία, τους είχαν καταβάλλει.

Η συνθηκολόγηση προέβλεπε ότι θα φύγουν με τον οπλισμό τους και τα γυναικόπαιδα.
Φυσικά ο Αλής… δεν σεβάστηκε την υπογραφή του.

Όρμησαν λοιπόν οι Τουρκαλβανοί στην Ρηνιάσα για να εξοντώσουν τα γυναικόπαιδα.
Η Δέσπω πρόλαβε να κλειστεί με την οικογένεια της στον Πύργο Κούλα του Δημουλά, οχύρωσαν την είσοδο και πυροβολούσαν τους εισβολείς.
Όταν αυτοί βρήκαν ένα άνοιγμα και μπήκαν μέσα, η Δέσπω ανατινάχτηκε μαζί με όλη την οικογένεια της.

Η Αρίν και η Δέσπω, έστω και αν τις χωρίζουν 211 χρόνια, πέθαναν για τον ίδιο σκοπό. Την ελευθερία, την αξιοπρέπεια, την πραγματική ζωή!

Εμείς πια, δεν έχουμε τέτοιες ηρωίδες, όχι γιατί δεν γεννήθηκαν άτομα με ικανότητες, αλλά γιατί οι προδοτικές ηγεσίες φρόντισαν να καταργήσουν τις συνθήκες που δημιουργούσαν και αποκάλυπταν εκείνα τα άτομα με την ικανότητα να εμπνεύσουν χιλιάδες.

Φρόντισαν να απαξιωθεί η παράδοση.

Η παράδοση κράτησε τους σκλαβωμένους Έλληνες για 400 χρόνια και γι αυτό έπρεπε να βρεθεί τρόπος να υποτιμηθεί και να αλλοιωθεί.

Συκοφάντησαν, έκρυψαν, διαστρέβλωσαν την ιστορία μας, για να γίνουμε ένας λαός χωρίς μνήμη και όπως γράφει ο Φώτης Κόντογλου… «Ένας λαός που ΄χει χάσει την παράδοση του, είναι σαν τον άνθρωπο που έχει χαμένο το μνημονικό του»…

Και ένας λαός χωρίς μνήμη, γίνεται πειθήνιος σκλάβος ή αντιδρά για την αντίδραση, ποτισμένος με ιδεοληψίες που προωθεί το ίδιο το σύστημα, γιατί ξέρει ότι δεν θα απειληθεί ποτέ από αυτές, καθώς δεν θα συσπειρώσουν ποτέ την κρίσιμη μάζα που χρειάζεται για την ανατροπή του.

Η διαφορά μας με τους Κούρδους, δεν είναι το υπόδουλο και εξαρτημένο κράτος από το 1824 και τα αγγλικά δάνεια, είναι ότι σιγά σιγά πριόνιζαν τις ρίζες μας για να μην ξαναγίνει ποτέ ένα έπος σαν του 40, μια εθνική αντίσταση, μια ΕΟΚΑ, να μην υπάρξει ποτέ ξανά ένας Κώστας Γεωργάκης, που αυτοπυρπολήθηκε το 1970 ζητώντας δημοκρατία, διαμαρτυρόμενος για την χούντα.

Ποτέ δεν είχαμε έντιμους πολιτικούς.

Ο Τζόρτζ Χόρτον, Αμερικανός πρόξενος στην Σμύρνη το 1922 γράφει…

«Ακόμα ένα πράγμα που έχει σημαντικά δυσχεράνει τους Έλληνες, είναι η ολέθρια και διεφθαρμένη πολιτική τους, είναι απίστευτο μέχρι που μπορούν να φτάσουν οι Έλληνες πολιτικοί για να κρατήσουν το κόμμα τους στην εξουσία, έστω για λίγες εβδομάδες»

Αυτό που επέτρεψε στην Ελλάδα να επιβιώσει, ήταν ή ένωση του λαού σε κρίσιμες στιγμές, για να υπερασπίσουν το κοινό οικόπεδο, την Πατρίδα.

Για να τελειώσει η Ελλάδα και για να επιβιώσουν τα παράσιτα που την κυβερνούν διαχρονικά, έπρεπε οι Έλληνες να ξεχάσουν αυτά που τους ενώνουν, για να γίνει ο λαός μια μάζα χωρίς μνήμη, επιρρεπής στην χειραγώγηση.

Για να μπορέσει να υπάρξει ελπίδα, πρέπει να θυμηθούμε ποιοί είμαστε. για να ενωθούμε σ ένα ελάχιστο σημείο συναίνεσης.

Πρέπει -παραφράζοντας τον Κόντογλου- να τραφούμε από τα περασμένα, δημιουργώντας ένα σήμερα που θα θρέψει το μέλλον… αφού διασφαλίσει πρώτα την ύπαρξη του.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Η Οσία Πελαγία



site analysis



Η Οσία Πελαγία
Από το βίο της Οσίας Πελαγίας
Η οσία Πελαγία έζησε στην Αντιόχεια στα μέσα του Γ' αιώνα. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αγαπούσε τα στολίδια, ντυνόταν προκλητικά, ήταν ωραία και ζούσε στο βούρκο της ακολασίας. 
Ο πολυεύσπλαχνος όμως Κύριός μας, οικονόμησε την επιστροφή της με τον εξής τρόπο:
Στην Αντιόχεια έγινε στην εποχή της Τοπική σύνοδος και μεταξύ των άλλων ήλθε ο πολύ ενάρετος και άγιος Επίσκοπος Νόννος, τον οποίον η Εκκλησία μας τιμά στις δέκα Νοεμβρίου. Αυτόν το σοφό άνθρωπο του Θεού παρεκάλεσαν οι ορθόδοξοι πιστοί να τους κηρύξει τον θείον λόγο, διά πνευματική τους ωφέλεια. Ενώ όμως ο Άγιος μιλούσε έξω από το Ναό πέρασε επιδεικτικά και αναίσχυντα η πόρνη Πελαγία καθισμένη επάνω σε στολισμένο αμάξι. Οι άλλοι επίσκοποι γύρισαν τα μάτια τους προς το άλλο μέρος διά να μη την βλέπουν, ενώ ο άγιος Νόννος γεμάτος από θεϊκή αγάπη την έβλεπε και αφού αναστέναξε είπε:
Αλλοίμονο σε εμάς που ζούμε με αμέλεια και αδιαφορούμε διά την σωτηρία μας. Κατά την ημέρα της Κρίσεως θα ντροπιαστούμε, διότι αύτη η πόρνη διά να αρέσει σε θνητούς ανθρώπους, φροντίζει τόσο πολύ το σώμα της και στολίζεται ενώ εμείς αμελούμε και δεν φροντίζουμε την ψυχή μας διά να αρέσουμε στον αθάνατο και ζωντανό Θεό, παρά ασχολούμεθα με τα φθαρτά πράγματα και περιφρονούμε την αξία μας. Δι' αυτό θα χάσουμε τη θαυμάσια αιώνια μακαριότητα και θα κατακριθούμε διά την αμέλειά μας...

Μετά το τέλος του λόγου του επήγε εις το κελλί του ο Άγιος και προσευχόμενος με δάκρυα στα μάτια εις τον Θεόν, έλεγε:
 
Πολυεύσπλαχνε Θεέ μου, συγχώρεσε εμένα τον αμελή διατί η επιμέλεια που έδειξε η πόρνη μέσα σε μια ημέρα, ξεπερνάει τη δική μου φροντίδα που έδειξα σ' όλα τα χρόνια της ζωής μου, διά να στολίσω την ψυχή μου ώστε να γίνει δική σου κατοικία. Ποια πρόφαση λοιπόν να βρω εγώ μπροστά σου, Συ που γνωρίζεις τα μυστικά των καρδιών! Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, διατί μπαίνω ανάξια στο Ιερό Θυσιαστήριο και δεν στολίζω την ψυχή μου σύμφωνα με το Άγιο Θέλημα σου. Αλλά Κύριε, σε παρακαλώ μη με καταδικάσεις την ημέρα της Κρίσεως, διατί είμαι έρημος από κάθε αρετή και δεν ετήρησα καμιά από τις εντολές σου.
Όταν ο επίσκοπος έπεσε να κοιμηθεί είδε ένα όνειρο πως δήθεν λειτουργούσε εις το Ναό και ένα βρώμικο περιστέρι πετούσε γύρω του και τον ενοχλούσε πολύ. Όταν όμως έφτασε εις τα κατηχούμενα και έλεγε: «όσοι κατηχούμενοι προέλθετε», τότε το περιστέρι βγήκε και στάθηκε έξω μέχρι το τέλος της θείας λειτουργίας. Βγαίνοντας ο Όσιος από το Άγιο Βήμα, είδε και πάλι το λερωμένο περιστέρι να πετάει κοντά του. Τότε ο Όσιος άπλωσε τα χέρια του, το πήρε και το βύθισε στην Κολυμβήθρα που βάπτιζε τους ανθρώπους. Αμέσως το περιστέρι καθαρίστηκε και πέταξε ψηλά στον αέρα, ώσπου δεν φαινόταν πια. Το θαυμαστό αυτό όνειρο έδειξε πως κάτι σπουδαίο πρόκειται να γίνει. Πράγματι, την άλλη ημέρα που επήγε εις το Ναό του ανέθεσε ο Πατριάρχης να κηρύξει τον θείον λόγον εις τον λαόν. Μέσα στους άλλους από οικονομία Θεού βρέθηκε και η αμαρτωλή Πελαγία. Άκουσε, τότε, διά την αθανασία της ψυχής, τη δικαιοσύνη του Θεού, την αιώνια σωτηρία των δικαίων, αλλά και διά την καταδίκη των αμαρτωλών.
Η του Θεού άπειρος ευσπλαχνία έφερε μέσα της συντριβή και κατάνυξη και άρχισε να κλαίει διά τις αμαρτίες της. Μίσησε από την καρδιά της τις βρωμερές πράξεις της, και ένοιωσε στην καρδιά της ιερό πόθο προς τον Ιησούν Χριστόν... έστειλε δε και γράμμα με τους υπηρέτας της προς τον άγιον επίσκοπον Νόννον εις τον οποίο έγραφε:
«Εις τον Άγιον Επίσκοπον και μαθητήν του Χριστού, η μαθήτρια του δαίμονος Πελαγία, η οποία είναι ένα πέλαγος ολόκληρο από ανομίες, απονέμει την δουλικήν προσκύνησιν.
Άκουσα, άγιε του Θεού, από κάποιο Χριστιανό, ότι ο Χριστός δεν ήλθε να καλέσει "δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν". Μου είπε επίσης, ότι δεν εμίσησε, ούτε απέφευγε από σιχαμάρα τις πόρνες, τους ληστάς και τους τελώνες, αλλά συναναστράφηκε και συνομίλησε μαζί τους. Αυτός, που δεν μπορούν να τον ιδούν με ακάλυπτο το πρόσωπο και αυτά ακόμη τα χερουβίμ. Εάν, λοιπόν, και συ είσαι μαθητής ενός τέτοιου Διδασκάλου, απόδειξέ το στην πράξη και δέξε με κοντά σου. Μη με αηδιάσεις, ούτε να με σιχαθείς την πόρνη και αμαρτωλή. Σε παρακαλώ να με δεχθείς για να σου εξομολογηθώ και να σου πω τα κρίματά μου, διά να σώσω την ψυχήν μου η άσωτη».
Όταν διάβασε αυτά τα λόγια ο Όσιος Νόννος, φοβήθηκε μήπως δεν είναι ειλικρινά και του ετοιμάζει καμιά πλεκτάνη. Γι' αυτό της παρήγγειλε να πάει στην εκκλησία όταν θα ήταν και άλλοι Αρχιερείς, για να εξαγορευθεί τα αμαρτήματά της. Πράγματι, η Πελαγία, δεν χάνει καιρό. Τρέχει αμέσως στην εκκλησία και πέφτει στα πόδια του, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου. Τα μουσκεύει με τα δάκρυα της, που έτρεχαν ασταμάτητα. Εκεί εξομολογήθηκε μεγαλοφώνως τις αμαρτίες της.
Σπλαχνίσου με την αμαρτωλή, Πάτερ Όσιε, σαν τον Δεσπότη Χριστό. Βάπτισε με και οδήγησέ με στη μετάνοια, έμενα που μοιάζω με πέλαγος απέραντο από αμαρτίες. Η ζωή μου είναι μια κόλαση ολόκληρη. Έπεσα στα χέρια του Σατανά. Έγινα δόλωμά του και παγίδα, για να πάνε πολλοί στην Κόλαση. Τώρα με τη Χάρη του Θεού μετανοώ για την αμαρτωλή ζωή μου. Παίρνω την ηρωική απόφαση να ζήσω από δω και πέρα, όπως θέλει ο Θεός με μετάνοια, διά να μην κολασθώ αιώνια.
Οι Αρχιερείς αισθάνθηκαν ιερή συγκίνηση για τη ριζική αλλαγή, που έγινε στην αμαρτωλή, με την βοήθεια του Θεού. Εθαύμαζαν για τα δάκρυα, που έχυνε και εχαίροντο, για τη σωτηρία της. Εκείνη συνέχιζε να κόπτεται και να οδύρεται για την αμαρτωλή της ζωή.
Ο ιερός Νόννος της απαντάει:
Οι κανόνες της Εκκλησίας μας ορίζουν να μη βαπτίζουμε καμιά πόρνη, εάν δεν έχει κάποιον εγγυητή, ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στα προηγούμενα αμαρτήματα.
Εκείνη τότε κλαίγοντας ακόμη περισσότερο, λέγει στον Επίσκοπο:
Να με έχεις στο λαιμό σου και να κρεμαστούν επάνω σου όλα τα αμαρτήματά μου. Θα δώσεις λόγο για την ψυχή μου κατά την ώρα της Κρίσεως, εάν δεν με βάπτισης το συντομότερο. Θέλω να με αναγεννήσεις πνευματικά και να με παραστήσεις καθαρή νύμφη μπροστά στον Νυμφίο Χριστό. Μη χάνομε καιρό, Επίσκοπε, γιατί φοβάμαι ότι αν δεν βαπτισθώ τώρα γρήγορα, και αν μείνω μακριά από τη Χάρη του Θεού, θα με πλανέψει ο διάβολος και θα ξαναπέσω στην αμαρτία.
Όταν άκουσε αυτά ο Νόννος εδόξασε το Θεόν, που έδειξε τόση μεγάλη μετάνοια. Της εδιάβασε την ευχή της εξομολογήσεως και τη ρώτησε, πως τη λένε.
Στην αρχή, είπε, με λέγανε Πελαγία. Ύστερα όμως οι άνθρωποι, θαυμάζοντας τα πολλά και πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια που φορούσα, με ονόμασαν Μαργαρώ. Σε λίγο την εβάπτισε ο Επίσκοπος εις το όνομα της Αγίας Τριάδος και της έδωσε το πρώτο της όνομα, Πελαγία.
Ανάδοχός της έγινε μια ενάρετη Μοναχή, που την έλεγαν Ρωμάνα. Κατόπιν ετέλεσε την θείαν Μυσταγωγίαν και την εκοινώνησε τα άχραντα Μυστήρια.
Το γεγονός βέβαια αυτό έγινε γνωστό σε όλη την Αντιόχεια και είχαν όλοι οι πιστοί γιορτή για τη σωτηρία της ψυχής της. Ο καθένας θεωρούσε τη χαρά της και δική του χαρά, διότι ενίκησε τον εχθρό διάβολο και μπήκε στη μάνδρα του Χριστού μια άσωτη...
Μετά το βάπτισμά της η φωτισμένη πλέον Πελαγία παρέδωσε όλα τα πλούτη της στον άγιο Επίσκοπο Νόννο για να δοθούν σε καλοσύνες. Και ο Επίσκοπος ανέθεσε στον αρμόδιο Κληρικό με την εντολή: Να μην κρατήσει τίποτε από αυτά για την Εκκλησία, αλλά να τα μοιράσει στους πτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά, για να δοθούν καλά, όσα συγκεντρώθηκαν άσχημα.
Η ίδια ελευθέρωσε τους δούλους και τις δούλες της και τους συμβούλεψε να φροντίσουν για την σωτηρία τους, για να λυτρωθούν με την ευσπλαχνία τού Δεσπότου Χριστού από την αιώνια αιχμαλωσία, όπως εκείνη τους ελευθέρωσε από την προσωρινή αιχμαλωσία.
Από τη μέρα που βαπτίσθηκε η μακαρία Πελαγία, δεν έφαγε τίποτε αγορασμένο από τα πλούτη της, γιατί ήταν συγκεντρωμένα με αμαρτωλό τρόπο, την έτρεφε όμως η Ρωμάνα όσες μέρες έμενε κοντά της.
* * *
Την νύκτα μιας Κυριακής έβγαλε τα γυναικεία ρούχα. Ντύθηκε με ένα τρίχινο και κουρελιασμένο χιτώνα και πήγε στα Ιεροσόλυμα, χωρίς να πει σε κανένα το σκοπό της. Φεύγοντας από την Αντιόχεια η εκλέξασα την αγαθή μερίδα Πελαγία, επήγε στο όρος των Ελαίων. Έμεινε εκεί τρία ολόκληρα χρόνια μέσα σε ένα κελλί με ανδρική ενδυμασία, εντελώς αγνώριστη. Εκεί μέσα αγωνίζονταν και έκανε τέτοιους νικηφόρους αγώνες κατά του πονηρού και με τέτοιες αρετές στολίσθηκε, που μόνον ο Θεός ο οποίος διαβάζει τα κρύφια της καρδιάς μας το γνωρίζει.
Αλλά ο Θεός δεν θέλησε να αφήσει τη δούλη Του να αγωνίζεται μέχρι τέλους κρυμμένη. Όπως ακριβώς είχε γίνει ο περίγελος των ανθρώπων με την αμαρτωλή ζωή της, έτσι οικονόμησε τα πράγματα ο Θεός να ακτινοβολήσει στην κοινωνία με την αρετή της, για την ωφέλεια των πολλών. Τούτο δε έγινε ως εξής:
Ο Ιερός Ιάκωβος, μαθητής του αγίου Επισκόπου Νόννου, κυριεύθηκε από την αγία επιθυμία να πάει να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο. Όταν ξεκίνησε να φύγει, πήρε την ευλογία του Αγίου Νόννου. Ο Άγιος είχε διορατικό χάρισμα και του είπε:
Ύπαγε εν ειρήνη, τέκνον μου, και αφού προσκυνήσεις τους Αγίους Τόπους, ρώτησε να μάθεις για κάποιον ενάρετο Μοναχόν, τον Πελάγιον. Θα λάβεις από αυτόν μεγάλη ψυχική ωφέλεια. Είναι δούλος πραγματικός του Κυρίου μας.
Πράγματι, ο ιερός Ιάκωβος πήγε και προσκύνησε τους Αγίους Τόπους και ρώτησε να μάθει, διά τον μοναχόν Πελάγιον. Του είπαν, ότι ήτο στο όρος των Ελαίων. Όταν έφθασε εκεί χτύπησε την πόρτα του κελλιού του και βγήκε η Αγία, με ανδρικό σχήμα. Και αυτή μεν ανεγνώρισε τον Ιάκωβον, εκείνος όμως, δεν μπόρεσε να την γνωρίσει, διότι η ομορφιά της, που είχε άλλοτε είχε χαθεί από τη μεγάλη άσκηση. Το πρόσωπό της ήταν μαραμένο. Τα μάτια της είχαν χωθεί βαθειά μέσα στις κόγχες. Το σώμα της ήταν σκελετωμένο από την πολλή σκληραγωγία, την άσκηση και τη νηστεία. Μόνον το δέρμα της φαινόταν και τα κόκκαλα.
Τον ρώτησε η Αγία, εάν ήτο ο υποτακτικός του Επι-σκόπου Νόννου και εκείνος απάντησε: Ναι.
Όντως, του προσέθεσε η Αγία, Απόστολος του Θεού είναι εκείνος ο άνθρωπος: πες του σε παρακαλώ να προσεύχεται στο Θεό να μου συγχωρήσει τις αμαρτίες μου.
Αφού είπε αυτά, έκλεισε τη θύρα της και μέσα στο κελλί της έψαλλε ψαλμούς, σύμφωνα με την τάξη των μοναχών. Ο Ιάκωβος μαζί με τις άλλες ωφέλειες, που πήρε, διδάχθηκε, ότι θα πρέπει να είναι κανείς πολύ σύντομος στα λόγια του.
Ανεχώρησεν από εκεί ο Ιάκωβος και πήγε και σε άλλα κελλιά για να επισκεφθεί και άλλους αδελφούς. Αλλά όπου και αν πήγαινε, παντού άκουγε για τον Πελάγιο τα καλλίτερα λόγια. Τον επαινούσαν όλοι, σαν τον πλέον ενάρετο και αγιότατο άνθρωπο.
*  *  *

Μετά από λίγες μέρες διαδόθηκε σ' όλη την περιοχή η είδηση ότι ο Πελάγιος άφησε τον παρόντα κόσμο και αναχώρησε για την άλλη ζωή.
Συγκεντρώθηκαν στη Σκήτη της, όχι μόνον από την Ιερουσαλήμ, αλλά και από τον Ιορδάνη, την Ιεριχώ και από όλα τα γύρω περίχωρα με μεγάλη ευλάβεια, διά να ενταφιάσουν το άγιο  λείψανο .
Και όταν θέλησαν να πλύνουν το σώμα του νεκρού, κατά την τάξη, εγνώρισαν, ότι ήταν γυναίκα. Όλοι τότε έμειναν κατάπληκτοι και εδόξασαν τον Κύριον, ο όποιος της έδωσε τη δύναμη να πολεμήσει τον διάβολο και να τον νικήσει κατά κράτος.
Αυτή η είδηση μαθεύτηκε και στα περίχωρα και κόσμος πολύς ερχόταν κύματα-κύματα. Εσπρώχνονταν μάλιστα, ποιος θα πρωτοασπασθεί το άγιο λείψανο. Το σήκωσαν κατόπιν ευλαβείς και άγιοι άνδρες. Ακολουθούσαν όλοι, με λαμπάδες και θυμιάματα και το ενταφίασαν με τιμές, όπως έπρεπε σε Αγία.
Κοιμήθηκε το 284 μ.Χ. και η Ορθόδοξος Εκκλησία την εορτάζει στις 8 Οκτωβρίου.
* * *
Αυτός είναι ο βίος της Οσίας Πελαγίας της πρώην αμαρτωλής πόρνης. Έτσι αγωνίσθηκε αυτή, που την υπολόγιζαν όλοι για χαμένη. Αλλά ξέφυγε από την αμαρτία και έστησε τόσα λαμπρά τρόπαια κατά του διαβόλου.
Αυτήν λοιπόν ας έχουν για παράδειγμα, όλοι όσοι μολύνανε την εικόνα του Θεού με βρώμικες πράξεις. Κανένας να μην απελπισθεί, έστω και αν είχε το ατύχημα να διαπράξει τα πιο χειρότερα αμαρτήματα. Το παράδειγμα της Οσίας Πελαγίας της πόρνης μας δείχνει ότι πολλές φορές μπορεί κανείς και από αυτά τα σκοτεινά άντρα της αμαρτίας να ξεπεταχθεί επάνω και να ζήσει αγγελική ζωή, σημειώνει ο αείμνηστος π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος στη βιογραφία της Αγίας Πελαγίας.


Απολυτίκιον. Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.

Εξ ακανθών καθάπερ ρόδον ευώδες, τη Εκκλησία Πελαγία εδείχθης, ταις εναρέτοις πράξεσιν ευφραίνουσα ημάς' όθεν και προσήγαγες, ως οσμήν ευωδίας, τω σε θαυμαστώσαντι, τον σον βίον Οσία' ον εκδυσώπει σώζεσθαι ημάς παθών παντοίων, ψυχής τε και σώματος.

Κοντάκιον. Ήχος α'. Χορός αγγελικός.
Πελάγει αρετών, αληθώς ισαγγέλων, το πέλαγος των σων, εγκλημάτων Οσία, πανσόφως εβύθισας, και δακρύων τοις ρεύμασιν, εναπέπνιξας, τον πολυμήχανον όφιν' όθεν έλαμψας, ώσπερ λαμπάς μετανοίας, την κτίσιν φαιδρύνουσα.
Μεγαλυνάριον.
Φερωνύμως πέλαγος γαληνόν, πλεύσασα Οσία, με-τανοίας της ιεράς, Μήτερ Πελαγία, τοις εν πελάγει βίου, λιμήν σωτηριώδης, ώφθης και άκλυστος.
Μεγάλη και θαυμαστή η δύναμις της μετανοίας
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" 
Θεσσαλονίκη

Η ΑΓΙΑ ΤΑ'Ι΄ΣΙΑ Η ΠΡΩΗΝ ΑΜΑΡΤΩΛΗ



site analysis


  

Η ΑΓΙΑ ΤΑΊ΄ΣΊΑ  Η ΠΡΩΗΝ ΑΜΑΡΤΩΛΗ 
Η ομορφιά της ήταν από τις σπάνιες.Πλεονέκτημα,που αποβαίνει ολέθριο,όταν δεν είμαστε σε θέση να το διατηρούμε αγνό με το φόβο του Θεού,τη φωτεινή διάκριση,την αδιάλειπτη προσευχή και την ταπεινοφροσύνη. Δυστυχώς για την Ταϊσία, αυτή που επιβουλεύτηκε την τιμή της ήταν η ίδια η μάνα της.Γυναίκα χυδαία,που ήθελε πολύ πλούτο,και δεν δίστασε να εκμεταλλευτεί την κόρη της για να τον αποκτήσει.Έτσι η Ταϊσία,παρασύρθηκε στο δρόμο της ατιμίας μόλις 17 ετών.Έγινε και η ίδια πλούσια αλλά και πόρνη.Οι τίμιοι άνθρωποι την απεχθάνονταν.Καμιά οικογενειακή πόρτα δεν ήταν ανοικτή γι'αυτήν.Οι ίδιοι οι εκμεταλλευτές της σάρκας της,ποτέ δεν θα την έφερναν να γνωριστεί με τις μητέρες τους και τις αδελφές τους.Διότι είχε καταντήσει ένα αντικείμενο σαρκικής ικανοποίησης και τίποτα περισσότερο.Τότε η Ταϊσία έπεσε σε θλίψη μεγάλη,αλλά και η Εκκλησία μπορεί να έχασε ένα πρόβατο,όμως δεν έπαψε να το αναζητεί.Όταν λοιπόν ο Παφνούτιος από τη Σιδώνα έμαθε την ψυχική της κατάσταση, προσευχήθηκε και αποφάσισε να εργαστεί για την ψυχή της.Και δεν αστόχησε.Την επισκέφθηκε και με τη χάρη του Θεού πέτυχε το θαύμα!Καυτά δάκρυα μετανοίας κύλησαν στα μάγουλα της Ταϊσίας.Πέταξε όλα της τα πλούτη στη θάλασσα,διότι το τίμημα της ατιμίας δεν άξιζε να χρησιμοποιηθεί στο Ιερό έργο της ελεημοσύνης.Από τότε έζησε φτωχά,αλλά πλούσια σε πίστη,σε μετάνοια,σε σωφροσύνη, σε προσευχή,σε υπακοή,σε ταπείνωση και καλοσύνη.Έγινε δεκτή σε ευσεβή όμιλο γυναικών και πέθανε φροντίζοντας αρρώστους και ανήμπορους ανθρώπους. Εορτάζει στις 8 Οκτωβρίου.
Ὁ ἐξαγνισμὸς τῆς πόρνης Ταϊσίας (Διήγηση ἀπό τό Γεροντικό)



Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀνθοῦσε ὁ ἀσκητισμὸς στὴν Αἴγυπτο, ζοῦσε στὴν Ἀλεξάνδρεια μία ὀρφανὴ κόρη ποὺ τὴν ἔλεγαν Ταϊσία. Ὅταν πέθαναν οἱ καλοὶ γονεῖς της, τῆς ἄφησαν κληρονομιὰ πρῶτα ἀπ' ὅλα τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀγάπη τους γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ ξένους, καὶ ὕστερα ἕνα μεγάλο σπίτι καὶ πολλὰ χρήματα.
Ἡ κόρη, ἀπὸ μεγάλη εὐλάβεια πρὸς τοὺς ἐρημίτες, ἔκανε τὸ σπίτι της ξενώνα γιὰ χάρη τους.
Κι ὅταν κατέβαιναν στὴν πόλη νὰ πουλήσουν τὰ ἐργόχειρά τους, τοὺς περιποιόταν μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Μὲ τὰ χρόνια ὅμως τὰ χρήματα ξοδεύτηκαν καὶ ἡ ἴδια ἄρχισε νὰ στερῆται. Τότε μπῆκαν στὴ μέση κακοὶ καὶ διεφθαρμένοι ἄνθρωποι. Ἐκμεταλλεύτηκαν τὴ δυστυχία της καὶ μὲ τὴν πονηριά τους τὴν παρέσυραν στὴ διαφθορά. Ἡ ὡραία Ταϊσία κατάντησε διάσημη ἑταίρα!
Ὅταν ἔμαθαν τὸ κατρακύλισμα τῆς ὀρφανῆς κόρης οἱ πατέρες τῆς ἐρήμου, ἀποφάσισαν νὰ κάνουν ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι τους γιὰ νὰ τὴ σώσουν.
— Ἐκείνη, ὅταν εἶχε τὰ μέσα, μᾶς ἔδειχνε ὅλη τὴ συμπάθειά της, ἔλεγαν μεταξύ τους. Τώρα ποὺ κινδυνεύει ἡ ψυχή της, πρέπει κι ἐμεῖς νὰ τὴ βοηθήσουμε.
Ἀνέθεσαν λοιπὸν στὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν Κολοβὸ τὴ λεπτὴ καὶ δύσκολη ἀποστολή. Ἐκεῖνος στὴν ἀρχὴ δίστασε. Τοῦ φαινόταν ἀκατόρθωτο τὸ ἔργο. Τέλος ὅμως, γιὰ νὰ μὴ γίνη παρήκοος στοὺς γέροντες, ἀποφάσισε νὰ κατέβη στὴν πόλη καὶ νὰ παρουσιαστῆ στὸ σπίτι τῆς ἁμαρτωλῆς. Παρακάλεσε τὴ θυρωρὸ νὰ τὸν ὁδήγηση στὴν κυρία της.
—Φύγε ἀπὸ δῶ, παλιοκαλόγερε! τοῦ φώναξε ἐκείνη θυμωμένη. Φάγατε πρῶτα τὴν περιουσία της κι ἀκόμη δὲν παύετε νὰ τὴν ἐνοχλῆτε.
Ὁ ἀββὰς δὲν ἀπελπίστηκε. Ἐξακολουθοῦσε νὰ παρακαλῆ νὰ δῆ τὴν Ταϊσία. Ἔλεγε πὼς τὴν ἤθελε γιὰ κάτι πολὺ ὠφέλιμο. Μπροστὰ στὴ μεγάλη του ἐπιμονή, ἡ γριὰ ὑποχώρησε καὶ πῆγε νὰ εἰδοποίηση τὴν κυρία της.
—Αυτοί οἱ καλόγεροι ψαρεύουν συχνὰ στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ βρίσκουν μαργαριτάρια, εἶπε ἡ Ταϊσία. Φέρε τον ἐπάνω.
Κοιτάχτηκε στὸν καθρέφτη της, ἔφτιαξε τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ φορέματά της, ἔριξε ἄφθονο ἄρωμα πάνω της καὶ πῆρε τὸ ὕφος τῶν ξεπεσμένων γυναικῶν, γιὰ νὰ ὑποδεχτῆ τὸν ἐρημίτη.
Ὁ ἀββὰς Ἰωάννης μπῆκε στὸ δωμάτιο καὶ στάθηκε περίλυπος ἀπέναντί της. Τὴν κοίταξε ἀρκετὴ ὥρα ἀμίλητος μὲ οἶκτο. Ὕστερα τῆς εἶπε μὲ σιγανὴ φωνή:
—Σε τί σοῦ ἔφταιξε ὁ Χριστός μας, Ταϊσία, καὶ Τὸν προσβάλλεις τόσο ἄσπλαχνα;
Σταμάτησε. Δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίση. Τὸν ἔπνιγαν οἱ λυγμοί. Ἀπὸ τὰ βαθουλωμένα μάτια του ἔτρεχαν καυτὰ δάκρυα. Ἐκείνη ἔνιωσε ντροπή. Ἄφησε τὴν ἄπρεπη προκλητική της στάση καὶ στενοχωρημένη τὸν ρώτησε:
—Γιατί κλαῖς, ἀββᾶ;
—Πῶς νὰ μὴν κλάψω, κόρη μου, ποὺ βλέπω τὸν σατανᾶ νὰ παίζη στὴ μορφή σου;
Ἡ κόρη ταράχτηκε. Ρίγος διαπέρασε ὁλόκληρο τὸ κορμί της.
—Τώρα ποὺ ἦρθες εἶναι πολὺ ἀργά, γέροντα... Δὲν ἔχει μείνει τίποτε ὄρθιο μέσα μου. Τὰ κύλισα ὅλα στὴ λάσπη, σιγομουρμούρισε συγχυσμένη.
Ἤθελε καὶ κάτι ἄλλο νὰ πῆ, ἀλλὰ σταμάτησε. Ὁ γέροντας περίμενε μὲ σταυρωμένα χέρια. Μέσα του προσευχόταν τόσο δυνατὰ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς κόρης, ποὺ λὲς καὶ γύρευε νὰ τραντάξη τὰ οὐράνια.
—Ὑπάρχει ἄραγε ἐλπίδα σωτηρίας γιὰ μένα, ἀββᾶ; ψιθύρισε μὲ ἀμφιβολία ἐκείνη.
—Ὦ, ναί, ὑπάρχει, κόρη μου, φώναξε μὲ ἀγωνία ὁ γέροντας. Ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία.
Τὸ θαῦμα, ποὺ τόση ὥρα γύρευε μὲ τὴν προσευχή του, ἔγινε τὴ στιγμὴ ἐκείνη.
Ἡ Ταϊσία ἔπεσε συντετριμμένη στὰ πόδια του καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακάλεσε:
—Βγάλε με ἀπὸ δῶ μέσα, πάτερ. Δεῖξε μου τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
—Ἀκολούθησέ με.
Χωρὶς ἄλλη κουβέντα ἡ κόρη σηκώθηκε καὶ ἀκολούθησε τὸν γέροντα. Ἐκεῖνος θαύμασε πῶς δὲν ἔδειξε κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ σπιτικό της. Πῆραν τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἔρημο. Μὰ εἶχαν πολὺ διάστημα νὰ βαδίσουν καὶ τοὺς βρῆκε ἡ νύχτα. Σταμάτησαν. Ὁ ἀββὰς Ἰωάννης ἔκοψε θάμνους κι ἔφτιαξε ἕνα πρόχειρο κρεβάτι γιὰ τὴν κόρη.
—Κοιμήσου ἐσὺ ἐδῶ μέχρι νὰ ξημερώση, τὴ συμβούλεψε.
Ἐκεῖνος ἀπομακρύνθηκε ἀρκετά. Εἶπε τὶς προσευχές του καὶ πλάγιασε στὸ χῶμα νὰ ξαποστάση, παίρνοντας γιὰ προσκεφάλι του μιὰ πέτρα. Κοιμήθηκε λίγο καὶ ξύπνησε πάλι τὰ μεσάνυχτα νὰ συνεχίση τὴν προσευχή του. Τότε παρουσιάστηκε μπροστὰ στὰ μάτια του ἕνα θέαμα μεγαλειῶδες. Ἀπὸ τὸ σημεῖο, ποὺ εἶχε ἀφήσει τὴν κόρη νὰ κοιμᾶται, ἄρχιζε ἕνας δρόμος ὁλοφώτεινος ποὺ ἄγγιζε τὸν οὐρανό! Ἄγγελοι γοργόφτεροι ἀνέβαζαν μία ψυχή, ὁλόλευκη σὰν περιστέρι, στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ! Ὁ ὅσιος στάθηκε πολλὴ ὥρα καὶ κοίταζε συνεπαρμένος.
Ὕστερα πῆγε νὰ συνάντηση τὴν Ταϊσία. Τῆς φώναξε νὰ ξυπνήση. Δὲν πῆρε ἀπάντηση. Τὴν κίνησε ἐλαφρά. Δὲν αἰσθανόταν. Ἡ ψυχὴ της εἶχε πετάξει στὸν οὐρανό.
Ὁ ὅσιος γονάτισε καὶ προσευχήθηκε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Τότε θεία φωνὴ τὸν πληροφόρησε ὅτι ἡ σύντομη μετάνοια τῆς πόρνης, εὐαρέστησε τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὴ μετάνοια πολλῶν ἄλλων, γιὰ τὴ θερμότητά της. 


Πηγή/Έκδοση:    Γεροντικὸν, Γερόντισσας Θεοδώρας Χαμπάκη Ἔκδοσις ΛΥΔΙΑ, ( www.zoiforos.gr)/ ΑΓ. ΖΩΝΗ

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Mνήμη Aγίας Ερωτηΐδος



site analysis

Mνήμη Aγίας Ερωτηΐδος ~ Το συναξάρι ενός ασκητή

 
Το συναξάρι ενός ασκητή
 
 
Νίκου Αθ. Ματσούκα

Ήταν τα χρόνια του ξακουστού αυτοκράτορα Ιουστινιανού, όπου σ' όλη την Αλεξάνδρεια νέοι και γέροι θαύμαζαν τον ασκητή Αγάθωνα. 

Πάμπολλοι καμάρωναν λέγοντας πως τον είχαν αντικρίσει ακούγοντας τα λιγοστά του λόγια, και oι πάντες διέδιδαν πως το πρόσωπό του αστραφτοκοπούσε σε μια φωτοχυσία, που στον κόσμο δεν είναι άλλη. Κι όλοι ήξεραν την καλύβα του, που έμοιαζε σπηλιά, σιμά σ' ένα μεγάλο μοναστήρι, στα περίχωρα της Αλεξάνδρειας. 

Χιλιάδες και μυριάδες σκαρφάλωναν κει πάνω για να δουν από μακριά, έστω και μόνο το στέκι του, απαραίτητα τις τριγύρω φωτόχυτες σπίθες που χρύσιζαν τις ξερές πέτρες.

Όμως μεγάλος καημός, και καταπώς έλεγαν σαράκι ζήλειας, κατέτρωγε την πεντάμορφη Ερωτηίδα, που όλοι την ήξεραν σαν την πιο ονομαστή και ακριβοπληρωμένη πόρνη της Αλεξάνδρειας:

Ευχόταν να κοπάσει εκείνο το ανθρωπομάνι ν' ανεβαίνει συρρέοντας στη σπηλιά του ασκητή...

Οι εκλεκτοί της φίλοι, μεγιστάνες του πλούτου, άρχοντες, διοικητές, στρατιωτικοί, έμποροι, ακόμα και σοφοί, την αναστάτωναν ξανά και ξανά με τα τσουχτερά τους πειράγματα! Έτσι λοιπόν σ' ένα τρικούβερτο νυχτερινό γλέντι στο αρχοντικό της, στο έπακρο πεισματωμένη...

έβαλε στοίχημα μεγάλο πως θα κοιμόταν μια νύχτα με τον Αγάθωνα, και το πρωί φεύγοντας θα του έπαιρνε το πολυθρύλητο τρίχινο ράκος που φορούσε: Θα του το πάρω εξάπαντος, ποιος αντιστάθηκε σε μένα; έλεγε και ξανάλεγε μεθοκοπώντας.

Μερόνυχτα την έθλιβε τούτο το σαράκι, οπόταν μια και δυό ένα απόγευμα αποφασίζει επιτέλους να τραβήξει κατά τη φωλιά του ασκητή. Φτάνει ίσαμε τη γρανιτένια κορυφή, ο ήλιος μόλις είχε προλάβει να βασιλέψει. Κατάκλειστη η σπηλιά λίγο παράμερα, σα να'ταν τυλιγμένη με φωτοστέφανο, ίδιος ο σιωπηλός ασκητής!

Η Ερωτηίδα δεν πιστεύει στα μάτια της. Φρίσσοντας πασχίζει να σκεφτεί ήρεμα. Και μεμιάς γαληνεύει, βάζοντας μπρος το σχέδιο της. Γδύνεται αργά αργά, πετώντας τα μεταξένια ντύματα σε μια χαραδρούλα.

Τσίτσιδη, με λυτά μαλλιά, με τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια! Στο μισοσκόταδο λευκάζουν τα στήθια, τα λαγόνια και τ' αστραφτερά της δόντια, καθώς τρεμουλιάζουν και κροτούν ελαφρά. Είναι έτοιμη να κάνει την έφοδο. Άξαφνα παγώνει.

Μπροστά της κουτσαίνοντας ένα πελώριο λαβωμένο λιοντάρι βρυχιέται σπαραχτικά και φρικαλέα, και παρευθύς κάνει να χυμήξει καταπάνω της. Κι αυτή αλαφιασμένη τρέχει προς τη σπηλιά. Όμως μπερδεύονται τα χρυσαφένια της σανδάλια, και γκρεμίζεται κάτω ουρλιάζοντας. Βογγάει απανωτά και μπήγει κραυγές σπαραχτικές. 

Και το λιοντάρι σιμώνει...

Κι άξαφνα η Ερωτηίδα θωρεί τον αββά Αγάθωνα μπροστά της, και νομίζει πως ονειρεύεται. Κι αυτός σκύβει αργά, τη σηκώνει και την παίρνει αγκαλιά, γιατί δεν μπορεί να πατήσει. Τι να' ναι άραγε τούτο που μου' λαχε!, ψελλίζει κάνοντας να κρύψει απεγνωσμένα τη γύμνια της. Τώρα σπαρταράει σαν ψάρι που χάνεται η πνοή του.

Ο αββάς με δυο τρεις δρασκελιές την πηγαίνει μέσα και την ξαπλώνει μαλακά ατό αχυρένιο του στρώμα, σκεπάζοντας την με μια προβιά. Σε λίγο μπάζει και το λιοντάρι και το ξαπλώνει στην απέναντι γωνιά. Ανάβει ένα λαδολύχναρο. Γαληνεμένος πέρα για πέρα μ' ένα λαγήνι πλένει το σπασμένο πόδι του λιονταριού, που τώρα μουγκρίζει ελαφρά δείχνοντας ευτυχισμένο. Τον δένει την πληγή και σιωπηλά το ευλογεί.

Έπειτα με τις ίδιες αργές κινήσεις γιατρεύει το στραμπουλιγμένο πόδι της ολόγυμνης Ερωτηίδας. Και μετά βγάζει το τρίχινο ράκος, και μ' αυτό ντύνει το κορμί της, ενώ αυτή φρίσσοντας πασχίζει με τρεμάμενα χέρια να κρύψει τη γύμνια της. Μα η γύμνια της τελικά κρύβεται στο τρίχινο ράκος, περνάει όμως λίγη ώρα για να νιώσει τούτη την προστασία. Και ο Αγάθων ήρεμος την αφήνει στο στρώμα, τυλίγεται με την προβιά και κουλουριάζεται απέναντι της, πλάι στο λιοντάρι, που τώρα ανασαίνει εντελώς ευχαριστημένο. Γυναίκα και λιοντάρι κοιτάζονται κι οι δυό τους αλλοπαρμένοι.

Μα η ματιά του λιονταριού αργά αργά αποκτά μια περίσσια τρυφεράδα. Η Ερωτηίδα ζαρώνει στο στρώμα του αββά βρέχοντας το με πνιχτά και καφτερά δάκρυα, που μαλακώνουν τα σωθικά της, και τον ανεκλάλητο παιδεμό εκείνης της νύχτας τον μεταμορφώνουν σε αγαλλίαση. Βαθιά μεσάνυχτα ο Αγάθων την πλησιάζει και της λέει: Σύρε στο σπίτι σου, και μη φοβάσαι πια. Ήρεμη σηκώνεται σκουπίζοντας τα μουσκεμένα μάτια της. Ο αββάς την ευλογεί, κι αυτή νιώθει την ευλογία σα χάδι στα μαλλιά της.

Έξω σκέτη σκοτομήνη. Απεραντοσύνη και νύχτα. Το τρίχινο ράκος τη φλογίζει με μια πρωτόγνωρη αγαλλίαση. Ευφραίνεται όσο ποτέ άλλοτε, αναπνέοντας αρώματα που είναι γη, αγέρας, ουρανός, θεϊκό μεθύσι. Αισθάνεται σάμπως να οσμίζεται την ίδια την αγιοσύνη. Εκεί κοντά βρυχιέται παραπονεμένα ένα άλλο λιοντάρι. Η Ερωτηίδα κοντοστέκεται τώρα για να χαρεί τις κραυγές του. Χαράματα φτάνει στο αρχοντικό της κι αμέσως κλείνεται μέσα.

Και χάθηκε για πάντα από τα μάτια του κόσμου....

Χρόνια και χρόνια κανείς δεν ήξερε πια τίποτα.

Μια μέρα ο υποτακτικός του ασκητή έφερε στο μοναστήρι την είδηση πως ο αββάς Αγάθων είχε πεθάνει στη σπηλιά του. Πεντέξι αδελφοί πήγαν για το εξόδιο μυστήριο. 

Αμήχανοι τον θωρούσαν τυλιγμένο στην προβιά του 

-όμως πουθενά το τρίχινο ράκος.

Κι άξαφνα απορημένοι βλέπουν έναν παράξενο καλόγερο -ντυμένο με μηλωτή ως πάντοτε την νέκρωσιν του Χριστού εν τω σώματι φέροντα- να μπαίνει σιωπηλός και σκυφτός, δείχνοντας πως ήθελε να κρύψει το πρόσωπο του.

Παρευθύς τους παραδίδει το τρίχινο ράκος του Αγάθωνα, και εξαφανίζεται σαν αθόρυβη σκιά. Αμέσως ντύνουν το σκήνωμα με τούτο το ράκος, οπότε θαμπωμένοι διακρίνουν και διαβάζουν πάνω του τα χρυσά γράμματα:

Ερωτηίς έρωτι Χριστού πυρπολουμένη, των χειρών σου αγλαϊστόν καλλιτέχνημα.

--------------------------------------------------------------------------------------------
 
  Νίκου Αθ. Ματσούκα
Από το βιβλίο "Ο ΘΑΜΠΟΣ ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ"
Πεζά-Ποιήματα. Εκδόσεις Π. Πουρνάρα Θεσσαλονίκη 2000 
 
Πηγή: egolpion.com

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Ο Π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος μας διηγείται για μία αγιασμένη Μοναχή η οποία με τη ζωή της έκανε το Θεό να χαμογελάει



site analysis

Ἀναφέρει ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος (†1989):
«Ἐπισκέφθηκα πρό ἐτῶν μεγάλη γυναικεία Μονή. Μεταξύ τῶν μοναζουσῶν, τίς ὁποῖες γνώριζα, ἦταν καί μία σχεδόν αἰωνόβια. Ὕπαρξη ὀλιγογράμματη, ἀλλά ἁγιασμένη. Λόγῳ τοῦ γήρατος δέν σηκωνόταν πλέον ἀπ’ τό κρεβάτι. Καθόταν μόνο πάνω σ’ αὐτό. Πῆγα στό κελλί της.
Κλαίγοντας μοῦ εἶπε τό… παράπονό της: “Ἄχ, αὐτή ἡ Γερόντισσα! Τήν παρακαλῶ νά μοῦ δίνη δουλειά νά κάνω ἐδῶ πάνω στό κρεβάτι, ἀφοῦ δέν μπορῶ νά σηκωθῶ ἄν δέν μέ κρατοῦν, καί αὐτή δέν μοῦ δίνει. Μπορῶ νά τυλίγω κουβάρια. Δέν μέ ἀφήνει, ὅμως. Μοῦ λέει ὅτι δούλεψα ὀγδόντα χρόνια στό Μοναστήρι. (Εἶχε μεταβῆ ἐκεῖ σέ ἡλίκα 16 ἐτῶν.) Ἀλλά ἔτσι ἐγώ τρώω δωρεάν τό ψωμί μου. Δουλεύουν ἄλλες καί ταΐζουν ἐμένα. Τί νά κάνω, ὅμως; Ἡ Γερόντισσα δέν ὑποχωρεῖ. Στενοχωρήθηκα τόσο πού δέν ἤθελα νά τρώω.
Ἀλλά μετά σκέφθηκα κάτι καί ἀναπαύθηκα. Σκέφθηκα νά κάνω συνέχεια προσευχή γιά ὅλους. Ἔτσι μοῦ φαίνεται σάν νά δουλεύω κι ἐγώ. Βλέπεις αὐτό τό κομποσχοίνι; (Μοῦ ἔδειξε ἕνα κομποσχοίνι πού εἶχε πολύ μεγάλους κόμπους.) Δέν τό ἀφήνω καθόλου ἀπ’ τά χέρια μου μέρα-νύκτα, ἐκτός ἀπό δύο-τρεῖς ὧρες κατά τίς ὁποῖες κοιμᾶμαι. Κάνω συνέχεια προσευχή γιά τή Γερόντισσα καί γιά τίς Καλόγριες πού δουλεύουν γιά νά τρώω ἐγώ. Ἀλλά κάνω καί γιά ἄλλους. Γιά τό Δεσπότη μας καί γιά τούς ἄλλους Ἀρχιερεῖς, γιά τούς Ἱερεῖς, γιά τούς Κήρυκες, γιά τούς Ἄρχοντες, γιά τούς Δικαστές, γιά τό Στρατό, γιά τούς Χωροφύλακες, γιά τούς Δασκάλους, γιά τούς Μαθητές, γιά τίς χῆρες, γιά τά ὀρφανά, γιά ὅλους ὅσους θυμηθῶ. Ἔτσι αἰσθάνομαι λιγότερο βάρος στή ψυχή μου πού τρώω δίχως νά δουλεύω…”.
Δακρύζω ὅσες φορές φέρνω στή μνήμη μου τή σκηνή αὐτή. Ἔκτοτε δέν ξαναεῖδα τήν ὁσία ἐκείνη Μοναχή. Μετά ἀπό λίγους μῆνες ἀπῆλθε σέ ἄλλους κόσμους, γιά νά συνεχίζη ἐκεῖ τίς “ἐκ βαθέων” προσευχές της “γιά ὅλους ὅσους θυμηθῆ” (ἐλπίζω καί γιά μένα…), ἄν καί χωρίς πλέον τό χονδρό κομποσχοίνι της, τό ὁποῖο τάφηκε μαζί μέ τό ἱερό σκῆνος της…».
από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, «Τό Χαμόγελο τοῦ Θεοῦ», ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2012.

Η Οσία Μεθοδία της Κιμώλου – Μία αγία του 20ου αιώνα



site analysis


φωτογραφία της οσίας Μεθοδίας της εν Κιμώλω
Οσία Μεθοδία (1861-1908)
Στους δύο τελευταίους αιώνες, οι Κυκλάδες έδωσαν τέσσερις άγιες μορφές στην Εκκλησία μας: τον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη από τη Νάξο, τον Όσιο Αρσένιο από την Πάρο, την Οσία Πελαγία από την Τήνο και την Οσία του 20ου αιώνα Μεθοδία από την Κίμωλο. Η επίσημη αγιοποίησή της έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την πράξη 499 στις 17 Ιουνίου 1991. Η μνήμη της εορτάζεται στις 5 Οκτωβρίου.
Ο βίος της
Γεννημένη από γονείς θεοσεβείς στις 10 Νοεμβρίου 1861 στην Κίμωλο, ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειάς της. Βαπτίσθηκε Ειρήνη και από πολύ νεαρή ηλικία ξεχώριζε για την ευσέβεια, τη σεμνότητα και την αγάπη της προς την Εκκλησία.
Μέσα στο ευσεβές περιβάλλον του νησιού της και σε μια οικογένεια προσηλωμένη στο Χριστό, μεγάλωνε και μαζί με τη νεότητα άνθιζε η πίστη της και ο ιερός ζήλος. Ποθούσε και περίμενε την κατάλληλη ώρα για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό και την Εκκλησία.
Καθώς όμως ήταν σε «ηλικία γάμου» και οι γονείς της αποφάσισαν να την παντρέψουν, υποτάχτηκε από υπακοή στη θέλησή τους και παντρεύτηκε ένα Χιώτη ναυτικό.
Λίγο καιρό μετά το γάμο ο σύζυγος της νεαρής κόρης ναυάγησε και πνίγηκε στις ακτές της Μικράς Ασίας και τότε η Ειρήνη ένοιωσε πώς αυτή ήταν η ώρα της θείας κλήσεως γι’ αυτήν.
Γίνεται μοναχή
Ο πνευματικός της όταν του εξομολογήθηκε την επιθυμία της, την ενθάρρυνε στην πραγματοποίηση του σκοπού της. Μετά από κατάλληλη προετοιμασία εκάρη μοναχή, από τον τότε αρχιεπίσκοπο Σύρου Μεθόδιο και έλαβε το όνομα Μεθοδία. Το γεγονός αυτό ήταν για τη Μεθοδία απέραντη χαρά αφού έτσι εκπληρώθηκε η πιο βαθειά επιθυμία της και από τότε πέρασε τη ζωή της ακολουθώντας με πίστη και αφοσίωση τους κανόνες του μοναχισμού κλεισμένη στο ερημικό κελί της, στο «Στιάδι», στο (ακατοίκητο) Μέσα Κάστρο της Κιμώλου, πλάι στον Ιερό Ναό της Γεννήσεως του Κυρίου, ο οποίος χρονολογείται από το 1592.Το ερημικό αυτό κελί ήταν πραγματική «εγκλείστρα» μέσα στην οποία η Μεθοδία ασκήτεψε με βαθειά πίστη και ενθουσιώδη εγκαρτέρηση και παρά το γεγονός ότι δεν έζησε σε μοναστήρι εντούτοις με μεγάλη ακρίβεια και προσοχή τηρούσε τους μοναστικούς κανόνες. Η πίστη και οι προσευχές της, η άσκηση, η νηστεία, η αγρυπνία, η μελέτη, οι αγαθοεργίες της έκαναν το μικρό κελί τόπο αγιασμένο και ιερό που κυριολεκτικά και μεταφορικά ευωδίαζε.naos osias methodiasτο εκκλησάκι στο οποίο ήταν το κελί της Αγίας στο μέσα κάστρο
Οι ασκητικοί αγώνες και τα θαύματά της
Από τον τόπο του εγκλεισμού της σπάνια έβγαινε η Οσία και μόνο για να παρακολουθήσει τη θεία λειτουργία και να λάβει τη Θεία Μετάληψη ή όταν ήταν μεγάλη ανάγκη για να συνδράμει κάποιον που είχε την ανάγκη της. Ο εγκλεισμός της ήταν πλήρης κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και τότε δεχόταν μόνο να ακούσει και να συμβουλέψει γυναίκες που το είχαν μεγάλη ανάγκη και με τις οποίες επικοινωνούσε από ένα μικρό παραθυράκι, το μοναδικό του κελιού της, χωρίς να ανοίγει την πόρτα της. Τον άλλο καιρό όμως το κελί της ήταν αληθινό ιερό διδασκαλείο όχι μόνο για τις Κιμωλιάτισσες αλλά και για γυναίκες που έρχονταν από άλλα νησιά έχοντας μάθει για την Οσία με σκοπό να ωφεληθούν πνευματικά απ’ τη διδαχή της, να ανακουφιστούν από τα βάσανα της ζωής και να αντλήσουν απ’ την αστέρευτη πηγή της πίστης, κουράγιο και θέληση, αγάπη, εγκαρτέρηση και θάρρος. Είχε μαθήτριες αφοσιωμένες που μετέφεραν στην οικογένειά τους την «δρόσον και το ίαμα» που ανάβλυζε στον ευλογημένο χώρο και μπορεί κανείς χωρίς υπερβολή να πει ότι επηρέασε τη ζωή όλων των συμπατριωτών της.Αυστηρότατη νηστεία, αγρύπνια, προσευχή, δάκρυα, μελέτη ταπεινότητα, φιλανθρωπία αξίωσαν τη Μεθοδία να αναδειχθεί σε «Χριστού θεράπαινα» που έλαβε τη χάρη να τελεί και θαύματα. Θαύματα που μαρτυρούν οι συμπολίτες της αλλά και θαύματα που συνέβησαν και εξακολουθούν να συμβαίνουν ακόμη και σήμερα σε όσους με καρδιά καθαρή και πίστη επικαλούνται τη βοήθειά της.
Η οσιακή της κοίμηση
Σε ηλικία 47 ετών και μετά από ολιγοήμερη ασθένεια, η «Χριστοφόρα» οσία Μεθοδία παρέδωσε το πνεύμα στις 5 Οκτωβρίου 1908, ενώ γενική ήταν η πεποίθηση των συμπατριωτών της ότι ο Θεός την κατέταξε μεταξύ των Αγίων του.Κατά γενική ομολογία έως και την επόμενη ημέρα του θανάτου της το σώμα της ήταν ακόμη ζεστό και εύκαμπτο.
Στη συνείδησή τους ήταν Αγία και αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι στις 15 Αυγούστου 1946 συνέταξαν και υπέγραψαν ομολογία με την οποία αναγνώριζαν την Οσία «πολιούχο και κηδεμόνα της νήσου και μεγάλη αυτών ευεργέτιδα».
Το 1962 στη θέση του ερειπωμένου κελιού της χτίστηκε μικρή εκκλησία που τιμάται στο όνομα της Παναγίας Ελεούσας και της Οσίας Μεθοδίας. Σε κρύπτη του ναού μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν τα ιερά λείψανά της από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνος όπου βρίσκονταν ως τότε και από κει στις 5 Οκτωβρίου 1991, ημέρα των εκδηλώσεων για την επίσημη ανακήρυξή της σε Αγία, μεταφέρθηκαν και φυλάσσονται στον Ιερό Ναό Παναγίας Οδηγήτριας, ιερό και συγκινητικό προσκύνημα για κάθε πιστό χριστιανό.
Ακοίμητο καντήλι του Αιγαίου την είπαν, σέμνωμα και προστάτιδα της Κιμώλου, θεόληπτη και αρετών ενθέων σκεύος πολύτιμον, φωτοβόλον λυχνία και Κυκλάδων κλέος λαμπρόν. Ατέλειωτα είναι τα επίθετα με τα οποία  στόλισε ο θαυμασμός των ευσεβών χριστιανών την ταπεινή νησιωτοπούλα που από νωρίς στη ζωή της ένοιωσε το κάλεσμα του Κυρίου και ανταποκρίθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής της.
Η επίσημη αγιοποίησή της έγινε  από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 17 Ιουνίου 1991.
Στις 5 Οκτωβρίου 1991, ημέρα εκδηλώσεων για την επίσημη ανακήρυξή της σε Οσία, τα ιερά λείψανά της μεταφέρθηκαν και φυλάσσονται πλέον στην «Παναγιά», τον Μητροπολιτικό  Ναό, ιερό και συγκινητικό προσκύνημα για κάθε πιστό χριστιανό.

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Η Αγία μάρτυς Χαριτίνη ( 5 Οκτωβρίου)



site analysis


XaritiniΣήμερα η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη της αγίας μάρτυρος Χαριτίνης. Η αγία Χαριτίνη είναι από τις πολλές εκείνες νεαρές γυναίκες, που στον καιρό των αρχαίων διωγμών, αλλά και σε κάθε καιρό που διώκεται η πίστη και η Εκκλησία, προτίμησαν την αγάπη του Χριστού από την αγάπη του κόσμου. Αυτό είναι περισσότερο ανδρείο και γενναίο απ’ ό,τι μπορούμε να σκεφτούμε στον καιρό μας, που όλοι μας είμαστε παραδομένοι στην αγάπη του κόσμου και την απόλαυση του βίου. Μια νεαρή γυναίκα, που μπορεί να προτίμησει την ουράνια δόξα και να περιφρόνησει την απόλαυση των εγκοσμίων, αλλά και να αντέξει σε απάνθρωπα βασανιστήρια και σε σκληρό θάνατο, αξίζει να τη θαυμάσουμε και να την τιμήσουμε κι όσο μπορούμε να την μιμηθούμε.
Η αγία Χαριτίνη μαρτύρησε στα 290 μετά τη γέννηση του Χριστού στα χρόνια του βασιλιά στην Ανατολή Διοκλητιανού και του ηγεμόνα Δομετίου, στα χρόνια δηλαδή του μεγάλου διωγμού της Εκκλησίας. Ύστερ’ από το Διοκλητιανό, ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε τα δυό διατάγματα του, που άφηναν ελεύθερους τους χριστιανούς, αν και μικρότεροι διωγμοί εδώ – εκεί συνεχίζονταν. Η Χαριτίνη ήταν σκλάβα σε κάποιον Κλαύδιο, που αν και δεν ήταν χριστιανός, αγαπούσε και σεβότανε τη γυναίκα του σπιτιού του. Θα πρέπει να διαβάσουμε την προς Φιλήμονα επιστολή του αποστόλου Παύλου, για να δούμε ποιά ήταν η θέση των δούλων στα σπίτια όχι μόνο των χριστιανών, αν είχαν οι χριστιανοί δούλους, αλλά όλων των ανθρώπων, που φοβόντανε το Θεό.
Όταν ο Δομέτιος έμαθε για τη χριστιανή Χαριτίνη, έγραψε στον Κλαύδιο να του την στείλει για να την ανακρίνει. Είναι πολύ συγκινητικός ο διάλογος μεταξύ του Κλαυδίου και της σκλάβας του Χαριτίνης. Ο Κλαύδιος, υποχρεωμένος να υπακούσει στον ηγεμόνα Δομέτιο, άρχισε να κλαίει και να θρηνεί, όχι για τη στέρηση της σκλάβας του, αλλά για τα σκληρά βασανιστήρια που την περίμεναν. Η Χαριτίνη τότε, με πολλή πίστη και θάρρος, άρχισε να τον καθησυχάζει. «Μη λυπείσαι, Κύριε μου, του είπε, αλλά μάλλον να χαίρεις, γιατί εγώ αξιώνομαι να γίνω θυσία ευάρεστη στο Θεό». Κι ο Κλαύδιος απάντησε «Γυναίκα του σπιτιού μου και δούλη του Θεού, θυμήσου με, όταν θα είσαι κοντά στον επουράνιο Βασιλέα». Δεν ήταν ακόμα χριστιανός ο Κλαύδιος, μα αισθανότανε και ομιλούσε χριστιανικά.
Η αγία Χαριτίνη οδηγήθηκε δεμένη μπροστά στον ηγεμόνα Δομέτιο. Γιατί τάχα την έδεσαν; Δεν ήταν φόβος να φύγει, αλλά η κακία δεν είναι μόνο απάνθρωπη, αλλά και δειλή. Χωρίς δισταγμό, η αγία ομολόγησε την πίστη της και οι βασανιστές της, για να την εξευτελίσουν, της ξύρισαν την κεφαλή, την έβαλαν επάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα κι επάνω στις πληγές στης έχυσαν ξύδι και αλάτι. Έμπηξαν υστέρα στα στήθια της αιχμηρά σουβλιά κι έκαψαν τα πλευρά της με αναμμένες λαμπάδες, και μετά ολ’ αυτά έδεσαν στο λαιμό της μια βαρεία πέτρα και την έριξαν στη θάλασσα. Σε όλ’ αυτά την φύλαξε ο Θεός, κι όταν την ξανάπιασαν, την έσυραν επάνω σε αναμμένα κάρβουνα και της ξερίζωσαν από τα χέρια και τα πόδια τα νύχια.
Έμενε όμως ακόμα κάτι, λιγότερο αλγεινό στο σώμα, αλλά περισσότερο οδυνηρό στη ψυχή. Αυτό θα την πονούσε περισσότερο απ’ όλα και θα ήταν όλο καταισχύνη στα μάτια των ανθρώπων. Όταν εξάντλησε όλα τα βασανιστήρια κι όταν σε όλα είδε πως ηττήθηκε, ο ηγεμόνας είπε να κλείσουν την αγία σε πορνοστάσιο. Η σκοτισμένη του σκέψη κι η πωρωμένη συνείδηση ήταν ακόμα σε θέση να καταλάβει πόσο μεγάλο μαρτύριο ήταν αυτό για μια χριστιανή γυναίκα. Για κάτι τέτοιο έχουνε να μας πουν πολλά παραδείγματα πολλών γυναικών, και στην αρχαία Αντιόχεια με την αγία Πελαγία και στο Ζάλογγο και την Αραπίτσα στα νεώτερα χρόνια.
Η αγία Χαριτίνη, όπως ήταν στα χέρια των δημίων της, δεν μπορούσε ούτε στο γκρεμό να πέσει ούτε στο ποτάμι, για νά μη ντροπιαστεί από τους ανθρώπους. Προσευχήθηκε λοιπόν κι ο Θεός την πήρε «πριν τον της παρθενίας απολέση στέφανον». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ομιλία του στην αγία μάρτυρα Πελαγία την αρχίζει με αυτά τα λόγια, που ταιριάζουν καί στην αγία Χαριτίνη «Ευλογητός ο Θεός! Και γυναίκες θανάτου λοιπόν καταπαίζουσι, και κόραι καταγελώσι τελευτής… Ταύτα δη πάντα διά τον εκ παρθένου Χριστόν γέγονεν ημίν τα αγαθά». Ας έχει δόξα ο Θεός! Όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες περιφρονούν το θάνατο και κορίτσια τόχουν χαρά τους να πεθάνουν. Κι ολ’ αυτά για το Χριστό και με την χάρη του Χριστού, που γεννήθηκε από την αγνή παρθένο Θεοτόκο. Αμήν.
(+Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου Λ. Ψαριανού, Εικόνες Έμψυχοι, σ.273)
--------------------------------------------------------
ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΧΑΡΙΤΙΝΗ
(5 Οκτωβρίου)

Η αγία Χαριτίνη έζησε τον 3ο αιώνα μ. Χ. Ήταν δούλη κάποιου πλουσίου που ονομαζόταν Κλαύδιος και ο οποίος την εκτιμούσε και την σεβόταν για τον χαρακτήρα της και τα χαρίσματά της. Πραγματικά, ο τρόπος ζωής της την έκανε αξιαγάπητη, επειδή ήταν εργατική, φιλότιμη και συμπεριφερόταν με σεβασμό και αγάπη προς τον κύριό της, αλλά και προς τους συνδούλους της. Δεν άργησε να αποκαλυφθή το γεγονός ότι ήταν Χριστιανή, επειδή αυτό γινόταν φανερό και από την συμπεριφορά της. Ο όλος τρόπος ζωής και συμπεριφοράς της διέφερε από τους ειδωλολάτρες δούλους, οι οποίοι ως επί το πλείστον είχαν αντιπάθεια και μίσος στους κυρίους τους και τσακώνονταν συνεχώς μεταξύ τους. Όταν συνελήφθη η αγία Χαριτίνη, ο Κλαύδιος ενδύθηκε τρίχινο φόρεμα σε ένδειξη πένθους και έκλαιε απαρηγόρητα. Η αγία τον παρηγορούσε και εκείνος την παρακαλούσε να προσεύχεται και να πρεσβεύη γι’ αυτόν όταν καταταγή στην χορεία των αγίων Μαρτύρων.
Ο βασιλιάς Δομέτιος, επειδή απέτυχε στην προσπάθειά του να την πείση να αρνηθή τον Χριστό και να θυσιάση στα είδωλα, διέταξε και της ξύρισαν το κεφάλι. Τα μαλλιά της όμως ξαναφύτρωσαν και τότε οργισμένος διέταξε να της βάλουν το κεφάλι σε αναμμένα κάρβουνα και να χύνουν από πάνω ξύδι. Κατόπιν έκαψαν τα πλευρά της με αναμμένες λαμπάδες, αλλά παρέμεινε και πάλιν αβλαβής. Στην συνέχεια, έδεσαν πέτρα στον λαιμό της και την έριξαν στην θάλασσα. Όταν όμως είδε ο τύραννος ότι δεν πνίγηκε όπως αναμενόταν, κατέστρωσε ένα σατανικό σχέδιο. Απεφάσισε να την κλείση σε πορνείο, για να διαφθαρή, να διασυρθή και να εξευτελισθή. Η αγία προσευχήθηκε θερμά παρακαλώντας τον Κύριο να μη επιτρέψη να γίνη αυτό το ανοσιούργημα και τότε ο Χριστός παρέλαβε αμέσως την αγνή και καθαρή ψυχή της.
Ο βίος και η πολιτεία της αγίας Χαριτίνης μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.
Πρώτον. Ο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς της Αγίας επηρέασε θετικά τον κύριό της σε τέτοιο σημείο, ούτως ώστε να του προκαλέση πόνο και θλίψη η σύλληψη μιας δούλης του. Και μη ξεχνάμε ότι αυτό συνέβη σε μια περίοδο που το δουλεμπόριο ανθούσε και οι δούλοι εθεωρούντο πράγματα, τα οποία μπορούσε ο κύριός τους ανά πάσαν στιγμή να τα χρησιμοποιήση όπως θέλει. Μπορούσε ακόμη και να θανατώση τους δούλους του χωρίς να είναι υποχρεωμένος να δώση λόγον σε κανένα. Αλλά και για τους συνδούλους της υπήρξε παράδειγμα προς μίμηση και είναι πολύ φυσικό οι καλοπροαίρετοι να επηρεάσθηκαν θετικά και να άλλαξαν προς το καλύτερο.
Ο όσιος Αντώνιος ο Μέγας ονομάζει ανθρωποιούς τους ανθρώπους εκείνους που μπορούν να ημερέψουν τους απαίδευτους, ούτως ώστε να αγαπήσουν τους παιδευτικούς λόγους, αλλά και όσους είναι σε θέση να θεραπεύσουν και να αλλάξουν τους ακόλαστους και να τους κάνουν να αγαπήσουν την αρετή. Και τους αποκαλεί ανθρωποποιούς, επειδή, όπως τονίζει, αναπλάττουν τους ανθρώπους. «Ανθρωποποιός οφείλειν λέγεσθαι, ο τους απαιδεύτους ημερώσαι δυνάμενος, ίνα λόγων και παιδεύσεως ερασθώσι. Τον αυτόν τρόπον και οι τους ακολάστους τον βίον, επί την ενάρετον και Θεώ αρέσκουσαν πολιτείαν μεταρρυθμίζοντες, ανθρωποποιοί οφείλουσι λέγεσθαι, ως τους ανθρώπους αναπλάττοντες. Πραότης γαρ και εγκράτεια, ευδαιμονία εστί και ελπίς αγαθή ταις ψυχαίς των ανθρώπων» (Φιλοκαλία, εκδ. «Αστήρ», τόμ. Α΄, σελ. 6). Με αυτήν την έννοια και η αγία μάρτυς Χαριτίνη μπορεί να ονομασθή ανθρωποποιός, όπως άλλωστε και όλοι οι Άγιοι, επειδή ως θεραπευμένοι οι ίδιοι από τα πάθη, έχουν την δυνατότητα να θεραπεύουν και να αναγεννούν πνευματικά τους καλοπροαιρέτους και αγωνιζομένους πιστούς.
Δεύτερον. Ο Θεός επιτρέπει τις δοκιμασίες και τους πειρασμούς για τον καταρτισμό και την σωτηρία των ανθρώπων, αλλά δεν αφήνει να δοκιμασθή κανείς περισσότερο από όσο μπορεί να αντέξη. Επίσης, δεν επιτρέπη στον διάβολο να πειράζη τον άνθωπο ανεξέλεγκτα, αλλά του θέτει όρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς.
Όταν ο διάβολος ζήτησε την άδεια να πειράξη τον Ιώβ, ο Θεός του το επέτρεψε, για να φανερωθή η βαθειά πίστη του Ιώβ και να καταστή υπόδειγμα υπομονής και καρτερίας, αλλά υπό προϋποθέσεις. Του τόνισε ρητά και κατηγορηματικά «τήν ψυχήν αυτού διαφύλαξον». Και στην περίπτωση της αγίας μάρτυρος Χαριτίνης ο Θεός επέτρεψε να πειρασθή και να βασανισθή, για να λάμψη «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» και να καταστή πρότυπο πίστεως, υπομονής και σωφροσύνης, αλλά μέχρις ενός σημείου. Όταν θέλησε ο διάβολος να βλάψη την ψυχή της, τότε επενέβη και την πήρε αμέσως στα ουράνια σκηνώματα, για να μη διαφθαρή, αλλά να διαφυλαχθή η αγνότητα και η παρθενία της. Το γεγονός αυτό φανερώνει σύν τοις άλλοις και το ότι ο Θεός είναι Εκείνος που κατευθύνει την προσωπική ζωή του κάθε ανθρώπου και φροντίζει επιμελώς για την σωτηρία του χωρίς, ασφαλώς, να παραβιάζη την ελευθερία του, την οποία σέβεται όσο κανείς άλλος.
Υπάρχουν όμως και στην εποχή μας κάποιοι, που επιθυμούν αλλαζονικά να γίνουν θεοί και ανθρωποποιοί χωρίς την Χάρη και την δύναμη του αληθινού Θεού της Αποκαλύψεως και της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αρκετά προβλήματα στις ανθρώπινες σχέσεις και πολλές κοινωνικές ανωμαλίες. Βέβαια, σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι να φθάση στην θέωση, αλλά αυτό γίνεται με την οργανική ένταξή του στην Εκκλησία και την βίωση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής και φυσικά με την ενέργεια του Αγίου Τριαδικού Θεού. Γιατί ο Θεός είναι εκείνος που ενεργεί την θέωση και την σωτηρία και ο άνθρωπος συνεργεί.
Με τις πρεσβείες της αγίας μάρτυρος Χαριτίνης, είθε να βιώσουμε και μείς την αυθεντική κατά Χριστόν ζωή, όπως την εκφράζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, για να αξιωθούμε να γίνουμε αληθινοί άνθρωποι και ανθρωποποιοί.–
-------------------------

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΧΑΡΙΤΙΝΗ

«Η αγία Χαριτίνη έζησε επί βασιλείας Διοκλητιανού, όταν Κόμης ήταν ο Δομέτιος, ενώ η ίδια ήταν δούλη κάποιου Κλαυδίου. Ο Κόμης, επειδή άκουσε ότι ήταν χριστιανή, γράφει στον κύριό της να τη στείλει σ’  αυτόν προς εξέταση. Ο κύριός της, που ήταν και αυτός χριστιανός, λυπήθηκε πάρα πολύ, τόσο που ντύθηκε σάκκο και τη θρηνούσε. Η αγία όμως τον παρηγορούσε και του έλεγε: «Κύριέ μου, μη λυπάσαι, αλλά να χαίρεσαι, διότι θα θεωρηθώ ευπρόσδεκτη θυσία στον Θεό, και για τα δικά μου και για τα δικά σου πλημμελήματα». Ο Κλαύδιος τότε, αφού της είπε: «Να με θυμάσαι στον επουράνιο βασιλιά», την αποστέλλει στον Κόμητα. Όταν οδηγήθηκε εκεί και ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό, της ξύρισαν το κεφάλι και έριξαν πάνω σ’  αυτό  αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα την έδεσαν σε βαριά πέτρα και την έριξαν στη θάλασσα. Αλλά αυτή, με τη χάρη του Θεού, εξήλθε και φάνηκε στον Κόμητα. Κι αφού τιμωρήθηκε και με πολλές άλλες τιμωρίες, της έβγαλαν τα νύχια των χεριών και των ποδιών, κι έτσι παρέθεσε το πνεύμα της στον Θεό».
Κι άλλοτε είχαμε σημειώσει ότι κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας το κάθε μαρτύριο που υφίσταται ένας μάρτυρας του Χριστού αντιστοιχεί σε κάτι ανάλογο από πλευράς πνευματικής. Με τα βάσανα δηλαδή που υφίσταται ο μάρτυρας, με τα οποία έμπρακτα μετέχει στον Σταυρό του Χριστού, κτυπά τον διάβολο και τα όργανά του, ενώ ο ίδιος γεμίζει από τις χάρες του ουρανού, παίρνει τα στεφάνια που ο Κύριος δίνει στους συνεπείς δούλους Του, βιώνει δηλαδή την άλλη όψη του Σταυρού, την Ανάσταση. Την πνευματική αυτή πραγματικότητα διαπιστώνουμε και στην αγία Χαριτίνη: ό,τι υφίστατο είχε και το αντίστοιχο πνευματικό αποτέλεσμα.  «Των λεόντων συνέθλασας σιαγόνας, πολύαθλε, σιαγόνων φέρουσα τα συνθλάματα∙ των δε ονύχων εκρίζωσιν γενναίως υπήνεγκας, εκριζούσα τα δεινά της απάτης φρυάγματα∙ θαλαττίοις δε εν βυθοίς απερρίφης, την κακίαν υποβρύχιον ποιούσα του πονηρού πολεμήτορος». Δηλαδή: Σύτριψες τα σαγόνια των λιονταριών, καθώς υπέφερες τα συντρίμματα των δικών σου σαγονιών. Υπέφερες με γενναιότητα το ξερίζωμα των νυχιών σου, ξεριζώνοντας όμως τη φοβερή αλαζονεία της απάτης. Σε ρίξανε στον βυθό  της θάλασσας, πνίγοντας όμως κι εσύ την κακία του πονηρού διαβόλου. Έτσι αν ο διάβολος και οι πονηροί ακόλουθοί του μπορούσαν να δουν τη θετική έκβαση των παθών ενός μάρτυρα, θα σταμάταγαν αμέσως τα μαρτύριά του, γιατί δεν θα άντεχαν να βλέπουν ότι τα μαρτύρια αυτά γίνονταν «μπούμερανγκ» εναντίον τους. Κι η πιο τρανταχτή απόδειξη της αλήθειας αυτής ήταν βεβαίως ο Σταυρός του Κυρίου μας: με το Πάθος Του ελευθερωθήκαμε και λυτρωθήκαμε. Αλλά είναι γνωστό: ο Πονηρός και όλοι οι πονηροί συνεργάτες του δεν διακρίνονται για την εξυπνάδα τους. Πονηροί είναι και όλα τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν, ναι. Όχι όμως έξυπνοι, με την πραγματική σημασία του όρου: να μπορούν να βλέπουν τα πράγματα στο βάθος τους και να διακρίνουν το αληθινό συμφέρον και γι’  αυτούς.
Ο υμνογράφος βεβαίως, πέραν των παραπάνω, δεν χάνει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί το ίδιο το όνομα της αγίας, προκειμένου να προβάλει δύο κατ’ αυτόν πολύ σημαντικά σημεία: Πρώτον, ότι η αγία Χαριτίνη ήταν γεμάτη από τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η οποία την χαρίτωσε με τη χάρη του μαρτυρίου, ώστε να έχει τη δύναμη να χαριτώνει έπειτα και εμάς με τις πρεσβείες της προς τον Κύριο. «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος σε χαριτώσασα», «Ταις σαις μου, ω Χαριτίνη, χάρισι, τον νουν χαρίτωσον, χαριτωθείσα άθλοις ιεροίς». Το μαρτύριο πράγματι ενός αγίου θεωρείται χάρη του Θεού, με το οποίο αποκτά τεράστια δύναμη ενώπιον του Θεού, προκειμένου να βοηθά και εμάς, τους εν τω κόσμω ακόμη ευρισκομένους χριστιανούς. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί ο οιοσδήποτε να υπομείνει τέτοια βάσανα, όχι, όπως έχουμε εξηγήσει και άλλοτε, με την έννοια ότι δεν τα υπομένουν και άλλοι άνθρωποι, ξένοι προς την πίστη του Χριστού, αλλά με την έννοια ότι ο μάρτυρας του Χριστού τα υπομένει χωρίς να χάνει την αγάπη του προς τον εχθρό του. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εδόθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν».
Δεύτερον, ότι η αγία ήταν γεμάτη από τη χαρά που δίνει το Πνεύμα του Θεού. «Της χαράς ως επώνυμος, εν χαρά προσεχώρησας εις νυμφώνα, πάνσεμνε, τον ουράνιον». «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος…χαροποιαίς εφαίδρυνε πλοκαίς και χαράν την αιώνιον κληρονομείν ενίσχυσεν». Η αγία ως επώνυμη της χαράς μπήκε με χαρά στον ουράνιο νυμφώνα. Το άγιο Πνεύμα, μέσα από τα μαρτύρια, την έκανε να χαίρεται με διάφορους τρόπους και την δυνάμωσε να κληρονομήσει και την αιώνια χαρά. Ο υμνογράφος, είπαμε, εκμεταλλεύεται το όνομά της, για να μας υπενθυμίσει ότι η χαρά είναι το χαρακτηριστικό του χριστιανού. Όχι όμως η χαρά, όπως κατανοείται από τον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο: ως διασκέδαση με τις απολαύσεις του κόσμου, ως απομύζηση των τερπνών μόνο του βίου τούτου, που τις περισσότερες φορές όμως αφήνουν μέσα στην καρδιά του ανθρώπου τη στιφάδα του θανάτου. Αλλά η χαρά που έρχεται ως αποτέλεσμα της επιμονής και της πιστότητας του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού. Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας μας και όλων των αγίων: θέλεις να χαίρεσαι με τη βαθειά και αναφαίρετη χαρά, που γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου, έστω και μέσα από τις θλίψεις; Δεν έχεις παρά να τηρείς το θέλημα του Θεού, και μάλιστα την εντολή της αγάπης. Είναι μία πρόκληση, που αν κανείς δεν την πειραματιστεί στον εαυτό του, δεν πρόκειται ποτέ να την γευτεί. «Ο γαρ καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά…».