Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

23 Σεπτεμβρίου, μνήμη και των Οσίων Ξανθίππης και Πολυξένης, των εν Ισπανία: Συναξάριον.



site analysis


Τη ΚΓ του αυτού μηνός (Σεπτεμβρίου), μνήμη των Οσίων και θεοφόρων αυταδέλφων γυναικών, Πολυξένης και Ξανθίππης.
Αξίως ειλήφατε θεόθεν γέρα,
ομαίμονες, Ξανθίππη και Πολυξένη.
ο Βίος των κατά σάρκα αδελφών αγίων γυναικών Πολυξένης και Ξανθίππης των εν Ισπανία, ων η μνήμη τη 23η Σεπτεμβρίου
Βρισκόμαστε στα μέσα του πρώτου μετά Χριστόν αιώνα στην Ιβηρική χερσόνησο. Στη Ρώμη βασίλευε ο αυτοκράτορας Κλαύδιος, θείος του αιμοσταγούς Νέρωνος και διάδοχος του. Ο Χριστιανισμός, η νέα θρησκεία, βρίσκεται στο λυκαυγές της. Οι άγιοι Απόστολοι με τους συνεργάτες τους, όργωναν τον τότε γνωστό και προσιτό, με τα πενιχρά συγκοινωνιακά μέσα, κόσμο. Στην Ισπανία αντιπροσώπευε τη Ρώμη ο Πρόβος. Γυναίκα του κυβερνήτου Πρόβου ήταν η ευσεβής Ξανθίππη. Η Ξανθίππη ήταν χριστιανή. Μία από τις πρώτες Ισπανίδες χριστιανές. Η προφορική παράδοση λέει ότι ο απόστολος των εθνών, ο μέγας Παύλος, πέρασε και κήρυξε στη χώρα αυτή. Στην Καινή Διαθήκη, στην προς Ρωμαίους επιστολή κεφ. ιε”, στίχο 24 γράφει: «εάν πορεύωμαι εις την Σπανίαν, ελεύσομαι προς υμάς” ελπίζω γαρ διαπορευόμενος θεάσασθαι υμάς και ύφ” υμών προπεμφθήναι εκεί, εάν υμών πρώτον από μέρους εμπλησθώ». Και παρακάτω στο ίδιο κεφάλαιο, στίχος 28, ξαναγράφει: «τούτο ουν επιτελέσας, και σφραγισάμενος αυτοίς τον καρπόν τούτον, απελεύσομαι δι” υμών εις την
Σπανίαν».
Άραγε ο δέσμιος Παύλος μπόρεσε να φτάσει ως εκεί; Έτσι κι αλλιώς όμως η πίστη έφτασε εις την Σπανίαν. Και οι Ισπανοί καυχώνται ότι η γυναίκα του κυβερνήτου Πρόβου, Ξανθίππη κατηχήθηκε από τον ίδιο τον Παύλο. Η Ξανθίππη, ζούσε βίο ευσεβή και συνεπή προς τις εντολές του Χριστού. Θα ασχοληθούμε με αυτή πιο κάτω όταν η ζωή της συνδέεται ξανά με τη ζωή της αδελφής της.
Η αγία Πολυξένη ήταν αδελφή κατά σάρκα της Αγίας Ξανθίππης. Όταν ήταν νέα κοπέλα, απήχθη από έναν άνθρωπο ο οποίος ήθελε να την διαφθείρει. Χάριτι του Θεού όμως, κατά τρόπο που δεν έχει διασωθεί, η αγνότητα της Πολυξένης διαφυλάχτηκε και έφυγε, ταξιδεύοντας, από τόπου σε τόπο. Λέγεται ότι αξιώθηκε να παρακολουθήσει την διδασκαλία του ίδιου του πρωτοκορυφαίου Αποστόλου Πέτρου, άγνωστο που, και τέλος του Αποστόλου Φιλίππου στην Ελλάδα. Η Αγία Πολυξένη συνεχίζοντας τις περιπλανήσεις της στην ανατολική αυτοκρατορία, γνώρισε και τρίτο Απόστολο, τον πρωτόκλητο Ανδρέα. Έγινε μαθήτρια και οπαδός του και βαπτίστηκε τελικά άπ” αυτόν. Όταν μυήθηκε πλήρως από τους μεγάλους διδασκάλους της, γύρισε στην Ισπανία, συνοδευομένη από τον Απόστολο Ονήσιμο για να κηρύξει το Ευαγγέλιο στους συμπατριώτες της. Το παράδειγμα της, τα γεμάτα χάρη λόγια της έκαναν να καρπίσει στη γη της Ισπανίας ο λόγος του Θεού.
Ένας μεγάλος αριθμός ειδωλολατρών οφείλει την επιστροφή του στον Κύριο, στην αποστολική δράση της Αγίας Πολυξένης. Την ισαπόστολο συνόδευε στις πορείες της η πιστή σύντροφος της Ρεβέκκα, που βαπτίστηκε μαζί της από τον πρωτόκλητο μαθητή.
Πολλά χρόνια πέρασαν. Το έργο της Πολυξένης γέμιζε τη μακρινή αυτή χώρα και η Εκκλησία αύξανε και ανδρωνόταν. Μετά πολλούς κόπους και δοκιμασίες, η Πολυξένη και η Ξανθίππη αποφάσισαν να περάσουν μαζί το υπόλοιπο της ζωής τους. Βίωσαν την κατ” οίκον εκκλησία τους, κατά το λόγο του Παύλου, δείχνοντας με το παράδειγμα τους τη δύναμη του Θεού και επισφραγίζοντας το λόγο τους με πολυπληθή θαύματα. Εκοιμήθησαν εν ειρήνη. Η Εκκλησία γιορτάζει μαζί τη μνήμη τους στις 23 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο.
Άγιες Ξανθίππη και Πολυξένη πρεσβεύσατε υπέρ του φωτισμού πάντων των εν τω σκότει ευρισκομένων εθνών. Αμήν.
Μεγαλυνάριον
Τα της Ισπανίας γεννήματα σεπτά,
Τας των Αποστόλων ακολούθους και μιμητάς,
συν τη Πολυξένη Ξανθίππην την οσίαν,
της Εκκλησίας δόξαν, ανευφημήσωμεν.
Από το βιβλίο: Ισπανικό Ορθόδοξο Συναξάρι. Γεωργίου Εμμανουήλ Πιπεράκι, Αναπληρωτού Καθηγητού Ιατρικής Παν/μίου Αθηνών.
Έκδοσις: Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. (Γραφείον Εξωτερικής Ιεραποστολής.) Έκδοσις Α 2003

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΟΣΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΑΓΑΘΗΣ ΜΕΓΑΛΟΓΕΝΟΥΣ.Ι.Μ. ΥΠ. ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΟΡΩΝΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ.



site analysis









Η ΟΣΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΑΓΑΘΗΣ ΜΕΓΑΛΟΓΕΝΟΥΣ



Εισαγωγή


Βαθειά συγκίνηση διακατέχει το είναι μου από την στιγμή πού αποφάσισα να γράψω κάτι για την αγία ζωή της αγαπημένης μας Γερόντισσας Άγάθης. Όμως, μια έντονη επιθυμία, με παρακινεί να μη σιωπήσω, για να μην απολησμονηθεί ή απλή, ή αγαθή Γερόντισσα με το φτωχικό μοναχικό της τριβώνιο και να ξέρει ή καινούργια μας γενιά πώς δεν έλειψαν κατά καιρούς οι Άγιοι. Πώς να ξεχάσουμε όλοι μας και ημείς περισσότερο τά πνευματικά της τέκνα την γαλήνια εκείνη ασκητική μορφή, την ομορφιά της ψυχής, την αρχοντιά και ομορφιά του προσώπου της. πού δεν ήταν ανθρώπινη, αλλά φωτισμένη από την θεϊκή δύναμη; Γι’ αυτή λοιπόν την φωτεινή φυσιογνωμία που είχε την ικανότητα και κατόρθωσε να μεταδώσει τον πλούσιο πνευματικό της θησαυρό και να φέρει τόση καρποφορία στις ψυχές μας και γιατί ή εποχή μας ζητά μορφές να φωτίζουν τά σκοτάδια.
Ή Ηγούμενη Γερόντισσα Άγάθη, υπήρξε ένας ολοφώτεινος φάρος πού φώτιζε κάθε σκοτεινιά, γιατί ζούσε στο φώς και στην αλήθεια.

1.     Τά παιδικά της χρόνια

Ή Μακαριστή Ηγούμενη Γερόντισσα Άγάθη, γεννήθηκε στο Νιοχώρι, ένα ασήμαντο χωριουδάκι περίπου ένα χιλιόμετρο έξω της πόλεως Ληξουρίου της νήσου Κεφαλληνίας το έτος 1898. Το κοσμικό της όνομα ήτο Δήμητρα και όταν έγινε μοναχή πήρε το όνομα Άγάθη. Οι γονείς της ήταν ενάρετοι και μεγάλωσε με χριστιανικές αρχές. Ό πατέρας της ώνομάζετο Ανδρέας Μεγαλογένης και ή μητέρα της Αναστασία. Είχε τρεις αδελφούς και τρεις άδελφάς. Ό Θεός της είχε δώσει πολλά προσόντα, αντίληψη, θέληση δυνατή και όλοι θαύμαζαν την σπάνια καλοσύνη της. Στο σχολείο, Δημοτικό και Σχολαρχείο, ήτο αριστούχος.


 Διαρκώς μελετούσε. Ή φιλομάθειά της ήτο μεγάλη γι’ αυτό και μορφώθηκε αρκετά για την εποχή της.
Από μικρή ένοιωθε μια υπερκόσμια ανερμήνευτη χαρά, καθώς και ή ίδια συχνά μάς διηγιόταν, να τρέχει στην εκκλησία, πού μέρα με την ημέρα ό θείος ζήλος της έγινε πόθος. Δεν της άρεσε να συναναστρέφεται με ανθρώπους αντίθετους προς τον χαρακτήρα της. Όταν τελείωσε το Σχολαρχείο, διορίσθηκε νηπιαγωγός. Έως σήμερα μιλούν όλοι για το ήθος της. Ήτο τόσο συνετή και με το πέρασμα τού χρόνου κορυφώθηκε ό πόθος της για τη μοναχική ζωή. Στη μόνωση εύρισκε μεγαλύτερη ευχαρίστηση και πολύ ενωρίς βυθίστηκε στον πνευματικό κόσμο. Ανέπτυξε έντονο θρησκευτικό συναίσθημα και με την μεγάλη της ευσέβεια δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο.


 Τά πνευματικά της σκιρτήματα της έδιναν τόση χαρά και ελπίδα και όλοι θαύμαζαν την αρετή της. Ήταν πρόθυμη να εξυπηρετεί όλους να τρέχει σε ιερές Ακολουθίες- να μελετά την ζωή των αγίων. Ή βαθειά της ταπεινοφροσύνη προκαλούσε τον θαυμασμό όλων. Η προσευχή της θερμή και αδιάλειπτη, τά λόγια της κατάμεστα από θεία γνώση και σοφία και ένοιωθε δυνατή έλξη μόνο για τις ουράνιες χαρές. Την συγκινούσε αφάνταστα ή ζωή των άγιων και ό πόθος της ήτο μεγάλος να φορέσει το Αγγελικό Σχήμα. Απέναντι ακριβώς από το χωριουδάκι της σε πολύ μικρή απόσταση πάνω σ’ ένα κατάφυτο και καταπράσινο λοφίσκο δέσποζε στα φωτεινά μάτια της νεαράς Δήμητρας ή Μονή της Ύπεραγίας Θεοτόκου Κορωνιωτίσσης, όπου σαν πόλος έλξεως τραβούσε την ψυχή της. 


Δεν περνούσε ήμερα πού να μην επισκεπτόταν την ερειπωμένη τότε Μονή και να ανάβει το καντηλάκι της θαυματουργού Κορωνιωτίσσης, κρυφά από τον αυστηρότατο πατέρα της. Μόνον ό Κύριος γνωρίζει τις θερμές προσευχές της και τά καυτά δάκρυα της και τον πόθον της ψυχής της, όταν παρευρίσκετο στον ιερόν εκείνον χώρο. Η ψυχή της λαχταρούσε να παραμείνει κοντά στην Παναγία και μύριες υποσχέσεις έδιδε στο ερειπωμένο εκκλησάκι και τά κελλάκια... Έφευγε με την ψυχή της γαληνεμένη ότι όταν θα έλθει το πλήρωμα τού χρόνου η Μεγαλόχαρη θα την αξιώσει να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες της. Και δεν άργησε να έλθει.


2.     Ή νεαρά Δήμητρα εγκαταλείπει τον κόσμο



Το 1927 σωτήριο δι’ αυτήν έτος και εις ηλικία 29 ετών γεμάτη ζωή και σφρίγος, ή αγαθή και άδολη ψυχή της νεαράς Δήμητρας αναζητά τον Κύριον... «Όν τρόπον επιδοθεί ή έλαφος επί τας πηγάς των ύδάτων, ούτως έπιποθει ή ψυχή μου προς Σε ό Θεός» 
(Ψαλμ. ΜΑ-41) ακαταπαύστως ψέλλιζαν τά αγνά χείλη της τά υποδαύλιζε ό πόθος της ψυχής της. Ύπακούσασα λοιπόν εις την φωνή του Ευαγγελίου την λέγουσα ότι «πας ος άφήκεν οικία ή αδελφούς ή αδελφός, ή πατέρα ή μητέρα... ενεκεν του ονόματος μου έκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. 10,28), έγκατέλειπη την κοσμική ματαιότητα και προσεκολλήθη «τω Κυρίω τω ώραίω κάλλει παρά πάντας βροτούς».
Έκτοτε έγκαταβίωσε εις την ερειπωμένη Μονή της Ύ. Θεοτόκου σε δύο απέριττα Κελιά με την ψυχή γεμάτη πνευματική αγαλλίαση και με την σταθερά απόφαση να μην επιστρέψει πλέον εις τά οπίσω. «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ’ άροτρον και βλέπων εις τά οπίσω, εύθετός εστίν εις την Βασιλείαν του Θεού»(Λουκά θ, 62).



Από τότε άρχισε να κοπιάζει περισσότερο διά την αγάπη του Χριστού. Πολλαπλασίασε τη νηστεία της, την προσευχή, τις μετάνοιες και τούς αγαπημένους της ταπεινούς στοχασμούς. Σκοπός της ήτο να ανακαινίσει εκ βαθέων το ιερό αυτό Ησυχαστήριον και να το καταστήσει με την βοήθεια του Θεού φάρο φωτεινό και λιμάνι σωτήριο διά τούς πλέοντας την πολυτάραχο θάλασσα της ζωής. Τις δοκιμασίες και πειρασμούς πού αντιμετώπισε από την πρώτη ημέρα της αφοσιώσεως της, τις δύναται να απαριθμήσει; Όλους όμως αυτούς τούς πειρασμούς από ορατούς και αοράτους εχθρούς τούς αντιμετώπισε με πολύ πνευματικόν και σωματικό κόπο και ιδιαιτέρως με την δύναμη του Κυρίου και της Ύπεραγίας Θεοτόκου, την οποίαν υπεραγαπούσε και επικαλείτο θερμώς εις βοήθεια. Με ακράδαντο λοιπόν πίστιν εις την ύπεραγίαν Θεοτόκον και με την βοήθεια των πιστών χριστιανών, οι οποίοι βλέποντες την αγία ζωή της και το ψυχικό μεγαλείο της, την βοηθούσαν παντοιοτρόπως, άρχισε την άνακαίνισιν της Μονής.



Από την στιγμή αυτήν αρχίζουν οι μεγαλύτεροι πειρασμοί της Εκκλησιαστικοί παράγοντες βρίσκονται αντίθετοι προς το φρόνημά της.
Δεν πτοηθεί όμως ή τρυφερή καρδιά της, αλλά γεμάτη από πνευματικά συναισθήματα άφησε για λίγο να καταπαύσει ή τρικυμία πού σήκωσε στις ψυχές ό ανθρωποκτόνος διάβολος και έπεδόθη με μεγαλύτερο ζήλο εις προσευχές ολονύκτιες επικαλουμένη την βοήθεια τού μεγάλου Θεού, όπως σταλάξει ειρήνη εις τας ψυχάς των φερόντων εμπόδια εις το έργον της.



Ό Κύριος, ό οποίος έπακούει αμέσως αυτούς, πού τον επικαλούνται με πίστιν, είσήκουσε την θέρμη προσευχή της Γερόντισσας. Με μόχθο και πολύ κόπο κατόρθωσε να ανακαινίσει τά ερειπωμένα Κελλάκια. Συγχρόνως ή Θεοτόκος βλέπουσα τον ένθεο ζήλο της και την λαχτάρα της ψυχής της εις το να δημιουργήσει μοναστική Αδελφότητα της έστειλε μια άλλη ψυχή που έτρεφε τά ίδια με αυτήν ιδανικά, την αδελφή Ασπασία Μοσχονά, την μετέπειτα Λεοντία, ηγούμενη της Ιεράς Μονής τού Αγίου Γερασίμου. Μαζί τώρα και οι δύο καθώς λέγουν και αι Παροιμία; ότι: «αδελφός ύπ’ άδελφον βοηθούμενος ώς πόλις οχυρά» (Παρ. ΙΗ', 19) έπεδόθησαν επί το έργον. Γνωρίζοντας δέ το ρηθέν ύπό του Αποστόλου Παύλου ότι: «ει τις ου θέλει έργάζεσθαι, μηδέ έσθιέτω»(Β' Θεσ.
Γ, 10), όλην την ημέρα δούλευαν πότε χειρωνακτική εργασία, πότε κεντούσαν εργόχειρα και περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της νύκτας με ολόθερμες προσευχές και γονυκλισίες. Ζούσαν μία ζωή μεταξύ ουρανού και γης.


Όμως, επειδή ό λύχνος δεν τίθεται υπό τον μόδιον, αλλά επί την λυχνίαν διά να φωτίζει τούς εισερχόμενους εν τη οικία, έτσι και ή ενάρετος ζωή των δύο αδελφών έλαμψε σε ολόκληρο το νησί. Αθρόες ψυχές από όλα τά μέρη της νήσου περνούσαν από το φτωχό Ησυχαστήριον και έφευγαν με την ψυχή γαληνεμένη και γεμάτη από την Αβραμιαία φιλοξενία των δύο αυτών υπάρξεων.


Ότε ό Κύριος ευδόκησε και μετά από πολλές προσευχές, νηστείες, παρακλήσεις εις το ταπεινό τότε Ησυχαστήριον προσήλθον και άλλες ψυχές πού «ως διψώσαι ελαφοι ετρεχον επί τας πηγάς των ύδάτων» (Ψαλμ. 41,2), τότε με μεγάλη πνευματική αγαλλίαση δέχθηκε τις ψυχές αυτές ως ουράνια δώρα τού Θεού και τις περιέβαλε με πολλή στοργή και αγάπη. Ή χαρά της ήτο απερίγραπτη. Ή ψυχή της έπαλλε από ουράνιο μεγαλείο πού έβλεπε ότι ό Κύριος έπεΐδε επί την ταπείνωσίν της και πραγματοποίησε τούς πόθους της. Ό αριθμός των ψυχών πού συγκεντρώθηκαν γύρω της έφθασε κατ’ αρχήν τις πέντε ψυχές.

3.     Τά πρώτα χρόνια της μοναστικής Αδελφότητος

Το Ησυχαστήριον της Γερόντισσας Άγάθης πλούσιο σε πνευματικά αγαθά, υπήρξε στην αρχή εξαιρετικά φτωχό σε υλικά αγαθά. Συχνά δεν είχαν ούτε νάμα για την θεία Λειτουργία ούτε λάδι για τις κανδήλες. Μερικές φορές υπέφεραν και από ολοκληρωτική στέρησιν τροφής. Ιδίως εις τά σκοτεινά χρόνια της κατοχής το 1941-44 όπου το φάσμα της πείνας περιπλανιώταν σε όλον τον κόσμο. Εις τις δύσκολες αυτές στιγμές απαιτούσε ή Γερόντισσα όλες να εμπιστεύονται στον Πανάγαθο Θεό, πού τρέφει κάθε ζωντανή ύπαρξη και ενδιαφέρεται με στοργή για όλα τά πλάσματά Του. Όταν αι μοναχαί διεμαρτύροντο για την στέρησίν των, εύρισκε αφορμή να τας νουθετεί λέγοντας:


«Εάν ό Κύριος φροντίζει για την διατροφή των πουλιών και των άλλων ζώων, δεν θα φροντίσει και για εμάς; Μία αφορμή ασκήσεως της υπομονής μάς παρουσιάζει και εμείς βαρυγκωμούμε τόσο; Θα δείτε πώς ή Παναγία θα μάς ανταμείψει εάν υπομείνουμε για λίγο την στέρησιν. Ό χρυσός με την δοκιμασία μέσα στην φωτιά κατεργάζεται και λάμπει». Ή πρόρρησης της δεν άργησε να εκπληρωθεί. Το επόμενο πρωί και μόλις είχαν τελειώσει την εωθινή Ακολουθία βγαίνοντας από την εκκλησία βρήκαν να τούς περιμένει καθισμένος στο μουράγιο της αυλής ένας γνωστός τους από την απέναντι πολιτεία Αργοστολιού με αρκετή ποσότητα φρεσκοψημένου ψωμιού και άλλα υλικά αγαθά. Ευχαρίστησαν την υπεραγίαν Θεοτόκον, που πάντοτε φθάνει αρωγός εις τας παρακλήσεις των.


«Βλέπετε άδελφαί και παιδάκια μου πόσο θαυμαστή είναι ή πρόνοια του Θεού; έλεγε νουθετώντας τις αδελφές. Βλέπετε πόσο πλούσια ανταμοιβή μάς έδωσε ό Θεός για την υπομονή πού δείξατε; Ή Παναγία μας ουδέποτε θα εγκαταλείψει τον Άγιο τούτον τόπον και εμάς τις ταπεινές πού ζούμε εδώ και την υπηρετούμε μέρα και νύκτα». Εις τέτοια δε μέτρα άγιότητος είχε φθάσει ή Γερόντισσα φαίνεται από το επόμενο περιστατικό. Υπήρξε εποχή πού το μοναστήρι στερείτο ελαίου. 



Δεν υπήρχε λάδι- ούτε για τις κανδήλες. Ή Γερόντισσα προστάζει τότε την αδελφή Χριστονύμφη (νυν Ηγούμενη), να κατέλθει εις την αποθήκη και να γεμίσει το δοχείο λάδι διά τις κανδήλες. Ή μοναχή, γνωρίζουσα εκ των προτέρων ότι ό κάδος του λαδιού είχε προ πολλού αδειάσει, αρνήθηκε λέγοντας: «Γερόντισσα, νάναι ευλογημένο, άλλ’ όμως εις την αποθήκη δεν υπάρχει σταλαγματιά λάδι. Τότε της αποκρίνεται: «Πήγαινε, παιδί μου και ή πρόνοια του Θεού είναι μεγάλη».


Ή αδελφή Χριστονύμφη, μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά κατέβη εις την αποθήκη με βεβαρυμμένη την ψυχή ότι θα επιστρέφει και πάλιν άπρακτη. Άλλ’ ώ των θαυμάσιων σου, Κύριε! Όπως άνοιξε την αποθήκη και πλησίασε στον κάδο τού λαδιού βλέπει όλως έκπληκτη το λάδι να έχει ανέλθει από τον κάδο και να χύνεται στο δάπεδο. Τότε γεμάτη χαρά και ως άλλοφρονούσα έτρεξε στη Γερόντισσα λέγοντας: «Γερόντισσα, ό κάδος γέμισε λάδι και χύνεται και απ’ έξω». Τότε ή όσια Μήτηρ χαμογέλασε ταπεινά και της είπε: «Βλέπεις, παιδί μου, τά μεγαλεία τού Θεού; ποτέ να μην άπελπιζόμεθα αλλά να έχωμε πίστιν ότι ό Κύριος ποτέ δεν θα μας εγκαταλείψει, εάν βέβαια και εμείς θα τον ευαρεστούμε. Ποτέ μη γογγύζετε! Έχετε εμπιστοσύνη στον Θεόν και προσεύχεσθε με πίστιν».



Ή φήμη της άρχισε ν’ απλώνεται παντού. Άλλοι μιλούσαν για την αυστηρή της νηστεία και εγκράτεια. Άλλοι για την απλότητα και την απάθεια της• Άλλοι έμεναν κατάπληκτοι με την Αβραμιαία φιλοξενία και ελεημοσύνη της. Πολλοί από τά γειτονικά χωριά και πόλεις έρχονται για να την συναντήσουν. Ό ένας ήθελε να την συμβουλευτεί, ό άλλος να συζητήσει ένα πρόβλημά του, ό τρίτος να τονωθεί με δύο λόγια της και ό καθένας έφευγε ευχαριστημένος για τον κόπο τού ερχομού του. Με πολλή αγάπη τούς δεχόταν όλους.


 Είχε το χάρισμα του λόγου προφορικού και γραπτού, πού άγγιζε ως τά μύχια τις ψυχές των ακροατών. Άλλωστε και με κλειστό το στόμα δίδασκε το παράδειγμά της. Πολλές μάλιστα ψυχές της ζητούσαν να ζήσουν κοντά της, μεταξύ αυτών και ή γράφουσα τούς ταπεινούς λόγους τούτους. Ή Γερόντισσα συνήθως τις απέτρεπε προβάλλοντας τις δυσκολίες και τούς κινδύνους πού έχει ή μοναχική πολιτεία. Όταν όμως διαπίστωνε θερμό ζήλο, γενναίο φρόνημα και σταθερή απόφαση για μια αφιερωμένη ζωή υποχωρούσε στις παρακλήσεις. Έτσι σιγά-σιγά συγκεντρώθηκαν κάτω από την εμπνευσμένη καθοδήγησίν της δέκα ψυχές. Η ζωή τους κυλούσε ήσυχα και ειρηνικά. Καθημερινά πύρινες προσευχές υψώνονταν προς τον Κύριον. Για τις θείες Λειτουργίες ερχόταν και εξυπηρετούσε το μοναστήρι ο αείμνηστος λευίτης παπά-Ανδρέας Δρακονταειδής, ό όποιος επί (30) έτη και πλέον προσέφερε τις υπηρεσίες του και έζησε από κοντά την όσιακήν ζωήν της γερόντισσας. Ή εγκράτεια, ή ταπείνωσης, ή ευλαβική της ζωή αποτελούσε παράδειγμα για όλες τις αδελφές και ιδιαιτέρως ή ελεημοσύνη της. 



Προτιμούσε να στερείται ή ίδια και πολλές φορές άφηνε νηστικιές τις αδελφές και ιδίως στις δύσκολες εποχές της φοβέρας κατοχής, για να ανακουφίζει την δυστυχία των άλλων, εκπληρώνοντας έτσι την ευαγγελική περικοπή την λέγουσα ...«τω αίτούντι σοι δίδου και τον θέλοντα από σου δανείσασθαι μη άποστραφής». (Ματ. Ε', 42). Έχουσα δε ύπ’ όψιν της την ευαγγελική περικοπή: «Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε και εν ο μετρώ μετρείται μετρηθήσετε υμίν»(Ματ. Ζ. 1) ποτέ δεν κατέκρινε κανέναν, όλους τούς θεωρούσε και τούς έβλεπε σωστούς και τέλειους και μόνον τον εαυτόν της ελεεινολογούσε. Περισσότερο δε μάς συνιστούσε να είμαστε προσεκτικές πάνω σε αυτήν την φοβερή αμαρτία της κατακρίσεως και μάς έλεγε συχνά: «Παιδιά μου προσέχετε την κατάκριση. Άλλος κρατά την πέννα και γράφει. Ή κρίσις είναι του Θεού». Πολύ λυπόταν ή ψυχή της μέχρι δακρύων όταν άκουε να ίεροκατηγορούν, νουθετούσε εμάς συχνά κατά μόνας όσο και εις τούς θέλοντας άκούσαι εξ αυτής σωτήριο λόγον λέγοντας: « Έ, παιδιά μου, μη γίνεσθε ίεροκατήγοροι.


 Ή ίεροκατηγορία είναι φοβερό αμάρτημα. Ό ιερεύς του Κυρίου οποιοσδήποτε και αν είναι, είναι πυρ καταναλίσκον όταν ούτος είναι ενάρετος και επομένως μάς καίει όταν τον κατηγορούμε και κάρβουνο σβησμένο όταν δεν είναι ενάρετος, οπότε μάς αμαυρώνει. Επομένως και στις δύο περιπτώσεις εμείς είμαστε ζημιωμένοι». Αγαπούσε δε υπερβολικά και σε αφάνταστο σημείο τούς ιερωμένους γενικά, διότι καθώς έλεγε - και έτσι είναι-, είναι οι μόνοι οι όποιοι δύνανται να χορηγήσουν στην ψυχή μας το ύδωρ το ζων και να την καθαρίσουν μέσα στο λουτρό της εξομολογήσεως και της μετάνοιας και εις το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας.


4.     Ή κουρά της εις μοναχή


Εις το Ησυχαστήριο της Γερόντισσας Δήμητρας κυλούσαν τά χρόνια μέσα σε μια πνευματική ευδαιμονία και ψυχική ανάταση οπότε σε μια ολόθερμη κατανυκτική Ακολουθία και αγρυπνία έλαβε ή Γερόντισσα το Αγγελικό σχήμα από τον Καθηγούμενο της ιεράς Μονής του Αγίου Παύλου τού Αγίου Όρους αείμνηστο Σεραφείμ Πανταζάτον, μετενομασθείσα εις Αγάθην Μοναχή.


Ή ταπεινώς ιστορούσα τον όσιακόν βίον της Γερόντισσας Άγάθης έγκαταβίωσα εις την θεόσωστον ταύτην Μονήν το έτος 1967. Έκτοτε ζούσα από κοντά το ψυχικό αυτής μεγαλείο. Σαν μεγαλόσχημος Μοναχή πλέον και Ηγουμένη, δεν άλλαξε τον αυστηρό τρόπον ζωής και προσπαθούσε ακριβέστερο να εφαρμόζει τούς μοναχικούς κανόνες. Διαρκώς έφερνε στην καρδιά της τά λόγια τού Κυρίου «Όστις θέλει υμών γενέσθαι πρώτος έσται πάντων δούλος» (Μάρκ. ι, 44). Πρώτη ερχόταν στις Ακολουθίες και έφευγε τελευταία. Στεκόταν μέσα στο στασίδι της, στο αναλόγιο ευθυτενής χωρίς να επιτρέπει εις τον εαυτόν της να ακουμπήσει στον τοίχο ούτε να καθίσει στο στασίδι.


 Μάς εμψύχωνε εις τούς αγώνας μας και θέρμαινε τον ζήλο μας με διηγήσεις από τούς βίους των μεγάλων ασκητών. Δεν περνούσε δεύτερη νυχτιά πού να μην εξορμούσαμε εις τά αγαπημένα μας ερημοκκλήσια κείμενα γύρω της Μονής για τις ιερές ολονύκτιες Ακολουθίες συνοδευόμενες πάντοτε από αρκετές φιλόθεες ψυχές και τον ακούραστο ιερέα Ανδρέα Δρακονταειδή. Στις διαδρομές μας, πότε μας νουθετούσε και πότε μέσα εις την απεραντοσύνη της νύχτας και κάτω από τον κατάστερον ούρανόν άκου γάταν ή αιθέρια φωνή της ψάλλουσα το «έν όδω με βαδίζοντα έν Θαλάσση με πλέοντα έν νυκτί καθεύδοντα περιφρούρησον», γεμίζοντας την γαλήνη της νύκτας με την ψαλτική της. Ό ενθουσιασμός της για τις νυκτερινές αυτές Ακολουθίες ήτο τόσο ένθερμος και μεταδοτικός, πού γέμιζε και τις δικές μας ψυχές και παρακαλούσαμε ποτέ να μην ξημερώσει.

5.     Το κοινοβιακό τυπικό

Το Ησυχαστήριον της Γερόντισσας Αγαθής λειτουργούσε και λειτουργεί κανονικά και θεάρεστα απαράλλακτα με το τυπικό της ιερός Μονής Αγίου Παύλου Αγίου Όρους έως της σήμερον. Ένα μόνο σύννεφο αμαύρωνε κάποτε - κάποτε την φωτεινή μορφή της Γερόντισσας. Αι άδελφαί τότε άνήσυχαι την ρωτούσαμε:
«Γερόντισσα, τί έχεις; Γιατί αυτή ή ανησυχία και το άγχος σε περιβάλλουν; Πες σε ημάς τά τέκνα σου πού σε υπεραγαπούμε τί σε απασχολεί;
Αυτή τότε, μετά τις πιέσεις μάς έλεγε:


«Παιδιά μου, ή Παναγία μας πλήρωσε όλους τούς πόθους μου, όλα τά αιτήματα μου. Μου χάρισε εσάς τά αγαπημένα μου πνευματικά παιδιά, κτίσματα, κτήματα κ.λπ. και είμαι πολύ ευτυχισμένη βλέποντας το Μοναστηράκι μας να προοδεύει κάτω από την σκέπη της Θεομήτορος. Ένα όμως σύννεφο θολώνει την ψυχή μου. Το Μοναστήρι μας δεν βρίσκεται υπό την προστασία της Εκκλησίας και αυτό με στενοχωρεί πολύ. Παρακαλώ θερμά την Θεοτόκο και επιβάλλω και σε σας να προσεύχεσθε να μάς υποδείξει τον τρόπον με τον όποιον θα ύπαχθώμεν και εμείς εις την Εκκλησία». Τότε υπήρχαν πολλά εμπόδια λόγω της κτητορικής εξουσίας πού είχαν οι συγγενείς της εις την περιουσία της Μονής.
Συμπάσχαμε και εμείς (αί μοναχαί) με την Γερόντισσά μας έως ότου ήλθε το πλήρωμα τού χρόνου επί Σεβ/τάτου Μητροπολίτου Κεφαλληνίας Προκοπίου Μενούτη. Ύστερα από μεγάλο αγώνα μεταξύ Γερόντισσας και οικείων της και άλλων το 1967 σωτήριο διά την Μονή μας έτος, εισήρθε πλέον το αγαπημένο μας Ησυχαστήριον της Γερόντισσας Αγαθής εις τούς κόλπους της Εκκλησίας ως ΙΕΡΑ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΥΠΕΡ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΟΡΩΝΙΩΤΙΣΣΗΣ.



'Ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης κ.κ. Προκόπιος Μενούτης και ή συνοδεία του, έδειξαν ένθερμο ζήλο για τη νεοσύστατο ιερά Μονή και πολλή αγάπη και πνευματική στοργή για την Γερόντισσα Άγάθη και την Συνοδεία της. Μάλιστα τόσο πολύ εκτίμησε και θαύμασε την ταπεινοφροσύνη της Γερόντισσας ό Σ. Μητροπολίτης κ. Προκόπιος και τις άλλες αρετές της πού την κοσμούσαν, ως αγαθοσύνη, πραότητα, ελεημοσύνη, διάκριση κ.λ.π. πού της πρότεινε να την καταστήσει Ηγουμένη εις την Ί. Μονή τού Αγίου Γερασίμου. Είχα την τύχη και παρευρισκόμουν κοντά της όταν της το πρότεινε. Όπως το άκουσε, λες και έπεσε ό ουρανός και την σκέπασε. Άλλη πιθανώς εις την θέσιν της θα χαιρόταν από αυτήν την τιμητική πρόταση. Αυτή, ή Γερόντισσα, αντιθέτως, σκυθρώπιασε, σηκώθηκε, τού βάζει εδαφιαία μετάνοια και με πολλή μετριοφροσύνη τού λέει:
«Αφέντη μου, διότι έτσι συνήθιζε να αποκαλεί τούς Ίεράρχας, να ’ναι ευλογημένο, μα θα προτιμούσα να παραμείνω μέχρι τέλους της ζωής μου εις την μετάνοιά μου και κοντά στα πνευματικά μου παιδιά. Σε παρακαλώ κάνε μου την χάρι αυτή».



Ό Σεβασμιότατος μειδίασε, είδε την αγωνία της και άπαντά:
«Μην ανησυχείς, Γερόντισσα, θα γίνει το θέλημά σου. Έκτοτε δεν της το ξανάπε. Κυλούσαν τά χρόνια ήρεμα και ειρηνικά. Από 5 μοναχές γίναμε 9 (εννέα). Περισσότεροι κόποι για τη Γερόντισσα και φροντίδες ακατάπαυστες οι ολονύκτιες προσευχές της και οι στεναγμοί της καρδίας της. Ήταν αυστηρή, προσηλωμένη στο μεγάλο της όραμα, στα μυστικά της βιώματα, γιατί στη μοναχική της ζωή είχε στόχο την τελειότητα: «γίνεσθε "Άγιοι ότι Άγιος ειμί εγώ» (Α Πέτρ. Α, 16) επαναλάμβανε συχνά. Ώ, άγια άπλότης! Πόση χάρη βρήκε με την ταπεινοφροσύνη, πού είναι - έλεγε συχνά - ή αρχή και το θεμέλιο των αρετών. Ποθούσε να στηρίξει εκτός από εμάς τά πνευματικά της τέκνα, όσο πιο πολλές ψυχές μπορούσε. Ό γραπτός της λόγος έφθανε πέρα από τον Ελλαδικό χώρο, σε όλες τις ηπείρους και γέμιζε ανακούφιση, ελπίδα και πίστιν τούς ανθρώπους. Δεν την ανέπαυε ό δικός της πνευματικός πλούτος, ήθελε να τον σκορπά και στους συνανθρώπους της. Η ζωή της όλη ήτο ένας σκληρός αγώνας, μα ή αρετή δεν κερδίζεται εύκολα. 


Γνωρίζουσα το πατερικό απόφθεγμα: «για να λάβεις πνεύμα θα χύσεις αίμα» επιδιδόταν σε σκληρούς αγώνας και σε σημείο αφάνταστο αδιαφορούσε για τον εαυτόν της, ενώ διά εμάς, τά πνευματικά της τέκνα, ήτο πάντοτε επιεικής.
«Πάσα σαρξ, έλεγε, ως χόρτος και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου. Έξηράνθη ό χόρτος και το άνθος αυτού εξέπεσε το δε ρήμα Κυρίου μένει εις τον αιώνα» (Α'Πέτρου Α. 24).

Μία από τις πολλές αρετές στην όποια διηκόνησε με πολύ ζήλο και αύταπάρνησιν ή αείμνηστος Γερόντισσά μας ήτο εκείνη της αγάπης. Συχνά μάς νουθετούσε λέγοντάς μας:


«Διακαής πόθος μου, παιδιά μου είναι να κυριαρχεί στον ιερόν χώρο του Μοναστηριού μας ή θεϊκή αγάπη. Ή αγάπη τού Θεού να βασιλεύει στις καρδιές μας και με θεϊκόν ζήλο θα προχωρούμε στον ώραΐον μας προορισμό. Ας χτίζουμε το οικοδόμημα της μοναχικής μας ζωής επάνω σε γερά θεμέλια της πίστης και της αγάπης. 'Ας μην ξεχνούμε πώς όσες μπάρες και καταιγίδες συναντήσουμε στην ζωή μας θα 'χουμε την πιο μεγάλη δύναμη πού υπάρχει στον κόσμο, την αγάπη, διότι «ό Θεός αγάπη εστί».

6.     Το όσιακό τέλος της Γερόντισσας Άγάθης


Όλοι οι άνθρωποι έπλάσθημεν θνητοί, και κατά συνέπεια θα πληρώσουμε όλοι το κοινό χρέος ύστερα από πολλούς πόνους και θλίψεις, διότι «γη έσμέν και εις γην άπελευσόμεθα», άκολουθώντας το παράδειγμα τού Ιησού Χριστού ό όποιος «επαθε υπέρ ημών ίνα τοις ΐχνεσι αυτού άκολουθήσωμεν». Κατά τον ίδιο τρόπο και ή Γερόντισσα Άγάθη από τούς πολλούς κόπους πού έδοκίμασε εις τον υπεράνθρωπο αγώνα της διά την ανακαίνιση της ιεράς Μονής της την οποίαν αξίωσε ό Κύριος και είδε όπως ή άδολη και αγνή ψυχή της ποθούσε, εις τον πνευματικόν καταρτισμό των πνευματικών της τέκνων και της δικής της ψυχής, ως άνθρωπος φέρουσα σάρκα και την γήν οίκούσα, λύγισε, αίρουσα τον βαρύ σταυρόν ύπό τις άσθένειες της σαρκός.


 Δεν λύγισε όμως το πνεύμα της, ουδέ εγκατέλειψε τον αγώνα της αλλά συνέχισε τον ανηφορικό δρόμο του Γολγοθά της έως τις τελευταίες στιγμές της επιγείου ζωής της. Ή Γερόντισσα Άγάθη τον τελευταίο καιρόν της ζωής της επωμιζόμενη το βάρος των 95 ετών ασκητικής ζωής αύτοσυγκεντρωνόταν εις τον εαυτόν της. Σπάνια μιλούσε το στόμα. Μιλούσε όμως περισσότερο με την σιωπή της και τη νοερά προσευχή της, ή οποία την συνόδευε μέχρι τις τελευταίες στιγμές της ζωής της. 


Το τετριμμένο και ξεθωριασμένο από την ασταμάτητη ευχή κομποσκοίνι της, το όποιον δεν αποχωριζόταν ούτε και εις την καθ ύπνο ησυχία, είχε γίνει ό αχώριστος σύντροφός της. Πήρε και βάραινε με τον καιρό και ή χρονιαία αρρώστια της έδωσε πιο έντονα το παρόν της, προετοιμάζοντάς μας διά το μεγάλο της ταξίδι. Τις τελευταίες ήμερες και εις το κορύφωμα της άσθενείας της (έπασχε από χολή) μέσα στοάς φρικτούς πόνους της, τις δεν θαύμαζε την Ίώβειον υπομονή της; Ή αδελφή Θεοκτίστη πού την διακονούσε θαύμαζε την πραότητα, την υπομονή και την αδιάλειπτο προσευχή της. Όλες πλέον αντιλαμβανόμεθα ότι ήρθε ή ώρα να χωριστούμε την αγαπημένη μας Μητέρα, τον πολύτιμο θησαυρό μας, την αστείρευτο πηγή της αγάπης, το στήριγμά μας. Ή θλίψις μας ήτο απερίγραπτη.


 Βλέποντάς μας έτσι μάς παρηγορούσε λέγοντάς μας:
«Παιδάκια μου, αγαπημένα, μη θλίβεσθε. Ήρθε ό
καιρός της αποδημίας μου, μη κλαίεται. Εάν εύρω παρρησία ενώπιον του Κυρίου μας ποτέ δεν θα σάς αφήσω. Πρέπει και εγώ να πληρώσω το κοινό χρέος». Την τελευταία ήμερα και ενώ βρισκόταν επί της επιθανάτιου κλίνης, ήτο τότε Αύγουστος 23 προς 24 τού 1988, μάς κάλεσε κοντά της και με πολύ κόπο και γαλήνη πνεύματος πήρε να μάς λέγει αργά:
« Αγαπημένα μου παιδιά και αδελφές μου. Λίγα λόγια έχω να σάς πω τά τελευταία μου στη γη. Σάς αγάπησα εν Κυρίω ως τον Κύριον. Τώρα πού φεύγω σάς αφήνω εις την σκέπη της σπερμολογημένης Θεοτόκου και' Αειπάρθενου Μαρίας. Σε Αυτήν και εγώ είχα τις ελπίδες μου. Αυτήν είχα καταφύγιο μου και δεν στερήθηκα τίποτε. Ελπίζω δε ότι με τις πρεσβείες 


Της θα σωθώ κατά χάριν, αν και δεν έκαμα κανένα καλό εις την ζωή μου. Όμως επειδή όλη μου ή ζωή εδώ κάτω εις την γήν ήτο δοσμένη στον Θεόν και εγώ ή ταπεινή πρώτη από εσάς κατοίκησα και φρόντισα τούτο το μέρος και ήλθατε και εσείς όλες όσες εύρίσκεσθε τώρα γύρω μου, σάς παρακαλώ, ως στερνή μου επιθυμία ποτέ να μην εγκαταλείψετε τον τόπον τούτον της μετάνοιας σας τον όποιον έχετε αγιάσει με την άσκητική ζωή σας. Να είσαστε όλες ενωμένες και ή αγάπη σας να περισσεύει πάντοτε. Μια ψυχή και μία καρδιά και μια σκέψη να έχετε όλες. Να ζείτε όπως σάς ερμήνευσα και σάς διέταξα επάνω εις το τυπικό και τας παραδόσεις των Αγίων Πατέρων. 


Να αγαπάτε εν Κυρίω και να σέβεσθε τον πνευματικόν μας πατέρα, τον Δεσπότη μας, κ.κ. Σπυρίδωνα, διότι πολύ με έσεβάσθη και με εκτίμησε. Ποτέ να μην τον πικράνετε διότι ή ψυχή μου θα θλίβεται. Είναι άξιος της αγάπης μας, διότι μάς έσεβάσθη και μάς άγάπησε όσο κανείς άλλος, ως γνήσιος του Κυρίου Ποιμήν. Μεταξύ σας δε, να μην σάς λείψει ή αγάπη, διότι «ό Θεός αγάπη έστίν». Και λέγοντας τούς λόγους αυτούς έγειρε εξαντλημένη ατό μαξιλάρι της. Οι ώρες της επιγείου ζωής της ήσαν μετρημένες.., Πήρε να βραδυάζει... Σκοτεινιά είχε καλύψει και τις δικές μας ψυχές... Όλες γύρω από την κλίνη της γονατιστές εμπρός της, παρακολουθούσαμε τις τελευταίες στιγμές της... Εις το πρόσωπό της είχε απλωθεί μια ούράνια ομορφιά και γαλήνη πού μάς πρόκα- λούσε θαυμασμό, την οποία συνέχισε να έχει μέχρι την στιγμή πού την κάλυψε το χώμα τού τάφου. Παρακολουθούσαμε την άναπνοή της με πολύ αγώνα και ήσυχία, μήπως ταράξουμε τις τελευταίες ώρες το πνεύμα της με τούς λυγμούς και τά δάκρυα μας.


 Σε μία στιγμή ή αδελφή Θεοκτίστη Λύγισε και φώναξε:
«Γερόντισσα, πού μας αφήνεις; » Κάνεις δεν μπορεί να περιγράφει εκείνη τη στιγμή. Ακόμη και τώρα πού αναλογίζομαι εκείνες τις στιγμές ή ψυχή μου γεμίζει πόνο και τά μάτια μου τρέχουν δάκρυα. Ενώ βρισκόταν ή ψυχή της έτοιμη να εξέλθει τού σώματος, με τη φωνή της αδελφής, το βλέμμα της μας αγκάλιασε μία προς μία και τά ολοφώτεινα και καθαρά από την αρετή μάτια της γέμισαν δάκρυα και κατέβρεξαν τις παρειές της. Στρέφει κατόπιν το βλέμμα της προς το άπειρον και μεν έναν αναστεναγμό ανακουφίσεως παρέδωκε την όσια ψυχή της εις ον ποθούσε Κύριον επί 95 έτη. Τώρα αγάλλεται ή ψυχή της μετά τού χορού των 'Αγίων απολαμβάνουσα τά βραβεία των κόπων της...

Αιώνια ή μνήμη σου αείμνηστη και αλησμόνητη Μητέρα και εύχου υπέρ ημών των ταπεινών τέκνων σου καθώς το υπεσχέθης.
Ιούλιος του 1991 Μοναχή Νεκταρία
  
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΚΕΛΗ. ΘΕΟΛΟΓΟΥ.
Ι.Μ. ΥΠ. ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΟΡΩΝΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ.
ΑΘΗΝΑ 1995.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Η αγία οσιομάρτυς Σωσάννα



site analysis


IMG_2070 (1)
Η μνήμη της τελείται στις 19 Σεπτεμβρίου.
Λίθο πολύτιμο, ατίμητο μαργαριτάρι στο περιδέραιο της πίστεως, κρίκο χρυσό στην αλυσίδα των αγίων της Εκκλησίας μας αποτελεί η οσιομάρτυς Σωσάννα. Γυναίκα ανδρεία (Παροιμ. λα΄ 10), που απώθησε το ασθενές του φύλου της και με την ισχύ της θείας χάριτος, που ” πάντοτε τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί “, ενεδύθη με ανδρικό φρόνημα, με την ” πανοπλία του Θεού ” (Εφεσ. στ΄ 11) και νικηφόρως διεξήγαγε τον αγώνα της στην ασκητική και αθλητική παλαίστρα.
Άνθος ευθαλέστατο, που προήλθε από δυσσεβή ρίζα, ανεβλάστησε η Σωσάννα από πατέρα Έλληνα ειδωλολάτρη και μητέρα Εβραία, τον Αρτέμιο και τη Μάρθα, κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού (286-305). Πατρίδα είχε την Παλαιστίνη. Σε νεαρή ηλικία αρνήθηκε την ” ασέβεια και τις κοσμικές επιθυμίες ” (Τιτ. α΄ 12), προσέτρεξε στην πίστη του Χριστού, κατηχήθηκε και ομολόγησε μιά πίστη και “εν βάπτισμα” (Εφεσ. δ΄ 5) ενώπιον του πρεσβυτέρου Σιλβανού.
Με το θάνατο των γονέων της, η Σωσάννα ελευθερώνει τους δούλους της και υπακούοντας στο θεϊκό πρσταγμα “πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς “(Ματθ. ιθ΄ 21) διανέμει την περιουσία της στους έχοντες ανάγκη και ακολουθεί το δρόμο της μοναδικής πολιτείας. Ενδύεται ανδρικά ενδύματα, “κείρεται την κεφαλή” και καταφεύγει σε ανδρικό κοινόβιο με το όνομα Ιωάννης. Στη Μάνδρα αυτή της περιοχής των Ιεροσολύμων, που αναδεικνύεται για τη Σωσάννα σχολείο αρετών, “απεκδύεται τον παλαιό άνθρωπο “(Κολοσ. γ΄ 9) και με συνεχείς αγώνες επιδιώκει την ηθική τελείωση και τη νήψη κατά την προτροπή του αποστόλου Πέτρου (Α΄ Πετρ. ε΄ 8). Αναδεικνύεται προϊστάμενος της Μάνδρας και η φήμη της ως Ιωάννου ξεπερνά τα στενά όρια του περιβάλλοντος της Μονής. Οι Άγγελοι χαίρονται στον ουρανό και οι δαίμονες φρίττουν βλέποντες την πνευματική προκοπή της Σωσάννης. Αυτοί βάζουν μιά προσκυνήτρια να συκοφαντήσει τη Σωσάννα, που θεωρούσε άνδρα, ότι προσπάθησε να την παρακινήσει στην αμαρτία. Η γενναία, όμως, δούλη του Χριστού δέχεται προθύμως το πικρό ποτήρι της συκοφαντίας. Πιστεύει ότι στο τέλος η αλήθεια θα λάμψει σαν τον ήλιο, όπως και έγινε.
Ο επίσκοπος Ελευθερουπόλεως που ήλθε για ανακρίσεις πρότεινε την καθαίρεση του Ιωάννου, που, όμως, αμυνόμενος ζήτησε δύο παρθένες διακόνους της Εκκλησίας, ενώπιον των οποίων απεκάλυψε την γυναικεία του φύση. Ο Επίσκοπος εκπληττόμενος, όχι μόνο απάλλαξε τον Ιωάννη – Σωσάννα από την κατηγορία, αλλά θαυμάζων το σθεναρό της φρόνημα τη χειροτονεί διάκονο της Εκκλησίας. Από τη θέση αυτή η Σωσάννα υπηρέτησε την Εκκλησία με πολύ ζήλο και απόλυτη αφοσίωση ” τω πνεύματι ζέουσα τω Κυρίω δουλεύουσα” (Ρωμ. ιβ΄ 1). Έτσι έγινε δοχείο ουρανίων δωρεών και προικίσθηκε και με τη χάρη των θαυμάτων. Η καρδιά της, φωτιά που φλεγόταν από την αγάπη προς το Νυμφίο Χριστό ζητεί τώρα να ενωθεί όσο το δυνατό ενωρίτερα μαζί του. Επιθυμεί διακαώς το μαρτύριο.
Όταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος έρχεται στην Ελευθερούπολη και προσφέρει θυσία στα αναίσθητα είδωλα, η Σωσάννα τα κρημνίζει με μόνη την προσευχή της και με παρρησία ομολογεί την “καλή ομολογία “(Α΄ Τιμοθ. στ΄ 12). Ο δρόμος του μαρτυρίου ανοίγεται τώρα μπροστά της. Τραχύς μα ωραίος θέλγει τη γενναία αθλήτρια. Της κόβουν τους μαστούς, αλλά με τη χάρη του Θεού, αυτοί ξαναγίνονται υγιείς. Και τότε το θαύμα παίρνει άλλες διαστάσεις. Το πλήθος των παρισταμένων μη μπορώντας να κατανοήσει το γενόμενο πιστεύει στο Θεό, δέχεται προθύμως το μαρτύριο και αποκεφαλίζεται. Συναριθμείται έτσι στο πλήθος των αθλητών της πίστεως.
Στο στόμα της μακαρίας Σωσάννης οι άνομοι δήμιοι ρίχνουν λειωμένο μόλυβδο, που της κατακαίει τα σπλάγχνα. Και πάλι, όμως, με τη χάρη του Θεού, μένει αβλαβής. Ντροπιάζονται οι ασεβείς από τα καταπληκτικά αυτά γεγονότα. Εθελοτυφλούν με το να απορρίπτουν την αλήθεια της αληθινής πίστεως. Επιμένουν να προτιμούν το σκοτάδι από το φως. Έτσι κτυπούν ανελέητα τη Σωσάννα και τέλος το βασανισμένο της σώμα το ρίχνουν στη φωτιά.
Από αυτήν η ψυχή της πολυάθλου μάρτυρος εξέρχεται στεναφηφόρος. Παίρνει τον κότινο της νίκης, ” τον αμαράντινο της δόξης στέφανο ” (Α΄ Πετρ. ε΄ 4) που της παραδίδει ο Κύριος καλώντας της κοντά του στην άληκτη μακαριότητα, στη βασιλεία των ουρανών. Εκεί η Σωσάννα απολαμβάνει τη θέα του κάλλους του ωραίου της Νυμφίου και τον παρακαλεί να καταστήσει και όλους εμάς άξιους μιμητές του ηρωϊκού της φρονήματος και της προς αυτόν αμετάθετης αγάπης και πίστεώς της.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Υμνογράφος
ΠΗΓΗ.ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Προφητείες της Οσίας μοναχής Μακαρίας († 18 Ιουνίου 1993)



site analysis

Από το βιβλίο του Ghenadie Durasov «Οσία μοναχή Μακαρία, η παρηγοριά των
θλιβομένων» (στα ρουμανικά).
...Σύντομα θα συμβεί κάτι…
-Τι συγκεκριμένα μάτουσκα;
-Πόλεμος, πόλεμος θα είναι παντού, θα αρχίσουν να χτυπιούνται μεταξύ τους με ρόπαλα
… Δεν θα υπάρχει κάποιος να θάψει τους νεκρούς. και πολλοί άνθρωποι θα πεθάνουν. Όταν θα αρχίσουν να χτυπιούνται με τα ρόπαλα όλοι θα γελάνε. Όταν όμως θα αρχίσουν να τους πυροβολούν όλοι θα κλαίνε (4 Μαρτίου 1992).
-Βλέπετε πόσο σκοτεινά είναι όλα; Οι μάγοι τα σκοτείνιασαν όλα.
Θα τους πετάνε σ’ έναν λάκκο και εκεί θα τους θάβουν (28 Μαΐου 1992).
Σας το ξαναείπα. Σύντομα όλα θα είναι σκοτεινά (17 Νοεμβρίου 1987).
-Ο ήλιος έλαμπε και τον χειμώνα. Τώρα δεν θα λάμπει ούτε το καλοκαίρι. Οι μάγοι θα ρίξουν κατάρες
… Αυτή είναι μόνο η αρχή. Σύντομα θα κάνει πολύ κρύο. Το Πάσχα θα έχουμε χιόνια, ενώ ο χειμώνας θα αρχίζει από της Αγίας Σκέπης (σ.σ. 1 παλ. / 14 Οκτωβρίου νέο ημερ. στη Ρωσία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε στις 28 Οκτ,).
-Δεν θα βγαίνει χορτάρι μέχρι των Αγίων Αποστόλων. Ο ήλιος θα σμικρυνθεί στο μισό
στον ήλιο (27 Αυγούστου 1987).
-Οι μάγοι σκοτείνιασαν τον ουρανό για να μην φαίνονται οι πράξεις τους. Οι μάγοι
αγαπούν το σκοτάδι (5 Οκτωβρίου 1987).
-Στους σκοτεινούς ανθρώπους αρέσει να μαυρίζουν την γη, ενώ οι δυνάμεις του
κακού πολλαπλασιάζονται. Σύντομα ο καθένας θα ξέρει αυτήν την δουλειά (σ.σ. την μαγεία). Όλα τα ακάθαρτα πνεύματα θα συγκεντρωθούν γύρω από τον κακό. Θα τους συγκεντώσει και θα αρχίσουν. Η ζωή θα είναι άσχημη (28 Οκτωβρίου 1987)
  • Τώρα ήρθε η ώρα τους, ενώ οι καλές εποχές τελειώνουν. Θα ξεγελάσουν τον λαό
    και θα δείχνουν ο ένας τον άλλον (σαν φταίχτη) με το δάχτυλο. (27 Μαρτίου 1987)
  • Οι μάγοι θα καλύψουν όλο τον κόσμο με το σκοτάδι, ενώ χωρίς ήλιο τίποτα δεν θα
    μεγαλώνει. (18 Φεβρουαρίου 1988)
  • Ο ήλιος θα εμφανιστεί τέσσερις φορές και μετά θα είναι πάλι σκοτάδι. Θα ζούμε
    στα σκοτεινά. (27 Αυγούστου 1987)
  • Δεν θα σας αφήνουν να ανάψετε τα φώτα. Θα λένε ότι πρέπει να κάνετε οικονομία
    στην ενέργεια. (28 Ιουνίου 1988)
. . . -Θα είναι δύσκολα το καλοκαίρι και ακόμη πιο δύσκολα τον χειμώνα. Οι δρόμοι θα είναι γεμάτοι με χιόνια και κανένας δεν θα τους καθαρίζει. Η παγωνιά θα είναι σκληρή και ανυπόφορη (29 Απριλίου 1988).
. . . – Σύντομα θα μείνετε χωρίς ψωμί (29 Ιανουαρίου 1989)
  • Σύντομα δεν θα έχετε ούτε νερό, ούτε μήλα, ούτε πατάτες (19 Δεκεμβρίου 1987).
  • Μεγάλη πείνα θα υπάρχει, χωρίς ψωμί. Θα κόβετε την κλώδα στα δυο για να την
    μοιραστείτε. (18 Φεβρουαρίου 1988)
  • Θα λάβει χώρα μεγάλη εξέγερση. Οι άνθρωποι θα φεύγουν από τα υψωμένα (σ.σ.
    εννοεί τις πόλεις, και τα υψηλά κτίρια). Θα τρέχουν οι άνθρωποι από εδώ και από εκεί. Κανένας δεν θα μένει στο σπίτι του – δεν θα υπάρχει τίποτα για φαγητό, ούτε ψωμί. (28 Δεκεμβρίου
    1990).
 Εάν προσευχηθούμε στον Χριστό, στην Παναγία και στον Προφήτη Ηλία αυτοί
δεν θα μας αφήσουν να πεθάνουμε από την πείνα. Θα προστατέψουν όσους πιστεύουν
στον Θεό και προσεύχονται ανυπόκριτα.
… – Όταν θα αρχίσουν να εξορίζουν τους καλόγερους θα σταματήσουν να φυτρώνουν
τα σιτηρά.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

Tο σπουργιτάκι του Θεού.


Τα μαρτύρια των Αγίων Πίστεως,Ελπιδος και Αγάπης



site analysis
Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη

Μαρτύριο της δωδεκάχρονης Αγίας Πίστεως (17 Σεπτεμβρίου)


Αφού ο δικαστής έμαθε την ηλικία και τα ονόματα των τριών θυγατέρων της Σοφίας, πρόσταξε και οδήγησαν ενώπιόν του την πρώτη κόρη, τη δωδεκάχρονη Πίστη στην οποία είπε: «Θυσίασε, νεαρή μου, στη θεά Άρτεμη· αυτό που σε προστάζουμε να πράξεις δεν είναι κάτι το νέο, αλλά εκείνο ακριβώς που γίνεται από εμάς ήδη από πολ­λά χρόνια».
Η προσταγή όμως του δικαστή έπεσε στο κενό και πήρε την απάντηση που έπρεπε και είπε στον δικαστή τα εξής: «Ω της ανήκουστης πώρω­σής σας, που φτάνει ως τα κατάβαθα της ψυχής σας· εσείς, όντας πανάθλιοι τυφλοί, θέλετε να είσθε οδηγοί και σε άλλους και έτσι τους αναγκάζετε να προχωρήσουν και εκείνοι στην οδό της καταστροφής που κι εσείς βαδίζετε. Ποιός όμως συνετός άνθρωπος θα ήταν δυνατόν ποτέ να αρνηθεί τον αληθινό Θεό, του Οποίου έργα των χειρών είναι ο ουρανός και η γη και όλα όσα υπάρχουν και να προσέλθει σε έργα κατα­σκευασμένα από ανθρώπινα χέρια, θεωρώντας τα θεούς; Πώς είναι δυνατόν ένας νουνεχής άνθρωπος να προσφέρει λατρεία σε θεούς που δεν έχουν νου και αισθήσεις, σε ανύ­παρκτους δηλαδή θεούς; Αυτό θα ήταν φοβερός παραλογισμός, όντως φοβερός· και φοβερή παραφροσύνη και των προσταζόντων και των πειθομένων. Πράξε λοιπόν αυτό που θέλεις, και παράδωσέ με σε οποιαδήποτε βασανιστήρια θέ­λεις. Διότι πραγματικά είναι καλύτερο να πάθουμε πριν τα πάντα, όσο έχουμε το λογικό μας, παρά να πεισθούμε να κά­νουμε εκείνο που θέλεις εσύ».
Μόλις άκουσε τα λόγια αυτά ό δικαστής, έγινε έξαλλος από την οργή του και, επειδή δεν μπορούσε να πείσει την Αγία, προχώρησε στην επιβολή βασανιστηρίων. Πρόσταξε λοιπόν να της βγάλουν την εσθήτα και, αφού της δέσουν τα χέ­ρια πισθάγκωνα, να αρχίσουν να τη δέρνουν ανελέητα με βαρύτατες ράβδους.
Αμέσως δε οι δήμιοι εκτέλεσαν την προσταγή του δικα­στή. Ο πειραματισμ0ς του όμως, το βασανιστήριο δηλαδή, έδειχνε ακόμη περισσότερο τη στερεότητα του φρονήματος της Μάρτυρος· και η αθλήτρια αυτή του Χριστού φαινόταν όχι ως ραβδιζόμενη, αλλά ραινόμενη μάλλον από τριαντά­φυλλα, στο δε σώμα της δεν διακρινόταν κανένας μώλωπας. Ο δικαστής όμως, αντί να συνετιστεί από τα θαυμάσια αυτά, ερεθίστηκε ακόμη περισσότερο και προχώρησε σε ωμότερες πράξεις. Συγκεκριμένα, πρόσταξε και έκοψαν και τους δύο μαστούς της Μάρτυρος. Και τότε συνέβη ένα γεγονός υπερθαύμαστο και πρωτοφανές: από τις τομές, αντί να τρέχει αίμα, έτρεχε γάλα άφθονο, σαν από βρύση. Πλην όμως ο δι­καστής εξοργίστηκε πολύ περισσότερο από το υπερθαύμαστο αυτό γεγονός και έγινε έξω φρένων. Έτσι, πρόσταξε τους δη­μίους και ξάπλωσαν τη Μάρτυρα πάνω σε μια πυρακτωμένη σχάρα. Αλλά, όπως εκείνος, όντας κακός και πανούργος, εύκολα επινοούσε βασανιστήρια, έτσι και ο πανάγαθος Θεός δεν σταματούσε, μέσα από τα βασανιστήρια αυτά, να δοξάζει την Αγία. Πράγμα το οποίο έγινε και στην περίπτωση αυτή: το πυρ της σχάρας απέβαλε την καυστική του ιδιότητα, και έτσι η Μάρτυς διατηρήθηκε απόλυτα αβλαβής.
Παρά ταύτα ο ανόσιος εκείνος δικαστής δεν σταμάτησε τα βασανιστήρια. Έτσι λοιπόν, με προσταγή του, οι δήμιοι σή­κωσαν τη Μάρτυρα από τη σχάρα και την έριξαν σε ένα τηγά­νι πυρακτωμένο, μέσα στο οποίο κόλλαγε πίσσα και άσφαλ­τος. Η Μάρτυς δε, με το πρόσωπο γαλήνιο και ατάραχο, στά­θηκε στο μέσο αυτού του κολαστηρίου οργάνου και καλούσε την άνωθεν βοήθεια, η οποία και έφτασε πάραυτα. Έτσι λοιπόν το πυρ και η αφάνταστα υψηλή θερμότητα μεταβλήθηκε σε δροσιά. Τοιουτοτρόπως νόμιζε κανείς πως η Αγία αναπαυόταν σε ολόδροσο λειμώνα ή σε κάποια χλόη απαλή.
Έτσι λοιπόν όλα τα βασανιστήρια στα οποία υποβαλ­λόταν η Μάρτυς δεν της προκαλούσαν ούτε την παραμικρή βλάβη, και εκείνοι που έβλεπαν το γεγονός αυτό εκδήλωναν τον θαυμασμό τους. Για τον λόγο αυτό ο δικαστής, ο γνήσιος αυτός υπηρέτης του πονηρού, δεν είχε τίποτε άλλο να πράξει και αποφάσισε τον διά ξίφους θάνατο της Μάρτυρος.
Η εξαγγελία της αποφάσεως αυτής χαροποίησε πάρα πο­λύ τη Μάρτυρα, και η ανεκλάλητη αυτή χαρά διακρινόταν ολοκάθαρα στο πρόσωπό της. Αμέσως δε η Αγία παρακάλεσε την μητέρα της να προσεύχεται γι’ αυτήν, και εν συνεχεία συμβούλεψε τις αδελφές της να μην παραμελήσουν ούτε το παραμικρό τη φροντίδα τους για το βραβείο της άνω κλήσεως, λέγοντάς τους: «Ξέρετε πολύ καλά με ποιον συνταχθήκα­με και με ποιου τη σφραγίδα σφραγιστήκαμε. Να μείνουμε λοιπόν ακλόνητες στην ομολογία Αυτού μέχρι θανάτου, και να μη φοβηθούμε και αποκάμουμε. Μία μητέρα μάς γέννησε- η ίδια και τις τρεις μας- από μία λάβαμε τη σωματική και την πνευματική τροφή. Ένα επομένως ας είναι και για τις τρεις μας το τέλος· αδελφά ας είναι στις αδελφές και τα φρονήματα. Η πρώτη ας είναι οικείο υπόδειγμα στις επόμενες».
Από τα λόγια αυτά της αδελφής τους οι δύο άλλες αδελφές πήραν θάρρος και δύναμη· και, αφού της είπαν κάποια τελευ­ταία λόγια και την αποχαιρέτησαν, την παρακάλεσαν να προ­σευχηθεί γι’ αυτές στον κοινό Δεσπότη, τον Ιησού Χριστό, ώστε να διέλθουν απρόσκοπτα και αυτές τον ίδιο με αυτή δρόμο, προκειμένου να αξιωθούν και των ίδιων στεφάνων.
Η γενναία δε μητέρα της Αγίας, η Σοφία, δεν εκδήλωσε τίποτε το ταπεινό ούτε κάτι μικρόψυχο και γυναικείο· αλλά, σαν να ντρεπόταν να πράξει ή και να πει κάτι που θα ήταν ταπεινωτικό και ανάξιο για μια τέτοια θυγατέρα, στεκόταν απόλυτα στο ύψος της και διατηρούσε πλήρως το μεγάλο και ιερό της φρόνημα. Τούτο μόνο της προκαλούσε στενοχώρια, μήπως δηλαδή δει τις άλλες της κόρες να υπολείπονται κατά τι του παραδείγματος της πρώτης, και κινδυνεύσει να φανεί πως είναι μητέρα μιας μόνο Μάρτυρος και όχι τριών. Για τούτο και προέπεμπε την κόρη της αυτή στη σφαγή με λόγια επάξια, λέγοντας: «Εγώ, κόρη μου, σε γέννησα, και υπέμεινα για σένα τις ωδίνες του τοκετού, και σε έφερα τρέφοντάς σε στο στάδιο αυτό της ηλικίας σου. Τώρα όμως λαμβάνω τα τροφεία (=την αμοιβή για την τροφή), τώρα λαμβάνω τις ανταποδόσεις των κόπων μου, και μάλιστα πολλαπλάσια. Πράγματι, αν και δεν είναι δυνατόν σε κανέναν να ανταποδώσει στους γονείς του ευεργεσίες ίσες προς εκείνες που αυτοί προσφέρουν στα παιδιά τους (και αλήθεια, πώς θα ήταν δυ­νατόν ένα τέτοιο πράγμα προς αυτούς από τους οποίους λαμ­βάνουμε την ύπαρξη;), εσύ μου ανταπέδωσες τα πάντα με πε­ρίσσεια πολλή, αφού με ανέδειξες μητέρα τέτοιας κόρης, η οποία άθλησε έτσι μεγαλόψυχα για τον Χριστό. Πήγαινε λοι­πόν προς Αυτόν, τέκνο μου· πήγαινε πορφυρωμένη από τα αίματα που θα χύσεις γι’ Αυτόν, με τα οποία και θα παρου­σιαστείς στον Νυμφίο σου, και θα σταθείς μπροστά Του καλ­λωπισμένη με χρώμα ωραιότερο από κάθε κοκκινάδι και άνθος».
Μόλις η Αγία άκουσε αυτά που είπαν οι αδελφές της και η μητέρα της, έσκυψε τον αυχένα της και ο δήμιος της έκοψε με το ξίφος του την κεφαλή. Έτσι λοιπόν η πρώτη κόρη της Σο­φίας, η Πίστις, ετελειώθη και ανήλθε στεφανηφόρος προς τον Χριστό, ο Οποίος είναι η κεφαλή όλων.


 Βασανιστήρια και τελείωση της δεκάχρονης Αγίας Ελπίδας (17 Σεπτεμβρίου)


Αλλά ο ανόσιος εκείνος δικαστής δεν μπορούσε να υποφέρει την καταισχύνη, και σκεφτόταν να εξαλείψει την ήττα του από τις δύο άλλες. Βεβαίως όμως και από αυτές επίσης νικήθη­κε και καταντροπιάστηκε· και μάλιστα πολύ περισσότερο.
Ευθύς αμέσως κάλεσε τη δεύτερη κόρη της Σοφίας, την Ελπίδα, και της είπε: «Πείσου σ’ έμενα, νεαρή μου, και προ­σκύνησε την Άρτεμη, την μέγιστη θεά· μετά φύγε πολύ χαρού­μενη». Εκείνη όμως, η όντως ακαταίσχυντη Ελπίς, του είπε: «Όπως πίστεψες ότι εγώ είμαι αδελφή της προηγούμενης, της οποίας και έλαβες πείρα, έτσι να πειστείς και στη γνώμη μου και την απόφασή μου να αποδειχθώ και στην πράξη αδελφή εκείνης. Και βέβαια να ξέρεις ότι δεν υπάρχει τίποτε απολύτως, ούτε από τα ευχάριστα ούτε από τα δυσάρεστα, το οποίο να με μεταπείθει από τη γνώμη μου αυτή και την απόφασή μου».
Μόλις ο δικαστής άκουσε τα λόγια αυτά, έκρινε μάταιο και περιττό να συνεχίσει τις ερωτήσεις και προχώρησε ευθύς αμέσως στην επιβολή βασανιστηρίων. Λοιπόν, αφού της έβγαλαν την εσθήτα και τη γύμνωσαν, ο αδίστακτος εκείνος δικαστής πρόσταζε να τη μαστιγώσουν και αυτή με ωμά βούνευρα. Η δε Μάρτυς, επειδή υποβαλλόταν σε ίσο προς την αδελφή της βασανιστήριο, έδειχνε και ίση καρτερία και υπομονή. Ο θυμός όμως του δικαστή άνα­ψε μεγαλύτερος. Έτσι λοιπόν πρόσταξε αμέσως και έριξαν τη σεμνή νεάνιδα μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο. Αλλά ο Θε­ός της αδελφής της φρόντιζε εξίσου και γι’ αυτήν. Έγινε δη­λαδή και τώρα κάτι παραπλήσιο προς τη βαβυλώνια φλόγα: έριξαν τη μάρτυρα στο πυρ, πλην όμως εκείνο δεν την άγγιξε ούτε το παραμικρό. Βγαίνοντας δε η Μάρτυς από την κάμινο του πυρός σώα και αβλαβής, έκανε μια ολόθερμη ευχαριστή­ρια και ικετήρια προσευχή στον Θεό. Ευχαριστήρια, διότι διατηρήθηκε αβλαβής από τα βασανιστήρια στα οποία είχε υποβληθεί ως εκείνη τη στιγμή· ικετήρια, για αυτά που έμελλε να ακολουθήσουν, ώστε με όλα να δοξαστεί το όνομα του Θεού και να καταισχυνθούν οι ασεβείς.
Παρ’ όλα αυτά, ο άνομος δικαστής δεν σεβάστηκε τη Μάρτυρα· την οποία, όπως φάνηκε, τη σεβάστηκε και αυτό τούτο το άψυχο πυρ και δεν την άγγιξε καθόλου. Έτσι λοιπόν ο ανόσιος πρόσταξε να την κρεμάσουν σε ένα ξύλο και να της κα­ταξεσκίσουν το σώμα με σιδερένια νύχια. Αλλά και κατά το βασανιστήριο αυτό η Μάρτυς έδειχνε την ίδια με τα προηγού­μενα ευψυχία. Για τούτο μια χάρη δαψιλής καταύγαζε τα μάτια της, ενώ από τα ξεσκιζόμενα μέλη του σώματός της έβγαινε μια άρρητη ευωδία. Με ένα δε απαλότατο μειδίαμα και ανεπαίσθητο στα χείλη η Ελπίς είπε στον δικαστή: «Εσύ, μιαρέ φο­νιά, νομίζεις πως με τα βασανιστήρια θα με αποδυναμώσεις· εγώ όμως, τονωμένη και δυναμωμένη από τον Χριστό μου, έχω τη βεβαιότητα ότι Εκείνος εσένα θα σε αποδυναμώσει και θα σε αποδείξει άπρακτο. Εσένα που κήρυξες πόλεμο σε μια γυ­ναίκα, και μάλιστα πολύ νεαρή, η οποία δεν έχει καμιάν άλλην αρωγή και στήριγμα, παρά μόνο τον αψευδή Θεό».
Ο δικαστής έγινε έξω φρενών από τα λόγια αυτά της Μάρ­τυρος. Έτσι λοιπόν πρόσταξε να γεμίσουν ένα λέβητα με πίσ­σα και ρητίνη (=ρετσίνι) και, αφού πρώτα τον θερμάνουν μέ­χρι που αυτά να κοχλάσουν, να ρίξουν την Αγία μέσα σ’ αυτόν. Με την επέμβαση όμως, ως συνήθως, του Θεού ο λέ­βητας διαλύθηκε σαν κερί από το πυρ, ενώ το κοχλαστό μείγμα της πίσσας και της ρητίνης χύθηκε απότομα έξω και κατέκαψε πολλούς από τους ειδωλολάτρες που στέκονταν ολόγυρα.
Αλλά, ακόμη και ύστερα από αυτά, εκείνος ο τυφλός στον νου δικαστής δεν μπορούσε να καταλάβει ποιά ήταν η δύνα­μη που επιτελούσε τα θαύματα. Όθεν, αν και σε όλα όσα αυτός έπραξε, αποκόμισε την ήττα, νικήθηκε δηλαδή, βρισκόμενος σε αμηχανία πλέον και ωσάν βέβαια να έπραττε εκείνο που η Μάρτυς επιθυμούσε, αποφάσισε την διά ξίφους θανά­τωσή της. Πήρε δηλαδή την ίδια απόφαση που είχε πάρει και για την αδελφή της.
Μόλις η Ελπίς άκουσε την απόφαση του δικαστή, ζήτησε και αυτή επίσης, όπως είχε πράξει και η αδελφή της, την εξόδια μητρική προσευχή, ενώ παράλληλα υποκινούσε και ξεσήκωνε προς αγώνες την τρίτη και τελευταία κατά σειρά αδελφή, την Αγάπη, παρέχοντας τον εαυτό της ως ασφαλές υπόδειγμα και επιβεβαιώνοντας την αξιοπιστία των λόγων της από τα βασανι­στήρια που η ίδια υπέστη. Όταν δε η Μάρτυς οδηγήθηκε στον τόπο της τελειώσεώς της, είδε καταγής το λείψανο της πρώτης αδελφής. Αμέσως έπεσε πάνω σ’ αυτό και το αγκάλιαζε και το καταφιλούσε· και από ένα μέρος τιμούσε το λείψανο αυτό ως λείψανο αγίας, από το άλλο συγκινήθηκε, ως αδελφή της και εκδήλωσε με δάκρυα τον πόνο της. Φέρνοντας όμως στη σκέψη της το γεγονός ότι η αδελφή της υπήρξε Μάρτυς, ο πόνος της μεταβλήθηκε πάλι σε απερίγραπτη χαρά και αγαλλίαση. Διότι πώς θα μπορούσε να χύνει δάκρυα για την Αγία, την αδελφή της, προς την οποία και έσπευδε ήδη με τον ίδιο τρόπο τελευτής; Δέ­χθηκε λοιπόν και η Ελπίς τον διά ξίφους θάνατο, και πορεύτη­κε την ωραία πορεία, την μακαρία όντως οδό, η οποία είναι επι­θυμητή σε όλους τους χριστιανούς, αλλά λίγοι τη βρίσκουν.

Μαρτύριο και τελείωση της οκτάχρονης Αγίας Αγάπης (17 Σεπτεμβρίου)


Ο άνομος δικαστής έφτασε πλέον στην έσχατη αμηχανία και δεν μπορούσε να υποφέρει τον καταφανή εξευτελισμό του. Υπήρχε όμως και η τρίτη κατά σειράν κόρη της Σοφίας, η Αγάπη· είχε δε την ελπίδα πως αυτήν θα τη νι­κούσε, και την ελπίδα του αυτή τη στήριζε στο γεγονός ότι η Αγάπη ήταν πολύ νέα στην ηλικία, και έτσι νόμιζε πως θα μπορούσε εύκολα να την πείσει. Πρόσταξε λοιπόν και την οδήγησαν ενώπιον του· και αφού της έκανε μερικές ερωτήσεις, της είπε και λόγια κολακευτικά, που θα μπορούσαν να την πείσουν. Η Αγάπη όμως του είπε: «Μη σε ξεγελάει το νε­αρό της ηλικίας μου και νομίζεις πως θα με εξαπατήσεις εύκολα με τα λόγια σου και θα με παγιδέψεις. Μετά από λίγο θα σε διδάξει η πείρα ότι εγώ είμαι βλαστός από την ίδια ρίζα και γέννημα από τη μία εκείνη γαστέρα, από την οποία προήλθαν και οι δύο άλλοι βλαστοί, δηλαδή οι δύο προηγού­μενες κόρες, πείρα των οποίων ήδη έχεις λάβει. Και βέβαια εγώ τις αδελφές μου δεν θα τις ντροπιάσω, ούτε θα διαψεύσω την ευγένεια του γένους μας· αλλά μάλλον και θα τις ξεπεράσω κατά την καρτερία, και μάλιστα τόσο, όσο πλεονεκτώ κατά την πείρα, αφού είμαι διδαγμένη και ξέρω από αυτές ότι θα έχω τη βοήθεια του Χριστού».
Την παρρησία όμως της Αγάπης δεν την ανέχτηκε ο μια­ρός δικαστής. Για τούτο πρόσταξε να την κρεμάσουν από ένα ικρίωμα και να την τεντώσουν με ιμάντες από κάθε μέρος τό­σο πολύ, ώστε με τη σφοδρότητα της εντάσεως εκείνης να διασπώνται οι αρθρώσεις των μελών από τη φυσική τους σύνδε­ση. Αλλ’ όμως η δύναμη του Θεού, που συμπαραστάθηκε στις άλλες αδελφές, ήταν και μαζί μ’ αυτήν και τη διατηρούσε σώα και άβλαβή. Λοιπόν, ανάφτηκε και γι’ αυτήν κάμινος με χρήση κάθε είδους καύσιμης ύλης, ύστερα από προσταγή του μυαρού δικαστή, ο οποίος ήταν ήδη πολύ αναμμένος από την οργή του. Προτού όμως να ρίξουν τη Μάρτυρα στην κάμινο, της είπε: «Βλέπεις το πυρ που καίγεται εναντίον σου; Δεν θα μπορέσεις με κανέναν άλλο τρόπο να αποφύγεις την απειλή του, παρά μόνον αν σπεύσεις να εκτελέσεις χωρίς καμιά πρό­φαση το προσταζόμενο. Εγώ μάλιστα θα σου συμπεριφερθώ και πιο φιλάνθρωπα. Πες λοιπόν απλά και μόνο “μεγάλη η Άρτεμη”, και αμέσως θα απαλλαγείς από κάθε κατηγορία». Η Μάρτυς όμως του είπε: «Μη γένοιτο· μακριά από μένα αυτό. Εγώ μήτε θα διαπράξω ποτέ με λόγο κατιτί το ανόσιο και άπρεπές, μήτε θα ρυπάνω τη γλώσσα μου με τέτοια φρά­ση, που είναι αλλότρια από την πίστη στον δημιουργό του πα­ντός, στον μόνο και αληθινό Θεό».
Και τί έγινε μετά; Ο ανόσιος εκείνος δικαστής άφησε τα λόγια και έπραξε αυτό που είχε προστάξει υπό το κράτος μεγάλης οργής: έδωσε εντολή στους δημίους να ρίξουν με ορμή τη Μάρτυρα στο πυρ. Εκείνη όμως πρόλαβε όχι μόνο τους δημίους, αλλά σχεδόν και αυτό τούτο το πρόσταγμα, και πήδησε μόνη της στη μέση της φλόγας, ωσάν σε νερά θερμά και πολύ ευχάριστα λουτρά. Και τότε συνέβη το εξής θαυμα­στό: η φλόγα διασκορπίστηκε πάραυτα και κατέκαψε τους ειδωλολάτρες που στέκονταν ολόγυρα. Αλλά το πυρ εκείνο έφτασε και ως τον ίδιο τον δικαστή και του προκάλεσε πολλά εγκαύματα. Και τούτο έγινε αφενός για να ελεγχθεί η ασέβειά του και αφετέρου, για να μην έχει καμιά αμφιβολία, αλλά να χρησιμοποιεί τον εαυτό του ως μάρτυρα της δυνάμεώς του Θεού. Τοιουτοτρόπως οι πράξεις των ασεβών καταισχύνο­νταν, ενώ ο Θεός διά της Μάρτυρός Του δοξαζόταν.
Το μέρος του σώματος του δικαστή, που το είχε αγγίξει η φλόγα, βρισκόταν σε κακή κατάσταση. Έτσι λοιπόν αυτός έστειλε κάποιους να του φέρουν ενώπιόν του την Αγία. Οι αποσταλέντες όμως έβλεπαν κάποιους λευκοφορούντες, ευπαρουσίαστους και πολύ χαριτωμένους άνδρες, οι οποίοι και μόνο με τη μορφή τους μπορούσαν να προκαλούν την έκπληξη και τον θαυμασμό, προσέτι δε αυτοί θεάθηκαν και πολλές φορές μέσα στην κάμινο, συναναστρεφόμενοι με τη μακαριστή Αγάπη και αναπέμποντες μαζί μ’ αυτήν προσευ­χές στον Θεό. Όταν λοιπόν οι απεσταλμένοι του δικαστή επιχείρησαν να πιάσουν τη Μάρτυρα και να τη βγάλουν έξω, για να την οδηγήσουν ενώπιόν του, παρέλυσαν τα δεξιά τους χέ­ρια· και επειδή δεν μπορούσαν πλέον να κάνουν τίποτε περισσότερο, φώναζαν προς αυτήν: «Έβγα από την κάμινο, δούλη του Θεού· σε καλεί ο δικαστής».
Όταν λοιπόν η Μάρτυς βγήκε από τη φωτιά άθιχτη και απολύτως αβλαβής, ο δυσσεβής δικαστής, καίτοι είχε μισοκαμένο ακόμα το σώμα του και μπορούσε και από μόνος του να είχε συνετιστεί, έχοντας στα μάτια της διάνοιάς του παχύ το νέφος της ψυχής του, παρέμενε καταφανώς ανόητος και ασύνετος. Για τούτο και πάλι προέβη σε τιμωρίες κατά της Μάρτυρος. Πρόσταξε λοιπόν να τρυπήσουν πέρα ως πέρα τα μέλη του σώματός με περόνια. Επειδή όμως η Μάρτυς, έχο­ντας παντελώς στραμμένη τη σκέψη της στον Θεό, λίγο νοια­ζόταν για τα βασανιστήρια, ή και καθόλου, ο δικαστής αποφάσισε και γι’ αυτήν τη διά ξίφους θανάτωση.
Μόλις η γενναία και με ανδρικό φρόνημα νεάνιδα άκουσε αυτή την απόφαση και λογαριάζοντας το γεγονός αυτό σαν σφραγίδα και ασφάλεια της προς Θεόν ομολογίας, ομολο­γούσε τη μεγάλη της ευγνωμοσύνη προς Αυτόν, λέγοντας: «Ευχαριστώ Σέ, παναγία Τριάς, μία θεότης, μία δόξα, μία δύναμις, διότι και εμένα την ελάχιστη με ανέδειξες άξια του ουράνιου νυμφώνα Σου και με συναρίθμησες με τις αδελφές μου, που μαρτύρησαν για Εσένα. Να ευδοκήσεις δε, πανά­γαθε Θεέ μου, μετά την τελευτή μου, να επιζήσει η μητέρα μου σ’ αυτόν τον άθλιο βίο, ώστε να επιτελέσει για εμάς τις θερα­παινίδες Σου τα καθιερωμένα και αρμόζοντα».
Αυτά είπε στην προσευχή της η Αγάπη. Ακολούθως η θαυμάσια μητέρα της θαυμάσιας κόρης έκανε γι’ αυτήν μία προσευχή. Όχι βέβαια για να τη βλέπει ζωντανή· ούτε για να ζήσει μακρό χρόνο, αποφεύγοντας τον θάνατο, ώστε να μπο­ρεί να την έχει παραμυθία και ελπίδα και στήριγμα στα γηρα­τειά της, αφού οι δύο άλλες της κόρες είχαν αποκεφαλιστεί. Τίποτε τέτοιο, ούτε το ζήτησε στην προσευχή της ούτε το θέλη­σε· διότι έκρινε ότι αυτά ήταν μητέρων που δεν είχαν γενναιό­τητα και που προσέβλεπαν μόνο στον παρόντα βίο. Ώστε σύμ­φωνα με την πρόθεσή της δέχθηκε και την τελείωση· και τις κα­λές πράξεις τις ακολούθησε και καλό τέλος. Για τούτο η Σο­φία, εμψυχώνοντας την κόρη της Αγάπη προς τον θάνατο και στηρίζοντάς την και ενθαρρύνοντάς την στην πορεία της προς το τέλος του δρόμου, έλεγε προς αυτήν: «Εύγε, κόρη μου· ω φυτό της γαστέρας μου όντως ευλογημένο! ω εσύ που τίμησες τους γονείς σου! ω εσύ που δόξασες με τα μέλη σου τον Θεό! Ποιός δεν θα σε επαινέσει για την ανδρεία σου; Ποιός για την καρτερία σου; Ποιός για τη σταθερότητά σου; Πήγαινε λοιπόν προς τον κοινό Δεσπότη, προς τον νυμφώνα τον άφθαρτο, προς τη μακαρία όντως ανάπαυση· πήγαινε να λάβεις τις αμοιβές των άθλων σου. Τί ωραία που βλέπω τους αγγέλους να χαί­ρονται και να αναμένουν την τελείωσή σου! Ω εγώ, με ποιες τρεις θυγατέρες έχω τιμήσει την αγία Τριάδα! Ποια δώρα, ποια θύματα (=σφάγια) προσέφερα σ’ Αυτήν!». Τέτοιες ευχές και τέτοια λόγια προσέφερε ως εφόδιο στην κόρη της η καλή εκείνη μητέρα, και την προέπεμψε στην ποθούμενη οδό.
Όταν λοιπόν, η μακαριστή Αγάπη έφτασε στον τόπο της εκτελέσεως, πρότεινε τον αυχένα της στον δήμιο και υπέστη προθύμως τον υπέρ Χριστού θάνατο. Η Σοφία δε, η μητέρα της, αγκάλιασε το ιερό της σώμα και το φιλούσε με πολλή αγάπη και ευλάβεια. Ακολούθως η γενναία αυτή μητέρα, πράττοντας εκείνο που επιβαλλόταν από τη φύση και τη σύνεση, ευωδίασε με μύρα το σώμα και το περιτύλιξε με λαμπρά και πο­λυτελή σάβανα, όπως έπρεπε να πράξει μια μητέρα και φιλομάρτυς· και αφού επιτέλεσε όλα τα καθιερωμένα για τέτοια λείψανα, το ένωσε με τα λείψανα των δύο άλλων θυγατέρων της και εν συνεχεία τα εναπέθεσε και τα τρία μαζί σε έναν ολό­λαμπρο Ναό, τον οποίο εκείνη είχε χτίσει πρωτύτερα. Τοιου­τοτρόπως η Σοφία, η όντως φιλόχριστος αυτή μητέρα, δώρισε στους χριστιανούς έναν πλούτο ανεκτίμητο και έναν αδαπάνητο θησαυρό, προς ίαση ψυχής και σώματος, απρόσκοπτο βίο, οικείωση προς τον Θεό· θησαυρό δυνάμενο να παρέχει πλούσιες τις δωρεές και ευλογίες στους προσερχόμενους με πίστη και ζητούντες βοήθεια.

(Συμεών του Μεταφραστού, Η άθληση και το μαρτύριο των Αγίων Αγάθης, Βαρβάρας, Ευφημίας, Θέκλας, Ιουλιανής, Σοφίας και των θυγατέρων αυτής, εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 164-168. Μετάφραση Γεωργίου Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου, Φιλολόγου-Λυκειάρχου)