Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

11 Μαρτίου, μνήμη του ιερομάρτυρος Ευλογίου και των συν αυτώ: Λεωκρητίας (Λουκρητίας) και δυο άλλων ανωνύμων παρθένων, των εν Κορδούη της Ισπανίας



site analysis


Ισπανία Η” αιώνας μ.Χ. Η αραβική κατοχή της χώρας (711 μ.Χ.), πολλά δεινά είχε επιφέρει στην Εκκλησία. Διηρημένη σε 3 επαρχίες με 29 επισκόπους, προσπαθούσε ναανταπεξέλθει στους διωγμούς των μωαμεθανών κατακτητών αλλά και στους εκ των έσω πειρασμούς όπως οι αιρέσεις (αδοπτιανισμός) του Η” αιώνα. Πολλοί κληρικοί και μοναχοί εξαιτίας της επιδρομής εγκαταστάθηκαν στη Γαλλία, μεταφέροντας μαζί τους το βησιγοτθικό εκκλησιαστικό πνεύμα και το μοζαραβικό τυπικό. Παρ” όλα αυτά στην Ισπανία, η μοζαραβική Εκκλησία διατήρησε την παράδοση και την οργάνωση της μέχρι την εποχή της «πλήρους Επανακτήσεως» (ΙΕ” αιώνας), οπότε δυστυχώς η σχισματική Ρώμη είχε πια επιβάλει παντού στα επανακτώμενα μέρη, μαζί με τη λατινική παράδοση και το τυπικό και τα αιρετικά δόγματα της.
Καρπός των επί Αράβων διωγμών υπήρξαν πολλοί μάρτυρες. Η όμορφη Κόρδοβα (η αρχαία Κορδούη) τόπος ισλαμικής λατρείας με το μεγάλο τέμενος των χιλίων και ενός κιόνων, πήρε την πρώτη θέση στο ισπανικό μαρτυρολόγιο του Θ” μ.Χ. αιώνα.
Γόνος μιας από τις αριστοκρατικότερες οικογένειες της Κόρδοβας, ο πρεσβύτερος Ευλόγιος είχε ανατραφεί από τη μικρή του ηλικία με τα νάματα της χριστιανικής πίστης. Είχε μελετήσει βαθιά τους Πατέρες την Παράδοση και τη θεολογία της Εκκλησίας. Η ζωή του ήταν απολύτως σύμφωνη με τα όσα μελετούσε καθημερινά. Η άσκηση, η προσευχή και οι νηστείες καθάριζαν την ψυχή του, που έλαμπε σαν φωτεινός λύχνος διαλύοντας τα σκοτάδια που έπνιγαν οι αναθυμιάσεις από τη θρησκεία του Ισλάμ που προσπαθούσαν να παρασύρουν τους ισπανούς ορθόδοξους χριστιανούς. Το 850 ξέσπασε διωγμός κατά της Εκκλησίας της Ισπανίας. Οι Μαυριτανοί αγρίεψαν. Οδηγημένοι από έναν αποστάτη επίσκοπο που έγινε ο Ιούδας του εν Ισπανία Σώματος του Χριστού, συνέλαβαν και έκλεισαν στη φυλακή όλους τους ιερείς της Κόρδοβας μαζί με τον επίσκοπο τους. Μέσα στη φυλακή ο Ευλόγιος έδινε θάρρος στους αδελφούς του να αντέξουν με υπομονή και καρτερία τη δοκιμασία.
Τα λόγια του εκείνα στήριξαν δύο μαθήτριες, πνευματικά του παιδιά, να υποστούν θαρραλέα το μαρτύριο, λίγο μετά την έξοδο τους από τη φυλακή. Οι δύο Παρθένες πέρασαν στο ορθόδοξο μαρτυρολόγιο ανώνυμα, όμως τα ονόματα τους τα γνωρίζει καλά ο αγωνοθέτης και στεφανωτής τους Χριστός. «Τη αύτη ημέρα των δύο παρθένων γυναικών των εν Κορδούη μαρτυρησασών κατά τον υπό Αράβων διωγμόν εν σωτηρίω έτη 851 μ.Χ.» σημειώνουν τα τοπικά μηναία.
Ο άγιος Ευλόγιος συνέταξε τα συναξάρια τους για να προτρέψη και τους άλλους διωκόμενους χριστιανούς να τις μιμηθούν. Τα γραπτά του μα και τα προφορικά του κηρύγματα έτυχαν τη συγκράτηση στην πίστη πολλών χριστιανών επικίνδυνων στο να αποστατήσουν και να υποκύψουν στις πιέσεις των Μαυριτανών κατακτητών. Έγραψε τρία βιβλία με τις πράξεις και το τέλος των νέων μαρτύρων του διωγμού αυτής της εποχής. Όλα αυτά συνετέλεσαν ώστε ο Ευλόγιος να θεωρηθεί ως η πιο σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα του καιρού του και η Εκκλησία να τον ανυψώσει εις το αξίωμα του Μητροπολίτη Κορδούης στα 858.
Ο νέος Μητροπολίτης όμως δεν πρόλαβε να ακούσει τις φωνές του ποιμνίου του: Άξιος, Άξιος! Πριν αναλάβει επίσημα τα καθήκοντα του, πριν γίνει η ενθρόνιση του, συνελήφθη και πάλι και οδηγήθηκε στη φυλακή. Η κατηγορία ήταν ότι περιέθαλψε και έκρυψε μια νεαρή κόρη χριστιανή, την Λεωκρητία που οι ίδιοι οι γονείς της ήθελαν να ασπαστεί, Κύριος οίδε για ποιους λόγους, τη θρησκεία του Μωάμεθ. Ο Ευλόγιος κατηγορήθηκε όχι μόνο για απαγωγή αλλά και για διαφθορά της νεαρής Λεωκρητίας. Στην απολογία του είπε πως κανείς ποιμένας δεν αρνήθηκε τη συμπαράσταση του σε οποιοδήποτε μέλος του ποιμνίου του και ακόμα κάτι πιο σημαντικό: το καθήκον του ιερέως του Χριστού είναι να διδάξει στους πιστούς πως αν έχουν να διαλέξουν μεταξύ θεού και γονέων, διαλέγουν το Θεό. Όστις αγαπά πατέρα η μητέρα υπέρ Εμέ ουκ έστιν μου άξιος. Ο άγιος Ευλόγιος δε σταμάτησε Εκεί. Πρότεινε στο μουσουλμάνο δικαστή να συζητήσουν και να του αποδείξει την άπατη της θρησκείας του Μωάμεθ!!
Ο άγιος μετά από αυτά οδηγήθηκε βέβαια στο συμβούλιο της αυλής του κατακτητή βασιλιά και Εκεί συνέχισε πάλι, θαρραλέα, τη χριστιανική απολογητική του. Το αποτέλεσμα ήταν: καταδίκη του Μητροπολίτη της Κόρδοβας σε θάνατο δι” αποκεφαλισμού. Ήταν άνοιξη. Η ισπανική γη πρασίνιζε από τη φρέσκια χλόη που σε λίγο θα γέμιζε ολοκόκκινα αιμάτινα λουλούδια για να υποδεχτεί το Πάσχα.
Στο δρόμο του μαρτυρίου ο άγιος Δεσπότης δέχτηκε, όπως κι ο Κύριος του στο δρόμο προς το Γολγοθά, ένα ράπισμα από έναν ευνούχο της συνοδείας των δημίων του. Αμέσως ο άγιος έστρεψε και το άλλο μάγουλο χωρίς μιλιά. Ο άπιστος χτύπησε και πάλι, δεύτερη φορά. Κι έπειτα, σιωπηλά πάντοτε, προσευχόμενος για τους διώκτες του και για το λαό του, έσκυψε το κεφάλι του κάτω από το μαχαίρι του δημίου. Η τίμια κάρα έπεσε στο ισπανικό χώμα πορφυρώνοντάς το. Πλήθος αγγέλων οδήγησε την ψυχή του στα ουράνια δώματα άπ” όπου έως σήμερα προσεύχεται για όλους εμάς. Είναι 11 Μαρτίου του 859.
Η Λεωκρητία, αφορμή του μαρτυρικού θανάτου του άγιου Ευλογίου, αποκεφαλίστηκε την επόμενη Τετάρτη, όπως διασώζουν τα συναξάρια, και πρόσθεσε ένα ακόμη στέφανο δόξας στο μαρτυρολόγιο της Ορθόδοξης Ισπανικής Εκκλησίας.
Άγιε ιερομάρτυς Ευλόγιε, πρέσβευε μαζί με τις δύο Παρθενομάρτυρες και τη μάρτυρα Λεωκρητία στη σύγχρονη εποχή της σύγχυσης, όλοι εμείς να διατηρήσουμε ορθόδοξη την πίστη μας έως θανάτου. Αμήν.
Μεγαλυνάριον
Μάρτυρες Κυρίου πανευκλεείς, Λαίλαπος απίστων,
υπομείναντες τη σφαγήν, συν Λεωκρητία,
και ταις λοιπαίς παρθένοις, Ευλόγιον τον θείον,
ύμνοις τιμήσωμεν.
Από το βιβλίο: Ισπανικό Ορθόδοξο Συναξάρι, του Γεωργίου Εμμανουήλ Πιπεράκι, Αναπληρωτού Καθηγητού της Ιατρικής σχολής του Παν/μίου Αθηνών.
Εκδόσεις, Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Γραφείον Εξωτερικής Ιεραποστολής. Έκδοσις Α, 2003.

Αγία Θεοδώρα,πολιούχος της Άρτας



site analysis
Τη ΙΑ’ του αυτού Μηνός (Μαρτίου), Μνήμη της Αγίας Θεοδώρας, της Βασίλισσης Άρτης.
Καν σου βασιλίς, κρύπτει το σώμα τάφος,
Χριστός πάσι φαίνει σε, θαυματουργίαις.
Ενδεκάτη κρύψε Θεοδώραν λάας κλεινήν.
Η Οσία Θεοδώρα γεννήθηκε περί το έτος 1210 μ.Χ. πιθανότατα στην Θεσσαλονίκη και υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλείφα (νορμανδικής καταγωγής), η οποία, εγκατεστημένη αρχικά στο Διδυμότειχο, προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα. Ο πατέρας της Ιωάννης είχε τον τίτλο του σεβαστοκράτορος και ήταν διοικητής Θεσσαλίας και Μακεδονίας.
Κοντά στους ευσεβείς και ενάρετους γονείς της ανατράφηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» αντλώντας από την ζωή τους το πρώτο φωτεινό παράδειγμα ενάρετης ζωής, παράδειγμα που θα χαραχθεί ανεξίτηλα και στην δική της ζωή. Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα, αφήνοντας τη Θεοδώρα σε μικρή ακόμα ηλικία, ορφανή. Την προστασία της οικογένειας ανέλαβε ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος (θείος της), ο οποίος την εποχή αυτή είχε καταλάβει την Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του μέχρι την Αδριανούπολη.
Η Θεοδώρα έζησε και μεγάλωσε στα Σέρβια της Κοζάνης, μια σημαντική πόλη με στρατηγική θέση την εποχή αυτή. Ανατρέφεται μαζί με τα αδέλφια της από την ευσεβή μητέρα της Ελένη και μαθαίνει καλά για τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου, που δεν είναι άλλος παρά η αγιότητα και η «κατά Θεόν ομοίωσις». Γνωρίζει και πιστεύει ότι το αληθινό νόημα της σύντομης ζωής μας κρύβεται στην επιτυχία της αιώνιας ζωής και Βασιλείας του Θεού. Διδάσκεται από την αγαθή μητέρα της ότι τα αληθινά κοσμήματα που πρέπει να στολίζουν την γυναίκα, είναι η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο, η ταπεινοφροσύνη, η πραότητα, η ευσπλαχνία, η ελεημοσύνη, η προσευχή και η αληθινή πίστη, που με τον δικό της αγώνα και τη Χάρη του Θεού μπορούν να πραγματοποιηθούν και να φανερωθούν και στη δική τους ζωή.
Η πνευματική καλλιέργεια και ωριμότητα της νεαρής Θεοδώρας, καθώς επίσης και το κάλλος της εντυπωσιάζουν τον Μιχαήλ Β”, που στον δρόμο του για την Άρτα την συναντά στα Σέρβια, ενώ βρισκόταν υπό την προστασία του θείου της Θεοδώρου. Την ζητά αμέσως σε γάμο, ο οποίος και τελείται με κάθε μεγαλοπρέπεια και επισημότητα στα Σέρβια το έτος 1230 μ.Χ. με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στην Άρτα, την πρωτεύουσα του κράτους της Ηπείρου, στην οποία ο Μιχαήλ Β” ανακηρύσσεται μετά από λίγο Δεσπότης.
Ο Μιχαήλ, ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, αρχίζει να φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η νεαρά δούκισσα Θεοδώρα αναδεικνύεται πρώτη κυρία του Δεσποτάτου. Στην μεγάλη αυτή και ένδοξη θέση που ανέβηκε η Θεοδώρα, δεν παρασύρθηκε από την δόξα και το μεγαλείο του αξιώματός της, ούτε, παρά τη νεότητά της, τράπηκε σε υλιστικές απολαύσεις και τρυφηλή ζωή. Και όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος της Ιώβ μοναχός, τώρα πιο πολύ κατάλαβε ότι πρέπει να φροντίζει να ζει με πιο πολλή αρετή και σωφροσύνη, με ταπεινοφροσύνη και αγάπη, με αοργησία και συμπάθεια, με ελεημοσύνη και πραότητα και γενικά, ολόψυχα να δίδεται και να υπηρετεί τον Θεό και τους ανθρώπους. Με την ζωή αυτή η Θεοδώρα αναδείχθηκε αληθινά κατά τον λόγο του Κυρίου, λύχνος φωτεινός επάνω στην λυχνία, που φωτίζει και καθοδηγεί και την ζωή των άλλων ανθρώπων στον Χριστό.
Λίγες ήταν οι ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού. Ο μισόκαλος διάβολος, φθονώντας την ευτυχία τους και την αρετή της Θεοδώρας και μην μπορώντας να υποτάξει την ίδια, ρίχνει τα φαρμακερά βέλη του εναντίων της με άλλον τρόπο: «θηλυμανίας τον άνδρα καταμαλάξας , πειρασμόν τη μακαρία εγείρει δεινώτατον». Ο Μιχαήλ παρασύρεται σε πορνεία και ακολασία από μία Αρτινή αρχόντισσα, την Γαγγρινή. Αυτή με την βοήθεια του διαβόλου κατορθώνει να σκλαβώσει ψυχικά τον Μιχαήλ και να βάλει μίσος άσπονδο στην καρδιά του, εναντίων της καλής και Αγίας συζύγου του. Με την εντολή του προς όλους απαγορεύει κάθε βοήθεια και συμπαράσταση προς την Αγία και ορίζει αυστηρά να μην κάνουν λόγο γι” αυτήν στα ανάκτορα, ούτε το όνομά της καν να προφέρουν στα χείλη τους.
Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές της ζωής της, φάνηκαν οι καρποί της αληθινής πνευματικής καλλιέργειας της Θεοδώρας. Όπως μέσα στην δόξα και την καλοπέραση του παλατιού δεν παρασύρθηκε και δεν αλλοιώθηκε, έτσι και τώρα μέσα στην φουρτουνιασμένη συζυγική ζωή η Θεοδώρα δεν κάμφθηκε και δεν λιποψύχησε, αλλά φάνηκε πιο πολύ ο αδαμάντινος χαρακτήρας της και η ακεραιότητα της πίστεώς της. Στην αυθαιρεσία του άνδρα της αντέταξε την υπομονή και το ταπεινό της φρόνημα. Παρά τις συκοφαντίες και τον διωγμό της από τα ανάκτορα, λαμπρύνθηκε με την σιωπή και την εκούσια μόνωσή της.
Χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, οπλισμένη όμως με την ακαταίσχυντη ελπίδα στον Θεό, εγκαταλείπει – έγκυος ήδη – τα ανάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί με τον πρωτότοκο υιό της, το Νικηφόρο, που γεννήθηκε στην εξορία, ταλαιπωρείται στο κρύο και στην ζέστη, στην πείνα και τη δίψα, στην εγκατάλειψη και την μοναξιά. Άγνωστη, πικραμένη και κακοντυμένη περνούσε λόφους και γκρεμούς, αποφεύγοντας την μανία του άνδρα της. Στην μεγάλη αυτή δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριά κοντά στον ιερέα της Πρένιστας. Μια μέρα που μάζευε λάχανα, για να φάει αυτή και το μικρό της παιδί, την συναντά ο ιερέας και μετά από επίμονη προσπάθεια να μάθει ποια είναι, η Θεοδώρα του φανερώνεται. Έτσι για λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στο σπίτι του καλού αυτού ιερέως.
Η αλήθεια όμως και η αρετή όσο κι αν σπιλώνονται, όσο και αν παραθεωρούνται, δεν αργούν να φανούν. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του Δούκα Μιχαήλ και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής αντιδρούν δυναμικά: διώχνουν την Γαγγρινή από τα ανάκτορα και απαιτούν από τον βασιλέα να αλλάξει ζωή. Ο Μιχαήλ συγκλονίζεται, «έρχεται εις εαυτόν» και αμέσως στέλνει έμπιστους ανθρώπους να βρουν και να φέρουν πίσω την Θεοδώρα. Πράγματι, με πολλή μετάνοια και αγάπη, με επισημότητα και λαμπρότητα υποδέχεται τη νόμιμη και μόνη κυρία και βασίλισσα στα ανάκτορα και στη ζωή του.
Ο Μιχαήλ, σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού και σε ένδειξη της μετάνοιάς του, ανεγείρει την σεβάσμια και περικαλλή μονή της Κάτω Παναγιάς. Στη βόρεια καμάρα εξωτερικά υπάρχει χαραγμένη η επιγραφή της μετάνοιάς του, την οποίας το πανομοιότυπο και τη μεταγραφή έδωσε ο Αναστάσιος Ορλάνδος:
«Πύλας εμοί άνοιξον, ω Θεού μήτερ, της μετανοίας, του φωτός ούσα πύλη.
Δεσπότη Μιχαήλ παράσχου αμαρτημάτων»
Κατά την παράδοση και σε ανάμνηση του ίδιου γεγονότος κτίζει, επίσης, τη μονή Παντανάσσης, κοντά στην Φιλιππιάδα και τη μονή του Σωτήρος στο Γαλαξείδι, όπως αναφέρεται στο «Χρονικόν του Γαλαξειδίου». Με την ίδια διάθεση ο Μιχαήλ χαρίζει προνόμια και απαλλάσσει από φορολογία ναούς και μονές του κράτους του καθ” όλη την διάρκεια της βασιλείας του. Έτσι π.χ. με χρυσόβουλλο του Ιανουαρίου του έτους 1246 μ.Χ. απαλλάσσει «πάσης αγγαρείας και παραγγαρείας» τους 32 πρεσβυτέρους της πόλεως της Κερκύρας και με άλλο χρυσόβουλλο του Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, δίνει προνόμια στους 33 πρεσβυτέρους των αγρών της νήσου. Με χρυσόβουλλο επίσης, αποκαθιστά τη νόμιμη δικαιοδοσία του Κωνσταντίνου Μαλιασηνού το μοναστήρι του κυρ-Ιλαρίωνος, που βρισκόταν στην χώρα του Αλμυρού κάτω από «το Ρωμαιοβόρον φύλον των Λατίνων». Αποστέλλει πλούσια δώρα σε πολλές μονές και εκτός του κράτους του, όπως π.χ. στις Αγιορείτικες μονές του Δοχειαρίου και του Αγίου Παύλου. Η πόλη και το κράτος λαμπρύνονται με έργα πίστεως και φιλανθρωπίας για
χάρη του αγαπητού λαού της Θεοδώρας. Άλλα τέσσερα παιδιά έρχονται στην ζωή: ο Ιωάννης, ο Δημήτριος (Μιχαήλ), η Ελένη και η Άννα.
Δυναμωμένη από τη δοκιμασία και ενισχυμένη από την Χάρη του Θεού, η Θεοδώρα γίνεται οδηγός ψυχικής σωτηρίας του άνδρα της και μετέχει ενεργά πλέον στην διακυβέρνηση του κράτους, βοηθώντας τον στα πολλά και ποικίλα εσωτερικά και εξωτερικά κυρίως προβλήματα του Δεσποτάτου και βάζοντας την προσωπική της σφραγίδα στην πολιτική του. Συμπαραστέκεται στα έργα ειρήνης, αλλά και ακολουθεί τις πολεμικές περιπέτειες και αποτυχίες του συζύγου της. Το έτος 1234 μ.Χ. ενισχύουν την παιδεία του Δεσποτάτου με την ίδρυση ανώτερης σχολής. Το 1259 – 60 μ.Χ., με την ήττα των στρατευμάτων του Μιχαήλ Β” στην μάχη της Πελαγονίας, καταφεύγουν στην Βόνιτσα, Λευκάδα και Κεφαλονιά, διωγμένοι από τα στρατεύματα του αυτοκράτορα της Νίκαιας, Μιχαήλ Η” Παλαιολόγου (1259 – 1282 μ.Χ.).
Πρώτο μέλημα της Αγίας ήταν η διαφύλαξη της εδαφικής, κυρίως όμως της πνευματικής ακεραιότητας και υποστάσεως του κράτους. Έτσι μεγάλη της φροντίδα στάθηκε η διαφύλαξη της Ορθοδόξου πίστεως, που την εποχή αυτή απειλείτο από τον παπισμό και την λατινική προπαγάνδα, η οποία είχε ως στόχο την «ένωση» των Εκκλησιών. Η Αγία αντιτάχθηκε σ” αυτή την προοπτική. Το Δεσποτάτο, που από το 1204 μ.Χ. είχε δεχθεί ως πρόσφυγες σημαντικές προσωπικότητες από την Κωνσταντινούπολη και είχε κρατήσει αυστηρή ορθόδοξη πολιτική επί Θεοδώρου Δούκα και Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Άρτης Ιωάννου Απόκαυκου, έγινε τελικά καταφύγιο όλων των ζηλωτών Ορθοδόξων της πρώην ενιαίας Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Σε αντίθεση με την φιλενωτική πολιτική της αυτοκρατορίας της Νίκαιας – και αργότερα της επανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως – η πολιτική του Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρά και αυστηρά Ορθόδοξη. Όταν δε το έτος 1275 μ.Χ. γίνεται Οικουμενικός Πατριάρχης ο ενωτικός Ιωάννης ΙΑ” Βέκκος (1275 – 1282 μ.Χ.), πολλοί ορθόδοξοι κληρικοί και μοναχοί βρίσκουν προστασία στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Σαν αντιστάθμισμα της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1276 μ.Χ. και της καταδίκης όλων των ανθενωτικών, το έτος 1277 μ.Χ. γίνεται Σύνοδος στις Νέες Πάτρες (σημερινή Υπάτη), όπου καταδικάζονται και αφορίζονται όλοι οι ενωτικοί και ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος.
Για τον ίδιο σκοπό – την διαφύλαξη δηλαδή της Ορθοδοξίας – η Αγία προχωρεί με οξυδέρκεια, πέρα βέβαια και από τις ποικίλες πολιτικές σκοπιμότητες που υπεισέρχονται σε ανάλογες περιπτώσεις, στον γάμο των δύο θυγατέρων της. Έτσι την Άννα την νυμφεύει με τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258 μ.Χ.) και την Ελένη με τον Μεμφρέδο, βασιλέα της Σικελίας και φανατικό εχθρό του Πάπα. Με τον τρόπο αυτό η Θεοδώρα προσπαθεί να θέσει φραγμό στα σχέδια των παπικών για υποταγή των Ορθοδόξων, αλλά και με τους συγγενικούς δεσμούς που έγιναν, να υποχωρήσουν οι κατακτητικές διαθέσεις των Δυτικών εναντίων του κράτους της Ηπείρου.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η Ελένη μετά τον θάνατο του συζύγου της, το έτος 1266 μ.Χ., δέχθηκε όλο το μίσος του Πάπα Κλήμεντος Δ” (1265 – 1268 μ.Χ.). Φυλακίζεται αυτή και τα παιδιά της για αρκετά χρόνια στο υγροσκότεινο και απομονωμένο φρούριο της Βουκερίας. Η Ελένη παραμορφωμένη από τις κακουχίες – διατηρώντας όμως την ευγένεια και την αγιότητα της Βυζαντινής αρχόντισσας, έτσι όπως ακριβώς τα διδάχθηκε και τα παρέλαβε από την Αγία της μητέρα – βγαίνει από την φυλακή και πεθαίνει σε ηλικία περίπου τριάντα ετών.
Οι προσπάθειες που έγιναν για την απελευθέρωσή της από τους γονείς της Μιχαήλ Β” και Θεοδώρα, απέτυχαν. Μια τελευταία προσπάθεια που επιχειρήθηκε, να δοθεί δηλαδή ως σύζυγος στον υιό του Φερδινάνδου Γ” της Ισπανίας, τον Ερρίκο, βρήκε την Ελένη αντίθετη, καθώς δεν επιθυμούσε ούτε να προδώσει την μνήμη του συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον από τους αντιπάλους του, ούτε με την συγκατάθεσή της σε τέτοιον γάμο να ενισχύσει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του ανίερου συνασπισμού Πάπα και Καρόλου του Ανδεγαυού εναντίων των Ελληνικών χωρών και της Ορθοδοξίας.
Δεύτερος σημαντικός στόχος της Αγίας ήταν η ειρήνη μεταξύ των Ελληνικών κρατών της εποχής (Φραγκοκρατία) και η συνεργασία τους – πέρα από τις ατομικές φιλοδοξίες των ηγεμόνων και την κοντόφθαλμη πολιτική τους – για την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Το επιχείρημα αυτό στάθηκε δύσκολο, αν λάβουμε υπ” όψιν, ότι τα δύο σημαντικά κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η αυτοκρατορία της Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σε αντιζηλία, εχθρότητα, προστριβές και πόλεμο μεταξύ τους.
Έτσι, το έτος 1249 μ.Χ., ταξιδεύει στη Νίκαια με τον υιό της Νικηφόρο, τον οποίο μνηστεύει με την Μαρία, εγγονή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννου Γ” Βατάτζη (1222 – 1254 μ.Χ.). Μετά από κάποιες περιπέτειες και υπαναχωρήσεις η Αγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τον Έβρο και τελικά τον Οκτώβριο του 1256 μ.Χ. γίνονται με λαμπρότητα στη Θεσσαλονίκη οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας από τον Πατριάρχη Αρσένιο Αυτωρειανό (1255 – 1260 μ.Χ.). Μια άλλη πληροφορία αναφέρει ότι η Θεοδώρα με τον υιό της Νικηφόρο έρχονται στο Βολερό, «εις την χώραν του Λετζά», (νότια της Αδριανουπόλεως), όπου συναντώνται με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Β” Λάσκαρη (1254 – 1258 μ.Χ.) τον Σεπτέμβριο του 1256-7 μ.Χ. Εκεί έμειναν τρεις μέρες και αφού εόρτασαν την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού – πιθανότατα στον περίλαμπρο ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρών (Έβρου) – ξεκίνησαν για την Θεσσαλονίκη, όπου έγιναν οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας από τον Πατριάρχη Αρσένιο, ο οποίος ήλθε για τον λόγο αυτό από τη Νίκαια. Μέσα όμως σε
σύντομο χρονικό διάστημα και μετά τον ερχομό τους στην Άρτα, η Μαρία πέθανε.
Μια νέα προσπάθεια ειρήνης και συμφιλιώσεως με την ανορθωμένη πλέον Βυζαντινή αυτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, όταν ο Νικηφόρος νυμφεύεται την ανεψιά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η” Παλαιολόγου (1259 – 1282 μ.Χ.), Άννα. Η Άννα Παλαιολογίνα είναι η Τρίτη θυγατέρα του Ιωάννου Καντακουζηνού και της Ειρήνης η Ευλογίας, της αγαπημένης αδελφής του Μιχαήλ Η”. Στις αρχές του έτους 1265 μ.Χ. ο αυτοκράτορας στέλνει την ανεψιά του με λαμπρή συνοδεία στην Άρτα, όπου το ίδιο έτος γίνονται και οι γάμοι.
Πέρα όμως από αυτό, πολλές ήταν οι ενέργειες της Αγίας για την ειρήνη της περιοχής και την ειρηνική συνύπαρξη των Ελληνικών κρατών. Ανάλωσε την ζωή της στην προσπάθεια να ξεπεραστούν τα εμπόδια για την ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Γι” αυτό δίκαια ονομάσθηκε η Θεοδώρα «Ειρηνοποιός Αγία».
Μετά από σαράντα περίπου χρόνια έγγαμου βίου, ο Δεσπότης Μιχαήλ Β”, «καλώς και θεοφιλώς βιώσας», κοιμήθηκε εν Κυρίω.
Η Θεοδώρα αμέσως έτρεξε στο μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζει ως μοναχή στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (σημερινή μονή Αγίας Θεοδώρας). Η ζωή της ασκητική και το πολίτευμά της αγγελικό. Για το διάστημα αυτό του βίου της γράφει ο βιογράφος της, ότι ζούσε σηκώνοντας το βάρος των πόνων και της ασκήσεως, αυξάνοντας τους καρπούς των αρετών της, παραμένοντας νύχτα και ημέρα στην αδιάλειπτη νοερά προσευχή και συνομιλία με τον Θεό με ψαλμούς και ύμνους, εξαγνίζοντας το σώμα της με νηστεία και υπηρετώντας με προθυμία τις αδελφές μοναχές. Ήταν ο προστάτης των αδικουμένων και το στήριγμα των χηρών και ορφανών, βοηθούσε τους πτωχούς, παρηγορούσε τους θλιβομένους. Φροντίζει για την ανέγερση νέων ναών και μοναστηριών και ενδιαφέρεται για την ζωή των μοναχών. Έχει μεγάλη ευλάβεια στους Οσίους ασκητές της περιοχής προς τους οποίους τρέφει ιδιαίτερη τιμή, όπως φανερώνεται στον βίο του Αγίου Ανδρέου του Ερημίτου (τιμάται 15 Μαΐου). Ο Όσιος Ανδρέας ασκήτεψε την εποχή αυτή σε ένα σπήλαιο στην περιοχή των σημερινών
Χαλκιόπουλων. Όταν ο Όσιος κοιμήθηκε με θαυμαστό τρόπο περί τα έτη 1281-2 μ.Χ., η βασίλισσα μοναχή με όλη την Σύγκλητο πήγε στο ασκητήριο του Αγίου, προσκύνησε το αγιασμένο του λείψανο και με εντολή της κτίσθηκε στο σπήλαιο του Αγίου, λαμπρός ναΐσκος και λάρνακα προς τιμήν του. Ο ναός και ο τάφος του Αγίου σώζονται μέχρι σήμερα εντυπωσιάζοντας με τις θαυμασίας τέχνης αγιογραφίες του (τέλη 13ου αιώνος μ.Χ.) και τις λόγιες επιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα από λόγιους ανθρώπους του κύκλου της Αγίας Θεοδώρας και των ανακτόρων.
Έφθασε όμως και για την Αγία Θεοδώρα το τέλος της επίγειας ζωής και η αρχή της απολαύσεως της άνω ζωής. Στην Οσία αποκαλύπτεται η ημέρα του θανάτου της, όπως συμβαίνει σε πολλούς Αγίους. Θερμά παρακαλεί την Κυρία Θεοτόκο και τον μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο να μεσιτεύουν προς τον Κύριο να της δοθεί παράταση ζωής έξι μηνών «προς την του ναού τελείαν απάρτισιν». Έτσι κι έγινε. Και όταν έφθασε πλέον η ώρα να παραδώσει την Αγία της ψυχή στον Κύριο, συγκεντρώνει τις αδελφές μοναχές. Για τελευταία φορά τις συμβουλεύει με αγάπη και τις καθοδηγεί πως να ζουν και να αγωνίζονται εν Αγίω Πνεύματι, αυτή που ήταν το ζωντανό παράδειγμα μιας άλλης βιοτής. Προσεύχεται για την σωτηρία τους και δίνοντας τις τελευταίες εντολές της «χαίρουσα, το πνεύμα εις χείρας Θεού παρέθετο» σε ηλικία περίπου 70 ετών. Δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τον χρόνο του θανάτου της Αγίας, τοποθετείται όμως στο χρονικό διάστημα από το 1281-1285 μ.Χ.
Το άγιο και χαριτόβρυτο σώμα της ενταφιάσθηκε στο νάρθηκα του καθολικού της μονής της, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σε ευλογία όλων των πιστών ο σεπτός της τάφος. Απότμημα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκεται στη Μητρόπολη Άρτης. Είναι πολιούχος της Άρτης.

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

Η Ελένη



site analysis


Τόν περασμένο Ιούλιο μιά μικρή ομάδα μαζί με τον Επίσκοπο, αφού ακούσαμε την διήγηση γιά την Ελένη, ψάλαμε ένα τρισάγιο γιά την ψυχή της,κοντά στην θάλασσα,κάτω από τα πεύκα, μέσα στα χαλάσματα ενός παλαιοχριστιανικού ναού με ωραία ψηφιδωτά πού μόλις τα σκουπίσαμε και τα θαυμάσαμε.

Ολα τα Μικρασιατικά παράλια μαρτυρούν ζωή αιώνων μέ τήν δική μας πίστη και γλώσσα. Εκεί ηφίλη της Αννα μας διηγήθηκε τίς τελευταίες ημέρες της. Αργότερα ο ιερέας πρόσθεσε καί αυτός την μαρτυρία του. Ας αποτελέσει η σύντομη διήγησή τους το Μνημόσυνο πού οφείλουμε αυτές τίς ημέρες στήν Ελένη.

Η Ελένη Μαχάνκοβα γεννήθηκε στην μεγαλούπολη Μπαρναούλ της Σιβηρίας στίς 18 Αυγούστου του 1977. Πήγε στην νότια Τουρκία να εργασθεί, όπως πολλοί συμπατριώτες της, στις τουριστικές εγκατασάσεις πού εκατομύρια ρώσοι επισκέπτονται κάθε χρόνο. Ηταν λογίστρια καί όμορφη. Εκεί γνωρίστηκε με έναν ντόπιο πού την παντρεύτηκε, κατά τα μουσουλμανικά έθιμα, στό τζαμί. Η οικογένειά της, στην Ρωσία, ηταν άθεη. Ο άντρας της κατόπιν την λογάριαζε μουσουλμάνα καί ήταν υπερήφανος γι' αυτήν ενώ εκείνη τον αποστρεφόταν όταν αυτός χαιρόταν ακούγοντας ότι μουσουλμάνοι φονεύουν Χριστιανούς στην Συρία. Πολλές φίλες της ρωσίδες πήγαιναν τακτικά στην μοναδική Εκκλησία που λειτουργεί στην νότια Μικρασία, στην μεγάλη γειτονική τους πόλη. Η Αννα, μάλιστα, διευθύνει εκεί την χορωδία. Αρχισε λοιπόν να εκκλησιάζεται η Ελένη, ζητώντας να μάθει πως να προσεύχεται και τι συμβαίνει κατά την θεία Λειτουργία. Τότε, στις 6 Ιανουαρίου του 2013, ο άνδρας της τήν κτύπησε σοβαρά και εκείνη έφυγε από το σπίτι καί πήγε καί έμεινε στην Αννα. Μαζί πήγαιναν στην Εκκλησία και τότε ένοιωσε μιά αλλαγή μέσα της ενώ στεναχωριόταν που δεν ήταν βαπτισμένη. Θαύμαζε την αγάπη που της έδειχναν ο ιερέας καί οι ενορίτες. Εβλεπε πιά διαφορετικά όσους δεν ηταν χριστιανοί χωρις να τούς μισεί. Η Αννα της πρότεινε να βαπτισθεί καί το δέχθηκε. Ο ιερέας της έδωσε οδηγίες γιά το πως να εκκλησιάζεται, πως να προσεύχεται καί της ώρισε να διαβάζει το Ευαγγέλιο. Μέ τις φιλενάδες της συζητούσαν πολύ γιά την πίστη, τούς άγιους μάρτυρες καί τα άκουγε όλα προσεκτικά. Μετά ταξίδεψε στην Ρωσία όπου έμεινε δύο εβδομάδες στην οικογένειά της. Πήγαινε καί εκεί στήν Εκκλησία από όπου αγόρασε καί έφερε μαζί της μικρές εικόνες. Παραπονέθηκε στούς γονείς της γιατί δεν την βάπτισαν.Η μητέρα της της είπε ότι αυτοί έζησαν ως άθεοι αλλά εκείνη να βαπτισθεί αφού το θέλει. Μάλιστα της έδωσε ένα μενταγιόν με τήν εικόνα τού αγίου Σεραφείμ τού Σαρώφ. Στίς 8 Μαρτίου τού 2013 επέστρεψε καί έμεινε στό σπίτι της Αννας. Την επόμενη ημέρα πηγαίνοντας στήν δουλειά συνάντησε τόν άνδρα της. Είδε το μενταγιόν καί την ρώτησε: "άλλαξες τήν πίστη σου;" Εκείνη τού απάντησε: "ναί". Αυτός άρχισε τότε να την προσβάλει καί να βλασφημεί επειδη πρόδωσε τον Αλλάχ. Το είπε στούς φίλους του και εκείνοι τού απήντησαν:"νομίζεις ότι ένας γάμος στο τζαμί την έκανε μουσουλμάνα;" Ο άντρας της άρχισε να την συναντά κάθε ημέρα μετά την δουλειά,ή να της τηλεφωνεί, καί να απειλέι ότι θα την σκοτώσει. Η Αννα της εξέφρασε τήν χαρά της που ομολογεί τόν Χριστό αλλά της είπε ότι είναι επικίνδυνο. Εκείνες τις ημέρες διάβαζε τον βίο της αγίας Ματρόνας καί μαζί με την Αννα έπιναν κάθε πρωί αγιασμό.Εβλεπε τακτικά τον ιερέα, ήταν η εβδομάδα της Τυρινήςκαί επρόκειτο να βαπτισθεί το Πάσχα. Το πρωί της 15ης Μαρτίου διηγήθηκε στην Αννα το όνειρο πού είδε την νύκτα: Πίσω από ένα μεγάλο ανοικτό παράθυρο στεκόταν ένας άνθρωπος με πολύ αγαθό καί όμορφο βλέμμα. Πλησίασε η Ελένη καί είδε πλάι του πολλά όμορφα ζώα καί πίσω την θάλασσα. Τής είπε ότι όλλα αυτά τού ανήκουν καί αυτός τά δημιούργησε. Στην συνέχεια άνοιξε τα χέρια του λέγοντάς της: "Ελα σε μένα κόρη μου".Την αγκάλιασε καί της έδωσε την ειρήνη του καί εκείνη ησύχασε γιατί ο άνδρας της την είχε απειλήσει το βράδυ στο τηλέφωνο και φοβόταν να πάει στην δουλειά της.

Η Αννα μας διηγήθηκε οτι προσευχήθηκαν, ήπιαν αγιασμό καί η Ελένη έφυγε κάνοντας τόν σταυρό της.Στίς 3,00 τηλεφώνησε στην Αννα ότι ο άνδρας της της έστειλε ένα μύνημα σάν να μην συμβαίνει τίποτε. Αργότερα στην ανηψιά του άνδρα της είπε ότι εκείνος της ζήτησε να συναντηθούν καί πηγαίνει να τον συναντήσει. " Οτι είναι να γίνει ας γίνει",είπε. Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια .Εκείνος την δέχθηκε στο σπίτι καί με ένα μαζαίρι την έσφαξε. Στην αστυνομία δήλωσε: "Αυτό είχα να προσφέρω στον Αλλαχ".
Η Ελένη ετάφη στην γεννέτειρά της ,στην Ρωσία. Ας είναι αιωνία η μνήμη της μαζί με όλους τους Νεομάρτυρες. 


Ιερομόναχος Θεολόγος

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Ευδοκίας της από Σαμαρειτών (1 Μαρτίου)



site analysis





του Αρχιμ. Νικοδήμου Παυλόπουλου

Καθηγουμένου Ι. Μ. Αγίου Ιγνατίου - Λειμώνος Λέσβου
από το βιβλίο του «Εορτοδρόμιον»
Δευτέρα Αιγυπτία
«Η Σαμαρείτις ουχ ύδωρ Ευδοκία, αλλ΄ αίμα, Σώτερ, επί τραχήλου σοι φέρει».
Διπλό θαύμα γιορτάζομε σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί και συναμαρτωλοί, την επιστροφή μιας πόρνης στο Χριστό, της Ευδοκίας της από Σαμαρειτών.
Διπλό γιατί πρώτα - πρώτα ήταν Σαμαρείτις και οι Σαμαρείται πάντοτε στάθηκαν αδιάλλακτοι απέναντι στους Ιουδαίους και στο Χριστό που ήταν Ιουδαίος. Διπλό γιατί υστέρα έγινε η μεταστροφή μιας πόρνης σε νύμφη Χριστού με το θαυμαστό φως του Ευαγγελίου το όποιον σαν «δάδα» εκράτησαν ανέκαθεν ψηλά άγιοι της πίστεως άνδρες και «εφώτισαν τα έθνη τα εσκοτισμένα» και εκάλεσαν στο θαυμαστό φως του Κυρίου μας Τελώνες και Πόρνες.
Πατρίδα της οσιομάρτυρος αγίας Ευδοκίας ήταν η Ηλιούπολις της Λιβανησίας στη Φοινίκη. Έζησε και έδρασε βουτιγμένη μέσα στην αμαρτία και απολαμβάνοντας την υπογάστρια ηδονή με πολλούς εραστές του φθαρτού της και μάταιου κάλλους στα χρόνια του αυτοκράτορα της Ρώμης Τραϊανού.
Πλούτον απόκτησε πολύ με την έκδοσι του σώματος της και την αμαρτία της σάρκας της. Ήταν όμως πλούτος μολυσμένος όχι τίμιος και ευλογημένος. Η ίδια δεν αισθανόταν άνετα. Ένοιωθε τα μάτια όλου του κόσμου περιφρονητικά να την βλέπουν και η αγωνία και η ανησυχία την έτρωγε. Πότε τέλος πάντων και με ποιο τρόπο θα εγλύτωνε; Πότε και με ποια δύναμι θα ξεπέταγε το βάρος πού ένοιωθε στη συνείδηση της;
Ευλογημένος όμως ο Θεός, ο όποιος και απέστειλε τον εκλεκτό του ένα γέροντα και ζηλωτή Μοναχό πού ωναμαζόταν Γερμανός ο όποιος και της ανέπτυξε τα υπέροχα και σωστικά θέματα της μετανοίας και της ευσεβείας και κατάλαβε η Ευδοκία την αξία της εν Χριστώ ζωής και την απαξία του αμαρτωλού της παρελθόντος. Ένοιωθε ήδη τη χάρι του αγίου Πνεύματος να της «θωπεύη» την ψυχή και μια αύρα λεπτή να της δροσίζη το φλογισμένο από την αμαρτία σώμα.
Και τότε ακριβώς στην αρχή της μετάνοιας της και της αποστροφής της αμαρτίας αξιώθηκε θείου οράματος. Άγγελοι την πήραν και την ανέβασαν στον ουρανό και μυριάδες άλλων μαζεύτηκαν και επανηγύρισαν τη μετάνοια της Ευδοκίας και την επιστροφή στο Χριστό. Κάποιος δε δαίμονας μαύρος και άγριος «έβρυχε και κατεβόα» διαμαρτυρόταν και μούγκριζε ότι τάχα τον αδίκησαν οι άγγελοι γιατί πήραν μέσα από τα χέρια του την επί τόσα χρόνια μπλεγμένη στα νύχια του και δοσμένη στην ακολασία Ευδοκία. Την διεκδικούσαν οι δαίμονες όπως άλλοτε το σώμα του Μωσέως κατά την καθολική επιστολή του αδελφοθέου Ιούδα.
Αλλά η μακαρία Ευδοκία είχε ήδη ξεφύγει τα γαμψά και αρπακτικά νύχια των δαιμόνων. Αμετάκλητη ήταν η μετάνοια της και η θέλησί της ολοκληρωτικά δοσμένη στο Χριστό. Δικαίως δε ποθούσε το βάπτισμα, το όποιο και έλαβε από τον Επίσκοπο Θεόδοτο.
Ω! και τι αλλαγή ήταν εκείνη! Εις Χριστόν εβαπτίσθη άλλα και τον Χριστόν ενεδύθη η μακαρία. Εγκολπώθηκεν ήδη ολα του τα θεία λόγια και ήταν έτοιμη ακόμη και για τις μεγαλύτερες θυσίες. Πρώτα - πρώτα επούλησε όλα της τα υπάρχοντα τα όποια με τα άτιμα πάθη της σαρκός είχεν αποκτήσει και τα εμοίρασεν όλα στους πτωχούς για να εξαγιασθούν έτσι και να πιάσουν τόπο πραγματικό.
Ελεύθερη πλέον από την αμαρτία και αδέσμευτη από κάθε τι πού την έδενε με τον κόσμο, από τους ενόχους εραστές και τα αμαρτωλά της χρήματα, έφυγε σε Μοναστήρι όπου έζησε τον πιο αυστηρό Μοναχικό βίο αποδυθείσα στην άσκησι, τη νηστεία την αγρυπνία και τη χαμευνία. Η μετάνοια της ήταν ειλικρινής όπως αργότερα της οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας και έγινε δεκτή από το Θεό σαν την πιο ευάρεστη θυσία.
Η οσία όμως Ευδοκία δεν αρκέστηκε σ' αυτό για να ευχαρίστηση τον ουράνιο Νυμφίο της ψυχής της το Χριστό στον οποίο τόσο αργά είχε γυρίσει χάριν πολλών άλλων αμαρτωλών εραστών και αποφάσισε να θυσιάση και τη ζωή της προς χάρι του αγίου Του ονόματος.
Οι παλαιοί της ερασταί επειδή την είχαν χάσει και είχαν στερηθή τις αμαρτωλές ώρες πού περνούσαν άλλοτε μαζί της την κατήγγειλαν στο βασιλέα Αυρηλιανό τον οποίο η οσία εκάλεσε στο Χριστό με ένα μεγάλο θαύμα πού έκαμε και ανάστησε το παιδί του πού κατά αγαθή συγκυρία τότε μπροστά του βρισκόταν νεκρό.
Έτσι οι άνομοι εραστές «εματαιώθησαν εν τη ματαιότητι αυτών».
Ύστερα από χρόνια εξετάστηκε από τον ηγεμόνα της Ηλιουπόλεως Διογένη και κατά θεία συνεργεία με το ίδιο θαύμα και πάλιν ελεύθερη αφέθηκε. Αλλά από το διάδοχο του Βυκέντιο υστέρα από πολλά και φριχτά βασανιστήρια στον δι΄ αποκεφαλισμού θάνατο καταδικάστηκε, και εκεί, «πρότερον ασκήσασα, και της σαρκός τα σκιρτήματα, εγκράτεια μαράνασα, αθλήσει το δεύτερον, του εχθρού καθείλε τας μηχανουργίας και νίκην ήρε κατ' αυτού η Ευδοκία η παμμακάριστος διό και εστεφάνωται επί διπλοίς αγωνίσμασι και χορεύει συγχαίρουσα μετ' Αγγέλων» ουρανίων.
Άμποτε, αγαπητοί μου αδελφοί, να μισήσωμε κι εμείς το έργο της αμαρτίας και να περιπατήσωμε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας «ας τέκνα φωτός» «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν ότι αι ημέραι πονηραί εισί» «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος ιδού νυν ήμερα σωτηρίας».
πηγή:www.zoiforos.gr

Από το ταξί στη Μοναστική ζωή και τον Παράδεισο.(Αφιέρωμα στην μοναχή Πορφυρία)



site analysis
Εκοιμήθη η μοναχή Πορφυρία,συγγραφέας βιβλίων και πρώην οδηγός ταξί.

Η Μοναχή Πορφυρία γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Άσκησε κατά καιρούς διάφορα επαγγέλματα. Επί δέκα χρόνια εργάστηκε ως οδηγός ταξί στην Αθήνα και στον Πειραιά. Γνώρισε τον σύγχρονο ενάρετο και ένθεο Γέροντα Πορφύριο από βιβλία σχετικά με την ζωή και την διδασκαλία του. Αυτή η γνωριμία την έφερε πιο κοντά στον Χριστό και τη συνειδητή χριστιανική ζωή. Με δυνατή πίστη και βαθιά αγάπη στον Θεό έβαλε στόχο τη δόξα Του και τη σωτηρία των συνανθρώπων της. Έτσι το ταξί της έγινε ένας σύγχρονος άμβωνας, που οδήγησε πολλούς σε αλλαγή ζωής, στην ευλογημένη αλλοίωση. Τα τελευταία χρόνια περιεβλήθη το ταπεινό μοναχικό τριβώνιο, με διπλό σκοπό : να αγωνιστεί απερίσπαστη για τη σωτηρία της και να διακονήσει τον σύγχρονο δοκιμαζόμενο άνθρωπο.
-----------------------------------------------------




ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ ΠΩΣ Σ' ΑΓΑΠΩ!



site analysis


Έχοντας πλέον ο σεισμός σταματήσει, διασώστες φτάνουν στα ερείπια του σπιτιού μιας νεαρής γυναίκας κι αντικρύζουν το πτώμα της μέσα στα χαλάσματα. Η στάση του σώματός της όμως ήταν σχετικά περίεργη, θυμίζοντας κατά πολύ την στάση που παίρνει πιστός έχοντας λυγίσει στα γόνατά του για να λατρέψει και να προσευχηθεί τον Θεό του. Το σώμα της είχε κλίση προς τα εμπρός, με τα δύο χέρια της να έχουν την μορφή υποστήριξης από ένα άγνωστο -ωστόσο στην όψη- αντικείμενο. Τα συντρίμια του σπιτιού, είχαν καταπλακώσει την πλάτη και το κεφάλι της.
Αντιμετωπίζοντας όλες αυτές τις δυσκολίες, ο αρχηγός της ομάδας διάσωσης, αποφασίζει να βάλει
το χέρι του μέσα από ένα στενό άνοιγμα στον τοίχο για να φτάσει το σώμα της άτυχης γυναίκας. Είχε ακόμη μέσα του την ελπίδα ότι αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι ζωντανή. Ωστόσο, τόσο το κρύο δέρμα όσο και η ακαμψία του σώματος, μαρτυρούσαν πως η γυναίκα είχε σίγουρα πεθάνει. Ο ίδιος μαζί με την υπόλοιπη ομάδα άφησαν αυτό το σπίτι και κατευθύνθηκαν στα υπόλοιπα, αναζητώντας τα επόμενα υπό κατάρρευση κτίρια. 
Κάποιοι ανεξήγητοι όμως λόγοι, παρακινούσαν τον αρχηγό της ομάδας να επιστρέψει στο κατεστραμένο σπίτι της νεκρής γυναίκας, καθώς μια εντυπωσιακή δύναμη τον καλούσε πίσω... Έτσι κι έγινε. Πλησίασε, γονάτισε και έβαλε ξανά το χέρι του ανάμεσα στο άνοιγμα που είχε εντοπίσει πριν, αναζητώντας ένα μικρό κενό κάτω από το νεκρό σώμα. 
Ξαφνικά, άρχισε να φωνάζει με ενθουσιασμό! «Είναι ένα παιδί! Υπάρχει ένα παιδί!» Όλη η ομάδα συγκεντρώθηκε γύρω του και προσεκτικά αφαίρεσε τις σωρούς των γκρεμισμένων τμημάτων του σπιτιού, γύρω από την άτυχη γυναίκα. Πράγματι, μπροστά τους πλέον, υπήρχε ένα τριών μηνών αγοράκι, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα με μοτίβα άνθεων, κάτω από το νεκρό σώμα της μητέρας του. Προφανώς, η γυναίκα είχε πραγματοποιήσει μια υπεράνθρωπη θυσία για την διάσωση του γιου της. 
Όταν όμως αντιλήφθηκε πως το σπίτι κατέρρεε, χρησιμοποίησε το σώμα της για να δημιουργήσει ένα αυτοσχέδιο κάλυμμα προστασίας για τον γιό της. Το μικρό αγοράκι, κοιμόταν ακόμα ήρεμο και γαλήνιο, ενώ ο επικεφαλής της ομάδας διάσωσης τον είχε πλέον στα χέρια του και τον απομάκρυνε από τα χαλάσματα. 
Ο γιατρός, κατέφθασε γρήγορα για να εξετάσει το μικρό αγόρι. Αφού άνοιξε την κουβέρτα, εντόπισε ένα κινητό τηλέφωνο. Υπήρχε ένα μήνυμα κειμένου στην οθόνη που έγραφε: «Εάν καταφέρεις να επιζήσεις, να θυμάσαι μόνο ότι σ' αγαπώ.»

ΠΗΓΗ.ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΣ ΑΥΛΟΣ

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Αγίες Φωτεινή, Ανατολή, Φωτώ, Φωτίς, Παρασκευή και Κυριακή.



site analysis





Η Αγία Φωτεινή έζησε στα χρόνια του Χριστού. Ήταν Σαμαρίτισσα στην καταγωγή και διέμενε στην πόλη Συχάρ όπου ζούσε ένα έκλυτο βίο. Ο τρόπος ζωής της ήταν γνωστός στους συμπολίτες της και για αυτόν την είχαν στιγματίσει.

Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς περνούσε από την Συχάρ και στάθηκε στο πηγάδι του Ιακώβ για να πιει νερό. Εκεί συναντήθηκε με την Αγία Φωτεινή από την οποία ζήτησε να του δώσει νερό. Τότε οι Ιουδαίοι και οι Σαμαρείτες δεν είχαν επαφές και γι’ αυτό παραξενεύτηκε η Αγία που ένας Ιουδαίος της απηύθυνε τον λόγο. Το είπε αυτό στον Ιησού και Εκείνος της αποκρίθηκε ότι αν ήξερε ποιος είναι θα του ζητούσε αυτή νερό που δεν τελειώνει ποτέ και όταν το πιει κάποιος δεν ξαναδιψά, εννοώντας φυσικά τον λόγο του Κυρίου και την Χριστιανική πίστη.  

Μετά από την συνομιλία με τον Χριστό, η Αγία Φωτεινή πίστεψε σε Αυτόν και κάλεσε τους συμπολίτες της να τρέξουν να Τον συναντήσουν. Ο Χριστός έμεινε δύο ημέρες στη Συχάρ και τους μετέδωσε τον Λόγο και την ευλογία Του.
 

Η Αγία Φωτεινή βαπτίστηκε από τους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής μετά την Ανάσταση του Κυρίου. Μαζί της βαπτίστηκαν και οι δύο γιοι της καθώς και οι πέντε αδερφές της. Με την συνοδεία των γιων της και των αδερφών της κήρυξε τον λόγο του Χριστού στην Συρία, στην Φοινίκη, στην Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, στην Καρχηδόνα και τελικά στη Ρώμη. Η μεγάλη της αυτή αποστολική δράση είναι ο λόγος για τον οποίο η εκκλησία μας την ονομάζει Ισαπόστολο.

Τα χρόνια περνούσαν και η Αγία κήρυττε τον λόγο του Χριστού με θέρμη σε όσα μέρη την αξίωσε η χάρη Του να ταξιδέψει. Κάποια στιγμή έφτασε και στην Καρθαγένη στην Βόρεια Αφρική. Μαζί της ήταν πάντα οι πέντε αδερφές της (Ανατολή, Φωτώ, Φωτίς, Παρασκευή και Κυριακή) και ο μικρός γιος της ο Ιωσής.
Ο μεγάλος της γιος Βίκτωρ ήταν στρατιώτης στον Ρωμαϊκό στρατό και έφερε το βαθμό του στρατηλάτη. Ρωμαίος αυτοκράτορας τότε ήταν ο Νέρων, ο οποίος μη γνωρίζοντας ότι ο Βίκτωρ ήταν χριστιανός, του ανέθεσε να διώξει τους Χριστιανούς στην Ιταλία. Ο Βίκτωρ πήγε στην Ιταλία αλλά φυσικά αρνήθηκε να φέρει σε πέρας τις εντολές που είχε λάβει. Ο δούκας Σεβαστιανός, φίλος του Βίκτωρα προσπάθησε να τον μεταπείσει αλλά αντί αυτού και με την χάρη του Ιησού Χριστού, μεταπείστηκε ο ίδιος και βαπτίστηκε χριστιανός ["Ν": δεν είναι ο ίδιος με τον άγ. Σεβαστιανό που τοξεύθηκε και γιορτάζει 18 Δεκ.].


Ο Νέρων πληροφορήθηκε τα γεγονότα αυτά και κάλεσε στην Ρώμη τόσο τον Βίκτωρα, που είχε εντωμεταξύ λάβει το χριστιανικό όνομα Φωτεινός, και τον Σεβαστιανό, όσο και την Αγία Φωτεινή με τις αδερφές της και τον μικρό της γιο.
Στην προσπάθειά του να τους κάνει να αλλάξουν πίστη, ο Νέρων χρησιμοποίησε όσα δόλια μέσα και όσα βασανιστήρια του ήταν γνωστά. Η Αγία Φωτεινή και οι υπόλοιποι μάρτυρες δεν λύγισαν ούτε στιγμή και συνεχώς δοξολογούσαν τον Ιησού Χριστό.


Κατά τη διάρκεια των φρικτών μαρτυρίων που υπέστησαν, πολλά θαύματα έλαβαν χώρα. Μετά από κάθε μαρτύριο, τόσο η Αγία όσο και οι υπόλοιποι μάρτυρες ήταν ανέπαφοι ["Ν": εννοεί ότι οι πληγές τους αποκαθίσταντο]. Αυτό ήταν κάτι που πείσμωνε τον Νέρωνα αλλά ταυτόχρονα έκανε πολλούς από αυτούς που έβλεπαν τα θαύματα αυτά να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτιστούν χριστιανοί.
Μετά από ατελείωτα μαρτύρια που υπέστει η Αγία Φωτεινή φυλακίστηκε και μέσα στην φυλακή παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο. [Από εδώ: Η αγία Φωτίς τεντώθηκε σε δύο δέντρα, τα οποία αφέθηκαν και την έσχισαν στα δύο. Οι άλλοι μάρτυρες θανατώθηκαν με ξίφος.]
Την μνήμη της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος την γιορτάζουμε στις 26 Φεβρουαρίου και την Κυριακή της Σαμαρείτιδος (την πρώτη Κυριακή μετά την Μεσοπεντηκοστή).