Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΗΛΙΑΣ TΣΕΤΒΕΡΟΥΧΙΝ (†16 Φεβρ. 1934) ΚΑΙ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΑ



site analysis


Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΗΛΙΑΣ TΣΕΤΒΕΡΟΥΧΙΝ(†16 Φεβρ. 1934)ΚΑΙ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΑ[1]

Η ζωή του π. Ηλία είναι στενά συνδεδεμένη με τη ζωή της εναρέτου συζύ­γου που του έδωσε ο Θεός, η οποία μοιράστηκε μαζί του όλες τις λύπες και τις χαρές. Η Ευγενία ήταν μια πολύ ευσεβής κόρη που σκεπτόταν να γίνη μοναχή, αλλά με τη συμβουλή του Γέροντος Βαρ­νάβα της Σκήτης της Γεθσημανή, άρχισε να αναζητά έναν ευσεβή σύζυγο. Οι γο­νείς του Ηλία είχαν μεγάλα σχέδια για τον γυιό τους επειδή ήταν ένας λα­μπρός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο. Όταν όμως γνώρισε την Ευγενία άρχι­σαν και οι δυο να μελετούν με πόθο πνευματικά βιβλία. Εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο και μια δελεαστική κα­ριέρα και εισήλθε στο ιερατικό Σεμινά­ριο του Αγίου Σεργίου της Λαύρας της Αγίας Τριάδος.
Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση αγίων Γερόντων. Η μη­τέρα της γνώριζε πολλούς Γέροντες και συχνά τους επισκεπτόταν. Βλέποντας αυτό ο Ηλίας Νικολάγιεβιτς θέλησε να έχη και αυτός ένα Γέροντα, ο οποίος θα τον καθοδηγούσε. Η Ευγενία του συνέ­στησε να πάη στη Σκήτη της Γεσθημανή, στον Γέροντα Βαρνάβα. Την άλλη μέρα ο νεαρός ιεροσπουδαστής πήγε στον Γέ­ροντα.

Ο Γέροντας τον δέχθηκε με ευγέ­νεια, τον έβαλε να καθίση, του έφερε σαμοβάρι και του έδωσε να πιη τσάι, ενώ συνεχώς του έλεγε καθώς τον κτυπούσε χαϊδευτικά στο κεφάλι: «Είσαι ο μάρτυράς μου! Είσαι ο ομολογητής μου!». Μετά του έδωσε μερικές συμβουλές και τον άφησε να φύγη
. Ο ιεροσπουδαστής γύρισε χαρούμενος στον ξενώνα. Επιτέλους, είχε βρη έναν πνευματικό οδηγό στον οποίο θα μπορούσε να εμπιστευθή όλη του τη ζωή! Το βράδυ πήγε στον ναό και με κατάπληξη άκουσε να μνημο­νεύουν τον κεκοιμημένο ιερομόναχο Βαρνάβα! Πόσο μεγάλη ήταν πραγμα­τικά η έκπληξής του και η λύπη του όταν έμαθε ότι λίγες ώρες μετά την αναχώρησή του, ο Γέρων Βαρνάβας πέθανε! Τα­ραγμένος επέστρεψε στο σπίτι του.

Αλλά ο Κύριος δεν άφησε ανεκπλή­ρωτη την βαθειά επιθυμία της γεμάτης πίστη ψυχής του. Μετά από λίγο καιρό οι συσπουδασταί του τού πρότειναν να τον πάρουν μαζί τους στο ερημητήριο του Ζωσιμά, που δεν ήταν μακρυά από την Λαύρα της Αγίας Τριάδος, για να δουν τον ερημίτη Γέροντα Αλέξιο (ο οποίος αργότερα ανέσυρε τον κλήρο για την εκλογή του Πατριάρχου Τύχωνος). Ο Ηλίας δέχθηκε ευχαρίστως. Ο Γέρο­ντας τούς υποδέχθηκε εγκάρδια και σύ­ντομα έγινε ο πνευματικός οδηγός του Ηλία και της μνηστής του. Όταν για πρώτη φορά τους είδε μαζί, ανεφώνησε: «Τι ψηλός που είναι αυτός, και τι μι­κρούλα αυτή!». Πραγματικά ο Ηλίας ήταν πολύ ψηλός και δυνατός, πραγμα­τικός ιππότης, ενώ η Ευγενία ήταν ένα μικροκαμωμένο και ευαίσθητο κορίτσι. Με την ευλογία του Γέροντος Αλεξίου συνηντώντο δυο φορές τον μήνα στο σπίτι της Ευγενίας, και δυο φορές το μήνα μπορούσε να της γράφη ένα γράμ­μα, το οποίο όμως έπρεπε να το διαβάζη προηγουμένως η μητέρα της Ευγενίας. Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια... Ο Η­λίας τελείωσε με επιτυχία το Σεμινάριο και άρχισε να σπουδάζη στη Θεολογική Ακαδημία.
Τότε η Ευγενία ήταν 25 ετών, δηλαδή όχι πια νέα, κατά την αντίληψη της επο­χής εκείνης. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένας νόμος, κατά τον οποίο οι φοιτηταί της Ακαδημίας μπορούσαν να ήταν έγγαμοι. Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση ενός Γέρο­ντος στη Μόσχα, ο οποίος συνέστησε επίσπευση του γάμου τους. Ο Ηλίας υπα­κούοντας στον Γέροντα πήγε στους γο­νείς της Ευγενίας. Αλλά τότε παρου­σιάστηκε ένα απροσδόκητο εμπόδιο: ο πατέρας της Ευγενίας αρνήθηκε κατη­γορηματικά να του την δώση για σύ­ζυγο επειδή δεν είχε δυνατότητα να την συντηρήση. Ο Ηλίας θύμωσε και έφυγε βροντώντας πίσω του την πόρτα. Όμως η μητέρα τής Ευγενίας τον έπεισε να την ζητήση πάλι από τον πατέρα της. Και χρειάστηκε να τονίση επανειλημμένα ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μόνο με τα δι­κά τους μέσα, αν και στην πράξη όλα τα χρήματα που είχαν ήταν ένα μικρό ποσό που είχε συγκεντρώσει η Ευγενία παρα­δίδοντας μαθήματα μουσικής, και το οποίο είχε βάλει στην άκρη με την ευλο­γία της μητέρας της, για την προίκα της. Τελικά ο πατέρας της συμφώνησε. Έκα­ναν ήσυχα και ταπεινά την τελετή του γάμου τους και αμέσως μετά έφυγαν για το γαμήλιο ταξείδι. Πήγαν στο ερημητήριο του Ζωσιμά για να ετοιμαστούν για τη μετάληψη της θείας Κοινωνίας, κοντά στον αγαπημένο τους Γέροντα.
Όλα τα μέλη της οικογενείας της Ευγενίας σέβονταν πολύ τον Γέροντα Αλέξιο. Ένας από τους συγγενείς της, ο οποίος αργότερα έγινε μοναχός, πή­γαινε συχνά στο ερημητήριο του Ζω­σιμά και έβλεπε επανειλημμένα το ίδιο όνειρο. Του φαινόταν σαν να ήταν κά­ποια μεγάλη γιορτή. Ο ιδρυτής της Μονής, ο ασκητής Ζωσιμάς, στεκόταν στη μέση της Ωραίας Πύλης και εμύρωνε κάθε έναν που ερχόταν. Μετά το μύρωμα, με τα ολόλαμπρα λευκά τους ενδύματα, περνούσαν κατ’ ευθείαν μέσα από την Ωραία Πύλη! Το όνειρο αυτό, ειδικά επειδή επαναλαμβανόταν τόσο συχνά και επειδή έμπαιναν στο Ιερό ακόμη και γυναίκες, προκάλεσε μεγάλη απορία στον νέο αυτόν. Τελικά, όταν είδε το όνειρο για έκτη φορά, πήγε στον Γέροντα Αλέξιο. Ο Γέροντας δεν απο­κάλυψε την εξήγησι του ονείρου, αλλά μόνο ρώτησε αν ήταν πολλοί άνθρωποι.
—Ήταν πολλοί, πάτερ, ολόκληρο πλήθος!
—Ωραία! Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ! επανέλαβε χαρούμενα ο Γέροντας.

Οι νεαροί νεόνυμφοι έμειναν ένα μήνα στο μοναστήρι. Μετά γύρισαν στη Μόσχα και νοίκιασαν ένα διαμέρισμα στην περιοχή Σέργκιεφ Ποσάντ, κοντά στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου.
Ζούσαν πολύ φτωχικά, αλλά όπως υπο­σχέθηκαν στον πατέρα της Ευγενίας, ζούσαν μόνο με δικά τους χρήματα. Η Ευγενία πάντα τόνιζε ότι σ' όλη τους τη ζωή ποτέ δεν χρωστούσαν σε κανέναν ούτε μια δεκάρα.
Ζούσαν τόσο φτωχικά που η Ευγενία αναγκαζόταν να ρίχνη στη σόμπα μόνο έξι ξύλα την ημέρα για να ζεστάνη το διαμέρισμα, το οποίο έτσι δεν ήταν ποτέ αρκετά ζεστό.
Όταν γεννήθηκε το πρώτο παιδί τους, έστειλαν αμέσως τηλεγράφημα στην αδελφή τής Ευγενίας. Όταν ήρθε κοντά τους, τους εξήγησε ότι έμαθε τη γέννηση του παιδιού πριν πάρη το τηλεγράφημα!
—Μα πώς: τη ρώτησαν.
—Ο άγιος Σεραφείμ εμφανίστηκε στο όνειρό μου και μού είπε: «Πήγαινε να τους συγχαρής! Έχουν γυιό και το όνομα του είναι Σέργιος». Πράγματι ωνόμασαν τον πρώτο τους γυιό Σέργιο και τον δεύτερο Σεραφείμ.
Ο π. Ηλίας τελείωσε την Ακαδημία πριν ξεσπάση η επανάστασις (του 1917). Μετά την χειροτονία του, υπηρέτησε για ένα μικρό διάστημα στην εκκλησία ενός πτωχοκομείου, κατόπιν μετετέθη στην εκκλησία του αγίου Νικολάου στην πε­ριοχή Τολματσέφ της Μόσχας, όπου και υπηρέτησε μέχρι τη σύλληψή του το 1932.

Ο π. Ηλίας ήταν ένας ευλαβής ιε­ρεύς. Ποτέ δεν συντόμευε τις ακολου­θίες. Κανοναρχούσε τα στιχηρά και συ­χνά διάβαζε τους κανόνες (που συνήθως παραλείπονταν στις ρωσικές ενορίες). Η πρεσβυτέρα πήγαινε κάθε μέρα στην εκκλησία και διηύθυνε τη χορωδία. Σ' εκείνη τη θλιβερή εποχή, μετά το ξέσπα­σμα της επαναστάσεως, η εκκλησία του αγίου Νικολάου στην περιοχή Τολματσέφ ήταν φάρος πνευματικού φωτός για πολλούς πιστούς. Μία ενορίτισσα του π. Ηλία αναπολεί: «Ω, η εκκλησία μας στο Τολματσέφ, άστραφτε από κα­θαριότητα! Αλλά ήταν τόσο κρύα, που πάγωναν τα πόδια σου στο πάτωμα!». Όμως η πρεσβυτέρα, σε οποιαδήποτε περίσταση, ποτέ δεν έχανε την ελπίδα της στο Θεό.
Κάποτε, την ημέρα της εορτής του α­γίου Νικολάου, η πρεσβυτέρα γυρνούσε από την εκκλησία και, βάζοντας το χέρι της στην τσέπη, ανακάλυψε ότι ήταν ά­δεια. Τέτοια μέρα κάθε χρόνο, συνήθιζαν να καλούν ενορίτες στο σπίτι τους για ένα λιτό γεύμα. Η πρεσβυτέρα γύρισε γρήγορα στην εκκλησία και ρώτησε τον π. Ηλία αν είχε καθόλου χρήματα. Αυ­τός, με λυπημένο βλέμμα, της έδωσε μόνο μερικά κέρματα. Δεν γινόταν τίποτε. Η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το σπίτι. Στον δρόμο συλλογιζόταν τι ωραία που θα ή­ταν αν είχε μονάχα δύο ρούβλια. Θα αγό­ραζε κάμποσα μπιζέλια, λίγο λάδι, κάτι άλλο ακόμη και αυτά θα τους έφθαναν. Με τέτοιες σκέψεις βάδιζε για το σπίτι.
Ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη ημέρα, και μπροστά από το σπίτι τους είχαν σχηματιστεί λακκούβες με λασπόνερα. Τα πόδια της τα είχε τυλιγμένα με πα­νιά, αφού την εποχή εκείνη ήταν αδύνα­το να βρεθούν παπούτσια, και μ' αυτή την υπόδηση πηδούσε πάνω από τα λα­σπόνερα. Ξαφνικά βλέπει μπροστά της δυό προσεκτικά διπλωμένα χαρτονομί­σματα, που έπλεαν στο νερό σαν δυό μι­κρές βαρκούλες. Τα πήρε, τα ξεδίπλωσε, ήταν δυο ρούβλια! Άρχισε να ρωτά τους διαβάτες αν έχασαν δυο ρούβλια, αλλά όλοι απαντούσαν αρνητικά. Τότε η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε τον Θεό και επανέλαβε για άλλη μια φορά τον λόγο του Κυρίου: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. ς' 33). Κατόπιν άρχισε να ετοιμάζη ένα λιτό γεύμα.

Κάποια άλλη φορά, η πρεσβυτέρα και ο π. Ηλίας απεφάσισαν να πάνε στο ερημητήριο του Ζωσιμά. Εκείνο τον καιρό το Μοναστήρι δεν μπορούσε πια να παραθέτη τράπεζα για τους επισκέπτες, αφού μόλις και μετά βίας επαρ­κούσαν τα τρόφιμα για τους μοναχούς. Αν και δεν είχαν τότε ούτε μια δεκάρα, εντούτοις η πρεσβυτέρα δεν άλλαξε την απόφαση να ξεκινήσουν για το προσκύ­νημα, και πήγε σ' έναν ηλικιωμένο ανα­γνώστη να τον παρακαλέση, αν μπο­ρούσε, να προσέχη τα παιδιά τους όσο θα έλειπαν. Στο δρόμο επανελάμβανε: «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. νδ' 23). Αυτό ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πρεσβυτέρας: τα λόγια της Γραφής, τα οποία για πολλούς ανθρώπους είναι απλές λέξεις που τις αποστηθίζουν από τα βιβλία, γι' αυτήν ήταν λόγοι ολοζώ­ντανοι και αληθινοί.
Γυρνώντας στο σπίτι, είδε ξαφνικά ένα μακρύ αντικείμενο τυλιγμένο σ' ένα λινό σάκκο. Η πρεσβυτέρα φοβήθηκε ότι ήταν ένα πτώμα και άρχισε να τρέχη. Μετά όμως πρόσεξε ότι αυτό το αντικεί­μενο δεν ήταν τόσο μεγάλο και πίεσε τον εαυτό της να υπερνικήση τον φόβο και να επιστρέψη. Με τη σκέψη ότι πιθανόν θα ήταν κάποιο παιδί που το είχαν εγκα­ταλείψει, κύτταξε μέσα στο σάκκο και έμεινε κατάπληκτη από το θέαμα. Ήταν γεμάτος με διάφορα τρόφιμα, κρέας, λά­δι, ψωμί, δηλαδή ό,τι ακριβώς χρειαζό­ταν για το ταξείδι τους! Πιθανόν κάποι­ος χωρικός τα έφερε για να τα πουλήση στην πόλη, αλλά φοβήθηκε την εθνο­φυλακή και έρριξε το σάκκο στην άκρη του δρόμου.
Βέβαια, δεν είχαν όλες οι δυσκολίες τέτοια ευτυχή κατάληξη για την πρε­σβυτέρα, αλλά αυτή ποτέ δεν έχανε την πνευματική της εγρήγορση. Κάποτε ήρθε κάποια άγνωστη και πρότεινε να της πουλήση μια τσάντα γεμάτη με λα­χανικά σε τιμή μάλλον χαμηλή. Με με­γάλη δυσκολία συγκέντρωσε το ποσό και το έδωσε στη γυναίκα, η οποία την έφερε στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου, όπως έλεγε, ήταν τα τρόφιμα. Όταν έφθασαν στο σταθμό η γυναίκα είπε στην πρεσβυτέρα να την περιμένη και αυτή μπήκε στον θάλαμο του σταθμού για να φέρη τα τρόφιμα. Η πρεσβυτέρα περίμενε μερικές ώρες προτού πάη η ίδια στον θάλαμο, μόνο και μόνο για να δη ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν ήταν κανείς εκεί μέσα. Πόσο δύσκολο της ήταν να γυρίση στο σπίτι, όπου την περίμεναν τα πεινασμένα παιδιά και ο παπάς της τόσο ανυπόμονα! Στον δρόμο της επιστροφής η πρεσβυτέρα συλλογι­ζόταν πώς είναι δυνατόν να προσευχηθή κανείς για τέτοιους ανθρώπους. Πάν­τως αυτοί μας βοηθούν στη σωτηρία της ψυχής μας, ενώ συγχρόνως, χάνουν τη σωτηρία της δικής τους ψυχής. Όταν η πρεσβυτέρα μπήκε στο δωμάτιο και είδε όλους να την κοιτάζουν με απορία, είπε:
—Παιδιά, σηκωθήτε! Ας προσευχη­θούμε! "Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν". Μας έκλεψαν!
Αλλά όλες αυτές οι θλίψεις ήταν ασή­μαντες μπροστά στην οδύνη της πρεσβυ­τέρας όταν ο μικρότερος γυιός της, ο Βάνια, πέθανε. Έπαιζε με κάποια μεγαλύ­τερα παιδιά στον δρόμο και άρπαξε ένα κρυολόγημα, και καθώς η πρεσβυτέρα δεν μπορούσε να τον προσέχη συνεχώς (κάθε μέρα συμμετείχε στη χορωδία της εκκλησίας) το κρύωμα γύρισε σε μηνιγ­γίτιδα. Και τότε ακριβώς η πρεσβυτέρα έσπασε το χέρι της... Όλες μαζί οι συμ­φορές έπεσαν επάνω της: η θανατηφό­ρος αρρώστια του γυιού της, το σπασμέ­νο χέρι της, η πείνα... Αλλά αυτή κατά­φερνε να παρίσταται καθημερινά στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, όπως πριν.
Ο Βάνια πονούσε τόσο ανυπόφορα, ώστε ρωτούσε τη μητέρα του: «Είναι αλήθεια, μητέρα, ότι είμαι κι εγώ ένας μάρτυρας;». Πέθανε την ίδια μέρα που πέθανε και ο Γέροντας Αλέξιος. Ο π. Ηλίας στον επικήδειο λόγο του είπε ότι αυτή την ημέρα πέθανε ένα πολύ μικρό παιδί, αφού υπέφερε πολύ περισσότερο από τους μεγάλους, αν και δεν είχε ανά­λογες αμαρτίες. H μοναχή που υπηρε­τούσε στο ιερό ήρθε στην πρεσβυτέρα και της είπε: «Αγαπητή μου πρεσβυτέ­ρα, συγχαρητήρια, έχεις ήδη ένα γυιό στον Παράδεισο!»
Στο τέλος της ζωής της η πρεσβυτέρα δεν θυμόταν τα σχετικά με τον Βάνια. Συνήθιζε να λέη: «Είχα πέντε παιδιά». Και μετά, με λυπημένο χαμόγελο, πρόσ­θετε: «Δεν θυμάμαι όλα όσα πέρασα στη ζωή μου. Ο Κύριος μου πήρε από την μνήμη τα πιο δύσκολα».
Ο π. Ηλίας ζούσε ασκητική ζωή. Μό­νο δυο εβδομάδες τον χρόνο περνούσε με την οικογένειά του στην εξοχή, όπου τα παιδιά μπορούσαν να ξεκουραστούν, κατά την διάρκεια απαραιτήτων επισκευών και καθαριότητος του ναού. Κα­τά κανόνα εκτελούσε κάθε μέρα όλες τις ακολουθίες χωρίς να παραλείπη ή να συντομεύη τίποτα. Το βράδυ μετά τις ιερές ακολουθίες, γίνονταν πνευματικές συζητήσεις.
Η πρεσβυτέρα φρόντιζε καθημερινά να μπορή ο παπάς της να δειπνά πριν από τα μεσάνυχτα. Γυρνούσε στο σπίτι κάθε μέρα μετά τις ένδεκα. Το πρωί ο π. Ηλίας θα κοιμόταν ακόμη, όταν θα παρουσια­ζόταν βιαστικά κάποια πνευματική του κόρη ρωτώντας αν έχη σηκωθή (οι πε­ρισσότεροι ενορίτες ήταν νεαροί). Η πρεσβυτέρα ποτέ δεν γκρίνιαζε γι’ αυτές τις ενοχλήσεις, μόνο έλεγε: «Κάποια δούλη του Θεού ήρθε, δεν φαίνεται τόσο χαρούμενη». Λίγο αργότερα, αυτή η δούλη του Θεού εκαλείτο στον "κλήρο"[2] για συνομιλία.
Αργότερα, ο επίσκοπος Ιωάννης είπε στην πρεσβυτέρα (η οποία πήγαινε στήν εκκλησία του μετά τον θάνατο του π. Ηλία): «Ο παπάς σου ήταν το πρό­τυπό μου, και εσύ ήσουν η πιστή βοηθός του σε όλα».
Σ' εκείνους τους δύσκολους καιρούς της πείνας κατάφεραν να διατηρήσουν την ομορφιά και την λάμψη της εκκλη­σίας και τον πλούτο των αμφίων. Πόσο υπερήφανοι ήταν όταν έβλεπαν τον ιε­ρέα τους να λειτουργή με πλούσια και όμορφα άμφια, ή όταν τους διάβαζε και τους εξηγούσε τα έργα των αγίων Πατέ­ρων! Κάποτε, μετά από μια ιδιαίτερα επιτυχημένη ομιλία για τον άγιο Ιωάν­νη τον Χρυσόστομο, όταν ο π. Ηλίας πέ­ρασε πίσω από τον "κλήρο", η πρεσβυτέ­ρα του ψιθύρισε: «Το ύψος ημίν της τα­πεινοφροσύνης υπέδειξεν» (από το απο­λυτίκιο του αγίου).
Ήταν τότε το έτος 1932. Παντού γί­νονταν έρευνες, συλλήψεις και εξορίες. Μερικοί ενορίτες συνελήφθησαν, μαζί με πολλούς συγγενείς τους. Τον π. Ηλία τον κάλεσαν στη NKVD[3] και του υπεσχέθησαν ότι δεν θα τον πειράξουν καθό­λου, αρκεί μόνο να εγκατέλειπε την ιερωσύνη. Κάποιοι φίλοι του προσπαθού­σαν να τον βάλουν σε μια καλή θέση στην Πινακοθήκη Τρετιακώφ, ως ειδικό της τέχνης. Μη ξέροντας τι να κάνη, ο π. Η­λίας γύρισε στο σπίτι και η πρεσβύτερα, τον ενίσχυσε στον αγώνα της ομολογίας.
Μετά από λίγο ήταν η ονομαστική εορ­τή του π. Ηλία και ήρθαν μερικοί επισκέ­πτες. Ο πατερούλης είχε βρη πάλι το κέφι του και ήταν εύθυμος και χαρούμενος. Οι επισκέπτες έφυγαν αργά το βράδυ. Σε λίγα λεπτά ένα κορίτσι επέστρεψε και ψιθύρισε στην πρεσβυτέρα ότι η αστυ­νομία παρακολουθούσε στενά το σπίτι τους. Η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε το κο­ρίτσι και βγήκε έξω. Μια ομάδα τριών ανδρών την πλησίασε και τη ρώτησε που μένουν οι Τσετβιρούχιν. Η πρεσβυτέρα τους έδειξε το σπίτι, τους είπε τον αριθμό του διαμερίσματος και αμέσως έτρεξε στο σπίτι. «Παπά. ήρθαν για σένα!» είπε μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Ο π. Ηλίας φόρεσε το επιτραχήλιο του Γέροντος Α­λεξίου και διάβασε την "ευχή επί τη ενάρξει παντός αγαθού έργου". Δεν πρόλαβε να πη τις τελευταίες λέξεις και ακούστη­κε ένα τραχύ κτύπημα στην πόρτα. Η πρεσβυτέρα τους υποδέχθηκε με μια ελαφρά υπόκλιση: «Περάστε». Φαίνον­ταν βιαστικοί και ρώτησαν σαστισμένοι:
—Εσύ δεν ήσουν που μας έδειξες το δρόμο:
—Ναι.
—Λοιπόν, ετοίμασε τα πράγματά του.
Καθώς η πρεσβυτέρα ετοίμαζε βια­στικά ό,τι ήταν απαραίτητο, αυτοί έκα­ναν μια επιφανειακή έρευνα. Γενικά ήταν πολύ ευγενικοί και τους επέτρεψαν να αποχαιρετιστούν. Φεύγοντας ένας απ’ αυτούς είπε:
—Λοιπόν, παπαδιά, μπορείς να κοιμηθής ήσυχη. Δεν θα σε ενοχλήσουμε άλλο[4].
—Πώς μπορώ να κοιμηθώ ήσυχη τώ­ρα; απάντησε η πρεσβυτέρα.
Όλη τη νύχτα την πέρασε με προσευ­χή και δάκρυα. Κατά το πρωί όμως απο­κοιμήθηκε και τότε είδε μια ανέκφρα­στα μεγαλόπρεπη Κυρία που της είπε:
—Μη φοβάσαι! Δεν θα πάθη τίποτε ο παπάς σου στη φυλακή. Εγώ θα μεσιτεύω γι' αυτόν.
—Πραγματικά έχεις εσύ εξουσία μέ­σα στη φυλακή; ρώτησε η πρεσβυτέρα με έκπληξη.
—Εγώ έχω παντού εξουσία. Μη φοβάσαι· δεν θα πάθη τίποτε στη φυλα­κή. Εσύ όμως να προσεύχεσαι στον Αδριανό και στη Ναταλία! Και μ’ αυτά τα λόγια η υπέροχη Κυρία εξαφανίστηκε! Η πρεσβυτέρα ξύπνησε με μεγάλη απορία: γιατί η Θεο­τόκος (κατάλαβε ότι αυτή που είχε έρθει ήταν η Πανάμωμος Παρθένος) της έδωσε εντολή να προσεύχεται στους αγίους Αδριανό και Ναταλία; Όταν όμως διά­βασε το συναξάρι τους (26 Αυγούστου) και διεπίστωσε ότι ο Αδριανός ήταν μάρτυς ενώ η Ναταλία υπέφερε μαζί του λόγω της αγάπης της πρός αυτόν και τον ενίσχυε στο μαρτύριο, τότε κατάλα­βε γιατί η Υπεραγία Θεοτόκος της είπε να προσεύχεται σ' αυτούς τους αγίους.
Μετά τη σύλληψη του π. Ηλία και άλλες θλίψεις βρήκαν την πρεσβυτέρα. Τους έδιωξαν από το διαμέρισμα, και για ένα διάστημα ήταν περιπλανώμενοι εδώ κι εκεί, έως ότου κάποια οικογέ­νεια τους πήρε μαζί τους. Έδιωξαν τα παιδιά από το σχολείο, τους έκλεψαν την τεράστια βιβλιοθήκη τους. Όμως η μεγαλύτερη δοκιμασία ήταν ο θάνατος της μοναχοκόρης τους. Η Μάσενκα ή­ταν το μικρότερο παιδί της οικογενείας. Όταν η πρεσβυτέρα περίμενε τη γέννησή της, επισκέφθηκε τον Γέροντα Αλέ­ξιο, ο οποίος τότε ζούσε ακόμη. Την υποδέχθηκε με την ερώτηση:
—Ποιος είναι;
—Η αμαρτωλή Ευγενία.
—Είσαι μόνη σου;
—Όχι, πάτερ, είμαστε δύο!
Πλησιάζοντας για να πάρη την ευχή του, ρώτησε:
—Πάτερ, τι θα κάνω;
—Κόρη, μόνο που θα πρέπη να της ράψης νυφικό.
—Μα φυσικά, αν έχη κανείς κορίτσι θα πρέπη να του ράψη το νυφικό του, είπε έκπληκτη η πρεσβυτέρα. Μόνο μετά τον θάνατο της Μασένκα κατάλαβε τα λόγια του Γέροντα —ότι η θυγατέρα της θα γινόταν νύφη Χριστού.
Η κόρη της πέθανε από μια συνηθι­σμένη παιδική αρρώστια. Ο ασθενικός οργανισμός της (ήταν μόνο πέντε ετών) δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπίση συγ­χρόνως την πείνα, το κρύο και την αρρώστεια. Κάτω από τέτοιες συνθήκες (τότε είχε πεθάνει και η μητέρα της Ευγενίας) την ενδυνάμωνε, όπως έλεγε η ίδια, μό­νο ένα πράγμα: η προσευχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την οποία επανελάμβανε ακατάπαυστα: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Λόγω αυτών των δοκιμασιών, μόνο μετά από δυο χρόνια μπόρεσε η πρε­σβυτέρα να πάη στον σύζυγό της, που ήταν τότε εξόριστος στην περιοχή του ποταμού Κράσναγια Βίσερα. Ήταν πολύ δύσκολο να πάη σ' αυτήν την απομονωμένη βόρεια περιοχή κατά την εποχή της ανοίξεως οπότε είχε πολλές λάσπες, αλλά τελικά έφθασε στον προο­ρισμό της. Έφερε για τον π. Ηλία ένα Ευαγγέλιο και ένα μικρό φιαλίδιο με αγιασμό. Το Ευαγγέλιο το άρπαξαν αμέσως, ενώ για το φιαλίδιο ρώτησαν:
—Τι είναι αυτό;
—Για σας είναι απλό νερό, αλλά για μένα είναι κάτι ιερό. Είναι το φάρμακό μου, απάντησε η πρεσβυτέρα και τελικά της επέτρεψαν να του το δώση.

Με την πρώτη ματιά η Ευγενία κατά­λαβε ότι ο π. Ηλίας ήταν πολύ διαφορε­τικός. Δεν την ευλόγησε, αλλά αντίθετα της είπε: «Τώρα εδώ δεν ασκώ πια την ιερωσύνη». Φαινόταν σαν να τον είχαν βασανίσει, σαν να είχε καταρρεύσει. Η συνάντηση κράτησε πολύ και ο π. Ηλίας μπόρεσε να της πη τα πάντα.
Μετά τη σύλληψή του τον έφεραν στη φυλακή, όπου τον έβαλαν σε ένα "ειδικό κελλί". Ο μικρός θάλαμος ήταν εντελώς γεμάτος και με την πρώτη ματιά φαινό­ταν ότι δεν υπήρχε καθόλου άδειος χώρος. Ο π. Ηλίας δεν ήξερε τι να κά­νη, αλλά κάποιος του φώναξε: «Χώσου κάτω από τα κρεββάτια!». Αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο γι' αυτόν που ήταν τό­σο ψηλός. Τελικά όμως μπόρεσε να χωθή κάτω από τα ξύλινα κρεββάτια και να ξαπλώση στο βρώμικο πάτωμα, που ήταν γεμάτο από φτυσίματα.
Ήταν αδύνατο να κοιμηθή κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν τον άφηναν άλλω­στε οι φωνές και οι βλαστήμιες που ακού­γονταν στον θάλαμο. Θυμήθηκε τα πνευ­ματικά του τέκνα και πόσο τον σέβονταν και ξέσπασε σε δάκρυα. Της είπε ακόμη πώς τους έφεραν στην επαρχία Κράσνα­για Βίσερα. Τους ανάγκασαν να περπα­τούν πάνω στο χιόνι, που είχε παγώσει επιφανειακά. Το λεπτό στρώμα του πά­γου έσπαζε κάτω από τα πόδια τους και οι κατάδικοι σε κάθε βήμα βυθίζονταν μέσα στο χιόνι μέχρι τη μέση. Κάποιος που βάδιζε πίσω από τον π. Ηλία είπε: «Πάντα αγαπούσα το δάσος, τώρα όμως το μισώ» και έκανε μια απειλητική χει­ρονομία με τη γροθιά του προς το δά­σος. Βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, χωρίς να έχουν φάη ή πιη τίποτα όλη την ημέρα, αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα μέσα σε μια καλύβα. Οι εξουθενωμέ­νοι άνδρες αμέσως έπεσαν στο πάτωμα και αποκοιμήθηκαν σαν πεθαμένοι.
Μόνο ο π. Ηλίας έμεινε ξάγρυπνος. Μέσα στα βαθειά μεσάνυχτα ένας ανα­στεναγμός ξέσπασε από τα βάθη της καρδιάς του: «Ω Κύριε, γιατί με εγκα­τέλειψες; Σε υπηρέτησα τόσο πιστά. Ολόκληρη τη ζωή μου την αφιέρωσα σε Σένα. Πόσες φορές διάβασα τον Ακάθι­στο Ύμνο και τους Κανόνες. Μέ πόση ευλάβεια υπηρετούσα στην εκκλησία. Γιατί με εγκατέλειψες και υποφέρω τό­σο πολύ; Ω Υπεραγία Θεοτόκε, ω άγιε ιεράρχα Νικόλαε, ω άγιε πάτερ Σερα­φείμ, πάντες οι Άγιοι του Θεού! Μετά απ’ όλες τις προσευχές μου σε σας γιατί βασανίζομαι τόσο;».
Όλη τη νύκτα έτσι έκραζε ενώπιον του Κυρίου. Ξαφνικά μια θεία επίσκεψη, σαν φλόγα, άγγιξε την πονεμένη ψυχή του και τη γέμισε με μια υπερκόσμια πα­ρηγοριά. Το φως της πίστεως φώτισε μυστικά την καρδιά του και άναψε μέσα του μια ανέκφραστη και ακατανίκητη αγάπη προς τον Χριστό, την οποία όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος «ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β' Κορ. ιβ'4).
Όταν ξημέρωσε, ήταν νέος άνθρω­πος, αναγεννημένος, σαν να είχε βαπτισθή εν πυρί (Ματθ. γ' 11). Μετά από αυτή τη νύκτα δεν μπορούσε πια να ζη μια συνηθισμένη ζωή. Ο ίδιος τόνισε στην πρεσβυτέρα: «Και αν ακόμα μ' αφήσουν ελεύθερο, μη νομίσεις ότι θα λειτουργήσω ποτέ όπως πριν. Ο παλιός κόσμος έφυγε για πάντα, και δεν πρό­κειται να ξαναγυρίση». Ο κόσμος στον οποίο είχε συνηθίσει να ζη είχε εξαφανιστή για πάντα γι' αυτόν, επειδή είχε χα­ριστή σ' αυτόν μια υπερκόσμια εμπει­ρία, με την μεσιτεία της Υπεραγίας Θε­οτόκου, όπως είχε υποσχεθή στην πρε­σβυτέρα Ευγενία, τη σύγχρονη αγία Ναταλία. Συνεπώς είχε να διαλέξη ένα από τα δύο: ή να υποχωρήση και να γίνη ένας κανονικός σοβιετικός σκλάβος-πολίτης, ή να πεθάνη εντελώς ως προς αυτόν τον κόσμο. Η ευθύτης του χαρα­κτήρος του δεν του επέτρεπε, κάτω από συνθήκες αθεϊστικής καταπιέσεως, να "άρη τον ζυγόν" της ιερωσύνης. Το συνειδητοποίησε αυτό και διάλεξε τον θάνατο ως ένωση με τον Ζωοδότη Χρι­στό, τον Κύριο μας!
Καθώς ο π. Ηλίας αποχαιρετούσε την πρεσβυτέρα, της είπε: «Ξέρεις, η καρδιά μου φλέγεται από αγάπη για τον Χριστό. Νομίζω ότι ήλθα εδώ για να κα­ταλάβω ότι δεν υπάρχει απολύτως τίπο­τε καλύτερο, τίποτε πιο θαυμαστό από Αυτόν. Θα ήθελα να πεθάνω γι' Αυ­τόν!». Αφού αποχαιρέτησε ο ένας τον άλλον, η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το μακρύ και δύσκολο ταξείδι της επι­στροφής. Όταν έφθασε στο σπίτι, την περίμενε ένα τηλεγράφημα: στο στρατό­πεδο συγκεντρώσεως άναψε μια πυρκαϊά και ο π. Ηλίας έγινε παρανάλωμα του πυρός μαζί με ένδεκα άλλους! Πόσο ταιριαστό ήταν το όνομά του στη ζωή του και στον θάνατό του —Ηλίας ση­μαίνει ακριβώς "πύρινος"[5]!
Μετά τον τραγικό θάνατο του π. Η­λία η πρεσβυτέρα έπεσε άρρωστη για πολύ καιρό. Όταν έγινε καλά άρχισε να γράφη τα απομνημονεύματά της. Εκεί­νο τον καιρό είδε ένα όνειρο: εμφανί­στηκε σ' αυτήν, όπως όταν ζούσε, ο π. Πέτρος Λαγκώφ, (ένας ιερεύς που είχε τουφεκισθή μερικά χρόνια πριν), και της είπε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, πρέπει να προσεύχεσαι στον άγιο Σέργιο, στον άγιο Σεραφείμ και στον άγιο ιερομάρτυρα Πάμφιλο. Ας προσευχηθούμε μα­ζί: άγιε πάτερ Σέργιε, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε πάτερ Σεραφείμ, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε ιερομάρτυς Πάμφιλε, πρέσβευε υπέρ ημών!». Όταν ξύπνησε η πρεσβυτέρα συλλογίσθηκε ότι η οικο­γένειά της πάντα σεβόταν τον άγιο Σέρ­γιο και τον άγιο Σεραφείμ και έδωσαν τα ονόματα των δύο αυτών αγίων σε δύο αγόρια τους. Αλλά για τον ιερομάρτυρα Πάμφιλο, ούτε καν είχε ακούσει τί­ποτε. Όταν όμως πήγε στην εκκλησία και άνοιξε το Μηναίο, ανακάλυψε ότι εκείνη ακριβώς την ημέρα ήταν η εορτή του ιερομάρτυρος Παμφίλου (16 Φε­βρουαρίου). Μελετώντας το συναξάρι του αγίου, έμαθε ότι ο άγιος Πάμφιλος ήταν ένας πρεσβύτερος πολύ μορφωμέ­νος, που είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη και ο οποίος μαρτύρησε μαζί με άλλους ένδεκα μάρτυρες, μερικοί από τους οποίους "πυρί ετελειώθησαν"!

Η υπόλοιπη ζωή της πρεσβυτέρας δεν ήταν εύκολη. Ήταν μόνη της. χωρίς τον σύντροφο της ζωής της, με ένα παιδί στην αγκαλιά της. Παρ' όλα αυτά εξα­κολουθούσε κάθε μέρα, όπως και πρώτα, να ψάλλη και να διευθύνη τη χορωδία της εκκλησίας. Μετά τον θάνατο του π. Ηλία, η πρεσβυτέρα έψαλλε στην εκκλη­σία του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, όπου λειτουργούσε ένας επίσκοπος που λεγόταν Ιωάννης. Ήταν αρκετά νέος, δεν είχε φθάσει ακόμη τα σαράντα. Αυστηρός ασκητής ο ίδιος, απαιτούσε από τους ψάλτες ακριβή τήρηση του Τυ­πικού. Οι μακρές μοναστηριακές ακο­λουθίες και η έντονη πνευματική ζωή της ενορίας δεν άρεσαν στις αρχές. Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1937 ήρθαν για να συλλάβουν τον Δεσπότη. Κάποιος τον είχε ήδη προειδοποιήσει και ήταν προετοιμασμένος για τη σύλληψή του. Όταν η αστυνομία τον κάλεσε να βγη έξω "για λίγα λεπτά" είπε στην πρεσβυτέρα: «Αν δεν γυρίσω σε δεκα­πέντε λεπτά, αρχίστε το Απόδειπνο χωρίς εμένα». Φυσικά δεν γύρισε ποτέ!
H πρεσβυτέρα θυμόταν με μεγάλο σεβασμό τον επίσκοπο Ιωάννη. Ποτέ δεν άφηνε από τα χέρια της το κομποσχοίνι που της είχε δώσει, το οποίο από τη συνεχή χρήση είχε γίνει γκρι (από άσπρο, όπως συνηθίζουν οι Ρώσοι). Το τοποθέτησαν στον τάφο μαζί της.
Όταν άρχισε ο Β' Παγκόσμιος Πόλε­μος η πρεσβυτέρα αντιμετώπισε πολλές νέες δοκιμασίες. Ο ένας γυιός της συνε­λήφθη, τους άλλους δυο τους έστειλαν στο μέτωπο, απ’ αυτούς ο μεγαλύτερος δεν γύρισε ποτέ! Αυτή η ίδια υπέφερε από την πείνα. Αλλά πάντοτε παρέμενε η ίδια ήρεμη πρεσβυτέρα, που πάντοτε ήλπιζε στον Θεό. Κάποτε όμως άρχισε να έχη αμφιβολίες, βλέποντας τόσες πολλές δυστυχίες να έρχονται στους πι­στούς. Αναρωτιόταν μήπως πραγμα­τικά είχε έλθη το τέλος της χριστιανικής πίστεως για τη Ρωσία. Μ' αυτές τις σκέ­ψεις έπεσε να κοιμηθή και είδε ένα όνει­ρο. Η Θεοτόκος της είπε: «Όσο ανάβει το καντήλι μπροστά στη λειψανοθήκη του αγίου Σεργίου, η Ρωσική Εκκλησία θα αντέχη». Η πρεσβυτέρα εξακολου­θούσε να αμφιβάλλη και γι' αυτό προ­σευχήθηκε: «Ω Υπεραγία Θεοτόκε, αν ήσουν πράγματι Εσύ, κάνε να δω αυτό το όνειρο για δεύτερη φορά». Την επομένη νύχτα πράγματι είδε πάλι το ίδιο όνειρο. Όταν το διηγείτο αυτό η πρε­σβυτέρα, δεν παρέλειπε να προσθέτη: «Και το καντήλι είναι ακόμη αναμμένο!».
Τα χρόνια περνούσαν. Η πρεσβυτέρα ζούσε με τον ίδιο τρόπο ζωής όπως και προηγουμένως. Πάντοτε την περιτριγύ­ριζαν πολλοί άνθρωποι, επειδή μετά τον θάνατο του π. Ηλία ανέλαβε την καθοδήγηση των πνευματικών του τέκνων, όπως της είχε ζητήσει ο ίδιος. Κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, οι οποίες ανάγκαζαν ακόμη και πολλούς κληρικούς να αποστατούν από την πίστη, αυτή κρατούσε κοντά στην Εκκλησία έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου η πρεσβυτέρα πήρε ένα γράμμα από τον μικρότερο γυιό της. Της έγραφε ότι γυρνούσε από το μέτωπο. Όλα τα παράθυρα του σπι­τιού της ήταν σπασμένα και η πρεσβυτέ­ρα ήθελε να τα επισκευάση πριν έρθη ο γυιός της. Γι' αυτή τη δουλειά όμως χρειαζόταν τουλάχιστον εκατό ρούβλια ενώ αυτή δεν είχε ούτε ένα καπίκι. Ως συνήθως, η πρεσβυτέρα έσπευσε στην προσευχή. Και την άλλη μέρα ήρθε μια νεαρή κόρη και της έδωσε εκατό ρού­βλια! Φυσικά η πρεσβυτέρα έμεινε σαν κεραυνόπληκτη από έκπληξη, παίρνο­ντας ένα τέτοιο δώρο από ένα άγνωστο κορίτσι. Αλλά η κόρη της εξήγησε ότι τη νύχτα είδε στο όνειρό της τη μητέρα της, μια ενορίτισσα του π. Ηλία που είχε πεθάνει πριν από αρκετό καιρό, και της είπε: «Θέλεις να δώσης στην πρεσβυτέρα Ευγενία εκατό ρούβλια για μνημόσυνο της ψυχής μου;». Κι έτσι ο Κύριος για άλλη μια φορά βοήθησε θαυματουργικά την πρεσβυτέρα.
Προς το τέλος της ζωής της η πρε­σβυτέρα έλαβε από τον Κύριο ολοφάνε­ρα το διορατικό χάρισμα. Μια φορά πή­γαινε στην εκκλησία με μια πνευματική της κόρη. Με το συνηθισμένο γρήγορο βήμα της προσπέρασε δυο χωριατόπαι­δα, τα οποία έβλεπε για πρώτη φορά. Η πρεσβυτέρα, χωρίς να σταματήση, τα χτύπησε ελαφρά στο κεφάλι και είπε: «Νικόλαος και Σέργιος». Τότε η συνοδός της απεφάσισε να ελέγξη τον λόγο της πρεσβυτέρας. Σταμάτησε και ρώτησε τα αγόρια πώς ονομάζονται. Η απάντησι ήταν: «Νικόλαος και Σέργιος!».
Ήδη η πρεσβυτέρα, κατά θεία παραχώρηση, είχε υποφέρει πάρα πολλούς πειρασμούς και δοκιμασίες, αλλ' όμως ο Κύριος ήθελε να δοκιμάση την πίστη της μέχρι τέλους, και κατά κάποιο τρόπο να διακηρύξη και να δείξη σ' έναν κόσμο που είχε παραφρονήσει, όλες τις αρετές της δούλης Του. Στα ογδόντα της χρό­νια η πρεσβυτέρα έπεσε και έσπασε τα πλευρά της και λόγω εσφαλμένης θεραπείας οι μυς έγιναν ατροφικοί. Έτσι, μέ­χρι τον θάνατό της δεν μπόρεσε πια να σηκωθή από το κρεββάτι της. Για δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν κατάκοιτη και περνούσε τον καιρό της με τη μελέτη, την προσευχή και την πνευματική τροφοδότηση πολλών. Στα ενενήντα της χρόνια, λόγω απρόσεκτης νοσηλείας, έπαθε "κατάκλιση" (πληγές λόγω συνε­χούς κατακλίσεως) και το σώμα της έγι­νε τόσο σαθρό, ώστε αυτοί που φρόντι­ζαν την καθαριότητά της μπορούσαν να δουν τα οστά της σπονδυλικής της στή­λης. Υπέφερε πάρα πολύ. Η νύφη της (ζούσε με τον μικρότερο γυιό της) συχνά την περιγελούσε και κάποτε της είπε:
—Να, εσύ έδωσες τα πάντα στον Θεό σου, και τον άνδρα σου και τα παιδιά σου. Αυτός τώρα πώς σε ξεπληρώνει έτσι;
—«Ον αγαπά Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. γ' 12), απάντησε η πρεσβυτέρα.
—Ε, τότε γιατί παιδεύει και μένα εξ αιτίας σου;
Η πρεσβυτέρα χαμογέλασε και είπε:
—Αυτό σημαίνει ότι αγαπά και σένα!

Στα τελευταία χρόνια της ζωής της η πρεσβυτέρα ασχολήθηκε σοβαρά με την συγγραφή των απομνημονευμάτων της. Προφανώς, είχε αντιληφθή τη μεγάλη σπουδαιότητα που είχαν τα γεγονότα τόσο της δικής της ζωής, όσο και της ζωής των άλλων ανθρώπων που έζησαν κοντά της. Αγαπούσε να θυμίζη ότι ήταν αυτόπτης μάρτυς της αναγνωρίσε­ως πολλών αγίων, και κυρίως του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ και του αγίου Ερμογένους της Μόσχας. Και συχνά πρόσθετε: «Και θα πεθάνω όταν θα γίνη μια αναγνώριση». Δεν διευκρίνιζε ποιος άγιος επρόκειτο να αναγνωρισθή, αλλά προφανώς εννοούσε τους Νεομάρτυρες, αφού ένα μήνα πριν από τον θάνατό της είπε: «Γνωρίζετε καλά τον παπά μου, και τον επίσκοπο Ιωάννη, και τον π. Πέ­τρο Λαγκώφ, και όλους τους άλλους —όλοι τους είναι άγιοι Μάρτυρες». Και με ιδιαίτερη έμφαση επανέλαβε: «Άγιοι Μάρτυρες!».
Λίγες ημέρες πριν από την εκδημία της κάλεσαν έναν ιερέα για να της μεταδώση την θεία Μετάληψη. Μόλις έλαβε τα τίμια Δώρα, αυτή η υπέργηρη γυναίκα, η οποία στην πράξι ήταν ήδη νεκρή, ξαφνικά με καθαρή φωνή είπε: «Αγαπητέ μου πάτερ! Κύριε ελέησον! Τι ευτυχία!».Ο Ιερεύς γονάτισε μπρο­στά στο κρεββάτι της και την παρακάλε­σε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, όταν συνα­ντήσεις τον Κύριο, ενθυμήσου και μένα, τον αμαρτωλό!».
Μετά από λίγες μέρες η πρεσβυτέρα έφυγε από αυτόν τον κόσμο. Τα παιδιά της και όλοι εμείς στεκόμασταν γύρω της. Ξαφνικά είδαμε κάτι που δεν το είχαμε ξαναδή ποτέ άλλοτε, ούτε πρό­κειται να το δούμε άλλη φορά: το πρό­σωπό της άρχισε να μεταβάλλεται και από μια συνηθισμένη απλή ταπεινή γριά, όπως τη βλέπαμε πάντοτε, έγινε μια εντελώς ασυνήθιστα θαυμαστή, ολό­λαμπρη γυναίκα. Ένας γυιός της ψιθύ­ρισε: «Ίσως τώρα μόλις συνάντησε τον παπά της!». Ένα λεπτό αργότερα όλα πέρασαν, η ψυχή της βγήκε από το σώμα και η πρεσβυτέρα φαινόταν σαν ένας συνηθισμένος νεκρός άνθρωπος[6].
Η πρεσβυτέρα Ευγενία έζησε μια μα­κρά και εξαιρετικά δύσκολη ζωή. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της, σε κανένα δεν έκανε τον δάσκαλο, αλλά ακριβώς αυτός ο τρόπος της ήσυχης, ταπεινής ηλικιωμιένης γυναίκας ήταν η καλύτερη διδα­σκαλία της χριστιανικής ευσέβειας, για εκείνους που θέλουν, στην άθεη εποχή μας, να ζουν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Όπως ακριβώς η αγία Νατα­λία, η οποία επέζησε μετά το μαρτύριο του αγίου Αδριανού και "ετελειώθη εν ειρήνη", έτσι και η πρεσβυτέρα Ευγενία ήταν και αυτή μάρτυς μαζί με τον "μαρτυρικώς τελειωθέντα" σύζυγό της πατέ­ρα Ηλία.

Μοναχή Μαρία Γιεράστοβα


[1] .RUSSIA'S CATACOMB SAINTS. Lives of the new Martyrs. Saint Herman of Alaska Press, Platina California 1982. σελ. 404-416.
[2] «Κλήρος» είναι το παραπέτασμα (εικονοστάσι) πίσω από το οποίο ψάλλει η μικτή χορω­δία, χωρίς να είναι ορατή από το εκκλησίασμα.
[3] NKVD: Η Σοβιετική μυστική αστυνομία η οποία κατά περιόδους είχε διαφορετικά ονό­ματα: GPU, NKVD, Chcka, MVD και τελευταία KGB.
[4] Ειρωνικό υπονοούμενο για την προθυμία της.
[5] Κατ' άλλη ετυμολογία Ηλίας σημαίνει: "ο Ιεχωβά είναι Θεός μου".
[6] Παρόμοιο θαυμαστό γεγονός αναγράφεται ατό συναξάρι της αγίας Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη (29 Αυγούστου και 5 Απριλίου) της οποίας ο βίος παρουσιάζει μερικές ομοιό­τητες με την ζωή της πρεσβυτέρας Ευγενίας.

Αγιορείτικη Μαρτυρία
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
Τεύχος: 18
Απρίλιος 1995
www.impantokratoros.gr/
http://hristospanagia3.blogspot.gr/2012/02/blog-post_6996.html
ΠΗΓΗ.proskynitis.blogspot.com

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Το ‘’Ύστατο Χαίρε’’ στην Ηγουμένη Ι.Μ Ζερμπίτσης Παρθενία Μοναχή



site analysis


0parhtenia-10Σε ηλικία 79 ετών, και ύστερα από πολύμηνη μάχη με την επάρατη νόσο, απεβίωσε τη Δευτέρα 6 Οκτωβρίου η Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Ζερμπίτσης Παρθενία Μοναχή. Η Εξόδιος Ακολουθία εψάλει χθες το απόγευμα στην Ιερά Μονή Ζερμπίτσης προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. Ευσταθίου, ο οποίος επέστρεψε εκτάκτως από την Αθήνα που βρισκόταν για τις εργασίες της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο εκπροσώπησε εκφωνώντας επικήδειο λόγο ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης της Ιεράς Μητροπόλεως μας και εφημέριος του Ι.Ν Αγίους Σπυρίδωνος Σπάρτης π. Σεραφείμ Κοσμάς, ο οποίος μετέφερε τις συλλυπητήριες ευχές προς την απορφανισθείσα αδελφότητα της Ιεράς Μονής, ενώ εξήρε το έργο της κοιμηθείσης Γερόντισσας, την οποία ο Παναγιώτατος Πατριάρχης γνώριζε διατηρώντας πνευματικούς δεσμούς. Εκ μέρους του Σεπτού Ποιμενάρχη μας τον επικήδειο λόγο εξεφώνησε ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίων Αναργύρων Πάρνωνα π. Πορφύριος Κονίδης, ο οποίος μίλησε με θερμά λόγια για το ήθος, την προσωπικότητα, την πνευματικότητα και την προσφορά της εκλιπούσης. Από την πλευρά των μοναζουσών της Ιεράς Μονής Ζερμπίτσης μίλησε, σε συγκινησιακό κλίμα, η μοναχή Μυρτιδιώτισσα, η οποία, εκτός των άλλων, ευχαρίστησε τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας για την στήριξη και την συμπαράστασή του στην πολύμηνη ασθένεια της αείμνηστης Ηγουμένης καθώς και τους ιατρούς και νοσηλευτές για την πρόθυμη παροχή των πολύτιμων υπηρεσιών τους. Επίσης ευχαρίστησε τους κληρικούς, τους μοναχούς, τις μοναχές που παραβρέθηκαν από άλλες Ιερές Μονές και τους λαϊκούς για την παρουσία και τη συμμετοχή τους.
Η αείμνηστη Ηγουμένη Παρθενία, κατά κόσμον Αικατερίνη Βασιλάκη, γεννήθηκε στα Χανιά στις 17 Ιουνίου 1935, όπου έλαβε και τα πρώτα εγκύκλια γράμματα. Εκεί συνδέθηκε πνευματικά με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Τιμόθεο Παπουτσάκη, ο οποίος επιτελούσε σπουδαίο πνευματικό έργο στην ευρύτερη περιοχή. Το 1956 μεταβαίνει στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδας Κορωπίου, μαζί με τη Γερόντισσα Ευγενία της Μονής Κορακιών, όπου θα λάβει το μικρό μοναχικό σχήμα και θα μετονομαστεί σε Παρασκευή Μοναχή. Κατά την παραμονή της στην Ι.Μ Αγίας Τριάδας Κορωπίου θα συνδεθεί πνευματικά με τον π. Παύλο Λαυριώτη, ο οποίος πρόσφατα απεβίωσε ζώντας τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Ιερά Μονή Ζερμπίτσης. Το 1959 μεταβαίνει στην ερειπωμένη Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Καρακαλά Ναυπλίου, την οποία ανακαινίζει εκ βάθρων και σχηματίζει την πρώτη μοναχική κοινότητα πέριξ αυτής. Εκεί θα λάβει το μέγα αγγελικό σχήμα και θα μετονομαστεί σε Παρθενία Μοναχή. Το 1965 μεταβαίνει στην Ιερά Μονή Ζερμπίτσης, την οποία θα αναστηλώσει και θα καλλωπίσει. Συμμετέχει στα κατηχητικά σχολεία της ευρύτερης περιοχής Ξηροκαμπίου καθώς και στις κατασκηνώσεις κοριτσιών της Ιεράς Μητρόπολης μας στην Ι.Μ Αγίων Αναργύρων Πάρνωνα. Επί 49 συναπτά έτη προσέφερε με καλοσύνη, αγάπη και κατανόηση τον πνευματικό της καρπό στους προσκυνητές της Ιεράς Μονής Ζερμπίτσης. Ευχόμαστε ο Κύριος μας να την αναπαύσει μετά των εκλεκτών του στην Ουράνια Βασιλεία του.
ΠΡΟΠΕΜΠΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΠΑΡΘΕΝΙΑ 
Καθηγούμενου Ι.Μ Αγίων Αναργύρων Αρχιμανδρίτη π. Πορφύριου Κονίδη
«Ὅ­σο ψη­λά καί ἄν ἀ­νεβεῖς λέ­ξη μήν πεῖς με­γά­λη
“πό χῶ­μα σέ ἔφτι­α­ξε ὁ Θε­ός κι ἐ­κει­ά γυ­ρί­ζεις πά­λι».[1]
Αὐτήν τήν μαντινάδα, καταστάλαγμα καί ἐμπειρία ζωῆς τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας της, συνήθιζε νά ἀναφέρει ἡ Γερόντισσα, ὑπενθυμίζοντας πρός ὅλους μας, μέ τόν δικό της ποιητικό καί χαριτωμένο τρόπο ὅτι: «ἀληθῶς ματαιότης τά σύμπαντα, ὁ δέ βίος σκιά καί ἐνύπνιον[2]…, πάντα τέφρα, πάντα κόνις… πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα, μία ροπή καί ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται…[3]
[1] Κρητική Μαντινάδα.
[2] Ἀπό τήν Ὑμνολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
[3] Ἀπό τήν Νεκρώσιμον Ἀκολουθίαν.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Ποιμενάρχη μας, σε­βα­στοί πα­τέ­ρες, πενθηφόρε τῶν μοναζουσῶν σύλλογε, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί!
Ἡ ἀ­πό­φα­ση τοῦ Θε­οῦ γιά τόν κάθε ἄν­θρω­πο εἶ­ναι τε­λε­σί­δι­κη καί ἀ­με­τά­κλη­τη. «Θα­νά­τω ἀ­πο­θα­νῆ!». Ἐ­ξά­παν­τος ὁ ἄνθρωπος θά πε­θαίνει! Ὅλοι θά περάσουμε ἀπό τήν ἄγνωστη αὐτή πύλη τοῦ θανάτου… Ἀκόμη καί ὁ Ἴδιος ὁ Θε­ός, ὅ­ταν ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καί σή­κω­σε ἐ­πά­νω του τίς ἁ­μαρ­τί­ες ὅλης τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος γεύτηκε τό πικρό ποτήρι τοῦ θανάτου… Ναί..!!! πέ­θα­νε ὁ Θε­ός ὡς ἄν­θρω­πος. Πέθανε γιά νά σκυλεύσει τό κράτος τοῦ θανάτου καί νά χαρίσει ζωή ἀθάνατη στόν ἄνθρωπο. Με­τά τόν θά­να­το τοῦ Χρι­στοῦ ὁ θά­να­τος ἔπαψε νά ἔ­χει καταδυναστευτικό χα­ρα­κτῆ­ρα καί φρικιαστική ἀβεβαιότητα στή ζωή τῶν πιστῶν. Με­τά τό θά­να­το τοῦ Χρι­στοῦ ὁ θά­να­τος ἔγινε γέ­φυ­ρα με­τά­γου­σα ἀ­πό τά κα­τώ­τε­ρα στά ἀ­νώ­τε­ρα…, ἀ­πό τά ἐ­πί­γει­α στά ἐ­που­ρά­νι­α…, ἀ­πό τά ἐγ­κό­σμι­α στά ὑ­περ­κό­σμι­α, ὅπου «ὀ­φθαλ­μός οὐκ οἶ­δε, καί οὖς οὐκ ἤ­κου­σε, καί ἐ­πί καρ­δί­αν ἀν­θρώ­που οὐκ ἀ­νέ­βη, ἅ ὁ Θε­ός ἠ­τοί­μα­σε τοῖς ἀ­γα­πῶ­σιν αὐ­τόν».[4] Ἀ­γα­θά ἀ­φάν­τα­στα, πού ἑ­τοί­μα­σε ὁ Θε­ός γιά ὅ­σους τόν ἀ­γα­ποῦν. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ πί­στη μας! Μι­ά πί­στη βε­βαι­ω­μέ­νη μέ θαύ­μα­τα…, ἀλλά καί μέ ἀ­να­στο­λές… μιά πίστη βεβαιωμένη μέ ὑ­περ­βά­σεις φυ­σι­κῶν νό­μων… ἀλλά καί μέ ἀμφισβητήσεις… μιά ἀναστάσιμη πίστη ἐπιβεβαιωμένη μέ αὐτόν τόν ἴδιο τόν θάνατο…
Ἀδελφοί μου,
ὁ Κυριεύων τῆς ζωῆς καί Δεσπόζων τοῦ θανάτου Κύριός μας, κάλεσε χθές τό ἀπόγευμα κοντά Του – ἡμέρα ὄχι τυχαία, ἀφοῦ ἄρχισαν νά ἑορτάζουν οἱ ἐννενήκοντα ἐννέα μάρτυρες τῆς Κρήτης τούς ὁποίους τιμοῦσε ἰδιαίτερα ἡ μεταστᾶσα – κάλεσε, λοιπόν, στή χώρα τῶν ζώντων, τήν σεβαστή Γερόντισσα Παρθενία, Καθηγουμένη τῆς παλαιφάτου Μονῆς τῆς Παναγίας τῆς ἑπονομαζομένης Ζερμπίτσας. Ζεῖ ἡ Γερόντισσα Παρθενία ἀπό χθές μέσα στό φῶς τοῦ Κυρίου…, στό ἀνέσπερον ἐκεῖνο φῶς πού ἐξακτινώθηκε ἀπό τό ἄδειο μνημεῖο μετά τήν νίκη Του ἐπί τοῦ θανάτου…
IMG_20141007_171757Συνηθίζεται στίς δύσκολες αὐτές στιγμές νά ἔρχονται στή μνήμη καί νά ἀπαριθμοῦνται τά ἐπιτεύγματα τοῦ ἀποθανόντος… Ἡ ζωή ὅμως τῆς κοιμηθείσης εἶχε τέτοια πολυκύμαντη διάρκεια καί οἱ προσπάθειές της ἦταν τόσο πολυάριθμες καί καρποφόρες πού ἐ­πι­λεί­ψει γάρ μέ δι­η­γού­με­νον ὁ χρό­νος[5] πε­ρί αὐτῶν. Γι’ αὐτό καί θά περιοριστῶ νά ἀναφέρω μονάχα τά πιό χαρακτηριστικά σημεῖα τῆς ὑπερδραστήριας καί πολυκύμαντης ζωῆς της.
Ἡ Αἰκατερίνα Βασιλάκη, τό κατά κόσμον ὄνομα τῆς σεβαστῆς Γερόντισσας, γεννήθηκε στά Χανιά τῆς λεβεντογέννας Κρήτης στίς 17 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1935. Στήν ἰδιαίτερη πατρίδα της ἔλαβε τά πρῶτα ἐγκύκλια γράμματα, καί συγχρόνως ἀπό τόσο νεανική ἡλικία ἄρχισε νά μυεῖται στήν ἐσωτερική ὠραιότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Πρῶτος πνευματικός καθοδηγητής καί ἀλύπτης στά ἀσκητικά παλαίσματά της ἦταν ὁ σεβάσμιος Γέροντας καί μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης μακαριστός Τιμόθεος Παπουτσάκης. Ἡ Αἰκατερίνα ἐπειδή φλεγόταν ἀπό τόνπόθον τῆς ἀσκήσεως, ἀπό πολύ νωρίς ἄρχισε νά συναυλίζεται εἰς τά ἱερά σκηνώματα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κορακιῶν. Ἐκεῖ, παρά τούς πόδας τῆς φωτισμένης Γερόντισσας Εὐγενίας μυήθηκε στά παλαίσματα τῆς μοναδικῆς ἀγγελικῆς πολιτείας ἐντρυφώντας ὅλο καί βαθύτερα στά ἐνδότερα τῆς φιλόσοφης καί ἄυλης ζωῆς
Τό 1956 δέχεται τήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ ἀκούγοντας μέσα της τό: «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω».[6] Πράγματι, ἡ νεαρά καί ἀρχοντική Κόρη περιφρονώντας καί διακόπτοντας μελλοντικές σπουδές μέ βέβαιη καρριέρα, καθώς καί ὅλα ὅσα τήν περιστοίχιζαν – τά ὁποῖα δέν ἦταν λίγα καί εὐκαταφρόνητα – κάνει μαζί μέ τήν γερόντισσα Εὐγενία τήν κοσμική ὑπέρβαση…, τό πρῶτο ἀποταγικό φτερούγισμα γιά τήν παρθενική καί χωρίς ἀτομική περιουσία ἀσκητική ζωή. Φεύγοντας ἀπό τήν Κρήτη δέν πῆρε τίποτε μαζί της, παρά μόνον τόν ἑαυτό της.
Οἱ δυό τους φτάνουν στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Τριάδος Κορωπίου ὅπου ἡ Αἰκατερίνα δέχεται τήν ρασοευχή καί ἀργότερα λαμβάνει τό μικρό Μοναχικό Σχῆμα καί μετονομάζεται σέ Παρασκευή μοναχή. Ἀμέσως, λόγῳ τοῦ ἔμφυτου δυναμικοῦ χαρακτῆρος της καί τῶν πλουσίων ἡγετικῶν χαρισμάτων της, ἐνθρονίζεται καθηγουμένη καί ἀναλαμβάνει τό δύσκολο ἔργο τῆς διοίκησης καί εὔρυθμης λειτουργίας τῆς Μονῆς. Εὑρισκόμενη στό μοναστήρι αὐτό, σύμφωνα μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, συναντᾶται μέ τόν μετέπειτα Γέροντα καί πνευματικό της ἀείμνηστο Παῦλο Λαυριώτη. Τό 1959 μέ τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Γέροντος Παύλου καί τήν ἀρχιερατική εὐλογία τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἀργολίδος καί κατόπιν Πειραιῶς Χρυσοστόμου Ταβλαδωράκη ἀναλαμβάνει τήν διοίκηση τῆς σχεδόν ἐρειπωμένης Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Δημητρίου Καρακαλλᾶ Ναυπλίου, τήν ὁποία ἀνακαινίζει ἐκ βάθρων. Παράλληλα μέ τήν φροντίδα τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν νοιάζεται ἰδιαίτερα γιά τήν πνευματική ἀνασύσταση τῆς Μονῆς. Πολύ σύντομα συγκροτεῖται, ὑπό τήν δυναμική καθοδήγησή της, γυναικεῖα ἀδελφότητα ὅπου ἐργάζεται ἐπί τῆς γῆς τά τῆς ζωῆς τῶν ἀγγέλων. Κατά τήν παραμονή της στή Μονή Καρακαλλᾶ λαμβάνει τό μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα ἀπό τόν μακαριστό Χρυσόστομο καί μετονομάζεται σέ Παρθενία Μοναχή.
Ὅμως, τό ἀτίμητο γκεργκέφι, τό σχέδιο δηλαδή πού ἔπλεκε ὁ Θεός γιά τήν Γερόντισσα πλέον Παρθενία δέν ἔχει τελειώσει… Μιά καινούρια ἔξοδο πρός μιά νέα γῆ τῆς ἐπαγγελίας τῆς ἐτοιμάζει… Τό 1965 καταφθάνει στή Λακωνική γῆ καί ἀναλαμβάνει τήν ἱστορική Μονή τῆς Παναγίας τῆς Ζερμπίτσας. Ἐδῶ θά παλαίψει ψυχῆ τε καί σώματι… Στό χῶρο αὐτό θά ἀναδειχθοῦν τά πλούσια ἡγετικά, διδακτικά, κοινωνικά, ἀλλά καί σπάνια πνευματικά της χαρίσματα… Θά ἀναστηλώσει καί θά ἀνακαινίσει τίς πτέρυγες… Γενικά θά καλλωπίσει τήν Μονή… Θά φροντίσει γιά τήν παραμελημένη περιουσία της… Θά ἐνδιαφερθεῖ γιά τή δημιουργία εὔκολης πρόσβασης σέ αὐτή… Θά κατηχήσει, θά διδάξει καί θά καλλιεργήσει κλίσεις πρός κάθε κατεύθυνση… Δέν θά δώσει «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς της καὶ τοῖς βλεφάροις της νυσταγμὸν καὶ ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις της, ἕως οὗ καταστεῖ» τό μοναστήρι σκήνωμα τοῦ Θεοῦ ᾿Ιακώβ,[7] πυλώνας καί σημεῖον πνευματικῆς ἀναφορᾶς…
Ἤξερε πολύ καλά ὅτι ἡ ἐξωτερική τάξη καί ἐπέκταση τοῦ μοναστηριοῦ δέν ἔχει πολύ μεγάλη σημασία μπροστά στό ἐσωτερικό περιεχόμενο, πού πρέπει νά ὑπάρχει στό ἔμψυχο δυναμικό τῆς Μονῆς καί γι’ αὐτό ἀγωνιζόταν παράλληλα νά ἐμπνεύσει καί νά δώσει στό ἔργο της ψυχή…, πνοή πνευματική… φῶς ἐκ τοῦ ἀενάου φωτός… Γιά νά τό πετύχει αὐτό ἀ­γάπησε πολύ τή ζω­ή τῆς φι­λο­πο­νί­ας… συ­νε­χῶς βία­ζε τόν ἑ­αυ­τό της ἀλλά καί τίς ὁλοπρόθυμες πνευματικές θυγατέρες της πρός κάθε πνευματική ἐργασία… πρός τήν τελειότητα… Συνεργάζεται προσευχητικά μέ τήν Μεγάλη Ἔφορο καί Προστάτιδα τῆς Μονῆς, τήν Παναγία καί μέ τήν ὁλόφωτη καθοδήγηση τῆς Παντάνασας Ζερμπίτσας θά ὀργανώσει πνευματικά τήν Μονή καί θά τήν ἀναδείξει σέ φάρο καί «πόλη ὄντως ἐπάνω ὄρους κειμένη» ὅπου θά φωτίζει, θά σκέπει, θά περιφρουρεῖ καί θά παρηγορεῖ κάθε κουρασμένο στρατοκόπο τῆς ζωῆς… Θά ἀγωνιστεῖ μέ δύναμη μητρικῆς ψυχῆς νά καταστήσει τό Μοναστήρι της «ἐργαστῆρι πνευματικῆς ζωῆς καί ἰατρεῖο πνευματικό».
Καί αὐτή ἡ Μονή θά γίνει ἐφαλτήριο ὅπου ἡ Γερόντισσα θά φτάσει νικηφόρα στόν «τόπο τοῦ ἁγιάσματος τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ». Ἀπό τό Θεομητορικό αὐτό τέμενος ἡ Μοναχή καί Καθηγουμένη Παρθενία θά ἀντιμετωπίσει τόν ἔσχατο ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου τόν θάνατο[8] μέ θάρρος, ὅπως ἁρμόζει σέ μιά γνήσια χριστιανική καί ἀγωνιστική ψυχή… Ὅπως ταιριάζει σε μιά ἀληθινή μοναχή πού ἀγωνίστηκε νά καταστεῖ ὄντως «τέκνον φωτός». Αὐ­τόν τόν θά­να­το πού ἐ­μεῖς φο­βό­μαστε ἀκόμη καί νά τόν ἀ­να­λο­γι­στοῦ­με, ἐ­κείνη τόν ἀν­τί­κρυ­σε μέ δύναμη ψυχῆς καί ἀ­πα­ρά­μιλ­λο ψυ­χι­κό σθέ­νος. Θυμᾶμαι σέ μιά ἀπό τίς τελευταῖες ἐπισκέψεις, ὅταν ὁ σκόλωψ τῆς σαρκός τήν εἶχε σαρρακώσει, νά μοῦ λέει χαμογελώντας καί μέ φωτεινό πρόσωπο: «Πεθαίνω…, τό ξέρω… ἀλλά δέν φοβᾶμαι.» Πῶς, ἀλήθεια, νά φοβηθεῖ ἀφοῦ εἶχε πεθάνει πρίν πεθάνει καί ἡ ἀγάπη της γιά τόν Νυμφίο Χριστό ἔξω ἔβαλε τόν φόβο;
Ἀναφέρει ἡ Γραφή: «ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται»...[9] Ἔτσι καί ἡ γνήσια θυγατέρα τοῦ Θεοῦ Γερόντισσα Παρθενία. Παιδεύτηκε… Μαστιγώθηκε ἀπό τό μαστίγιο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ… «Δοκιμάστηκε στό χωνευτήριο τῆς ἀσθένειας καί ἀπό τίς διάφορες προσβολές τῶν λυπηρῶν ὥστε νά ἀποβάλλει κάθε μεταπτωτική ἀκαθαρσία… γιά νά ἀναδειχτεῖ ἡ γνησιότητα καί τό ταπεινό ἀταπείνωτο τῆς ψυχῆς της».[10] Μπροστά σέ ὅλες αὐτές τίς παιδαγωγικές ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ, ἔμεινε ἕνας ἀνίκητος ἀθλητής πού δέν λύγισε ἀπό καμμιά συμφορά. Καί αὐτό διότι ἦταν βαθύ τό μοναχικό φρόνημά της… Ἦταν ἐμπειρικό τό μάθημα τοῦ τρόπου λειτουργίας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ… Γνώριζε ὅτι «γιά τό θερ­μό μοναχό ὅ­λα στή ζω­ή του γί­νον­ται δύ­σκο­λα. Ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά τῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­πέ­ναν­τι του χει­ρο­τε­ρεύ­ει…, παύ­ουν νά τόν ἐ­κτι­μοῦν… αὐ­τό πού ἀ­νέ­χον­ται σ” ἄλ­λους, σ” αὐ­τόν δέν τό συγ­χω­ροῦν…, τό σῶ­μα του εὔ­κο­λα προ­σβάλ­λε­ται ἀ­πό ἀ­σθέ­νει­ες. Ἡ φύ­ση, οἱ ἄν­θρω­ποι, ὅ­λα φαίνονται νά στρέ­φον­ται ἐ­ναν­τί­ον του. Πα­ρό­τι τά φυ­σι­κά του χα­ρί­σμα­τα δέν εἶ­ναι κα­τώ­τε­ρα ἀ­πό τά χα­ρί­σμα­τα τῶν ἄλ­λων, δέν βρί­σκει εὐ­νο­ϊ­κές συν­θῆ­κες νά τά χρη­σι­μο­ποί­η­σει. Ἐ­πί πλέ­ον ὑ­πο­μέ­νει πολ­λές ἐ­πι­θέ­σεις ἀ­πό τίς δαι­μο­νι­κές δυ­νά­μεις καί τό ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα εἶ­ναι ἡ ἀ­νυ­πό­φο­ρη θλί­ψη καί οἱ ἀσθένειεςὍ­ταν ὅ­μως πε­ρά­σουν αὐ­τές οἱ δο­κι­μα­σί­ες, τό­τε θά δεῖ πῶς ἡ θαυ­μα­στή πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ τόν φύ­λα­γε προ­σε­κτι­κά σ” ὅ­λες τίς πτυ­χές τῆς ζω­ῆς του».[11]
Ἀναπολώντας, ἀδελφοί μου, τή βιοτή τῆς κεκοιμημένης διαπιστώνουμε ὅτι βρίσκουν ἀπόλυτη ἐφαρμογή τά τοῦ Ψαλμῳδοῦ: «Κύ­ρι­ος ποι­μαί­νει μέ καί οὐ­δέν με ὑ­στε­ρή­σει. Εἰς τό­πον χλό­ης, ἐ­κεῖ μέ κα­τε­σκή­νω­σεν […] Τήν ψυ­χήν μου ἐ­πέ­στρε­ψεν […] ἐ­πί τρί­βους δι­και­ο­σύ­νης […] ἐ­άν γάρ καί πο­ρευ­θῶ ἐν μέ­σῳ σκι­ᾶς θα­νά­του, οὐ φο­βη­θή­σο­μαι κα­κά, ὅ­τι σύ μέτ΄ ἐ­μοῦ εἰ. […] Ἠ­τοί­μα­σας ἐ­νώ­πι­όν μου τρά­πε­ζαν [...] Ἐ­λί­πα­νας ἐν ἐ­λαί­ῳ τήν κε­φα­λήν μου[…] καί τό ἔ­λε­ός σου κα­τα­δι­ώ­ξει με πά­σας τάς ἡ­μέ­ρας τῆς ζω­ῆς μου».[12]
Ἡ Γερόντισσα Παρθενία δέν εἶχε, ἀλλά ἰδιαιτέρως σήμερα πού βιώνει τήν ἀλήθεια τῶν νοημάτων καί τῶν λόγων, δέν ἔχει ἀνάγκη συνηθισμένων λόγων… λόγων ἐπαινετικῶν… ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἀναξιότητά μου… Ἀπό τή στιγμή τῆς προσωπικῆς της ἀφιέρωσης δέν φρονοῦσε τά πρόσκαιρα διότι ἀσκητικά γνώριζε καί ἐμπειρικά βίωνε ὅτι: «ὅ­λοι ἐ­μεῖς πρέ­πει νά φα­νε­ρω­θοῦ­με μπρο­στά στό βῆ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, γιά νά ἀ­πο­λά­βει ὁ κα­θέ­νας αὐ­τά πού σχε­τί­ζον­ται μέ ὅ­σα ἔ­πρα­ξε μέ τό σῶ­μα του, εἴ­τε ἀ­γα­θό εἴ­τε κα­κό».[13] Αὐτά τά ἔργα τά ἀγαθά τῶν μοναχῶν εἶναι ποτισμένα μέ αἷμα καί δάκρυα… Αὐτά εἶναι καί ἡ προσωπική τους χαρά καί εὐτυχία… Ἡ χα­ρά τῶν μο­να­χῶν δέν ἔχει στοιχεῖα κο­σμι­κῆς φύ­σε­ως… Οἱ μοναχοί γιά ἄλ­λες χα­ρές… ἤ καλύτεραγιά στίγματα, γιά σημάδια μαρτυρίου καί μαρτυρίας ἔχουν νά καυχηθοῦν…
Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής: «Τά τῶν κο­σμι­κῶν κα­τορ­θώ­μα­τα πτώ­μα­τα – δηλαδή ἀνάξια λόγου - εἶναι γιά τούς μο­να­χούς καί τῶν μο­να­χῶν τά κα­τορ­θώ­μα­τα πτώ­μα­τα εἶναι­ γιά τούς κο­σμι­κούς. Τέτοια εἶναι τά τῶν κοσμι­κῶν κα­τορ­θώ­μα­τα, ὁ πλοῦ­τός, ἡ δό­ξα, ἡ μακροημέρευση, ἡ τρυ­φή καί εὐ­σαρ­κί­α ἡ εὐ­τε­κνί­α καί τά τού­των ἀ­κό­λου­θα, μέ τά ὁποῖα ἄν ἀσχοληθεῖ ὁ μο­να­χός θά χαθεῖ ψυχή τε καί σώματι. Τά δέ τοῦ μο­να­χοῦ κα­τορ­θώ­μα­τα εἶναι, ἡ ἀ­κτη­μο­σύ­νη, ἡ ἀ­δο­ξί­α, ἡ ἀ­δυ­να­μί­α, ἡ ἐγ­κρά­τει­α, ἡ κα­κο­πά­θει­α καί τά τού­των ἀ­κό­λου­θα»,[14] τά ὁποῖα τοῦ ἐξασφαλίζουν τή θέα τῶν ἀθεάτων. Καί ἡ πολυδοκιμασμένη ὁσία Καθηγουμένη ἔχει πολλά τέτοια κατορθώματα πού καταμαρτυροῦν τούς ἀγῶνες της καί διεκδικοῦν τώρα ἐπάξια τά ὑπό τοῦ Κυρίου προαναγγελθέντα ἔπαθλα…
«Ἡ με­λέ­τη τοῦ θα­νά­του γιά τούς μοναχούςεἶ­ναι με­λέ­τη ζω­ῆς, ἀναφέρει σύγχρονος γέροντας. Αὐ­τό πού ἀ­να­πό­φευ­κτα βλέ­που­με μπρο­στά μας νά πλη­σι­ά­ζει εἶ­ναι ὁ θά­να­τος. Αὐ­τό πού ὑ­πάρ­χει μέ­σα μας εἶ­ναι ἡ δί­ψα τῆς αἰ­ώ­νι­ας ζω­ῆς. Καί ἐ­πει­δή ἀ­γαπήσαμε τό δρό­μο αὐ­τῆς τῆς ζω­ῆς καί ἀ­σκή­σε­ως, προ­χω­ροῦμε… Ἀρ­χί­ζουμε νά θαβόμαστε…, ζοῦμε τή νέ­κρω­ση καί τρέ­φόμαστε ἀ­πό ζω­ή ἀ­νώ­λε­θρο…, ἀ­πό χα­ρά πού δέν πα­ρέρ­χε­ται. Ὅ­ταν βα­πτιζόμαστε «εἰς τόν θά­να­τον» τοῦ Ἰ­η­σοῦ, ἐν­δυ­όμεθα τόν Χρι­στό καί παίρ­νουμε ὄ­νο­μα. Ὅ­ταν γινόμαστε μο­να­χοί λαμ­βά­νουμε δεύ­τε­ρο βά­πτι­σμα καί παίρ­νουμε νέ­ο ὄ­νο­μα…, στήν οὐσία… νεκρωνόμαστε γιά τόν κόσμο».[15] Δυστυχῶς ὅμως, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι βι­ώ­νου­με τό γε­γο­νός τῆς σω­μα­τι­κῆς μας ἀ­πώ­λει­ας μέ τα­ρα­χή…, μέ ἀνησυχία…, μέ ἄρνηση…, μέ θυμό καί ἕνα σωρό ἄλλα ἀρνητικά συναισθήματα πού κα­τα­κλύ­ζουν τήν ψυχή κα­θώς ἐγ­γί­ζει ἡ ὥ­ρα τῆς ἐ­ξό­δου. Ὅ­μως, ἡ ἀ­εί­μνη­στος, ἔ­χον­τας βα­θι­ά μέ­σα στή καρ­δι­ά τό ὑ­πό­δειγ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, πού μέ τήν Ἀ­νά­στα­ση Του συ­νέ­τρι­ψε τήν πα­γί­δα αὐ­τή, ἔ­κα­με πρά­ξη τό λό­γο τοῦ ψαλ­μω­δοῦ: «ἡ πα­γίς συ­νε­τρί­βη, καί ἐ­γώ ἐρ­ρύ­σθην, δι­ό­τι ἡ βο­ή­θει­ά μου ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου».[16] 
Σεβαστή καί ἀγαπητή μας Γερόντισσα,
«τώρα πού στή χοϊκή σάρκα σου «ἐπεισῆλθε τό ξένον μυστήριον τοῦ θανάτου» καί ἡ πηλίνη σου «γλῶσσα πέπαυται νά λαλεῖ» ρήματα ζωῆς αἰωνίου «καί τά χείλη κεκώλυνται»… λαλώντας τή σιωπή, τή γλώσσα τῆς αἰωνιότητας, «καί αἱ χεῖρες συνδέδενται καί οἱ πόδες συμπλέκονται…», τώρα πού «οἱ ὀφθαλμοί ἐσβέσθησαν καί οὐ κατανοοῦσι τούς θρηνοῦντας…, τώρα πού «ἡ ἀκοή οὐ παραδέχεται τῶν λυπουμένων τόν καρδιακόν ὀλολυγμόν»… τή στιγμή αὐτή πού «ἡ ρίς οὐκ ὀσφραίνεται τοῦ θυμιάματος τήν εὐωδίαν»… τώρα πού ἀναπαύεσαι «ἐν μέσῳ πάντων σιγηρά καί ἄφωνος» καί «τό στόμα ἤργησε»… μένει στά βάθη τῶν καρδιῶν μας, – ἰσχυρό ἐφόδιο καί φυλακτό ἡ σιωπηλή βεβαίωση τῆς συνέχισης τῆς μοναχικῆς παρακαταθήκης σου καί τῆς παρακλητικῆς προσευχῆς σου… Μένει ἡ δι’ ἔργων ἐκφρασθεῖσα ἀληθινή καί ἰδιαίτερη ἀγάπη σου, ἡ ὁποία «ἀληθινή ἀγάπη οὐδέποτε νεκροῦται»[17] ἀλλά μένει εἰς τόν αἰῶνα καί συντροφεύει τήν ἐπίγεια ζωή μας «εἰς τήν ὁδόν τήν ὁποίαν οὐδέποτε διωδεύσαμεν», τότε πού ὁ δερμάτινος χιτώνας ἀλλοιοῦται, φθείρεται, νεκροῦται, γίνεται «γῆ καί σποδός»[18].
Σ’ εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα σεβαστή Γερόντισσα… Σ’ εὐγνωμονοῦμε…. Συγχώρα μας γιά τυχόν λάθη καί ἀστοχίες μας καί λάβε τόν πόνο τῆς ψυχῆς μας καθώς καί τό εὐχαριστήριο δάκρυ μας ὡς λιβανωτό στήν μακαρία ὁδό πού σήμερα πορεύεσαι… Δέξου τή φτωχική διαβεβαίωσή μας ὅτι δέν θά σέ λησμονήσουμε ποτέ: «διότι τό­τε οἱ νε­κροί πε­θαί­νου­νε, ὅ­ταν τούς λη­σμο­νᾶ­νε»…[19] Ἅπλωσε Γερόντισσα τό κουρασμένο χέρι σου καί σταύρωσέ μας νοερά… παραμύθησέ μας, ὅπως τό ἔκανες μέχρι πρίν λίγες ὥρες καί δῶσε μας γιά μιά ἀκόμη φορά ἐφόδιο στόν ἀγῶνα τῆς ζωῆς τήν μητρική καί Γεροντική εὐχή σου. Ἀναπαύου ἐν εἰρήνῃ στίς καρδιές μας… διότι ὁ «ἀ­λη­θι­νός τά­φος τῶν νε­κρῶν εἶ­ναι οἱ καρ­διές τῶν ζων­τα­νῶν».[20] «Παρθενίας τῆς ὁσιοτάτης Καθηγουμένης εἴη αἰωνία ἡ μνήμη»…
[1] Κρητική Μαντινάδα.
[2] Ἀπό τήν Ὑμνολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
[3] Ἀπό τήν Νεκρώσιμον Ἀκολουθίαν.
[4] Βλ. Α΄ Κορ. 2:9.
[5] Βλ. Ἑβρ. 11:32.
[6] Βλ. Ἐξ.12:1.
[7] Βλ. Ψαλμ., 131:4-5.
[8] Πρβλ. Α΄ Κρ., 15:26.
[9] Βλ. Ἑβρ., 12:-7.
[10] Πρβλ. Γρηγορίου Νύσης, εἰς τόν βίον τῆς ἁγίας Μακρίνας.
[11] Ἅγιος Σιλουανός, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΘΕΟΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ.
[12] Πρβλ. Ψαλμ. 22.
[13] Βλ. Β΄ Κρ., 5:1-10.
[14] Μα­ξί­μου Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, Κε­φά­λαι­α πε­ρί ἀ­γά­πης 3,85, PG 90J044A.
[15] π. Βασίλειος Γοντικάκης.
[16] Βλ. Ψαλμ., 123:7.
[17] Βλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ.
[18] ἐρανισμένο προσηρμοσμένο.
[19] Κώ­στας Οὐ­ρά­νης, 1890-1953, Ποι­η­τής
[20] Τά­κι­τος, 55-120 μ.Χ., Ρω­μαῖ­ος ἱ­στο­ρι­κός.


0parhtenia-5
0parhtenia-4
0parhtenia-3
0parhtenia-2
0parhtenia-1
0parhtenia-13
0parhtenia-12
0parhtenia-11
0parhtenia-9
0parhtenia-8
0parhtenia-7
0parhtenia-32
0parhtenia-31
0parhtenia-30
0parhtenia-25
0parhtenia-23
0parhtenia-22
0parhtenia-21
0parhtenia-20
0parhtenia-19
0parhtenia-18
0parhtenia-17
0parhtenia-15
0parhtenia-40
0parhtenia-39
0parhtenia-38
0parhtenia-37
0parhtenia-33
0parhtenia-43
0parhtenia-42
0parhtenia-41
0parhtenia-48
0parhtenia-47
0parhtenia-46
0parhtenia-45
0parhtenia-52
0parhtenia-49
0parhtenia-50
0parhtenia-54
0parhtenia-53
IMG_20141007_1717571
ΗΓΟΥΜΕΝΗ
ηγουμ-4
ηγουμ-1
Πηγέςimmspartis.gr-  romfea.gr