Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

ΑΓΙΑ ΙΟΥΛΙΑΝΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΕΒΟ-Η αγία με τα 13 παιδια και προστάτιδα της οικογένειας στη Ρωσία



site analysis



Στις μέρες του Ιβαν του τρομερου(1553-1584),ζουσε σρην τσαρική αυλή ένας ευλαβης και εύσπλαγχνος άνθρωπος,ο Ιουστίνος Νεντιούρεβ,που είχε παντρευτεί τη Στεφανίδα από την πόλη ΜούρομΑυτοί απέκτησαν πολλά παιδιά,μεταξύ των οποίων και την μακάρια Ιουλιανή.Όταν ήταν έξι χρονών η μητέρα της πέθανε και την μεγάλωσε η γιαγιά της εν νουθεσιά Κυρίου.Όταν η Ιουλιανή ήταν δώδεκα χρονών πέθανε η γιαγιά της και το μεγάλωμά της το ανέλαβε η θεία της Ναταλία Αράποβα η οποία είχε οχτώ θυγατέρες και έναν γιό.Η Ιουλιανή ήταν υπάκουη στους θείους και τα ξαδέλφια της ,ήταν πολύ ταπεινή και αγαπούσε τη σιωπή.Νήστευε και προσευχόνταν και παρότι οι συγγενείς της την πίεζαν κάποιες φορές να φάει εκείνη δεν υποχωρούσε.Στα δεκαέξι της, την πάντρεψαν μ΄έναν ευγενή τον Γκεόρκι Οσόργκιν και μαζί απέκτησαν δεκατρία παιδιά,δέκα αγόρια και τρία κορίτσια.Απ’αυτά επέζησαν έξι αγόρια και ένα κορίτσι,επειδή η Αγία έζησε σε μία έποχη που χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη πείνα.
Μετά το γάμο της σκλύρηνε την άσκήση της και έτρωγε ελάχιστα μόνο το μεσημέρι.Εκανε πολλές ελεημοσύνες και βοηθούσε τους φτωχούς,τους ζητιάνους,τις χήρες και τις οικογένειες που είχαν ανάγκη.Είχε όμως και δοκιμασίες.Έναν γιό της τον σκότωσε ένας από τους υπηρέτες ενώ ένας άλλος σκοτώθηκε σε μια μάχη.Ο άνδρας της ,της έδιωξε κάποιες σκέψεις που είχε για να πάει στο μοναστήρι.Τότε αυτή άρχισε να ασκητεύει με μεγαλύτερη ένταση και ο βίος της ήταν ένα παράδειγμα για το πώς μπορείς να ζείς στην καθημερινή ζωή τον αυθεντικό χριστιανισμό.
Προσευχόνταν πολύ τη νύχτα,την Παρασκευή δεν έτρωγε τίποτα,τη Δευτέρα και την Τετάρτη έτρωγε αλάδωτο και κάθε Σαββατοκύριακο τάιζε τους φτωχούς.Μετά το θάνατο του συζύγου της,άρχισε να κοιμάται πάνω σε μία σόμπα,χωρίς σκεπάσματα, ενώ τοποθετούσε μυτερά ξύλα προς το σώμα της και σιδερένια κλειδιά προς τα πλευρά της,για να σκληραγωγεί το σώμα της.
Συμμετείχε στις ακολουθίες της εκκλησίας και στη Θεία Λειτουργία αλλά πιο πολύ ασκήτευε σπίτι.
Μία επέμβαση της Παναγιας την έκανε να συμμετεχει καθημερινά σ΄’ολες τις ακολουθίες της εκκλησίας: Μία μέρα ο ιερέας που λειτουργούσε στην εκκλησία,άκουσε από την εικόνα της Παναγίας μια φωνή που τον ρωτούσε που είναι η Ιουλιανή.Εκείνος πήγε και τη βρήκε και της το είπε και από τότε συμμετειχε ανελλιπώς στις ακολουθίες..
Υπέμεινε την πείνα δυο χρόνια δοξάζοντας το Θεό.Οι επιδρομές,οι επιδημίες,οι συμμορίτες,δεν την πτόησαν και έμεινε σταθερή στην πίστη της.
Εκοιμήθη στις 2 Ιανουαρίου του 1604.Μετα την κοίμησή της εμφανίστηκε σε μια υπηρέτρια και ζήτησε να τη μετακινήσουν στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου,στο χωριό Λαζάρεβο.
Όταν πέθανε ο γιός της Γεώργιος,και έσκαψαν τον λάκκο,βρέθηκαν τα λείψανα της άφθαρτα να ευωδιάζουν μύρο
Το 2004 καθιερώθηκε στη Ρωσία η 21η Αυγούστου ως ‘’Εθνική Ημέρα ελέους’’και είναι αφιερωμένη στην Αγία Ιουλιανή.

Επίσης θεωρείται στη Ρωσία προστάτιδα της οικογένειας.
Σήμερα τα λείψανα της βρίσκονται στην πόλη Μούρομ.

Πηγη- http://www.stjuliana.com/ η ιστοσελίδα του ναού που βρίσκεται στη Σάντα-Φε του Νέου Μεξικού-Η.Π.Α όπου βρισκεται ένα μικρό μέρος των λειψάνου της αγίας.Εκεί το μετέφερε ένας απογονος της αγίας μετά το 1917.
ΠΗΓΗ.proskynitis.blogspot.com

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΝΥΣΙΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (30 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)



site analysis


«Η αγία έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και οι γονείς της που ήταν ευσεβείς και πιστοί στον Χριστό, είχαν αρκετή περιουσία. Όταν αυτοί έφυγαν από τη ζωή, η αγία ζούσε μόνη της, ευαρεστώντας τον Θεό με τον βίο και τις πράξεις της. Κάποια φορά που πήγαινε στην Εκκλησία κατά τη συνήθειά της, την σταμάτησε ένας ειδωλολάτρης στρατιώτης, ο οποίος την τραβούσε με τη βία στους βωμούς των ειδώλων  και την προέτρεπε να προσφέρει θυσίες στους δαίμονες. Επειδή όμως η Ανυσία ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, τότε ο στρατιώτης εξοργίστηκε (διότι η αγία μάρτυς φύσηξε και έφτυσε στο πρόσωπό του) και με το ξίφος του διεπέρασε την πλευρά της. Έτσι η αξιοσέβαστη μάρτυς δέχτηκε το μακάριο τέλος».
Η πόλη  της Θεσσαλονίκης καυχάται όχι μόνον για τον πολιούχο της, μεγαλομάρτυρα και μυροβλήτη άγιο Δημήτριο, όχι μόνον για τον δεύτερο πολιούχο της μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό Διδάσκαλο άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά και για την αγία μάρτυρα Ανυσία, της οποίας το σεπτό λείψανο αναπαύεται στον ναό του αγίου Δημητρίου. Κατά τον άγιο Θεοφάνη μάλιστα τον υμνογράφο, η μεν Θεσσαλονίκη καυχάται για τα σπάργανα και τους άθλους της αγίας, η δε θριαμβεύουσα Εκκλησία έχει το πνεύμα της και χαίρεται γι’ αυτό, που σημαίνει ότι η αγία Ανυσία αποτελεί πηγή χαράς για ολόκληρη την Εκκλησία, και την επί γης και την εν ουρανοίς. «Θεσσαλονικέων η πόλις, σου τοις σπαργάνοις και τοις άθλοις, μάρτυς, εγκαυχάται Παρθένε η Εκκλησία των πρωτοτόκων δε, μετά δικαίων έχει σου πνεύμα το θείον ευφραινόμενον» (Η πόλη των Θεσσαλονικέων, μάρτυς παρθένε, καυχιέται για τα σπάργανά σου και τους άθλους σου. Η Εκκλησία δε των πρωτοτόκων κατέχει με χαρά το θεϊκό πνεύμα σου).
Αιτία βεβαίως για την καθολική αυτή χαρά της Εκκλησίας είναι το γεγονός ότι η αγία με το μαρτύριό της φανέρωσε «τον εγκάρδιον έρωτά» της προς τον Χριστό, τόσο που η έμπνευση του αγίου υμνογράφου την βάζει στη θέση της γυναίκας που προσήγγισε τον Χριστό λίγο πριν από το πάθος Του και εξέφρασε την αγάπη της προς Εκείνον  με το μύρο που έχυσε στα πόδια Του, σπογγίζοντάς Τα με τους πλοκάμους της κεφαλής της. Κι ενώ το γεγονός της Καινής Διαθήκης ενέπνευσε την αγία υμνογράφο Κασσιανή (με το γνωστό μεγαλοφυές άσμα της του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης, ψαλλόμενο το εσπέρας της Μεγάλης Τρίτης), το ίδιο γίνεται πρότυπο για ανάλογη έμπνευση του αγίου Θεοφάνη, αλλά σε σχέση με την αγία Ανυσία. «Τον εγκάρδιον έρωτα, υποφαίνουσα δάκρυσι, κατανύξει Ένδοξε, γην κατέβρεχες, και ταις θριξίν εναπέσμηχες, Χριστού υποπόδιον» (Φανερώνοντας τον έρωτα που είχες μέσα στην καρδιά σου, ένδοξε μάρτυς, κατάβρεχες από την κατάνυξή σου με δάκρυα τη γη και σκούπιζες με τις τρίχες της κεφαλής σου τα πόδια του Χριστού).
Η ένσταση βεβαίως εν προκειμένω είναι προφανής. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα ιστορικό γεγονός: είναι η γυναίκα που προσήλθε στον Χριστό και προέβη στο ξέσπασμα της καρδιάς της. Στην περίπτωση όμως της αγίας Ανυσίας; Πώς αγκάλιαζε και σκούπιζε τα πόδια του Χριστού; Ο υμνογράφος μας δεν μας αφήνει μετέωρους. Η αγία Ανυσία μπόρεσε και άντεξε τα μαρτύριά της, βρήκε το κουράγιο να ομολογήσει την πίστη της, έστω και με απώλεια της ζωής της, γιατί η αγάπη της προς τον Χριστό την έκανε με νοερό τρόπο να Τον έχει παρόντα μπροστά της και με τη διάνοιά της να αγγίζει τα ίχνη των ποδών Του. «Εννοούσα – λέει - και Αυτόν ως παρόντα προβλέπουσα, ον εποθησας και ιχνών απτομένη διανοία, θεωρίαις θειοτάταις την σην ψυχήν κατελάμπρυνας» (Σπόγγιζες τα πόδια του Χριστού, εννοώντας Τον και βλέποντάς Τον σαν να ήταν παρών, Αυτός τον Οποίο πόθησες. Και αγγίζοντας τα ίχνη των ποδών Του με τη διάνοιά σου, λάμπρυνες την ψυχή σου με θειότατες θεωρίες). Με άλλα λόγια, η αγία την ώρα του μαρτυρίου της, με τη χάρη του Χριστού, βρισκόταν σε κατάσταση θεοπτίας. Ο Χριστός της έδινε τη δύναμη να Τον βλέπει και να Τον εναγκαλίζεται, όπως παρομοίως είχε δώσει τη χάρη και σε άλλους μάρτυρες, όπως μεταξύ άλλων και στην αγία Ερμιόνη. Η θεωρία του Χριστού την ώρα του μαρτυρίου ή της ετοιμασίας προς αυτό είναι κάτι που το διαπιστώνουμε συχνά στα συναξάρια των μαρτύρων της πίστεώς μας.
Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος «εκμεταλλεύεται», όπως όλοι οι υμνογράφοι, τον τρόπο που άφησε την τελευταία της πνοή: την διά ξίφους διαπέραση της πλευράς της. Αμέσως ο νους του αγίου Θεοφάνη πηγαίνει στη λογχευμένη πλευρά του Κυρίου, συνεπώς συσχετίζει το μαρτύριο της αγίας με το πάθος Του: «Ζωηφόροις σου τοις ίχνεσιν επομένη, λόγχη πλευράν τιτρώσκεται» (Ακολουθώντας τα ίχνη Σου που φέρουν τη ζωή, πληγώνεται με λόγχη την πλευρά της η αγία). Ο υμνογράφος δηλαδή σαν να μας λέει, ότι όποιος αγαπά τον Χριστό και θέλει να Τον ακολουθεί κατά πόδας – «επακολουθών τοις ίχνεσιν Αυτού» κατά τον απόστολο Πέτρο – δέχεται τη χάρη και να πάθει υπέρ Χριστού με τον ίδιο τρόπο που έπαθε Εκείνος. Τα πάθη του Χριστού γίνονται πάθη και του πιστού, δείγμα της πλημμύρας της χάρης του Χριστού στον πιστό. Ακολουθία του Χριστού και μαρτύριο υπέρ Αυτού τελικώς είναι έννοιες ταυτόσημες.
ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ-ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Αγ. Αναστασία η Φαρμακολύτρια, μια δραστήρια και γενναία γυναίκα



site analysis


Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια (†22 Δεκεμβρίου)
Η αγία και γενναιότατη μάρτυς Αναστασία ζούσε στη Ρώμη κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Ήταν θυγατέρα ενός ειδωλολάτρη, ονόματι Πραιτεξτάτου. Η μητέρα της όμως, ονόματι Φαύστα, ήταν χριστιανή, και, έτσι, η Αγία διδάχτηκε από αυτήν την πίστη στο Χριστό. Και όχι μόνο αυτό· η μητέρα της, επιπλέον, την παρέδωσε στο Χρυσόγονο, άνδρα θεόπνευστο και ευσεβή, και εκπαιδεύτηκε από αυτόν στα ιερά γράμματα.
ag. anastasia
Η Αναστασία παντρεύτηκε έναν ειδωλολάτρη, ονόματι Πούπλιο. Όμως η Αγία δεν ένιωθε αγάπη συζυγική προς αυτόν, για το λόγο ότι αυτός δεν πίστευε στο Χριστό. Έτσι λοιπόν δεν καταδεχόταν να έχει σαρκική συνάφεια μαζί του προφασιζόμενη συνεχώς ότι ήταν άρρωστη. Χωρίς δε να την παίρνει εκείνος είδηση, η Αγία επιτελούσε έργα κατ’ εξοχήν θεάρεστα: Φορώντας μια στολή απλή και φτη­νή, συναστρεφόταν με γυναίκες που είχαν διάφορες ανάγκες και παρείχε σ’ αυτές κάθε δυνατή βοήθεια. Επίσης, ακολουθούμενη από μια και μόνο θεραπαινίδα, έμπαινε κρυφά στις φυλακές, στις οποίες ήταν κλεισμένοι χριστιανοί αθλούντες για το Χριστό, και πρόσφερε σ’ αυτούς μεγάλη ανακού­φιση. Δηλαδή τους έλυνε από τα δεσμά, με τα οποία αυτοί ήταν δεμένοι· άλειφε με λάδι τις πληγές τους και σπόγγιζε απαλά τα αίματα· παρείχε σ’ αυ­τούς τις κατάλληλες και αναγκαίες τροφές.
Αλλά μια ημέρα όλα αυτά τα πληροφορήθηκε ο Πούπλιος, ο άνδρας της, και την έκλεισε στη φυλακή. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη θλίψη στην Αγία, διότι της ανέκοψε το θεάρεστο έργο. Τελικά όμως ο Πούπλιος, ταξιδεύοντας κάποτε με πλοίο, καταποντίστηκε και πνίγηκε, επειδή το πλοίο ναυά­γησε εξαιτίας μεγάλης θαλασσοταραχής. Έτσι λοιπόν η αγία Αναστασία, όντας πλέον ελεύθερη από κάθε εμπόδιο, διένειμε πρώτα-πρώτα όλα τα υπάρχοντά της στους φτω­χούς. Έπειτα, περισσότερο αφόβως, υπηρετούσε και πρόσ­φερε τις υπηρεσίες στους αθλούντες για το Χριστό· περι­συνέλεγε τα ιερά λείψανα των τελειωθέντων και τα εντα­φίαζε σεμνοπρεπώς· στήριζε στην πίστη πολλούς και τους προετοίμαζε για το μαρτύριο υπέρ του Χριστού.
Η αγία Αναστασία, για τη δραστηριότητά της αυτή και την πίστη της στο Χριστό, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και, αφού ανακρίθηκε και βασανίστηκε από διάφορους ηγεμόνες, ρίχτηκε μαζί με άλλες γυναίκες στη θάλασσα. Όμως, με τη θαυματουργική επέμβαση του Θεού, διασώ­θηκε και βγήκε στην παραλία. Ο ηγεμόνας που έδωσε την προσταγή για τον καταποντισμό της εξαγριώθηκε, όταν πληροφορήθηκε ότι η Αγία δεν έπαθε τίποτε. Για το λόγο αυτό πρόσταξε τους δημίους να τη δέσουν σε πασσάλους και να ανάψουν ολόγυρά της φωτιά να την κάψουν. Οι δήμιοι εκτέλεσαν κατά γράμμα την προσταγή του τυράν­νου. Έτσι λοιπόν, η αγία μάρτυς Αναστασία ετελειώθη και στεφανώθηκε από τον Κύριο με τον αμάραντο στέφα­νο του μαρτυρίου. Η Σύναξη δε αυτής τελείται στο Μαρτύρειό της, που βρίσκεται πλησίον των κιονοστοιχιών του Δομνίνου.
(Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου-Φιλολόγου-Λυκειάρχου, Με τους Αγίους μας, Δεκέμβριος, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 211-213).

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Αγία Θεοφανώ η Θαυματουργή σύζυγος του βασιλιά Λέοντα του σοφού



site analysis



4971Εορτάζει στις 16 Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

Εγγύς Βασιλίς Θεοφανὼ Κυρίου,
ταις αρεταίς έστηκεν εστιλβωμένη.
Βιογραφία
Η Αγία Θεοφανώ ήταν μια ευσεβέστατη και ενάρετη βασίλισσα, που εξυμνήθηκε πολύ από τους χρονογράφους της εποχής εκείνης, για την ευαγγελική της ζωή, τις ελεημοσύνες της και την άκρα ευσέβειά της.
Ήταν κόρη του Κωνσταντίνου του Μαρτινακίου, του Ιλλουστρίου και της Άννας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ανατράφηκε με επιμέλεια.
Σε κατάλληλη ηλικία, ο βασιλιάς Βασίλειος ο Μακεδόνας την έδωσε για σύζυγο στον γιό του Λέοντα τον Σοφό (886 – 912 μ.Χ.), με τον οποίο για 12 χρόνια ζούσε με αφοσίωση συζυγική και αναγνωρίστηκε αμέσως από τους συγχρόνους της σαν αγία και θαυματουργή για τα πολλά έργα αγάπης που έκανε.
Παρ’ όλο τα μεγαλεία και τον πλούτο που την πλαισίωνε, διατήρησε τη ταπεινοφροσύνη και την μετριοφροσύνη που την χαρακτήριζε πριν. Προτιμούσε να είναι απλά ντυμένη και να βρίσκεται δίπλα στους ανθρώπους που την χρειαζόντουσαν. Γι’ αυτό ντυνόταν απλά για να μην αναγνωρίζεται και με την συνοδεία δύο έμπιστων υπηρετριών της, γύρναγε στα σπίτια των φτωχών και κατατρεγμένων και πρόσφερε την βοήθειά της. Ήταν τόση η πίστη της, που αξιώθηκε να θαυματουργήσει. Όταν εγκατέλειπε η ιατρική επιστήμη κάποιον ασθενή διότι δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει, του επανέφερε την υγεία του η Αγία με την δύναμη της ψυχής της. Παρ’ όλο τις πίκρες που δέχθηκε στη ζωή της η Αγία Θεοφανώ υμνούσε τον Κύριο με μία άσβεστη φλόγα.
Όταν πέθανε, ο σύζυγός της, έκτισε ωραιότατο ναό, κοντά στον ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου εναποτέθηκε το τίμιο λείψανό της. Αυτό μετακόμισε ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και από ‘κεί αργότερα μεταφέρθηκε στο Πατριαρχείο, όπου μέχρι σήμερα σώζεται.
Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Προελομένη τὰ οὐράνια πόθω, Θεοφανῶ τὴν βιοτὴν διεξῆλθες, ἀγγελικῶς ἐν γῇ περιπολεύουσα• ὅθεν κατηξίωσαι, οὐρανίων χαρίτων, σὺν Ἀγγέλων τόξεσι, καὶ Ἁγίων χορείαις, παριστάμενη τῷ Παμβασιλεῖ ὂν ἐκδυσώπει, εὐρεὶν ἠμᾶς ἔλεος.
Κοντάκιον
Ήχος δ’. Επεφάνη σήμερον.
Εορτήν σου σήμερον, την λαμπροτάτην, εκτελούντες κράζομεν, Θεοφανώ, πανευσεβώς, τους σε υμνούντας διάσωσον, από παντοίων κινδύνων τους δούλους σου.
Ὁ Οἶκος
Ο των απάντων Πλαστουργός, και βασιλεύς των όλων, το της ψυχής ειλικρινές, της σης ω πανοσία, προγνούς πανσόφως, των φθαρτών, υψώσε σε, λαμπρύνας σε των αρετών ακτίσιν, ώσπερ δέον νυν εν ουρανοίς αυτώ συμβασιλεύουσαν, υμνούμεν σε κράζοντες μετά πόθου, διάσωσον από παντοίων κινδύνων τους δούλους σου.
Ιερά Λείψανα: Το Ιερό Λείψανο της Αγίας βρίσκεται αδιάφθορο στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, Φαναρίου Κωνσταντινουπόλεως.
Μέρος της Κάρας της Αγίας βρίσκεται στη Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Ἡ ἀσκητικὴ καὶ ἡ νηστεία τῆς Γεροντίσσης Ἀναστασίας



site analysis

Νηστεύει ὑπὲρ μέτρον. Κάνει συχνότατα τριήμερα. Ἐσθίει μία φορὰ τὴν ἡμέρα μετὰ τὴν δύσι τοῦ ἡλίου. Συνήθως ἄρτον ἐξηραμμένον ἄνευ ἐλαίου ἀκόμη καὶ τὰ Σαββατοκύριακα καὶ τὶς μεγάλες ἑορτές. Ποτὲ της δὲν χορταίνει τὸ φαγητὸ της ἀκόμη κι ἂν αὐτὸ εἶναι ὀλίγα νερόβραστα ἀγριολάχανα. Ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη νηστεία παθαίνει θυρεοειδῆ καὶ ἀβιταμίνωσι. Ἡ ὑγεία της κλονίζεται κι ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ φλογίζει τὸ εἶναι της. Κατὰ τὴν μαρτυρία τῆς ὑποτακτικῆς της μοναχῆς Ἀναστασίας Καστρινοῦ, τὸ σῶμα της ἦταν ἕνα ξύλο τετυλιγμένο στὰ ράσα. Στὸν λαιμὸ της ἔφερε μία τεράστια κοίλη σὲ μέγεθος πορτοκαλιοῦ ἐξαιτίας τοῦ θυρεοειδοῦς. Οὐδέποτε ἔκαμε παράπονο γιὰ τὴν ἀσθένειά της οὔτε καὶ ἐπισκέφθηκε ἰατρὸ γιὰ νὰ ὑποβληθῆ στὴν ἀναγκαία ἐγχείρησι ἢ νὰ τῆς χορήγηση φάρμακα. Ἕνας ἰατρὸς προσπάθησε νὰ τὴν ἐξετάση καὶ ἐκείνη τὸν ἐπετίμησε λέγουσα: «Κοίταξε νὰ ἀλλάξης τὴν ζωήν σου διότι εἶσαι βουτηγμένος εἰς τὴν ἁμαρτίαν».
Ἐλέγχει τοὺς καταλύοντας τὴν νηστεία
Εὑρέθη κάποτε σὲ ταξείδι στὴν Ἠγουμενίτσα γιὰ κάποια ὑπόθεσι τῆς Μονῆς καὶ ἐφιλοξενήθη σὲ γνωστά της πρόσωπα τὰ ὁποῖα κατέλυαν κρέας σὲ ἥμερα Παρασκευή. Ἀφοῦ τοὺς ἤλεγξε αὐστηρότατα, συνέλεξε ἀπὸ τὸ χωράφι χόρτα καὶ τὰ ἐμαγείρευσε γιὰ νὰ φᾶνε ὅλοι. Στὸν ἑαυτό της καὶ μόνον ἦταν ἐγκρατὴς ὑπὲρ μέτρον. Στὶς μοναχές της ἐφέρετο μετὰ διακρίσεως καὶ...

ἀναλόγως τῶν ἀσθενειῶν των ἐπέτρεπε νὰ ἐσθίουν ἰχθύας (βακαλάο) ἢ κρέας. «Ἐσὺ δουλεύεις εἰς τὸ κτῆμα καὶ κοπιάζεις καὶ δικαιοῦσαι νὰ τρῶς καλὰ διὰ νὰ ἔχης τὴν ὑγειᾶν σου», συνήθιζε νὰ τοὺς λέγη.
Ὅλοι ἐνθυμοῦνται τὰ νερόβραστα μὰ νοστιμότατα φαγητά της. Ἐμαγείρευε μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ γιὰ τοὺς προσκυνητᾶς οἱ ὁποῖοι ἔρχονταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο γιὰ νὰ τὴν συμβουλευθοῦν...
Ἄλλη ἀσκητικὴ πρακτική τῆς Γεροντίσσης
Ἡ ἴδια κατὰ κανόνα συνετηρεῖτο ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία. Ἐτηροῦσε τὴν ἀλουσία καὶ τὴν χαμαικοιτία. Μέχρι τέλους τῆς ζωῆς της ἐτήρει τὸ ἀνυπόδητον ἀκόμη καὶ μὲ τοὺς μεγαλύτερους παγετούς. (Ἔτσι τὴν βλέπομε καὶ στὶς σχετικὲς φωτογραφίες τῆς ἐποχῆς). Ἀπὸ τότε ποὺ στρώθηκε μουσαμὰς στὸ πάτωμα οὐδέποτε ἐπάτησε ἐπάνω ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐπλησίασε ποτὲ της τὸ ψυγεῖο. Τὶς ἐλάχιστες ὧρες ἀναπαύσεως «ἔκλεβε» τὸν ὀλιγοστό της ὕπνο ἐπάνω σὲ δύο χονδροκομμένα σανίδια, τοποθετημένα τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο ὅπου καὶ ἔστρωνε μία κουρελοῦ, τὸ δὲ προσκέφαλό της ἦταν μία πέτρα. Τὰ ἐνδύματά της ἤσαν πάντοτε πεπαλαιωμένα καὶ ἐφθαρμένα πλήρη ἐπιδιορθωμάτων ὥστε δὲν ἐγνώριζε κανείς, ποιὸ ἦταν τὸ ἀρχικὸ ὕφασμα!
Κατόπιν παρελεύσεως εἴκοσι ἐποικοδομητικῶν γιὰ τὸ πνεῦμα της χρόνων, προσῆλθε στὴν Μονὴ ἡ πρώτη της ὑποτακτικὴ καὶ σταδιακῶς ἡ συνοδεία της ἔγινε ἑπταμελῆς. Ἡ διδαχή της γιὰ τὶς μοναχές της δὲν ἀφεώρα ἁπλῶς στὴν τέλεσι τῶν τριῶν βασικῶν ἀρετῶν ἀλλὰ κυρίως τὴν ταπείνωσι, τὴν ἀφάνεια, τὴν καταπολέμησι τῆς φιλαυτίας, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν ἀπόλυτη πτωχεία. Πλούσιες ἤσαν οἱ πνευματικὲς δωρεὲς οἱ ὁποῖες τῆς ἐδόθησαν ἄνωθεν γιὰ τὴν μεγάλη της αὐταπάρνησι καὶ τὴν ὑπέρμετρη ἄσκησί της. Τῆς ἐδόθησαν ἄνωθεν τὸ προορατικὸ καὶ τὸ διορατικό, χαρίσματα τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦσε μὲ κεκαλυμμένο τρόπο πρὸς δόξαν Θεοῦ γιὰ νὰ ὠφελήση τὴν συνοδεία της καὶ τοὺς πάσχοντας πνευματικῶς συνανθρώπους της καὶ ὄχι γι' ἐντυπωσιασμὸ καὶ αὐτοπροβολή.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ βάδιζε τότε μέσα στούς δρόμους, τήν πιάναμε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ…»( ΔιδαχέςτῆςἀείμνηστηςΓερόντισσαςΜακρίνας)



site analysis


    


 Καθῆστε. Αὐτά τά πράγματα πού θά ποῦμε δέν θά τά ξανακούσετε. 
Τότε πού ἔμενα γιά λίγα χρόνια στήν Ἀθήνα, μοῦ εἶχε πῆ ὁ π. Ἐφραίμ πώς ὑπάρχει στό Παγκράτι μιά μοναχή Ξένη πού εἶχε Γέροντα τόν π. Σάββα τόν πνευματικό, ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, γιά τόν ὁποῖο μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας. Πῆγα καί τή γνώρισα. Δέν θά ξεχάσω τήν τάξι της καί τή νοικοκυροσύνη της, μοῦ ἔχει μείνει στή διάνοιά μου. Εἶχε ἕνα δωμάτιο ὅλο κι ὅλο· ἐκεῖ ἦταν τό κρεββάτι της, τό προσευχητάριό της καί ὁ μπουφές της. Τά εἶχε ὅλα ἕνα κι ἕνα. Σέ μιά γωνιά τοῦ δωματίου εἶχε τό μαγειρεῖο της, μιά γκαζιερούλα, καί στήν ἄλλη γωνιά τά σκεύη πού χρησιμοποιοῦσε. Εἶχε σαρανταπέντε χρόνια στό κρεββάτι καί ἀπό τίς πολλές ἀσθένειες πού εἶχε τή λέγανε «Ἰώβ». Ὅπως εἶχε τό κάθε πρᾶγμα στή θέσι του, ἔτσι εἶχε ἀκρίβεια καί στήν προσευχή της. Οἱ πατέρες πήγαιναν καί ἔπαιρναν τήν εὐλογία της, πολύ τήν ἀγαποῦσαν, τήν εἶχαν ὑπόδειγμα. Τῆς ἔστελνε ὁ π. Σάββας ἐπιστολές καί τήν βοηθοῦσε. Ὅταν πῆγα ἦταν καί ἕνας κύριος καί διάβαζαν μιά ἐπιστολή. Τί ὡραῖες ἐπιστολές!Ὅπως ἔβλεπε ὁ π. Σάββας σέ ὀπτασία τήν κάθε ψυχή, τόν καθένα πού πήγαινε γιά ἐξομολόγησι, ἔτσι ἔβλεπε σέ ὀπτασία καί τή μοναχή Ξένη. Τί ἁγιασμένες ψυχές!
Σούρνονταν νά πάη νά ἑτοιμάση γιά νά φιλέψη. Πρόσεχε τίς κοῦπες, τά φλιτζάνια νά εἶναι ὁμοιόμορφα· ἕνα εἶδος κουτάλια, ἕνα εἶδος φλιτζάνια, ὅλα ὅμοια. Μοῦ ἔλεγε ἕνας πνευματικός πού τόν εἶχα συναντήσει ἐκεῖ:
«Ὅπως εἶναι στήν ψυχή της, παιδί μου, ἔτσι εἶναι καί στά σωματικά της· κοιτάζει νά πάρη τό ἴδιο πιάτο, τό ἴδιο ποτήρι, γιά νά προσφέρη στόν καθένα πού ἔρχεται». 
Μέσα σ᾿ ἕνα δωμάτιο εἶχε ὅλα τά ἀπαραίτητα. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πῶς τά ἔφερνε βόλτα. Τήν ἔβλεπες μέ τό μπαστουνάκι της νά συγυρίζη καί μέ τό στόμα της νά λέη κάτι λογάκια! Ὡραῖα, μεγαλεῖα! Οὐράνιος ἄνθρωπος! Πῶς τόν κάνει ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο οὐράνιο, ἅμα θέλει ὁ ἄνθρωπος! 
Μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά γνωρίσω τέτοιους ἁγίους ἀνθρώπους, καί ἐγώ ἀκόμη ἀρχή δέν ἔχω βάλει. Λέω, ἐκείνη τήν ἐποχή ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἦταν πολλή. Βάδιζε μέσα στό δρόμο καί ο καθένας τήν ἔβρισκε· μέ μιά ἁπλότητα, μέ μιά προσευχή λάμβανε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ· τότε ἦταν ἡ ἀπλότητα, καί ἡ ἁμαρτία δέν εἶχε πληθύνει, ὅπως ἔχει γίνει σήμερα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶχε πολλή πίστι καί ἔκανε ἄσκησι, ὅπως ἡ Γερόντισσα Θεοφανώ πού ἔκανε ὅ,τι ἔκαναν καί οἱ ἐρημῖτες. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τούς βοηθοῦσε. Ζοῦσαν μέ τά ἀπαραίτητα, περνοῦσαν μέ τό τίποτε, δέν εἶχαν αὐτό τό πλεόνασμα πού ὑπάρχει τώρα, καί γι᾿ αὐτό εἶχαν καί πολλή αὐταπάρνησι. Σκοπός τῆς ζωῆς τους ἦταν πῶς νά ἐργασθοῦν τόν Θεό, πῶς νά λατρεύσουν τόν Θεό. Δέν εἶχαν μανία μέ τά ντουβάρια1, ὅπως ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα.
Θυμᾶμαι παλαιότερα πῶς ἤμασταν! Τότε ἦταν στή ζωή μας πολύ ζωντανός ὁ Θεός! Μοῦ φαινόταν ὅτι θά Τόν πιάναμε μέ τά χέρια. Ἔλεγα, ἄν ἁπλώναμε τά χέρια, θά φτάναμε τόν Θεό. Μεμψιμοιρία; Οὔτε κατά διάνοια! Μόνο τόν Θεό σκεφτόμασταν, πῶς νά δοῦμε τόν Θεό καί τούς Ἀγγέλους, πῶς εἶναι τά κάλλη τοῦ Παραδείσου. Μόνο τά οὐράνια, τίποτε ἐπίγειο. Αὐτή ἦταν ζωή! Μᾶς ἔστελνε καί ὁ παππούς Ἰωσήφ ἐπιστολές μέ ὀπτασίες, ὁράματα, ὡραῖα πράγματα· τά διαβάζαμε καί μᾶς ἀνέβαζαν πνευματικά. Ἦταν οὐράνια πράγματα! Μικρά παιδιά μαζευόμασταν καί μαθαίναμε τά τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, πῶς περνάει ἡ «εὐχή» ἀπό τό στόμα στό νοῦ καί στήν καρδιά. Μία ὥρα βαδίζαμε, γιά νά πᾶμε στό Σαρανταλείτουργο πού ἔκανε ὁ π. Ἐφραίμ ὁ παλαιός. Τίποτε δέν λογαριάζαμε, οὔτε χιόνια οὔτε βροχές οὔτε ἀέρα. Τώρα βλέπουμε χιόνι καί φοβόμαστε. Βάζαμε στό κεφάλι μιά κουβερτούλα καί πηγαίναμε μέσα στή νύχτα.
  • Μιά μοναχή: Τί ὥρα;
  • Γερόντισσα: Στίς τρεῖς τή νύχτα. Μία ὥρα περπατούσαμε, γιά νά φθάσουμε· ἀκούγαμε τήν Θεία Λειτουργία καί κοινωνούσαμε. Ἐμεῖς λέγαμε τήν «εὐχή», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν ἡμᾶς»καί ἐκεῖνος ἔκανε τήν προσκομιδή. Ἀκούγαμε,«ἐξηγόρασας ἡμᾶς…»2,ὕστερα ὁ π. Ἐφραίμ φώναζε,«λόγχῃ αὐτοῦ τήν πλευράν ἔνυξε, καί εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καί ὕδωρ»3Τί ἦταν καί ἐκεῖνο! Δάκρυα κατανύξεως πού χύναμε ὅλοι! Ἡσυχία! Ἐμεῖς πολύ σιγά,«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς»·καί ἀκούγαμε ὅλες τίς μυστικές εὐχές νά τίς λέη μεγαλοφώνως. Ἐκεῖ ἦταν τό μεγαλεῖο! Ὅλες φεύγαμε ἀλλοιωμένες. Πηγαίναμε νά ψωνίσουμε στά μαγαζιά καί ἀναρωτιόντουσαν οἱ ἄνθρωποι, «μά γιατί μυρίζουν, λιβάνι ἔχουν ἐπάνω τους καί εὐωδιάζουν;».Συνέχεια στήν Ἐκκλησία! Ὅλα μέ τό ρολόι, ὅλη μέρα μέ τό ρολόι στό χέρι, ὅλα μέ τό λεπτό. Δέκα λεπτά φαγητό, δέκα λεπτά ξεκούρασι, δέκα λεπτά ἀνάγνωσι, ὅλα μέ ἀκρίβεια. Ἑσπερινός; Ὅλα τά κορίτσια μαζευόμασταν. Ἐργαζόμασταν, καί τό βράδυ συγκεντρωνόμασταν ὅλοι στόν Ἑσπερινό. Ὅ,τι δουλειά καί νά εἴχαμε, ὅσο ἐπείγουσες καί νά ἦταν οἱ δουλειές μας, πηγαίναμε στόν Ἑσπερινό. Ἔβλεπες, κάθε βράδυ βαδίζαμε μισή ὤρα ἕως τρία τέταρτα, γιά νά φτάσουμε στόν Ἑσπερινό. Ὁ πατήρ ἔκανε τήν προετοιμασία, ἔψελνε τόν Ἑσπερινό, τό Θεοτοκάριο καί μετά φεύγαμε.
  • Μιά μοναχή: Στόν ἅγιο Ἀπόστολο πηγαίνατε;
  • Γερόντισσα: Ναί, μέ τά πόδια ἀπό τή Νέα Ἰωνία! Τώρα ὅλα εἶναι στά πόδια μας· νά καί ἡ ἐκκλησία, νά καί ἡ Λειτουργία, ἀλλά φοβόμαστε τό κρύο, ὅλα τά φοβόμαστε! Ἄντε λέω, πᾶνε αὐτά τά μεγαλεῖα!
  • Μιά μοναχή: Ὁ Γέροντάς μας σᾶς χαιρέτησε, ὅταν ἔφυγε γιά τό Ἅγιον Ὄρος;
  • Γερόντισσα: Ναί, πως δέν μέ χαιρέτησε; Τοῦ εὐχήθηκα νά πάη μέ τό καλό καί νά ἐργασθῆ τόν Θεό. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἤμασταν μέ τό Γέροντα μαζί μέρα – νύχτα. Ὅταν ἤθελε ἡσυχία, γιά νά ἀσκήση τήν Νοερά προσευχή, ἔφευγε ἀπό τό σπίτι του καί ἐρχόταν σέ μένα. Καθόταν μέσα σ᾿ ἕνα δωμάτιο καί ἐκεῖ προσευχόταν. Ἐγώ ἔκλεινα τήν πόρτα καί ἔφευγα. Ἄλλοτε πήγαινα στήν ἐργασία μου καί ἄλλοτε στήν ἀγορά, γιά νά ψωνίσω. Ποῦ νά ἤξερα ὅτι τόν Γιαννάκη πού εἶχα στό σπίτι μου, θά τόν ἔκανα καί Γέροντά μου μετά ἀπό τόσα χρόνια! Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ βάδιζε τότε μέσα στούς δρόμους, τήν πιάναμε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ…
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ορθόδοξες μοναχές.
   Κεντρική διάθεσις:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Ἀπό
τόβιβλίο:«Λόγια καρδιᾶς»

COPYRIGHT2012
Ἱ.
Μ.Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Εγκώμιο στην Αγία Μάρτυρα Βαρβάρα (4 Δεκεμβρίου)



site analysis

“Βαρβάρα, τυράννων ου κατέπτηξας απειλάς”



Εκείνο τον καιρό που βασίλευε ο ασεβής Μαξιμιανός και ηγεμόνευε ο Μαρκιανός, ήταν κάποιος τοπάρχης που λεγόταν Διόσκορος, εξαιρετικά πλούσιος, και μανιακός στην προ­σκύνηση των ειδώλων. Αυτός είχε μια μοναχογέννητη κορούλα, με το όνομα Βαρβάρα, που ξεχώριζε για την ομορφιά της κι έλα­μπε με τη σεμνότητα της συμπεριφοράς της. Έκτισε λοιπόν ένα ψηλό πύργο κι έκλεισε μέσα την παρθένο, ώστε να μην βλέπουν οι άνθρωποι τη φωτεινότητα και τη λάμψη της ομορφιάς της που ανθούσε και άστραφτε. Ζώντας λοιπόν εκεί μέσα, ήσυχη από τους έξω θορύβους, έκανε θεοσεβείς λογισμούς, τους καλλιερ­γούσε και τους έτρεφε.
agia_varvara_861
Γιατί γνωρίζει η ερημία να γίνεται μητέ­ρα λεπτών και μεγαλόπρεπων εννοιών. Μισούσε την πλάνη και την προσκύνηση των ειδώλων, επειδή οδηγούσε στην παγίδα του άδη, ενώ αποδεχόταν κι αγαπούσε την αληθινή πίστη των Χριστιανών και την ομολογία τη σεπτή της άγιας και ομοούσιας Τριάδος, επειδή ανεβάζει στους ουρανούς. Ζωγράφιζε και ξεδί­πλωνε με το νου της τους συλλογισμούς για την αθανασία της ψυχής, για τη βασιλεία των ουρανών, για την απόλαυση των αθάνατων αγαθών, για τη γέεννα και την ατελεύτητη εκεί κόλα­ση, καθώς και την άστατη και αβέβαιη περιφορά των άστατων πραγμάτων αυτού του κόσμου, κι έβλεπε πάντα με τη φαντασία της τις παρθένες με τις λαμπάδες, που ενώνονται με τον άφθαρτο νυμφίο Χριστό στην ουράνια παστάδα και απολαμβάνουν εκεί μέσα την άρρητη μακαριότητα, και γι’ αυτό λαχταρούσε και πο­θούσε κι ευχόταν να καταξιωθεί κι αυτή την πανόλβια τύχη και την ανέκφραστη χαρά και την ανεκλάλητη δόξα.
          Ενώ λοιπόν απασχολούσε το νου της η φρόνιμη κι αγνή παρθένα με τέτοιες φαντασίες, έρχεται ο πατέρας της. Επειδή πολλοί μεγιστάνες του δήλωναν ότι ποθούσαν πολύ να την κά­νουν σύζυγο και να έρθουν σε γάμου κοινωνία μαζί της, την προέτρεπε να δώσει τη συγκατάθεσή της σ’ αυτό. Αυτή όμως απέκρουε τούς λόγους αυτούς σαν ενοχλητικές φλυαρίες και κοιτά­ζοντας αυστηρά και θυμωμένη τον πατέρα της απορρίπτει ολότελα τη βλαβερή αυτή για την ψυχή συμβουλή, δηλώνοντας να μην της ξαναθυμίσει ένα τέτοιο πράγμα. Γιατί η κοπέλα θεώρησε γελοίο και τελείως ανακόλουθο, έχοντας αφιερώσει μια για πά­ντα τον εαυτό της στον ουράνιο κι αθάνατο νυμφίο κι έχοντας ενωθεί μαζί του, να υποταχτεί στον ελληνικό βόρβορο όμοια με τα σκουλήκια που σέρνονται στο βούρκο. Ο πατέ­ρας της λοιπόν που έκτιζε τότε με πολλή βιασύνη ένα λουτρό έδωσε εντολή στους τεχνίτες να κατασκευάσουν νότια δύο θυρί­δες για φωταγωγούς, κι έφυγε σε ταξίδι.
          Η Βαρβάρα όμως, δούλη της Τριάδος και νύμφη, επισκέφθηκε την οικοδομή κι ανάγκασε τους τεχνίτες ν’ ανοίξουν στο κτήριο τρεις θυρίδες. Επιστρέφοντας και γυρίζοντας η καλή κόρη στον πύργο της, βλέπει τ’ άψυχα κι αναίσθητα είδωλα, που ο Πατέρας της τιμούσε με το σεβασμό του, και πλημμυρισμένη από άγιο Πνεύμα, με ζήλο ένθεο και φλογερό φτύνει στα περιφρονημένα πρόσωπά τους λέγοντας πολύ επίκαιρα τα ψαλμικά λόγια του Δαβίδ «όμοιοι μ’ εσάς να γίνουν όποιοι σας κατα­σκευάζουν και όσοι έχουν σ’ εσάς εμπιστοσύνη». Ω μακάρια αληθινά και φιλόθεη ψυχή! Ω κόρη με φλογερή πίστη, με πίστη στολισμένη! Ω κόρη με θεία σύνεση που μυκτήρισες την αφρο­σύνη και την ανοησία του πατέρα σου! Ω θυγατέρα που έσβη­σες με το καθαρό φρόνημά σου την ανοησία και την εξαπάτηση της προμήτοράς μας Εύας! Μια μικρή προσβολή του εχθρού δέ­χτηκε εκείνη κι αμέσως άλλαξε γνώμη, ενώ αυτή όχι μόνο απέκρουσε τα θέλγητρά του με αδιαλλαξία, αλλά και τον ίδιο έφτυ­σε στο πρόσωπο φτύνοντας τα είδωλα. Γιατί την προσβολή του φτυσίματός της την απέδιδε σ’ εκείνον που ενεργούσε μέσω των ειδώλων, και σ’ αυτόν την εκτόξευσε και την κάρφωσε.
          Όταν γύρισε ο πατέρας της από το ταξίδι θύμωσε κι αγανάκτησε με τους οικοδόμους για τη μεταβολή της διαταγής του και την πρόσθεση και τρίτης θυρίδας, εκείνοι όμως μετέθεσαν την ευθύνη στην κόρη του που τους έδωσε αυτή τη διαταγή. Ζήτησε τότε να μάθει από αυτήν τον αφορμή της κατασκευής τριπλής θυρίδας· αρπάζοντας η πανεύφημη την πρόφαση που της παρουσιαζόταν επίκαιρη, θεολογούσε πανηγυρικά τη δόξα της Τριά­δος παρακινώντας τον άπιστο πατέρα της στη σωτήρια πίστη.
«Ναι, του λέει, γιατί η Τριάδα φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. Γιατί το αισθητό τούτο φως τυχαί­νει να είναι κτίσμα και δημιούργημα του φωτός, που νοού­με και προσκυνούμε ως τρεις ενωμένους μεταξύ τους ήλιους, και πολύ θαμπό κι αχνό απεικόνισμα και αποσκίασμά του.
          Ο αναθρεφτής όμως της ασέβειας και συνήγορος του σκότους σαν να τον χτύπησε κατά πρόσωπο η αστραπή της τρίφωτης θεό­τητας με την τρανή και απροκάλυπτη ομολογία της πανένδοξης κόρης και τυφλωμένος μάλλον από τη σκληρή αναλαμπή, ξεχει­λίζοντας από μανία και κοχλάζοντας από θυμό, τράβηξε το ξίφος κι όρμησε ο παραλογισμένος να κατασφάξει την μοναδική κορούλα του, βγαίνοντας ταυτόχρονα έξω από τα όρια και της ευσέβειας και της φύσης, επειδή του είχε δείξει το δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσει στη ζωή του. Πραγματικά εκπληρώθηκε και στην περί­πτωση αυτή η θεία πρόρρηση του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, που ξεσηκώνει την κόρη και τη νύφη ενάντια στον πατέρα και στη μητέρα και την πεθερά, τα νέα δηλαδή και πρόσφατα ενάντια στα παλαιά μωρολογήματα, και που χωρίζει το χειρότερο από το καλύτερο.
Τί κάνει λοιπόν η πανένδοξη Βαρβάρα; Βλέποντας το αδιάντροπο τόλμημα του πατέρα της, τον λυπήθηκε περισσότερο για τον ανόσιο φόνο που επιχειρούσε κι ανοίγοντας με την προσευ­χή της μια πελώρια πέτρα που ήταν εκεί όρμησε ανάμεσα της στο άλλο μέρος του βουνού. Ω θαύμα! Να σχίζεται στα δύο η πέτρα και να δέχεται στην αγκαλιά της την αμνάδα, ενώ ο πατέ­ρας και διώκτης της, από την πέτρα πιο αναίσθητος, πέτρωνε πιο πολύ με την πώρωση της καρδιάς του και γινόταν σαν πέτρα σκληρή. Και ούτε το παράδοξο θαύμα μπόρεσε να μαλακώσει τη σκληρότητα κι απανθρωπιά της ψυχής του, αλλά διασχίζοντας το βουνό προσπαθούσε ρωτώντας να τη βρει. Κι αφού τη βρήκε και τη μαστίγωσε, τραβώντας την από τα μαλλιά και σέρνοντας την από το βουνό, γυρίζει πίσω και κλείνει τη μακαριστή κόρη σ’ ένα μικρό σπιτάκι. Αφού κατάγγειλε στον ηγεμόνα τα σχετι­κά με τη Βαρβάρα, την παραδίνει για να βασανιστεί, ορκίζοντας τον στους θεούς να την εξαντλήσει με σκληρά βασανιστήρια.
Αφού λοιπόν κάθισε ο ηγεμόνας στην πρώτη θέση του βήματος, πρόσταξε να φέρουν τη μάρτυρα. Όταν είδε την ανθη­ρή ομορφιά του προσώπου της, έμεινε έκπληκτος και θαύμασε το χαρούμενο βλέμμα της. Άρχισε τότε να τη δοκιμάζει με φιλο­φρονήσεις, θέλοντας να την πείσει και να την κερδίσει με κολα­κείες. Γιατί αυτό ήταν το πρώτο τέχνασμα του διαβόλου. Ή δηλαδή δοκιμάζει να γοητεύσει και να λυγίσει τον άνθρωπο με τις ηδονές και τους επαίνους, ή να τον εκφοβίσει και να τον τρο­μάξει με απειλές και βασανιστήρια. Όταν λοιπόν άδειασε όλη την πρώτη φαρέτρα του κι έβλεπε ότι η αθλοφόρος περιφρονούσε τα κοσμικά γόητρα κι όλη τη δόξα κι όλη την τρυφή της γης τη θεωρούσε σαν λουλούδι πού μαραίνεται και φυλλορροεί κι ότι μισούσε τις προτροπές και τα γητέματα του σαν δηλητήριο φιδιού κι άλλα δηλητήρια που πρέπει ν’ αποφεύγουμε, στρέφεται αμέσως στο άλλο είδος των πειρασμών. Όταν όμως είδε να πε­ριγελά το ίδιο και τις απειλές, γεμάτος θυμό, επειδή δεν πετύχαι­νε το σκοπό του, τη ρωτάει·
-Τί θέλεις λοιπόν, κορίτσι μου; Να θυσιάσεις στους θεούς, ή να πεθάνεις με σκληρές τιμωρίες;
Η μάρτυς τότε με φρόνημα σταθερό και θαρραλέα στάση με λίγα λόγια και την ευσεβή πίστη της διατρανώνει και την ανοησία των άθεων τυράννων στηλιτεύει. Και τί λέγει;
-Εγώ, του λέει, είμαι έτοιμη να θυσιάσω στον Κύριό μου Ιησού Χριστό, τον ποιητή του ουρανού και της γης και της θάλασσας κι όλων όσα περιέχουν. Τους δικούς σας θεούς πολύ σωστά τους περιγέλασε ο προφήτης λέγοντας· «στό­μα έχουν και δεν θα μιλήσουν· έχουν μάτια αλλά δεν θα δουν· μύτες και δεν θα νιώσουν μυρωδιά· χέρια έχουν και δεν θα πιάσουν· πόδια θ’ αποκτήσουν, αλλά δεν θα περπατήσουν· δεν θα βγάλουν φωνή από το λάρυγγά τους. Είθε να γίνουν όμοιοι τους όσοι τα πράττουν αυτά, κι όλοι όσοι έχουν πιστέψει σ’ αυτούς». Γιατί όπως τους έχετε αποδώσει το σεβαστό όνομα του θεού ψευδώνυμα, έτσι μένουν άμοιροι και ορφανοί από τη ζωτική ενέργεια.
Κυριευμένος από κατάπληξη ο βουτηγμένος στο μίασμα και θρασύτατος ηγεμόνας με θυμό που κόχλαζε προστάζει να γυ­μνώσουν τη μάρτυρα και να ξεσκίσουν αλύπητα τις σάρκες της με τα βούκεντρα και να σκουπίζουν τις πληγές που θα της κά­νουν με υφάσματα και κουρέλια από τρίχα, ώστε να κοκκινίσει από το αίμα όλο το σώμα της. Ω η σεπτή και ιερή ομολογία σου, Βαρβάρα του Χριστού καλλίνικη μάρτυς, που έκανες χωρίς φόβο και δειλία μπροστά σε όλους με τη χάρη του Πνεύματος και θεολόγησες, ώστε ν’ ακούν άνθρωποι και οι άγγελοι που έβλεπαν την άθλησή σου και οι δαίμονες που αόρατα συστρατεύονταν εναντίον σου με τους ορατούς αντιπάλους.
agiavarv
Σε έγραψε ο Κύριος στα βιβλία του ουρανού και σε ομολόγησε μπροστά στον αρχίφωτο και θεαρχικό Πατέρα του και πάλι θα σπεύσει να σε ομολογήσει και να σε ανακηρύξει. Ω η γενναιότατη υπομονή και καρτερία σου, με την οποία κατατρόμαξες τον διάβολο και τους αποστάτες αυτού δαίμονες, κι έκανες τους αγίους αγγέλους να σε θαυμάσουν και να σ’ επαινέσουν, με την οποία διάλυσες σαν αράχνη την πλάνη των ειδώλων, και κραταίωσες κι επιβεβαίωσες την αληθινή πίστη.
Βλέποντας ο δικαστής πόσο αμετακίνητη και καρτερική ήταν η αγία, προστάζει να τη ρίξουν στη φυλακή, ώσπου να σκεφτεί με τι οδυνηρότερα βασανιστήρια να τη βασανίσει. Τα μεσά­νυχτα όμως της ημέρας εκείνης την περιέλαμψε ένα υπέρλαμπρο φως, μέσα στο οποίο ξεχώριζε ολόλαμπρος ο Κύριος της δόξας παρηγορώντας τη μεγάλη οδύνη και λύπη που φαινόταν στο πρό­σωπό της και στηρίζοντάς την με λόγια ενθαρρυντικά στους μελ­λοντικούς αγώνες της με τα λόγια·
-Έχε θάρρος, Βαρβάρα, γιατί μεγάλη χαρά θα συμβεί στον ουρανό και τη γη για την άθλησή σου. Μη φοβάσαι τις απειλές του τυράννου, ούτε να τις υπολογίζεις. Εγώ είμαι μαζί σου και θα σε απαλλάξω από όλα τα τραύματα που σου προξενούν.
Κι ευθύς εξαφανίστηκαν οι πληγές από το σώμα της. Έπειτα από αυτά τα λόγια, έφυγε πάλι στους ουρανούς των ουρανών ο Κύριος. Είχε δοκιμάσει μεγάλη αγαλλίαση η γνήσια μάρτυς και δούλη του Χριστού και γέμιζε με ευφορία ψυχής και χαρά κι ευ­φροσύνη για την ενθάρρυνση του Χριστού. Κι αληθινά δικαιο­λογημένα είχες χαρεί, ω τρισευτυχισμένη κόρη! Γιατί η αιτία της χαράς σου είναι η μόνη αληθινή ευφροσύνη και ψυχική ικα­νοποίηση αναλλοίωτη κι αναφαίρετη. Ω τα καλότυχα στ’ αλή­θεια μάτια σου, που αξιώθηκαν να δουν τον Κύριο που δεν τολ­μούν ν’ ατενίσουν στον ουρανό τα Χερουβίμ και τα πολυόμματα τάγματα!
Ω αυτιά τρισόλβια, που δέχτηκαν τον ήχο από τα λό­για του Θεού! Ω αξιαγάπητη ψυχή και τρισευτυχισμένη που την παρηγόρησε με λόγια από το ίδιο του το στόμα ο Δεσπότης των ουρανίων και επιγείων και Θεός κάθε παρηγοριάς! Εσύ όντας μέσα στη σάρκα ακόμα, η νύφη του Χριστού, ως απόδειξη όλης της προίκας σου έχεις δεχτεί τον αρραβώνα της βασιλείας των ουρανών. Γι’ αυτό τη δοκιμασία των αλγεινών τη θεώρησες και τη λόγιασες σαν βέλη νηπίων ή δαγκώματα ψύλλων, ενώ γοη­τευμένη από τον έρωτα του Χριστού που σου φανερώθηκε και με στερεά ψυχή έλεγες· «ποιος θα με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Η θλίψη ή η στενοχώρια ή η πείνα ή ο διωγμός ή οι μά­στιγες ή οι κίνδυνοι; Έχω πειστεί ότι ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος ούτε άγγελος ούτε τα παρόντα ούτε τα μελλοντικά ούτε κανένα άλλο πλάσμα θα μπορέσουν να με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού».
Το πρωί οδηγήθηκε η μάρτυς στο βήμα, με σχετική προστα­γή του άρχοντα. Όταν είδε ότι τα χτυπήματα είχαν εξαφανιστεί και το σώμα της ήταν απείραχτο και ακέραιο χωρίς την παραμι­κρή αμυχή, λέει ο φρενοβλαβής και φρενοπαρμένος·
-Βλέπεις πως οι θεοί σε θέλουν δική τους και σ’ αγαπούν, αφού θεράπευσαν και τις πληγές σου.
Η μάρτυς αφού γέλασε με την παραφροσύνη και την κατάπληξη και τη σύγχυση εκείνου, του αποκρίθηκε.
 -Οι θεοί σου είναι όμοιοι μ’ εσένα, κουφοί, τυφλοί αναίσθη­τοι κι ασάλευτοι, αδύναμοι να βοηθήσουν τον εαυτό τους· πώς θα μπορούσαν λοιπόν να θεραπεύσουν εμένα που αφα­νίζω την ματαιότητά τους που ξεγελά τον κόσμο; Αυτός που με θεράπευσε είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού που ζει, τον οποίο εσύ με τα βέβηλα μάτια σου και την πωρωμένη ψυχή δεν είσαι άξιος να δεις.
Σαν θηρίο αναμμένος από το θυμό με αυτά τα λόγια ο βρομερός προστάζει να ξύσουν βαθιά τα πλευρά της και να βάλουν στις πληγές της αναμμένους δαυλούς και να χτυπούν με σφυρί το κε­φάλι της όπως το αμόνι.
Εκείνη τότε, αφού έστρεψε το βλέμμα της στον ουρανό, είπε: «Εσύ, Κύριε, καρδιογνώστη, γνωρίζεις ότι ήρθα σ’ εσένα επειδή σε ποθούσα· μη μ’ εγκαταλείψεις ως το τέλος.
Υπέφερε λοιπόν η γενναία μάρτυς του Χριστού κι αυτό το μαρ­τύριο με γενναιότητα, ξεπερνώντας όχι μόνο τη γυναικεία αδυ­ναμία, αλλά και την ανθρώπινη φύση. Πώς θα μπορούσε να υπομείνει καρτερικά τόσες κακώσεις και σκληρές και επώδυνες τι­μωρίες, αν δεν είχε ξεπεράσει αυτό το σώμα της ταπείνωσης με τη δύναμη του Πνεύματος που την τόνωνε και τη δυνάμωνε αόρατα;
Αλλ’ ούτε με όλα αυτά που έγιναν χόρτασε ο υπηρέτης και συνήγορος του διαβόλου, αλλά στρέφει τη γόνιμη σε κακία διάνοιά του σε άλλο είδος βασανιστηρίων, έχοντας θρονιασμένο μέσα του της κάθε κακίας τον αρχηγό δράκοντα και γεννήτορα και εφευρέτη, που από την αρχή στάθηκε ανθρωποκτόνος και μι­σάνθρωπος. Πρόσταξε λοιπόν, λένε, ο ηγεμόνας να κοπούν με το ξίφος οι μαστοί της μάρτυρος. Την ώρα εκείνη που κόβονταν οι μαστοί της, η αμνάδα του Χριστού έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό και έλεγε: «Μη με απορρίψεις μακριά από το πρόσωπό σου και μη πάρεις από εμένα το άγιό σου Πνεύμα».
Κι αυτή λοιπόν την πληγή τη δέχτηκε η μάρτυς με καρτερία και ευχαριστώντας. Έχεις άραγε, παγκάκιστε δαίμονα, κρυμμένη σαν θησαυρό στα βάθη της ψυχής σου κι άλλη επινόηση κακίας χειρότερη απ’ αυτή; Σου έχει άραγε απομείνει ή θεωρείς καμιά κακοποίηση οδυνηρότερη για τη γυναικεία φύση; Δεν απόκαμε ο νους σου προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει βασανιστήρια για τη μάρτυρα; Πρόσθεσε, αν νομίζεις, κι άλλα. Θα βρεις απέναντι σου διαμάντι ή καλύτερα ψυχή που δεν ραγίζει, κι από αυτό το διαμάντι στερεότερη, αμόνι ικανό να ανταποδίδει τα χτυπήματα από τα σφυριά σου· «είναι σκληρό για σένα να κλωτσάς τα καρ­φιά».
Γιατί όσο πληθαίνεις τις τιμωρίες, τόσο αυξάνεις και χωρίς να θέλεις τα στεφάνια για τη μάρτυρα και πανεύφημη κόρη και χωρίς να το θέλεις θα της προσφέρεις τα έπαθλα της νί­κης λαμπρότερα. Ενώ για τον εαυτό σου, καθώς θα νικιέσαι και θα πέφτεις και θ’ ανατρέπεσαι θα πληθύνεις την αισχύνη σου νι­κημένος και τρεπόμενος σε φυγή ύστερα από κάθε αγώνα και επίθεσή σου, και θα σωρεύσεις περισσότερα και τ’ αναμμένα κι άσβηστα κάρβουνα και τ’ ατελεύτητα βασανιστήρια στο γεμάτο από κάθε κακία κεφάλι σου.
Αλλά μου προξενεί θαυμασμό και ο απάνθρωπος κι αποθηριωμένος τρόπος του σαρκικού γονιού της μακαριστής, ξένος από το ευσεβές πνευματικό φρόνημα και μακριά από την πατρι­κή στοργή. Αληθινά κι αυτά τα άλογα θηρία, άσπλαχνε πατέρα, τα ξεπέρασες με την απανθρωπιά σου. Γιατί εκείνα υπερασπίζονται τα παιδιά τους μέχρι θανάτου αν βλέπουν να θέλει κάποιος να τα βλάψει, ενώ εσύ της δικής σου, μοναδικής κόρης, βλέπο­ντας χωρίς λύπη να κατακόβουν με το σπαθί τα γυναικεία μέλη που πηγάζουν το γάλα της ζωής, δεν ντράπηκες καν την προσβολή κατά της φύσης ούτε και λύγισες μπροστά στις τόσες πληγές έχοντας πέτρινη καρδιά κι αναίσθητη.
Αλλά γιατί θαυμάζομε, αδελφοί μου, τους μολυσμένους κυ­ριολεκτικά από την πλάνη της ασέβειας και παραδομένους στη βακχική μανία του Σατανά; Γιατί, όπως οι καλλίνικοι μάρτυρες, αφού με την αγάπη τους προς το Χριστό έλαβαν το θειο Πνεύμα και νίκησαν και ξεπέρασαν τη φύση, βρέθηκαν μέσα στα υπερφυσικά, έτσι ακριβώς και οι διώκτες του Χριστού και τούτων, γεμάτοι όντας από το πονηρό πνεύμα και υποδουλωμένοι στη δύ­ναμη της αποστασίας, ξεγλίστρησαν κι αυτοί και ξέπεσαν έξω από τη φύση, όχι βέβαια στο καλύτερο, αλλά στο χειρότερο.
Κι όπως εκείνοι ανυψώθηκαν πάνω από την ανθρώπινη κατάσταση, τόσο περισσότερο κι αυτοί βούλιαξαν πιο κάτω από αυτήν κι έγιναν όμοιοι με τους ανθρωποκτόνους δαίμονες. Και είναι πολύ φυσικό. Γιατί όποιοι προσέρχονται στο Χριστό, μιμούνται με την ίδια την αρετή το Χριστό, όσοι όμως υποδούλωσαν τον εαυτό τους στο ζυγό του διαβόλου, γίνονται κατά κάποιο τρόπο παρόμοιοι κι εφάμιλλοι μ’ αυτόν. Αλλά ας δούμε τι σοφίζεται πάλι και μηχανεύεται ο αντίδικος κι αντίπαλος μας μέσω των ιδίων των υπασπιστών του εναντίον της σεμνής και φρόνιμης παρθένας.
Βλέποντας δηλαδή ότι υποφέρει τις κακοποιήσεις του σώματος και τις υπομένει με ανδρεία, χρησιμοποιεί ένα αφόρητο βασανισμό της ψυχής κι άξιο, όπως νομίζει, να της προκαλέσει ντροπή. Κι είναι τέτοιος στ’ αλήθεια και βαρύτερος από τους προηγούμενους. Το να πάσχει όμως κανείς για χάρη του Χρι­στού, ακόμα κι αν φαίνεται κάτι πως έχει κάτι το επονείδιστο και άσχημο, είναι ωστόσο από κάθε καλλωπισμό ευγενικότερο και ωραιότερο και αξιοπρεπέστερο. Προστάζει λοιπόν, όπως λέ­γεται, ο ηγεμόνας να την διαπομπεύσουν γυμνή σ’ όλη εκείνη την περιοχή και να τη μαστιγώνουν ταυτόχρονα με ανυπόφορα μαστιγώματα.
agia-barbara-eikova
Γνωρίζετε οπωσδήποτε, αγαπητοί μου, πόση ντροπή και συστολή προκαλεί το πράγμα στις παρθένες και μά­λιστα στις όμοιες με την οσία αυτή κόρη, που, όπως θα λέγαμε, ούτε ο ήλιος δεν μπόρεσε ν’ απολαύσει ικανοποιητικά το θέαμά της πρωτύτερα. Και δεν τους υποχρέωσε να τη γυρίσουν σε μια μόνο αγορά και πλατεία, ή και σε δύο έστω, αλλά να τη γυρίσουν στα χωριά και τις πόλεις και τους δήμους. Γιατί είπε να τη γυρί­σουν σ’ όλη εκείνη την περιοχή. Πράγματι αυτή η δοκιμασία εί­ναι για τις ντροπαλές και σεμνές κοπέλες πολύ βαρύτερη και δυσκολότερη από νόθε πόνο φωτιάς και μαστιγώματος.
Υπόμεινε όμως κι αυτή τη ντροπή για χάρη της αγάπης και του έρωτά της προς το Χριστό, που υπέμεινε για χάρη μας το σταυρό και καταφρόνησε τη ντροπή. Γιατί, αφού πριν από το φόρεμά της η παρθένα είχε αποβάλει τον παλαιό άνθρωπο με τα πάθη του στα οποία συγκαταλέγεται και η ντροπή του είδους αυτού, γι’ αυτό ούτε καν σκέφτηκε πως έκανε κάτι κακό. Αλλά, όπως μέσα στον παράδεισο οι πρωτόπλαστοι πριν από τα πάθη της αμαρτίας ζούσαν γυμνοί και δεν ένιωθαν ντροπή, όταν όμως με την παρακοή κινήθηκαν μέσα τους τα πάθη νόμισαν ότι ασχημονούσαν, αν δεν έντυναν τη γύμνια τους με φύλλα συκής, έτσι και η παρθένα αυτή επιστρέφοντας σ’ εκείνη την κατάσταση την πριν από την αμαρτία, μαζί με τ’ άλλα πάθη ξεντύθηκε και τη ντροπή. Αλλά όμως για να μη θελήσουν να περιγελάσουν οι μιαροί βλέποντας να περιφέρεται χωρίς κάλυμμα το πανίερο σώμα της, στρέφοντας τα βλέμματά της στον ουρανό είπε: Κύριε, εσύ που περιβάλλεις τον ουρανό με τα σύννεφα, σκέπασέ μου το σώμα το γυμνωμένο για χάρη σου, για να μην το βλέπουν τούτοι οι ασεβείς.
Μόλις είπε αυτά τα λόγια, έστειλε ο Κύριος άγγελό του και την έντυσε με λευκή στολή, και έτσι περιφερόταν σαν νύφη στολι­σμένη και καλλωπισμένη, από το πατρικό της σπίτι στην καταστόλιστη νυφική παστάδα πήγαινε με φρουρά τιμητική σε πο­μπή γιορτινή, στεφανωμένη με το διάδημα του μαρτυρίου και σημάδια της άθλησής της για χάρη του Χριστού, στολισμένη με τη ματωμένη πορφύρα και ξεχωρίζοντας με λάμψη ανώτερη από των μαργαριταριών και των σμαραγδιών και των υακίνθων και των πολυτίμων πετραδιών των δεμένων με το χρυσάφι. Ω θαύ­μα! Οι παθιασμένοι αυτοί και φίλοι της ηδονής, χωρίς καθόλου ντροπή και σεβασμό, περικύκλωναν ολόγυμνες τις παρθένες που αθλούσαν για χάρη του Χριστού, για να τις γελοιοποιήσουν, όπως νόμιζαν, και μαζί να ικανοποιήσουν το πάθος της ακόλαστης όρασής τους. Ο Χριστός όμως, αφού έντυσε την αθλήτριά του από πάνω ως κάτω με το φόρεμα της χάριτός του, την εξασφάλισε από το κοίταγμα των ασελγών και βρομερών εχθρών, απέδειξε άπρακτη την επινόησή τους και τους έβγαλε από τις προσδοκίες τους παραπλανώντας τους.
Αφού τη γύρισαν σ’ όλη εκείνη την περιοχή, την οδήγησαν σε μια κωμόπολη, όπου βρήκαν και τον ηγεμόνα. Μη γνωρίζο­ντας λοιπόν ο ηγεμόνας τι άλλο να της κάνει, γιατί όλη η εφευρετικότητά του στάθηκε άχρηστη κι ανώφελη κι οι ελπίδες του δεν πραγματοποιούνταν, βγάζει απόφαση για την πολύαθλη μάρ­τυρα να τη θανατώσουν με αποκεφαλισμό. Ο πατέρας της τότε κυριαρχημένος από πολύ θυμό κι εγκυμονώντας μέσα του τον ίδιο τον απ’ αρχής ανθρωποκτόνο διάβολο, για να φανεί ότι πρόσφερε τέλεια λατρεία στα βδελυρά είδωλα που προσκυνούσε ή μάλλον στα πνεύματα της πονηριάς και τους δαίμονες που ενεργούσαν μέσω αυτών, τραβώντας το ξίφος του, την ανέβασε στο όρος, ποθώντας και θέλοντας να εκτελέσει ο ίδιος με τα ίδια του τα χέρια το φοβερό έγκλημα.
Γεμάτη χαρά η ωραία και καλή περιστέρα δέχτηκε τη σφαγή της για χάρη του Χριστού κι έπεσε σε προσευχή και ικεσία. Γιατί έτρεχε προς το βραβείο της κλήσης της στον ουρανό και βιαζόταν ν’ ανέβει στα ουράνια. Αλλά δεν εμποδίζει καθόλου ν’ ακούσουμε τα ίδια τα λόγια της προσευχής της μάρτυρος, για ν’ αγιάσουμε μ’ αυτά και την ακοή μας:
«Άναρχε, αχειρόπλεχτο στεφάνι των μαρτύρων, Κύριε Ιη­σού Χριστέ, εσύ που άπλωσες τον ουρανό και θεμελίω­σες τη γη, εσύ που τις αβύσσους περιέκλεισες και περι­τείχισες τη θάλασσα, εσύ που πρόσταζες τα σύννεφα που φέρνουν τη βροχή να βρέχουν σε κακούς και αγαθούς, που περπάτησες πάνω στη θάλασσα σαν να ήταν στεριά χωρίς να βρέξεις τα πόδια σου, που επιτίμησες τον άνεμο και τη θάλασσα κι έφερες τη γαλήνη, γιατί όλα, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, υπακούουν στο πρόσταγμά σου, γιατί είναι έργα σου, κάνε, Κύριε, αυτή την αίτησή μου και δώσε τη χάρη σου στη δούλη σου, ώστε, όποιος με μνημονεύει στο όνομα το άγιο το δικό σου και τελεί τη μνήμη των ημερών του μαρτυρίου μου, Κύριε, να μη θυμηθείς τις αμαρτίες του κατά την ημέρα της κρίσης, αλλά να φανείς σ’ αυτόν σπλα­χνικός. Γιατί γνωρίζεις, Κύριε, ότι είμαστε σάρκα και αίμα, έργο των αχράντων χεριών σου.
Κι αφού είπε το «Αμήν» πάλι προσευχήθηκε και είπε:
«Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, ο δημιουργός κάθε πνοής και κάθε σάρκας, ο ιατρός κάθε αρρώστιας και κάθε ασθέ­νειας, δώσε στη δούλη σου τη χάρη, σε όσους προσέλθουν στον τόπο όπου θα βρίσκεται το λείψανό μου και αναβλύζουν τα αγιασμένα νερά, να δωρίσεις την ίαση της ψυχής και του σώματος, ώστε και μ’ αυτά να δοξάζεται το πανάγιό σου όνομα μαζί με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύ­μα».
Κι αφού είπε το «Αμήν», ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Έλα, εσύ η αθλοφόρος μου που αγίασες, αναπαύου στα ουράνια δώματα του Πατέρα μου. Όσα κι αν ζήτησες, τα έλαβες δώρο από έμενα».
Όταν τα άκουσε αυτά η μακάρια μάρτυς του Χριστού, ήρθε στο μέρος που την έσερνε και αποκεφαλίστηκε από το ξίφος του πα­τέρα της, στον ίδιο τόπο μαζί με την αγία Ιουλιανή. Κατεβαίνο­ντας όμως ο πατέρας της Διόσκορος από το βουνό, έπεσε φωτιά από τον ουρανό και τον κατέφαγε, ώστε ούτε η στάχτη του να φαίνεται ούτε να βρεθεί ο τόπος όπου έπεσε.
Πράγματι καλό τέλος έβαλε η αγία στο μαρτύριό της. Γιατί την προσευχή έβαλε μπροστά στους άθλους της και την προσευ­χή πάλι έστησε κορωνίδα σ’ αυτούς. Και ποιό είναι το περιεχό­μενο της προσευχής; Ζήτησε ο νυμφίος της Χριστός να φανεί σπλαχνικός σε όσους επιτελούν τη μνήμη της, και να τους δώσει την άφεση των σφαλμάτων και την ίαση των νοσημάτων τους. Εκείνος, αφού δέχτηκε την παράκληση, υπόσχεται να εκπληρώσει την επιθυμία της και με την ίδια του τη φωνή την πληροφο­ρεί και της δίνει τη διαβεβαίωση. Εκείνη έσκυψε τον αυχένα της ολόψυχα στο ξίφος, ενώ ο παιδοκτόνος πατέρας έδωσε το χτύπημα δίχως έλεος.
Αυτή με συνοδεία από δορυφόρους οδηγούνταν στις ουράνιες κατοικίες και σε ετοιμασμένη ανάπαυση, ενώ εκείνος κατέβαινε στα τάρταρα και τους κόλπους του άδη και στα ζοφερά δώματά του και την ετοιμασμένη κόλαση. Εκεί­νη είχε φωτεινούς αγγέλους να οδηγούν τα βήματά της στο ανέβασμά της, ενώ εκείνος είχε δαίμονες αγέλαστους και φοβερούς που τον έσερναν χωρίς τη θέλησή του στον γκρεμό.
( Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Ε.Π.Ε, Έργα, τ. 9, σ. 379-405, αποσπάσματα)