Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Στις ηρωικές γυναίκες της Πίνδου…



site analysis



ελάχιστη ανταπόδοση στην τεράστια προσφορά τους. ΑΘΑΝΑΤΕΣ! 


 της ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ-ΣΟΥΡΕΛΗ

Είχε φασόλια μαυρομάτικα, τα μούσκεψε, έριξε ξύλα στο τζάκι, μπας και σβήσει, γιόμισε καπνούς το σπίτι, δεν καλοτράβαγε το τζάκι, άτσαλα το ‘χε χτίσει ο μακαρίτης.

Απ’ το στενόμακρο παραθύρι κοίταξε τον ουρανό, μπλαβιασμένος ο ουρανός, χιονίζει μερόνυχτα, μα δε λέει να ξεθυμάνει. Καινούργιο χιόνι πάνω στο παλιό και ο λυσσασμένος παγωμένος αγέρας, να το κάνει πάγο. Βουνά ο πάγος να παραβγαίνουν θαρρείς σε μπόι με τα κατσάβραχα.

Για τον κύρη της ξέρει, τον πήρε κοντά του ο Θεός! Θεός σχωρέσ’ τον.

Μα εκείνος που να ‘ναι; Ο γιος της, το μοναχοπαίδι της, ε, βρε παιδεμός να τον μεγαλώσει, άντρακλας έγινε, που η Παναγιά να τον φυλάει.

Κι ήταν ώρες να βρει το ταίρι του, ν’ ανοίξει κι αυτηνής το σπίτι κι η καρδιά της, μα ήρθε ο πόλεμος.
Καί τώρα που να ‘ναι;

Πήγε χωρίς βιάση, άναψε το καντήλι της. “Εγώ δεν ξέρω Παναγιά μου που ‘ναι, μα εσύ ξέρεις· μάνα και του λόγου σου νογάς από καημούς”. 

Πήρε μετά μια ξεφτισμένη ρόμπα της κι άρχισε να τη ρεμπατεύει. Το χωριό, το Ηπειρώτικο χωριό δεχόταν με βόγκο το χιόνι που έπεφτε… έπεφτε… έπεφτε.

Το χιόνι έπεφτε… έπεφτε. Κόντευες να πιστεύεις πως δε θα μπορούσε η μέρα να διώξει τη νύχτα. Κι όμως ξημέρωσε και τότε τόλμησαν να ξεκινήσουν.

Μπρος ορθό εχθρικό το βουνό. Κάτω το Ηπειρώτικο χωριό, δεξιά ζερβά οι χαράδρες. Και το χιόνι να τους κόβει την ανάσα, να τους ζαλίζει, που τελειώνει το μονοπάτι, που αρχίζει η χαράδρα;

Καί πάγος κάτω, πάγος που γλιστράει, τσουλήθρα θανάτου. Κι απάνω στο βουνό, ‘κει προς την κορφή να καρτερούν τα πυρομαχικά -ζωή και θάνατος η έλλειψη τους -και τους είχαν τελειώσει. Κι αυτοί ανέβαιναν… ανέβαιναν κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο μέσα στην τόση παγωνιά είχαν ιδρώσει . Απ’ το κόπο κι απ’ τον φόβο…

Και ‘κει ήταν που και τα μουλάρια σταμάτησαν. Ή πιο σωστά πήραν τα πόδια τους τη γλιστρά της κατηφοριάς, οι ασήκωτες κάσες που ‘χαν στις πλάτες τους μετακινήθηκαν… κίνδυνος να γκρεμιστούν στο βάραθρο μαζί με τα μουλάρια. Κι απάνω στο βουνό εκεί προς την κορφή, να καρτερούν τα πυρομαχικά, ζωή και θάνατος η έλλειψη τους, και τους είχαν τελειώσει…

- “Δε φτάνουμε”, είπε ο λοχίας κι όλοι συμφώνησαν.
“Δε φτάνουμε ‘κει πάνω”.
“Να κατεβούμε στο χωριό, να ζητήσουμε παλιολινάτσες να βάλουμε στα ποδάρια των ζωντανών να μη γλιστράνε”, είπε ο δεκανέας κι όλοι το ‘δαν σα μόνη ελπίδα.

Πήρε δυο φανταράκια ο δεκανέας μαζί του και ροβόλησαν για το χωριό. Στο έμπα ήταν που αντάμωσαν τον παπά με δυο-τρεις άλλους που ασφάλιζαν γερά ένα παραθύρι της Εκκλησιάς μη τύχη και ο χιονιάς μπει μέσα.

Τους είδε να ‘ρχονται αλαλιασμένοι.

“Παιδιά, έσπασε το μέτωπο”, ρώτησε ο παπάς και κρεμάστηκαν κι οι υπόλοιποι απ’ το στόμα του. Είχε σπάσει η χολή τους, τέτοια τρομάρα!

“Παπά, το και το, γρήγορα μονάχα βρες παλιολινάτσες κι οι απάνω μείναν χωρίς βόλι”.
Είχε πιαστεί να κάθεται στο σκαμνί, της πόνεσε η μέση “έρμα γεράματα” γκρίνιαξε, τράβηξε κατά το παραθύρι, το παραθύρι, που το μαστίγωνε το χιόνι.

“Αγρίεψε ο καιρός, φύλαγε τα παιδιά μας, Παναγιά μου, ξέρεις εσύ πως…”.
Δεν απόσωσε, τους είδε εκεί στην Εκκλησιά. Λαχτάρησε. Καλά, ο παπάς να ‘ναι εκεί, η φανταρία όμως; Τυλίχτηκε σφιχτά με το χοντρό σάλι της και βγήκε κι αντάμωσε τη χιονοθύελλα. Κουβέντιαζαν έντονα, δε την κατάλαβαν.

“Να μαζώξουμε λινάτσες κι ό,τι μας βρίσκεται, μα μη θαρρείς πως τα ζωντανά δε θα γλιστράνε πάλι. Ξέρουμε από τέτοια κι έχουν χαθεί αν έχουν χαθεί ζωντανά μαζί μ’ ανθρώπους σε τούτα τα φαράγγια!”,είπε σκεφτικά ο παπάς.

“Εγώ θα σας πω και κάτι άλλο παλληκάρια: Τώρα να βαρέσουμε την καμπάνα, να καλέσουμε τις κυράδες να μας βρούνε ό,τι έχουν και δεν έχουν σε λινατσόπανα, θα κυλήσει ώρα. Άντε τα μαζώξαμε, τα πήρατε, πάτε στην ευχή του θεού. Μέχρι ν’ ανταμώσετε τους άλλους και τα ζωντανά σας βρήκε η νύχτα. Και δε δείχνει ο ουρανός να ξανοίγει, ώρα στην ώρα άλλη χιονιά έρχεται. Δε θα προκάνετε και εσείς λέτε πως βόλι πάνω στην κορφή οι φαντάροι μας δεν έχουνε βόλι, όχι οβίδες και…”.

Δεν αποτέλειωσε. Η φωνή κοφτή τον έκοψε. “Δεν προκάνουνε!!!…”.

Γύρισαν, είδαν τη γυναίκα που σίμωσε.

“Δε προκάνουνε”, ξανάπε με πεποίθηση.
“Και κυρά Σαράντη, τι λες να γίνει;” ρώτησε ο παπάς.
“Βάρα την καμπάνα, παπά μου, να μαζωχτούν οι γυναίκες. Εμείς θα ζαλωθούμε τα κιβώτια”. “Εσείς;” ξαφνιάστηκαν οι φαντάροι.

“Τα γουρουνοτσάρουχα δε γλιστράν, ξέρουμε σα τα σπιτικά μας τα μονοπάτια, “θα αντέξετε; Είναι βαριά, πες ασήκωτα”, είπε δειλά ο δεκανέας. 

“Βαστάν οι καρδιές και τα κότσια τους”, είπε ο παπάς και ανακούφιση και περηφάνεια ένιωσε.

“Το λοιπόν μην αργείς παπά μου, και ξαναμούτρωσε ο καιρός”, είπε η γυναίκα και ίδια κοπελλίτσα τράβηξε για το σπίτι της, να βάλει τα γουρνοτσάρουχά της.

Η καμπάνα αυτοστιγμής χτύπησε δυνατά, χαρούμενα, ίδιος αναστάσιμος ο ήχος της…
Η μια πίσω απ’ την άλλη ανέβαιναν… ανέβαιναν… οι κάσες λύγιζαν τις μέσες τους, το χιόνι τις μάχονταν… ο θάνατος -το φαράγγι -δεξιά ζερβά τις παραμόνευε.

Κι αυτές ανέβαιναν… ανέβαιναν… 
πηγή.trelogiannis

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Βίος Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας, της Οσιομάρτυρος



site analysis

Η Αγία Αναστασία η Ρωμαία, η Οσιομάρτυς εορτάζει τις 29 Οκτωβρίου

Zoom in (real dimensions: 315 x 430)Εικόνα

Καταγωγή
Η Άγια Αναστασία κατήγετο από τη Ρώμη, έζησε δε κατά τους χρόνους του αιμοβόρου και χριστιανομάχου Δεκίου το 250 περίπου μ.Χ. Δεν έχανε τον καιρό της η Αναστασία στα 
μάταια και πρόσκαιρα Αυτή προσπαθούσε να στολίσει την ψυχή της με αρετές, για να αρέσει στο Χριστό. Όταν έγινε είκοσι ετών, αυτή η σεβαστή κόρη, απαρνήθηκε γονείς και 
συγγενείς, Μίσησε τον πλούτο και την δόξα. Εγκατέλειψε και όλες τις κοσμικές απολαύσεις και επήγε να ζήση μέσα σε Παρθενώνα.
Την εποχή εκείνη δεν είχαν δημιουργηθεί ακόμη τα Μοναστήρια. Γι αυτό πολλές νέες, που ήθελαν να αφιερωθούν στο Θεό, ζούσαν όλες μαζί σε ένα σπίτι μέσα εις τας πόλεις. 
Εκεί ασχολούνταν με την λατρεία του Θεού και με την διάδοση της χριστιανικής πίστεως στους ειδωλολάτρες και στους εβραίους. Μία μορφωμένη προϊσταμένη, πού ονομαζόταν 
Σοφία, την δέχτηκε και την δίδαξε τους κανόνες του παρθενικού βίου. Η Αναστασία μέρα με την ημέρα και με την βοήθεια του Θεού αύξανε τις αρετές της.

Την συλλαμβάνουν
Ο διάβολος όμως, βλέποντας αυτό προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την διώξει από τον Παρθενώνα. Χρησιμοποίησε τα όργανα του και αυτά επήγαν και ανέφεραν στον διοικητή,
Πρόβο ονομαζόμενο, ότι η Αναστασία δεν πιστεύει στους θεούς, πού πιστεύουν εκεί οι Ρωμαίοι, και ότι αναγνωρίζει, ότι ο Θεός είναι ο Κτίστης του παντός.
Ο Πρόβος, τότε εξαγριώθηκε εναντίον της Αναστασίας. Έδωσε διαταγή να την συλλάβουν. 

Στο δικαστήριο των ασεβών.
Ο άρχοντας προσπαθώντας με κολακείες και υποσχέσεις να της βρει πλούσιο γαμπρό, προσπαθούσε να την πείσει να θυσιάσει στους θεούς αλλιώς θα δοκίμαζε την μανία του. 
Όμως η Αναστασία με γεναίο φρόνημα του απάντησε στις κολακείες και τις απειλές του:
— Για μένα, άρχοντα μου, Νυμφίος είναι ο Χριστός. Ο θάνατος μου για χάρη Του είναι προτιμότερος και από τη ζωή μου. Για τον Χριστό μου αρνήθηκα όλες τις κοσμικές 
απολαύσεις. Οι πληγές, οι μαστιγώσεις, οι διάφορες τιμωρίες, για μένα είναι ευχάριστα, όταν τα υπομένω προς χάριν Εκείνου. Κάνε λοιπόν ότι έχεις να κάνης. Εγώ σου 
δηλώνω καθαρά: ξύλινους και πέτρινους θεούς σε καμία περίπτωση δεν θα λατρεύσω.

Της σπάζουν τα δόντια και την γυμνώνουν
Ακούγοντας αυτά ο ηγεμόνας διέταξε να την χτυπήσουν στο πρόσωπο. Τόσο την χτύπησαν που της έσπασαν τα δόντια και έτρεχε στο πρόσωπο της αίμα. Έπειτα έδωσε 
διαταγή να την γυμνώσουν για να την ρεζιλέψουν όμως η Αγία έμενε σταθερή στην πίστη της και ευχαριστούσε τον Κύριο.

Zoom in (real dimensions: 127 x 557)Εικόνα

Την καίουν
Ο άρχοντας όμως θύμωσε πάρα πολύ και διέταξε να βασανίσουν αλύπητα την νέα. Διέταξε και έμπηξαν στη γη τέσσερεις μεγάλους πασσάλους. Εκεί επάνω σ' αυτούς 
κρέμασαν την κόρη. Για να την βασανίσει ακόμη πιο πολύ, διέταξε να βάλουν από κάτω φωτιά. Έτσι., άρχισε να καίγεται το σώμα της κόρης από τις φλόγες, ενώ στην ράχη 
την χτυπούσαν οι υπηρέτες του αυτοκράτορα. Από τα πολλά βασανιστήρια από τις φλόγες και από τα κτυπήματα των υπηρετών του αυτοκράτορα το σώμα της κόρης κα 
σχίσθηκε. Η Άγια είχε τόσους πόνους, πού κανείς δεν μπορεί να τους περιγράψει. Οι φλέβες της είχαν ανοίξει και το αίμα της έτρεχε και η φωτά σιγά-σιγά την έκαιγε. 
Η κύρη όμως παρ’ όλα αυτά, δεν δείλιασε.

Στον τροχό
Το απάνθρωπο όμως εκείνο θηρίο, βλέπονιας, την κόρη να βαστάει ακόμα, διέταξε να την κατεβάσουν από εκεί να την βάλουν σε τροχούς. Η μηχανή του τροχού έσπαζε τα 
κόκκαλα της Αγίας. Εκείνη όμως παρ' όλα αυτά ακόμη βαστούσε με τη δύναμη ταυ Θεού. Υπέμενε όλα εκείνα τα βασανιστήρια η Αγία, λέγοντας σιγανά:
— Θεέ μου, Εσύ πού χαρίζεις δύναμη και υπομονή, μην απομακρύνεσαι από μένα αυτή την στιγμή, γιατί οι σάρκες μου έχουν καεί και τα κόκκαλα μου έχουν σπάσει. Θεέ μου, 
χάρισέ μου υπομονή να μείνω σταθερή μέχρι τέλους.
Όταν η κόρη τελείωσε τα λόγια αυτά, ώ του θαύματος! Αμέσως βρέθηκε γεμάτη υγεία, χωρίς ίχνος εγκαύματος. Την κοίταξε ο αιμοχαρής τύραννος και απορούσε. Δυστυχώς 
όμως εκείνος ο ανόητος ήταν πωρωμένος και δεν κατάλαβε το θαύμα.

Τα σιδερένια νύχια
Διέταξε τότε να κρεμάσουν και πάλι την κόρη, και με σιδερένια νύχια να της ξεσχίσουν το σώμα. Η Αγία όμως παρ' όλα αυτά εξακολουθούσε να προσεύχεται, χωρίς να 
υπολογίζει τα βασανιστήρια. Τότε ήλθε βοήθεια από τον Θεό και τα χέρια των δημίων έμειναν ξερά και ακίνητα. Απόρησε τότε ο άρχοντας για το γεγονός αυτό και σηκώθηκε 
από τον θρόνο του. Δεν ήξερε τί να κάνη. Έλεγε, ότι η Αναστασία είναι μάγισσα και γι' αυτό γίνονται αυτά τα καταπληκτικά πράγματα. Δεν ήθελε δε ο ελεεινός επ' ουδενί 
λόγω να πιστέψει στο Χριστό.

Της κόβουν τους μαστούς
Ο διάβολος έβαλε στο νου αυτοκράτορα να κόψει τους μαστούς της κόρης. Οι δήμιοι άρχισαν το απάνθρωπο έργο τους. Η Αγία όμως με το βλέμμα της στραμμένο προς τον 
ουρανό και με την σκέψη της καρφωμένη στο Χριστό, υπέμεινε, χωρίς γογγυσμό και αυτό ακόμη το βασανιστήριο.
Ο τύραννος τότε, βλέποντας υπεράνθρωπη την υπομονή της Αναστασίας προσπάθησε να βρει άλλο τρόπο για να βασανίσει ακόμη περισσότερο την Αγία. Διέταξε να της 
βγάλουν όλα τα δόντια της και τα νύχια.
Άρχισαν οι βασανιστές με τις τανάλιες να της ξεριζώνουν τα νύχια. Οι πόνοι ήσαν τρομεροί, αφόρητοι. Η Αγία όμως λες και δεν αισθανόταν κανένα πόνο. Στεκόταν ήρεμη σαν 
να μη συνέβαινε τίποτε. Ευχαριστούσε μόνο τον Κύριο, επειδή αξιώθηκε να πάθη για χάρι του. Έβριζε συγχρόνως συνέχεια τούς θεούς, πού λάτρευαν ο Αυτοκράτορας και 
οι άλλοι ειδωλολάτρες.

Zoom in (real dimensions: 273 x 395)Εικόνα

Της ξεριζώνουν τη γλώσσα
Επειδή δεν μπορούσε ο άπιστος άρχοντας να υπομένει τα λόγια αυτά της Αγίας, διέταξε να της κόψουν την γλώσσα. Αλλά να την κόψουν βαθειά από τον φάρυγγα. Εκείνη, 
όταν άκουσε τη διαταγή αυτή ζήτησε να την αφήσουν για λίγο να προσευχηθεί στον Κύριό της με φωνή για τελευταία φορά. Της επέτρεψαν. Ευχαρίστησε τότε τον Θεό και 
τον παρεκάλεσε να την δυναμώσει να βαστάξει μέχρι τέλους και να πεθάνει ένδοξα. Επίσης τον παρεκάλεσε να της δώσει την δύναμη να θεραπεύει κάθε αρρώστια. Όταν 
τελείωσε η Αγία την προσευχή της, θεϊκή φωνή ακούστηκε από ψηλά, λέγοντάς της, ότι θα γίνει ότι ζήτησε.
Η κόρη όταν άκουσε την φωνή χάρηκε πάρα πολύ και είπε στον άρχοντα να κάνη αυτό πού πριν από λίγο διέταξε. Οι σκληροί δήμιοι τότε της τράβηξαν την γλώσσα με τανάλια 
και την έκοψαν σύρριζα. Τα ρούχα της βάφτηκαν κόκκινα από το αίμα.

Αποκεφαλίζεται
Η Αγία τότε από τα πολλά βασανιστήρια, ζήτησε λίγο νερό να βρέξει το ματωμένο στόμα της. Έτρεξε αμέσως με προθυμία και της έδωσε νερό κάποιος Χριστιανός, πού 
ονομαζόταν Πρόβος. Εκείνος όμως έπειτα από λίγο πλήρωσέ πάρα πολύ ακριβά την πράξη του. Ο Αυτοκράτορας διέταξε, ουρλιάζοντας από μανία, να κόψουν το κεφάλι 
του Πρόβου και της Αναστασίας.
Για μερικές ημέρες το σώμα της Άγιας έμεινε εκεί, όπου μαρτύρησε, χωρίς να το αγγίζει κανείς άνθρωπος ή ζώο με την βοήθεια της θείας χάριτος.
Η Σοφία από την στιγμή, που είχε φύγει η Αγία, γονατιστή συνέχεια παρακαλούσε τον Θεό να βοηθήσει την Αγία να αντιμετωπίσει τα βασανιστήρια του άρχοντα νικηφόρα. 
Σε μια στιγμή όμως ενώ εκείνη με θερμά δάκρυα προσευχόταν στον Θεό, παρουσιάστηκε μπροστά της ένας άγγελος Κυρίου και της ανακοίνωσε το μαρτύριο και το τέλος της 
Αναστασίας. Εκείνη τότε από το γεγονός χάρηκε υπερβολικά.

Ευχαριστούσε το Θεό, πού την αξίωσε να είναι πνευματική μητέρα μιας Αγίας. Κατόπιν ο Άγγελος την βοήθησε να εύρη το άγιο λείψανο της Αγίας. Εκείνη όταν το είδε, με θερμά 
δάκρυα το καταφιλούσε λέγοντας:
— Παιδί μου, πού σε ανάθρεψα με τόσον κόπο, σε ευχαριστώ, διότι άκουσες τις συμβουλές μου, φύλαξες τις υποσχέσεις πού είχες δώσει, και έτσι μπόρεσες ντυμένη με το 
ολόλευκο φόρεμα της αγνότητος και στολισμένη με τις πληγές του μαρτυρίου σου να αντικρίσεις τον Χριστό μας μέσα σε όλο το μεγαλείο του. Σε παρακαλώ θερμά βοήθησε με 
και μένα τώρα πού είμαι γερασμένη και παρακάλεσε τον Θεό να κληρονομήσω την αιώνια Βασιλεία.
Όταν τελείωσε τα λόγια της και ενώ σκεπτόταν, πώς θα μπορέσει να σηκώσει το Άγιο λείψανο, παρουσιάσθηκαν μπροστά της δύο σεβαστοί άνδρες. Αυτοί σήκωσαν το λείψανο 
και με την Σοφία το μετέφεραν στη Ρώμη και το τοποθέτησαν μέσα σε μία Εκκλησία.
Η μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Αναστασίας της Ρωμαίας η οποία τόσα βασανιστήρια υπέμεινε για την δόξα του Χριστού μας, τιμάται από την Εκκλησία μας στις 29 Οκτωβρίου.


Zoom in (real dimensions: 229 x 368)
Εικόνα


Στίχος
Κάρας τομὴν ἤνεγκε ῥώμῃ καρδίας, βλάστημα Ῥώμης, Μάρτυς Ἀναστασία. Τλῆ δὲ Ἀναστασίη ἐνάτη ξίφος εἰκάδι ὀξύ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσει ἐκλάμψασα, ὥσπερ παρθένος σεμνή, ἀθλήσεως αἵμασι, τὴν τῆς ἁγνείας στολήν, ἐνθέως ἐφοίνιξας• ὅθεν Ἀναστασία, ὡς Ὁσία καὶ Μάρτυς, χάριτας
ἰαμάτων, ἀπαστράπτεις τῷ κόσμῳ, πρεσβεύουσα τῷ Σωτήρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοvτάκιοv. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας νάμασι, καθηγνισμένη Ὁσία, μαρτυρίου αἵμασι, Αvαστασία πλυθεῖσα, παρέχεις, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν τοῖς προσιοῦσιν, 
ἐκ καρδίας• ἰσχὺν γὰρ νέμει, Χριστὸς ὁ βρύων, χάριν ἀέναοv.

Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἐκ βρέφους τῷ Θεῷ, ἀνετέθης Ὁσία, νεκρώσασα σαρκός, ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη, εἰς ὕψος δ' ἀνέδραμες, μαρτυρίου περίδοξον, ἐναθλήσασα, Ἀναστασία νομίμως,
καὶ τόν δράκοντα, καταβαλοῦσα εἰς χάος, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.

Μεγαλυνάριον.
Ἔφυς ὥσπερ ῥόδον πανευθαλές, ἐν δικαιοσύνης, τοῖς λειμῶσιν ἀσκητικῶς, καὶ ὀσμὴν χαρίτων, ἀθλητικῶς ἐκπέμπεις, σεμνὴ Ἀναστασία, τοῖς σὲ γεραίρουσι.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Η 94χρονη Ηπειρώτισσα «ηρωίδα της Πίνδου» -Μια από τις γυναίκες που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή το 1940



site analysis
Αθηνά Ντιναλέξη: Η 94χρονη Ηπειρώτισσα «ηρωίδα της Πίνδου» -Μια από τις γυναίκες

[εικόνες]


Η 94χρονη, πλέον, Αθηνά Ντιναλέξη, είναι μια από τις γυναίκες που συνέδεσαν το όνομά τους με το έπος της Πίνδου. Ηταν μόλις είκοσι χρονών όταν, μαζί, με άλλες συμπατριώτισές της αψήφισε κάθε κίνδυνο και ανέβηκε στα βουνά για να βοηθήσει τους στρατιώτες που μάχονταν τους Ιταλούς.
Γεννημένη το 1920 στο χωριό Ελαφόνησος του δήμου Ζαγορίου, η Αθηνά Ντιναλέξη, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, κουβαλούσε πολεμοφόδια, τροφή και νερό στους στρατιώτες που υπερασπίζονταν από τις επιθέσεις των Ιταλών το ύψωμα της Γκραμπάλας.
Το βράδυ της Δευτέρας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, σε μια συγκινητική τελετή, την βράβευσε με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Τιμής για την προσφορά της στην πατρίδα, το θάρρος και την αυταπάρνησή της.

«Η πολιτεία έρχεται να σε τιμήσει ακριβώς γι' αυτό που έκανες, δε σε ξέχασε» της είπε ο κ. Παπούλιας και πρόσθεσε: «Γι' αυτά που έκανες τα αξέχαστα και τα γενναία». «Δεν ξεχνιούνται αυτά...» παραδέχθηκε η κ. Ντιναλέξη.

Η κ. Ντιναλέξη ζει τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Εχει τρεις γιους που ζουν στα Ιωάννινα, μία κόρη που ζει στη Θεσσαλονίκη, οκτώ εγγόνια και επτά δισέγγονα. Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν η κόρη και η εγγονή της και φιλικά της πρόσωπα.

Νωρίτερα, η ίδια, όπως αναφέρει το «Εθνος» περιέγραψε στους δημοσιογράφους στιγμές από το έπος του '40.
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ


.

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Περί της παρθένου Ποταμιαίνης (από το Λαυ­σα­ϊ­κόν)



site analysis


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΙΝΗΣ
Αυ­τός ο αβ­βάς ‘­Ισίδωρος ο ξε­νο­δό­χος όταν συ­ναν­τή­θη­κ­ε με τον Μέ­γα Αν­τώ­νιο, του εί­χε διηγηθεί και τα πιο κά­τω: «Στον και­ρό του Μα­ξι­μί­νου ­του τυ­ράν­νου, ήταν μια πο­λύ ό­μορ­φη κό­ρη που ­λε­γό­ταν Πο­ταμι­αίνη. Αυ­τή ή­ταν δου­λεύ­τρα σ’ έ­να ­πα­ρά­νο­μο και α­σελγή άρ­χον­τα ο ο­ποί­ος την πίεζε ­να κά­νει το κα­κό θέλημα του, και της έ­τα­ζε να της ­δώ­σει πολ­λά χρήμα­τα. Η κό­ρη όμως δεν ήθε­λε ού­τε να α­κού­σει τέ­τοι­α ά­τι­μη κου­βέν­τα. Ε­κεί­νος­ δε ο α­σελγής, που δεν άν­τε­χε τον πει­ρα­σμό και την ­κα­τα­φρό­νη­ση της κό­ρης, πήγε στον η­γε­μό­να και ­την κα­τάγ­γει­λε ότι είναι χρι­στια­νή, πως υβρί­ζει ­τους θε­ούς και τους βα­σι­λιά­δες δίνοντάς του και πολ­λά λε­φτά να την πεί­σει να κά­νει το θέλη­μά του χω­ρίς να την τι­μω­ρή­σει. Αν όμως δεν ­πεί­θε­ται να την βα­σα­νί­σει με πι­κρές τι­μω­ρί­ες μέ­χρι να πε­θά­νει.
Έ­φε­ραν λοι­πόν την Πο­τα­μια­ίνη ε­νώ­πιον του κρι­τη­ρί­ου και ο τύ­ραν­νος με κο­λα­κευ­τι­κά λό­για προ­σπά­θη­σε, αλ­λά δεν κα­τά­φε­ρε να την πεί­σει να κά­νει το θέ­λη­μά του. Άρ­χι­σε τό­τε με δι­ά­φο­ρα τι­μω­ρη­τι­κά όρ­γα­να να τη βα­σα­νί­ζει χω­ρίς να πε­τυ­χαί­νει τί­πο­τα. Δι­έ­τα­ξε να την βά­λουν σε πυ­ρω­μέ­νο χάλ­κω­μα γε­μά­το πίσ­σα. Ε­νώ έ­βρα­ζαν την πίσ­σα της λέ­γει ο τύ­ραν­νος- πή­γαι­νε να κά­νεις το θέ­λη­μα του α­φέν­τη σου η θα σε ρί­ξω μέ­σα στο κα­ζά­νι με την πίσ­σα. Τό­τε η­ κό­ρη του λέ­γει Δεν εί­δα α­δι­κό­τε­ρον δι­κα­στή α­πό ε­σέ­να, ού­τε θα βρε­θεί, ε­πει­δή με α­ναγ­κά­ζεις στην α­σέλ­γεια.
Θύμωσε ο δι­κα­στής και δι­έ­τα­ξε να την ρί­ξουν ο­λό­γυ­μνη μέ­σα στην πίσ­σα. Τό­τε η κό­ρη φώ­να­ξε. σε ορ­κί­ζω στο κε­φά­λι του βα­σι­λέ­α, να μη μου βγά­λουν τα ρού­χα, και μό­νη μου θα κα­τε­βώ σι­γά σι­γά μέ­σα στην πίσ­σα, για να γνω­ρί­σεις τη δύ­να­μη που μου χα­ρί­ζει ο Χρι­στός τον Ο­ποί­ον ε­σύ δε γνώ­ρι­σες. Την ά­φη­σε ο τύ­ραν­νος και αυ­τή κα­τέ­βη­κε μέ­σα στο χάλ­κω­μα με τη καυ­τή πίσ­σα και ό­ταν έ­φτα­σε η πίσ­σα μέ­χρι το λαι­μό της, πα­ρέ­δω­σε το πνεύ­μα της στο Θε­ό.
Πολ­λοί α­κό­μη άν­δρες και γυ­ναί­κες μαρ­τύ­ρη­σαν τό­τε στην Α­λε­ξάν­δρεια και πή­ραν του μαρ­τυ­ρί­ου το στε­φά­νι.
Από το βιβλίο του π. Χαράλαμπου Νεοφύτου “Βιαστές της βασιλείας του Θεού”, που ευγενικά μας διέθεσε.
Υπάρ­χουν βι­βλί­α γνω­στά σε πολ­λούς και άλ­λα σε λί­γους και με­ρι­κά σε ε­λά­χι­στους. Ένα α­πό τα λί­γο γνω­στά βι­βλί­α εί­ναι και το «Λαυ­σα­ϊ­κό», αρ­χαί­ο βι­βλί­ο του πέμ­πτου αι­ώ­να μ.Χ. Το βι­βλί­ο γρά­φτη­κε α­πό τον επί­σκο­πο Η­ρα­κλεί­δη, ό­πως δεί­χνει και το δείγ­μα σε­λί­δας που πα­ρα­θέ­του­με πιο πά­νω. Ο συγ­γρα­φέ­ας του βι­βλί­ου έ­ζη­σε 30 χρό­νια μο­να­χός και 20 χρό­νια επί­σκο­πος.
Το πε­ρι­ε­χό­με­νο του βι­βλί­ου εί­ναι μια συλ­λο­γή βι­ο­γρα­φι­ών των α­σκη­τών, αν­δρών και γυ­ναι­κών, που έ­ζη­σαν στις ά­γο­νες έ­ρή­μους της Αιγύπτου και της Πα­λαι­στί­νης και γρά­φτη­καν για το θα­λα­μη­πό­λο του αυ­το­κρά­το­ρα Θε­ο­δο­σί­ου, το Λαύ­σον τον Πραι­πό­σι­το, α­πό τον ο­ποί­ο πή­ρε και η συγ­γρα­φή, το ό­νο­μα «Λαυ­σα­ϊ­κό»

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Η Αγία Μάρτυς Σεβαστιανή



site analysis


Στα χρόνια του αυτοκράτορα Δομετιανού κατά το έτος 82, ζούσε στην πόλη του Μαρκιανού η Αγία αυτή Σεβαστιανή, κηρύττοντας τον Χριστό και συκοφαντήθηκε στον ηγεμόνα Σέργιο ως Χριστιανή. Αφού παρουσιάσθηκε λοιπόν μπροστά του, ομολόγησε ότι πιστεύει στον Χρι­στό και ότι διδάχθηκε και βαπτίσθηκε από τον Απόστολο Παύλο και ό­τι είναι έτοιμη να πεθάνει για τον Χριστό. Γι’ αυτό αρχικά την έδειραν σε όλο το σώμα με σφαίρες μολυβένιες, έπειτα την έβαλαν στη φυλακή. Ε­κεί της εμφανίσθηκε ο Απόστολος Παύλος και της είπε· «Χαίρε και μη λυπάσαι, διότι θα πας δεμένη και στη δική σου πατρίδα για την ομολο­γία του Χριστού». Μετά λοιπόν από επτά ημέρες την έβγαλε ο άρχοντας από την φυλακή. Και αφού έκαψε δυνατά ένα καμίνι, διέταξε να βάλουν σ’ αυτό την Αγία. Τότε την ερριξαν στο καμίνι και έμεινε μέσα αρκετή ώρα. Παραμένοντας όμως άβλαβής, βγήκε έξω και έκανε όλους να θαυ­μάζουν και να απορούν πολύ. Κατόπιν, την ώρα που η Μάρτυς προσευ­χόταν, έγινε ένας θόρυβος από τον ουρανό και μία αστραπή και βροντή. Έπεσε ακόμη και τόσο πολύ χαλάζι, ώστε έσβησε τη φωτιά της καμίνου, αλλά και πολλοί από αυτήν τη χαλαζόπτωση κινδύνεψαν να πεθάνουν. Αλλά και αυτός ο ηγεμόνας έφυγε από το φόβο του με όσους παρευρίσκονταν εκεί.
Sebastiani_Martys
Μετά από αυτά της λέει ο ηγεμόνας· «Ποιά είσαι εσύ; και ποιά είναι η κατάστασή σου; και από ποιά χώρα κατάγεσαι»; Η Αγία όμως σιωπούσε. Μαθαίνοντας όμως από τους παρευρισκομένους, ότι ήταν από την μητρόπολι της Ηράκλειας, την έστειλε δεμένη στον εκεί ηγεμόνα.
Τότε Άγγελος Κυρίου της εμφανίστηκε και της είπε· «Έχε θάρρος θυγατέρα, διότι όταν θα παρουσιασθείς στον ηγεμόνα, τότε εγώ θα είμαι μαζί σου». Φθάνοντας λοιπόν στην Ηράκλεια, παρουσιάσθηκε στον ηγεμόνα, ο οποίος αφού την κρέμασε επάνω σε ξύλο, που ήταν σαν μάγγανος, καταξέσχιζε το σώμα της για διάστημα τριών ωρών. Και οι μεν σάρ­κες της Αγίας ενώ κόβονταν, ευωδίαζαν, ενώ η ίδια με σιωπή προσευχό­ταν, ώστε έλεγαν όλοι, ότι δεν πάσχει σώμα έμψυχο και ζωντανό, αλλά άψυχο. Αφού την κατέβασε από τον μάγγανο, την έρριξε στα θηρία, για να την φάνε. Ένα μεγάλο όμως λιοντάρι πλησίασε κοντά στην Αγία, και – παράξενα – με ανθρώπινη φωνή την μεν Μάρτυρα του Χριστού ε­παινούσε και μακάριζε, ενώ τους άπιστους και παράνομους έλεγχε και κατηγορούσε. Έπειτα αφέθηκε και μία λέαινα κατά της Αγίας, η οποία, πλησιάζοντας κοντά, στάθηκε στο άλλο πλευρό της Μάρτυρος. Και λοι­πόν στέκονταν τα δύο λιοντάρια, το ένα από τα δεξιά και το άλλο από τα αριστερά της Αγίας, σαν αρνιά άκακα.
Επειδή λοιπόν ο ηγεμόνας απορούσε, και δεν ήξερε τί να κάνει, γι’ αυτό διέταξε να αποκεφαλίσουν την Μάρτυρα έξω από την πόλη. Η Α­γία τότε, αφού αποκεφαλίστηκε, ω του θαύματος!, αντί να ρεύσει αίμα, έρευσε γάλα. Το δε άγιο σώμα και την κεφαλή της διέταξε ο δυσσεβέστατος ηγεμόνας να βάλουν μέσα σε σάκκο και μαζί με αυτά να βάλουν και τριακόσια λίτρα μολύβι και έτσι να τα ρίξουν στην θάλασσα. Άγγε­λος όμως Κυρίου έσκισε τον σάκκο και έβγαλε το λείψανο σε τόπο που λέγεται Ρισηστό. Όταν το έμαθε αυτό μία γυναίκα της συγκλήτου, Αμμία ονομαζόμενη, πήγε στον τόπο εκείνο και, αφού τύλιξε με σεντόνια και άλειψε με μύρα το τίμιο λείψανο, το ενταφίασε σε ένα ξεχωριστό τόπο του Ρισηστού προς δόξα Θεού.
(Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συναξαριστής, τ. Α΄, εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Άγιον Όρος, σ.386-387)

Οι "Γερόντισσες" των εγκοσμίων



site analysis


20222-500x347






Σ’ ένα σπουδαίο βιβλίο, «Το Νέον Μητερικόν», πού περιέχει «φοβερές ιστορίες από τον πόλεμο των πειρασμών στην πόλη και στην έρημο», βρήκα διηγήσεις οί οποίες έχουν τόση σχέση με το θέμα μου και θα μου δώσουν την ευκαιρία να διατυπώσω μερικές σκέψεις.
Τις μεταφέρω εδώ, όπως τις έχει μεταφράσει ο καθηγητής και λογοτέχνης Π. Β. Πάσχος.
«Κάποτε, στην ώρα της προσευχής στο κελί του, ο μέγας Μακάριος άκουσε μια φωνή άνωθεν, να του λέγει:
-Μακάριε, πρέπει να ξέρεις, πώς, παρά τις προσευχές και την άσκησή σου, δεν έφτασες ακόμη στα μέτρα της αρετής, πού έχουν ανέβει εκείνες οι δύο γυναίκες, στη τάδε πολιτεία.
Το πρωί ο Γέροντας σηκώθηκε, άρπαξε το ξύλινο ραβδί του και πήρε το δρόμο για την πολιτεία εκείνη. Όταν έφτασε, ρώτησε κι έμαθε, που μένουν εκείνες οι γυναίκες και χτύπησε την πόρτα τους. Βγήκε λοιπόν ή μία γυναίκα και τον υποδέχτηκε στο σπίτι, με πολύ χαρούμενο πρόσωπο. Ώσπου να καθίσει ο Γέροντας να πάρει μια ανάσα, ήρθε και ή άλλη. Τότε τις κάλεσε και τις δυο κοντά του και μόλις κάθισαν τους λέει:
—Έκαμα όλο το δρόμο και υπέμεινα τόση κούραση, ώσπου από την έρημο να φτάσω ίσαμε εδώ. Σάς παρακαλώ, λοιπόν, να μου πείτε ποια είναι ή πνευματική σας εργασία και οί αρετές, πού αγωνίζεστε ν’ ασκείτε.
Εκείνες απαντούν, με πολλή απλότητα
-Πίστεψε μας, άγιε Γέροντα, πώς δεν μένουμε έξω από τα κρεβάτια των συζύγων μας. Ποια εργασία πνευματική λοιπόν, περιμένεις από μας;
Όμως, ο Γέροντας τους έβαλε μετάνοια και τις παρακάλεσε να του φανερώσουν την αρετή τους.
Βλέποντας τότε την πολλή υπομονή του, είπαν στον άγιο Γέροντα
—Εμείς είμαστε ξένες για τούτο τον κόσμο, κ’ έτυχε να παντρευτούμε συζύγους, πού ήταν αδέλφια κατά σάρκα. Από τότε, πού ζούμε σε τούτο το σπίτι με τους άνδρες μας, δεν θυμούμαστε να'χουμε μαλώσει ποτέ μεταξύ μας, ούτε να πούμε άσχημη κουβέντα ή μια στην άλλη. Πάντα ζούμε, όλα τα χρόνια με ειρήνη και ομόνοια, αγαπημένες. 
Κάποτε μας ήρθε ένας περίεργος λογισμός: Να εγκαταλείψουμε τους άνδρες μας και να πάμε σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι να ζήσουμε. Κάναμε αγώνα και παρακαλέσαμε πολύ τους άνδρες μας να αφήσουν να φύγουμε. Μα δεν τα καταφέραμε να τους πείσουμε. Έτσι, καθώς δεν πετύχαμε αυτό το σκοπό μας, κάναμε μια συμφωνία (οι δυο μας με το Θεό): Να μη βγει ποτέ απ’ το στόμα μας κανένας κοσμικός λόγος, αδιαφόρετος.
Ακούγοντας τούτα τα λόγια ό άγιος εκείνος Γέροντας, θαύμασε και είπε:
—Αληθινά δεν παίζει κανένα ρόλο το ν’ ακολουθεί κανείς τον παρθενικό βίο ή τον έγγαμο, το νά είναι μοναχός ή κοσμικός, για να του χαρίσει ό Θεός το πνεύμα Του και το έλεος Του. Εκείνο, πού μονάχα ζητάει από μας είναι ή προαίρεση.
Ό Γέροντας οικοδομήθηκε πνευματικά πολύ από την αρετή τους κ’ επέστρεψε στο κελί του, στην έρημο, δοξάζοντας το Θεό».
Ό μέγας Μακάριος ήταν ενάρετος. Ήταν ό ασκούμενος και προσευχόμενος. Διέτρεχε, όμως, τον πνευματικό κίνδυνο να δεχτεί ότι έχει φτάσει στην ανώτατη κλίμακα των αρετών και αυτό θα ήταν μεγάλη πτώση. 
Ή άνωθεν φωνή τον προτρέπει να πάρει το πνευματικό μάθημα από δυο γυναίκες, πού ζούσαν στον κόσμο. 
Δεν του υπέδειξε κάποιον συνασκητή του ή κάποιον φημισμένο για την αγιότητα του όσιο. 
Το σχέδιο του Θεού ήταν να παραμείνει ό Γέροντας στην ταπείνωση, να είναι μετριοπαθής και προπαντός ν’ αποφεύγει την περιφρόνηση των εν τω κοσμώ αδελφών του. 
Οι δυο γυναίκες ήταν άγνωστες στον πολύ κόσμο. Κανένας δεν γνώριζε τον καρποφόρο πνευματικό τους αγώνα και οί ίδιες δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι είχαν αποκτήσει γνήσια αγάπη, με την οποία απέφευγαν τους κοσμικούς λόγους, τη χυδαιολογία και την κατάκριση. 
Σύμφωνα με τη φωνή του Θεού, ό Γέροντας δεν είχε αποκτήσει την αγάπη, πού είχαν δυο γυναίκες ούτε και τον έλεγχο των λόγων του, παρόλο, πού εκείνες ζούσαν οικογενειακή ζωή και οί σύζυγοι τους δεν συμμερίζονταν τον αγώνα τους. Ό Θεός γνώριζε την αγαθή τους προαίρεση και ήθελε ό ασκητής Μακάριος να διαπιστώσει μόνος του ότι ή προαίρεση είναι πού σώζει τον άνθρωπο.
Ή επιθυμία των δυο γυναικών να ζήσουν σε μοναστήρι δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Οί σύζυγοι τους, τους έκοψαν την επιθυμία αυτή. Αυτές, όμως, επιδόθηκαν σ’ άλλες αρετές και πέτυχαν εκείνο, πού δεν είχε κατορθώσει ο Μακάριος με την πολύχρονη άσκηση και την αδιάλειπτη προσευχή.
 Οί γυναίκες, που ζούσαν στον κόσμο, αποτέλεσαν φωτεινό παράδειγμα στον μέγα Μακάριο, ό οποίος ζούσε στην αγιοτόκο έρημο!
Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης. ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

π.Ανδρέας Κονάνος: ΕΙΣΑΙ “Η ΗΣΟΥΝ ΕΤΟΙΜΗ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΜΑΝΑ;



site analysis



Μια πιστή Ρωσίδα πήγε στον πνευματικό της στην Ρωσία και του είπε «Πατερ, θέλω να πάρω την ευχή σας να κάνω οικογένεια. Μου δίνετε την ευχή σας; Θέλω να ευχηθείτε για μένα και να με ευλογήσετε. Ήρθε η ώρα είμαι ώριμη πλέον στην ηλικία και θα παντρευτώ».
Και την ρωτά ο πνευματικός «Είσαι έτοιμη να φέρεις στον κόσμο έναν Άγιο. Μπορείς το παιδί που θα μεγαλώσεις να δείξεις ένα τέτοιο κλίμα γύρω σου ώστε να πάρει αυτή την υποψία της Αγιότητας;. Τότε σου δίνω την ευλογία μου.»
Δεν την ρώτησε για άλλα πράγματα. Δεν την ρώτησε αν έχει λεφτά , αν έχει δουλειά, αν έχει τα εξωτερικά στοιχεία που συνθέτουν ένα πετυχημένο γάμο. Της είπε «Μπορείς να εμπνεύσεις Αγιότητα σε αυτό το παιδί ; μπορείς να το κάνεις Άγιο;». Εννοώντας «Μπορείς εσύ να είσαι Αγία για να δώσεις και στο παιδί αυτή την επιθυμία της Αγιότητας ; Τότε να έχεις την ευχή μου να ξεκινήσεις, αλλιώς το να κάνεις οικογένεια επειδή σε πήραν τα χρόνια, επειδή ήρθε η ηλικία, επειδή όλες οι φίλες σου και οι φίλοι σου έχουν κάνει οικογένεια, δεν είναι σωστό ξεκίνημα. Δεν αρκεί αυτό.».
Πρέπει να ξεκινήσει κανείς με σοβαρότητα αυτή την υπόθεση, με περίσκεψη, με ωριμότητα, και προσευχή.
Πόση ώρα, πόσους μήνες κρατά η κυοφορία ; Εννέα μήνες και τελειώσαμε ; Πέρασαν εννέα μήνες. Κρατήσαμε τόσο καιρό το παιδάκι μας στα σπλάχνα μας, το φέραμε στην ζωή. Και τελειώσες; Όχι. Ναι , το παιδί το έφερες στην ζωή, Άγιο όμως δεν το έκανες ακόμα. Τους δίνεις τροφή μας δεν αρκεί για να χορτάσει. Είναι και ο χαρακτήρας. Του πήρε ωραίο δωμάτιο έβαλες και κλιματιστικό, μπράβο σου. Έχεις βάλει και ζεστα χαλιά και υπολογιστή. Αλλά χρειάζεται και ποιότητα ζωής το παιδάκι, δηλαδή να βοηθήσεις το παιδί σου να γνωρίσει τον εαυτό του. Να γνωρίσει τον κόσμο γύρω του, να γνωρίσει μέσα από τον κόσμο τον συνάνθρωπο του, να γνωρίσει το Θεό, να γνωρίσει την αλήθεια. Έμαθες το παιδί σου να αγαπάει ; έμαθες στο παιδί σου να προσεύχεται; Έμαθες στο παιδάκι σου να γονατίζει να κάνει θυσίες και να ταπεινώνεται ; του έχεις δείξει εσύ με το δικό σου παράδειγμα τι θα πει ταπείνωση;
Σε έχει δει το παιδί σου να υποχωρείς, να ζητάς συγνώμη ; να χάνεις το δίκιο σου και να μην αντιμιλάς;. Σε έχει δει το παιδί σου από τα μικρά του χρόνια να αντέχεις στον πόνο χωρίς να διαμαρτύρεσαι , χωρίς να γκρινιάζεις και να αγανακτείς; Σε έχει δει όταν αποτυγχάνεις κάπου να το παίρνεις σαν αφορμή να πλησιάσεις περισσότερο τον Θεό και την ταπείνωση; Σε έχει δει να παραδέχεσαι ένα ΛΑΘΟΣ σου; Τότε πραγματικά θα ξέρει το παιδί σου γιατί ζει και που πηγαίνει. Θα ξέρει τον σκοπό που ζει σε αυτό τον πλανήτη και θα έχει πραγματικά αληθινούς ωραίους γονείς , οι οποίοι χωρίς να έχουν διαβάσει πολλα παιδαγωγικά , χωρις να ασχολούνται μόνο με το παιδί τους, αλλά με αβίαστο και ξεκούραστο τρόπο μέσα από την δική τους πορεία προς τον Θεό, θα βοηθούν και τα παιδιά τους. Και αυτό είναι πάρα πολύ ευλογημένο και αληθινό . Είναι μια αγωγή που γίνεται από γενιά σε γενιά με τρόπό αθόρυβο και άδηλο. Δεν φαίνεται αλλά γίνεται και επηρεάζει τον κόσμο όλο.
Από το βιβλίο του π.Ανδρέα Κονάνου «Αγάπη για πάντα».