Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Λόγος εις την αγίαν Ισαπόστολον Μυροφόρον Μαρία την Μαγδαληνή(Νικηφόρου Καλλίστου του Ξανθοπουλου)



site analysis


Από το βιβλίο του αρχ.Νεκταριου Ζιόμπολα''Η Ισαπόστολος Μαρία η Μαγδαληνή και η βυζαντινή υμνογράφος Κασσιανή-Οι παρεξηγημένες-Χρέος η αποκατάστασή τους''.
Παρακάτω παραθέτουμε έναν σχολιασμό του π Νεκταρίου, στο λόγο του Νικηφόρου Καλλίστου του Ξανθόπουλου εις την Αγ.Μαρία την Μαγδαληνή.
Ο λόγος του σοφοϋ και πιστοϋ Νικηφόρου του  Καλλίστου, όπως θα φανεί είναι ό,τι καλύτερο είναι γνωστό για την μεγάλη Μυροφόρο. Μάλιστα όσα γράφει για την νεανική της ζωή, για τα επτά δαιμόνια καί γενικά για την ζωή της πριν γνωρίσει τον Ίησοϋ Χριστό. Μάλιστα ειδικό ενδιαφέρον έχουν τα όσα αναφέρει το γιατί ό διάβολος με βάση την προφητεία «ιδού ή Παρθένος...»,ως αγνότατη την επισήμανε καί πάσχισε να θίξει την παρθενία της κλ.π. όπως θα δοΰμε. Τα στοιχεία αυτά είναι άγνωστα ακόμη καί στους πολύ θρησκευόμενους. Την Κυριακή των Μυροφόρων πού συνήθως γίνεται λόγος για τη Μαγδαληνή, το θέμα εστιάζεται ως προς τη στάση της την προσφορά της στον τάφο του Χρίστου ως μυροφόρα καί όχι για την εν γένει ζωή της. Όταν ή Αγία 22 Ιουλίου εορτάζεται, ή εορτή της περνά σχεδόν απαρατήρητη από το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Καί όμως, ως Πρόσωπο του άμεσου περιβάλλοντος του Χρίστου καί λόγω της τόσης συκοφαντήσεως καί σπιλώσεως της μνήμης καί ηθικής της από τους βλάσφημους πού έγινε λόγος, θα έπρεπε γενικά εκ μέρους της Εκκλησίας εύκαίρως- άκαίρως, κυρίως την Μ. Εβδομάδα καί το Πάσχα, να γίνεται λόγος για τη Με¬άλη αυτή μορφή της πίστεως, το ποια στην ουσία ήταν καί είναι, δίδοντας έτσι υλικό καί γνώση στο να αμύνονται οι πιστοί όταν θίγεται το ιερό της πρόσωπο. Το ότι έκκλησιαστικώς ιερά άμυνα δεν υπάρχειγια τη μεγάλη Μυροφόρο εκτός από φραστικά πυρά, είναι ένα κρίμα.

Ακόμη στο ότι υπάρχει άγνοια στους πιστούς -ακόμη καί σε ιερείς καί θεολόγους - για τη ζωή καί δράση της Μαρίας της Μαγδαληνής, φαίνεται ότι επαληθεύεται το «έκαστος εξ ετέρου σοφός, τότε πάλαι το τε νυν». Δηλαδή δεν «άρδευόμεθα» από τα κείμενα, από τίς πηγές, αλλά άρκούμεθα σε ό,τι συνήθως κυκλοφορεί, αναπαράγεται.

Με την ευκαιρία πάντως πού ασχολούμεθα εδώ με την ιερή αύτη προσωπικότητα, παρέχεται ή δυνατότητα στους αναγνώστες να μάθουν πολλά καί για αυτή τη μοναδική όντως μορφή της Εκκλησίας του Χρίστου.

Τα κείμενα του σοφού Νικηφόρου είναι σε δύσκολη αρχαΐζουσα γλώσσα. Όρισμένα άπ' αυτά θα τα σχολιάσουμε πλην ελευθέρως.

«...Πατρίς τοίνυν (λοιπόν) τη μακαριά ταύτη μαθήτρια του Λόγου Μαγδαληνή, ην ό Θεός τω μεγάλω πατριάρχη Αβραάμ καί τοις εξ αυτού έπηγγείλατο, ή γη της επαγγελίας ή κληροδοτηθεϊσα τω Ισραήλ.... Αυτή μεν ουν της μακαριάς Μαγδαληνής ή πατρίς». Δηλαδή ή Παλαιστίνη. Οι γονείς της, «άνωθεν καί γαρ αύτοϊς ως εκ σειράς το της ευγενείας καλόν των άφ' ηλίου ανατολών καί ούτοι ορμώμενοι, ευγενείς το σώμα, την ψυχην ευγενέστεροι... Γεννώσι τοίνυν την μακαρίαν ταύτη ν Μαρίαν περί τα μέσα που της μοναρχίας του Καίσαρος Όκταβίου.... Έπεί δ' άπέσχετο γάλακτος, καί πόρρω τιτθών ην, καί άρτι ποσίν οικείοις έπιβαίνειν της γης ήρξατο, ουκ έπ' άτρακτονέρεΐδειν πήχεις, ούδ έρια νήθειν... άλλ' ες γραμματι-στού φοιτάν έγκελεύεται... καί ασκείται μεν αύτη, όσα τω θεόπτη γέγραπται Μωϋσεΐ, καί τη λοιπή σκιώδει Γραφή, δσα τε προφήται καί ψαλμοί διεξέρχονταΐ τοις μέντοι ψαλμοις καί προσετετήκει τα μάλιστα, καί τούτοις νυκτός ην καί ημέρας έμμελετώσα, καί των προφητικών έκείνοις έγκειμένη διηνεκές, όσα περί Χρίστου, ει'τ' ούν περί του ήλειμμένου καί Μεσσίου εμφανέστατα διαγγέλλουσιν».


Ιδού πώς αρχίζει ή ζωή της Μαγδαληνής Μαρίας. Αφού ως μικρά παιδίσκη ακόμη άπεκόπει από το μητρικό γάλα καί δεν είχε σχέση με τη θηλή του μαστού καί άρχισε να κινήται να σκέπτεται, δεν ασχολήθηκε με κλωστικά όργανα με το αδράχτι καί με το να γνέθει μαλλιά, αλλά παροτρύνθηκε να φοιτήσει να ακούσει προς διδαχή γραμματοδιδάσκαλο. Κάτι φυσικό όχι για όλους καί μάλιστα για μικρή παιδίσκη. Ασκείται λοιπόν στα του θεόπτου Μωϋσέως, στους προφήτες καί μάλιστα καταγίνεται με τους ψαλμούς του Δαβίδ. Φθάνει δε έως του σημείου να έρευνα να ένασχολεΐται με όσα περί Χρίστου Μεσσίου γίνεται λόγος στην Παλαιά Διαθήκη. Ή πληροφορία αύτη λέει πολλά για την μετέπειτα ζωή καί δράση της άκρως θρησκευόμενης Μαρίας. Εξ απαλών ονύχων λοιπόν διέτριβε στα ιερά βιβλία της Π. Δ. καί επομένως από πρώτο χέρι γνώριζε πολλά καί περί Μεσσίου. "Ωστε ή ζωή της αρχίζει με το να έχει εφοδιασθεί πνευματικά με τα όντως εφόδια της ζωής πού για τα παιδικά χρόνια της Μαρίας ήταν ό προφητικός λόγος, οί ψαλμοί. Καί συνεχίζεται το κείμενο.
»...'Άρτι δε των γονέων ταύτη διαμετρισαμένων το ζην, αυτή καί παρούσης εξουσίας είς το ραθυμεϊν, ουκ έμεινεν εν άπαιδευσία• ου γαρ προς τρυφάς άπεϊδε, καί βλακείας ανήκε το σώμα, καί τη λοιπή ραστώνη έκδεδιήτητο• καί ταϋτα παρηβώσαν ήδη την ήλικίαν επαγόμενη, πλούτω τε βριθομένη, καί άρτι παθών των εκ φύσεως επιβαίνουσα• άλλ' ασχολον έργον ταύτη νηστεία καί προσευχή, τηξις σαρκός, καί ή προς το θείον νεΰσις τε καί οίκείωσις, νόμου μελέτη, Γραφών άνάγνωσις... Τα του ρέοντος πλούτου ψυχής γενναιότητι αποθησαυρίζει...».


Ενώ ήταν ακόμη μικρή ή Μαρία, πέθαναν οι γονείς της οπότε είχε όλα τα περιθώρια καί την άνεση να ζήσει μια αδιάφορη καί ξέφρενη ζωή. Όμως ή θωρακισμένη από μικρή με τα ουσιώδη της ζωής Μαρία δεν είχε σχέση με «το ραθυμεϊν» ούτε «προς τρυφάς» εστράφη ή ζωή της καί με ότι καταγίνονται συνήθως τα νιάτα. Καί μάλιστα ενώ βρέθηκε να έχει κάποιον πλοϋτον από τους γονείς της καί ως εκ τούτου θα ήταν εύκολο ως νέα γυναίκα να κλίνει προς πάθη καί νεανικές αδυναμίες, αύτη πάση θυσία απέφευγε όλα αυτά. Καί αυτό το μπόρεσε διότι ως σκοπό καί βασική ασχολία της είχε τη νηστεία την προσευχή τη μελέτη των Γραφών καί την άσκηση, είς τρόπον ώστε να κυριαρχεί να έχει πλήρη έλεγχο στίς οποίες επιθυμίες της σαρκός, ή μάλλον να είναι οριστικά στραμένη προς τα θεια πράγματα. Θησαύριζε δηλαδή όχι τα ρέοντα καί χαμερπή, αλλά σε αρετή καί γενναιότητα ψυχής.
»...Ην γαρ αύτη καί προ της χάριτος τα της χάριτος σπουδαζόμενα. Άγνεία μεν βίου τοσαύτη έκέ-χρητο, καί ούτω δια σπουδής ην αύτη το της παρθενίας καλόν ως άποσχέσθαι μεν εορτών, άπείπασθαιδε πανηγύρεως καί του θάμα παραβάλλει προσήκουσι, καί άνδράσιν αύτοϊς ες όψιν το παράπαν άνομίλητα είναι των άτοπων καί γαρ έκρινε, παρθενεύειν έλομένη, καί της κατά την πράξιν αφής άφεστώσα δια των αισθήσεων οίον τισιν άσωμάτοις άφαϊ, του ποθούμενου δράττεσθαι πόρρωθεν, καί ο όραν αίσχρόν δια σώματος τούτο ταϊς διανοίαις καί τη του νου έμπαθεϊ συνάφεια έργάζεσθαι,ταϊς τε των ομμάτων έπιβολαϊς περιπτύσσεσθαι δι' ων άπεμάξατο τύπων ο πολλού δέουσι περί αυτών είδέναι, αϊ νυν άσκεϊν παρθενίαν προείλατο. Δια τοι ταϋτα καί γέλωτος άμετρίαν συνέστελλε, καί παρρησίας άφηρεϊτο το πλείστον, καί ησυχία έντρυφώσα συνήν αεί τω θεώ, νοός καθαρότητι συγγινομένη, καί τη συνέχει των Γραφών αναγνώσει καί τοις άλλοις καί πρόγε πάντων τη καί μέχρις αυτής παροράσεως παρθενία καί καθαρότητι».

Στήν παράγραφο αύτη ό συγγραφέας Κάλλιστος αναφέρει αρχικά κάτι το άκρως σπουδαίο, το ασύγκριτο θα έλεγα. Ότι ή νεαρή Μαρία εκεί στα Μάγδαλα της Γαλιλαίας, «καί προ της χάριτος τα της χάριτος σπουδαζομένη». Πρίν δηλαδή εμφανισθεί ό Χριστός αυτή κατεγίνετο, άσχολείτο μετά ζήλου καί στα σοβαρά, ήταν δοσμένη σε εκείνα τα μεγάλα καί τα υψηλά πού χαρακτηρίζουν τίς θεοφιλές ψυχές πού άκουσαν καί ελκύστηκαν από τη θεία διδασκαλία. Τόσο δε αυστηρή ήταν ή ζωή της άγνείας καί ψυχοσωματικής καθαρότητας καί φροντίδος ώστε να διατηρεί το αγαθόν της παρθενίας άμεμπτο, ώστε δεν είχε σχέση καί συμμετοχή σε συνάξεις καί ξεφαντώματα καί μάλιστα όπου υπήρχε το ανδρικό στοιχείο, απέφευγε το δυνατόν κάθε σχέση επαφή ή ακόμη καί συνομιλία. Καί όλα αυτά, διότι είχε χαράξει οριστικά καί μετά ζήλου ψυχής στο να παρθενεύει, καί επομένως έπρεπε να αποφεύγει καί να διατηρεί καθαρές τίς αισθήσεις της ως κόρην οφθαλμού, ωσάν να μην είχε σώμα καί για να πετύχει του ποθούμενου έπρεπε να απέχει στο να βλέπει ο,τι το αισχρό, διότι καί μόνο ματιά δυνατόν να έχει στη συνέχεια εμπαθείς λογισμούς πού οδηγούν ακόμη καί σε πράξεις. Έτσι απέφευγε ακόμη καί επιτρεπόμενους τύπους. Με άλλα λόγια ό,τι διακαώς ποθούν αυτές πού καί τώρα εκλέγουν την παρθενική ζωή. Γενικά ή Μαρία ζούσε καί εντρυφούσε στο δικό της ηθικό κόσμο καί δια της προσευχής καί μελέτης πάσχιζε να έχει κατά το δυνατόν συνεχώς καθαρόν τον νουν, να έχει πνευματική επαφή με το Θεό. Ακόμη καί στο να γελάσει είχε μέτρο καί απέφευγε τολμηρές εμφανίσεις. Προκειμένου λοιπόν να διατηρεί συνεχώς την ψυχική της καθαρότητα καί παρθενία δεν επέτρεπε στον εαυτό της το να παραβλέπει καί ολιγωρεί στα ιερά της καθήκοντα.


Στ' αλήθεια καταπλήσσουν όλα αυτά το τί αυστηρή ζωή ζούσε ως νέα γυναίκα ή Μαρία, μάλιστα πρίν κάνει την εμφάνιση του «το φως του κόσμου », δηλαδή σε εποχή άκρως ηθικής παρακμής. Εξαίρεση εξαιρέσεως ή τόσο πειθαρχημένη μάλιστα παρθενική ζωή πού ζούσε ή ψυχή αυτή, καί χωρίς να έχει πλάι της τους γονείς της ως στήριγμα. "Οντως αποτελεί ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ πού εκπλήσσει. Με βάση αυτά γίνεται φανερό το αβυσσαλέο συκοφαντικό μένος αυτών πού σπιλώνουν την τιμήν της καί ετοιμάζουν την κόλαση τους.
ΠΗΓΗ.ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

St Theodora of Sihla Commemorated on August 7 Troparion & Kontakion Saint Theodora, one of Romania’s greatest female ascetics, was born in the village of Vanatori, Neamts in the first half of the seventeenth century, and was the daughter of Stephen Joldea and his wife. In her youth, St Theodora went through a great trial in her family. Her sister, Marghiolita, had a tragic death. The event affected her deeply. At this point, the thought of retreating from the world blossomed in her heart. She wished to atone for her parents, for her sister, for herself. But her grieving parents did not agree to her decision, since she was now their only child. They entreated her, and, at the proper time, they married her to a young man from Ismail, who was working in their parts, and who often went to venerate the holy sites. After entering into a lawful marriage, they lived together in her husband’s house. St Theodora and her husband did not have any children. Therefore, she and her husband decided to enter the monastic life. Her husband went to the Skete of Poiana Marului, where he was tonsured with the name Eleutherius. He was also ordained to the holy priesthood. Theodora also received the monastic tonsure in the Skete of Poiana Marului. In just a few short years, she advanced in obedience, prayer, and asceticism, acquiring the grace of unceasing prayer of the heart. When her skete was destroyed by the Turks, she fled to the Buzau Mountains with her Spiritual Mother, Schemanun Paisia. They lived for several years in fasting, vigil and prayer, enduring cold, hunger, and demonic temptations. When her Spiritual Mother fell asleep in the Lord (between 1670-1675), St Theodora was led by God to the mountains of Neamts. After venerating the wonderworking Neamts Icon of the Mother of God (June 26) in the monastery, she was told to seek the advice of Hieromonk Barsanuphius of Sihastria Skete. Seeing her desire for the eremetical life, and recognizing her great virtues, he gave her Holy Communion and assigned Hieromonk Paul as her Father Confessor and spiritual guide. Fr Barsanuphius advised Theodora to go and live alone in the wilderness for a year. “If, by the grace of Christ, you are able to endure the difficulties and trials of the wilderness, then remain there until you die. If you cannot endure, however, then go to a women’s monastery, and struggle there in humility for the salvation of your soul.” Fr Paul searched in vain for an abandoned hermitage where St Theodora might live. Then they met an old hermit living beneath the cliffs of Sihla. This clairvoyant Elder greeted them and said, “Mother Theodora, remain in my cell, for I am moving to another place.” Fr Paul left Theodora on Mount Sihla, blessing her before he returned to the skete. St Theodora lived in that cell for thirty years. Strengthened with power from on high, she vanquished all the attacks of the Enemy through patience and humility. She never left the mountain, and never saw another person except for Fr Paul, who visited her from time to time to bring her the Spotless Mysteries of Christ and the supplies she needed to survive. St Theodora made such progress in asceticism that she was able to keep vigil all night long with her arms lifted up toward heaven. When the morning sun touched her face, she would eat some herbs and other vegetation to break her fast. She drank rain water which she collected from a channel cut into the cliff, which is still known as St Theodora’s Spring. When Turks attacked the villages and monasteries around Neamts, the woods became filled with villagers and monastics. Some nuns found St Theodora’s cell, and she called out to them, “Remain here in my cell, for I have another place of refuge.” Then she moved into a nearby cave, living there completely alone. An army of Turks discovered the cave, and were about to kill the saint. Lifting up her hands, she cried out, “O Lord, deliver me from the hands of these murderers.” The wall of the cave opened, and she was able to escape into the woods. As St Theodora grew old, she was forgotten and there was no one to care for her. Placing all her hope in God, she continued her spiritual struggles, and reached great heights of perfection. When she prayed her mind was raised up to Heaven, and her body was lifted up off the ground. Like the great saints of earlier times, her face shone with a radiant light, and a flame came forth from her mouth when she prayed. In time her clothes became mere rags, and when her food ran out, she was fed by birds just as the Prophet Elias (July 20) was. They brought crusts of bread to her from the Sihastria Skete. Seeing the birds come to the skete and then fly away with pieces of bread in their beaks, the Igumen sent two monks to follow them. Night fell as they walked toward Sihla, and they lost their way in the woods. They decided to wait for daylight, and began to pray. Suddenly, they saw a bright light stretching up into the sky, and went to investigate. As they approached, they saw a woman shining with light and levitating above the ground as she prayed. St Theodora said, “Brethren, do not be afraid, for I am a humble handmaiden of Christ. Throw me something to wear, for I am naked.” Then she told them of her life and approaching death. She asked them to go to the skete and ask for Fr Anthony and the hierodeacon Laurence to come and bring her Communion. They asked her how they could find their way to the skete at night, for they did not know the way. She said that they would be guided to the skete by a light which would go before them. The next day at dawn, Fr Anthony went to Sihla with the deacon and two other monks. When they found St Theodora, she was praying by a fir tree in front of her cave. She confessed to the priest, then received the Holy Mysteries of Christ and gave her soul to God. The monks buried her in her cave with great reverence sometime during the first decade of the eighteenth century. News of her death spread quickly, and people came from all over to venerate her tomb. Her holy relics remained incorrupt, and many miracles took place before them. Some kissed the relics; others touched the reliquary, while others washed in her spring. All who entreated St Theodora’s intercession received healing and consolation. St Theodore’s former husband, Hieromonk Eleutherius, heard that she had been living at Sihla, and decided to go there. He found her cave shortly after her death and burial. Grieving for his beloved wife, Eleutherius did not return to his monastery, but made a small cell for himself below the cliffs of Sihla. He remained close to her cave, fasting, praying, and serving the Divine Liturgy. He lived there for about ten years before his blessed repose. He was buried in the hermits’ cemetery and the Skete of St John the Baptist was built over his grave. St Theodora’s relics were taken to the Kiev Caves Monastery between 1828 and 1834. There she is known as St Theodora of the Carpathians. Our Venerable Mother Theodora was glorified by the Romanian Orthodox Church in June 1992.





St Theodora of Sihla

Saint Theodora, one of Romania’s greatest female ascetics, was born in the village of Vanatori, Neamts in the first half of the seventeenth century, and was the daughter of Stephen Joldea and his wife.
In her youth, St Theodora went through a great trial in her family. Her sister, Marghiolita, had a tragic death. The event affected her deeply. At this point, the thought of retreating from the world blossomed in her heart. She wished to atone for her parents, for her sister, for herself. But her grieving parents did not agree to her decision, since she was now their only child. They entreated her, and, at the proper time, they married her to a young man from Ismail, who was working in their parts, and who often went to venerate the holy sites. After entering into a lawful marriage, they lived together in her husband’s house.
St Theodora and her husband did not have any children. Therefore, she and her husband decided to enter the monastic life. Her husband went to the Skete of Poiana Marului, where he was tonsured with the name Eleutherius. He was also ordained to the holy priesthood.
Theodora also received the monastic tonsure in the Skete of Poiana Marului. In just a few short years, she advanced in obedience, prayer, and asceticism, acquiring the grace of unceasing prayer of the heart.
When her skete was destroyed by the Turks, she fled to the Buzau Mountains with her Spiritual Mother, Schemanun Paisia. They lived for several years in fasting, vigil and prayer, enduring cold, hunger, and demonic temptations. When her Spiritual Mother fell asleep in the Lord (between 1670-1675), St Theodora was led by God to the mountains of Neamts. After venerating the wonderworking Neamts Icon of the Mother of God (June 26) in the monastery, she was told to seek the advice of Hieromonk Barsanuphius of Sihastria Skete. Seeing her desire for the eremetical life, and recognizing her great virtues, he gave her Holy Communion and assigned Hieromonk Paul as her Father Confessor and spiritual guide.
Fr Barsanuphius advised Theodora to go and live alone in the wilderness for a year. “If, by the grace of Christ, you are able to endure the difficulties and trials of the wilderness, then remain there until you die. If you cannot endure, however, then go to a women’s monastery, and struggle there in humility for the salvation of your soul.”
Fr Paul searched in vain for an abandoned hermitage where St Theodora might live. Then they met an old hermit living beneath the cliffs of Sihla. This clairvoyant Elder greeted them and said, “Mother Theodora, remain in my cell, for I am moving to another place.”
Fr Paul left Theodora on Mount Sihla, blessing her before he returned to the skete. St Theodora lived in that cell for thirty years. Strengthened with power from on high, she vanquished all the attacks of the Enemy through patience and humility. She never left the mountain, and never saw another person except for Fr Paul, who visited her from time to time to bring her the Spotless Mysteries of Christ and the supplies she needed to survive.
St Theodora made such progress in asceticism that she was able to keep vigil all night long with her arms lifted up toward heaven. When the morning sun touched her face, she would eat some herbs and other vegetation to break her fast. She drank rain water which she collected from a channel cut into the cliff, which is still known as St Theodora’s Spring.
When Turks attacked the villages and monasteries around Neamts, the woods became filled with villagers and monastics. Some nuns found St Theodora’s cell, and she called out to them, “Remain here in my cell, for I have another place of refuge.” Then she moved into a nearby cave, living there completely alone. An army of Turks discovered the cave, and were about to kill the saint. Lifting up her hands, she cried out, “O Lord, deliver me from the hands of these murderers.” The wall of the cave opened, and she was able to escape into the woods.
As St Theodora grew old, she was forgotten and there was no one to care for her. Placing all her hope in God, she continued her spiritual struggles, and reached great heights of perfection. When she prayed her mind was raised up to Heaven, and her body was lifted up off the ground. Like the great saints of earlier times, her face shone with a radiant light, and a flame came forth from her mouth when she prayed.
In time her clothes became mere rags, and when her food ran out, she was fed by birds just as the Prophet Elias (July 20) was. They brought crusts of bread to her from the Sihastria Skete. Seeing the birds come to the skete and then fly away with pieces of bread in their beaks, the Igumen sent two monks to follow them. Night fell as they walked toward Sihla, and they lost their way in the woods. They decided to wait for daylight, and began to pray. Suddenly, they saw a bright light stretching up into the sky, and went to investigate. As they approached, they saw a woman shining with light and levitating above the ground as she prayed.
St Theodora said, “Brethren, do not be afraid, for I am a humble handmaiden of Christ. Throw me something to wear, for I am naked.”
Then she told them of her life and approaching death. She asked them to go to the skete and ask for Fr Anthony and the hierodeacon Laurence to come and bring her Communion. They asked her how they could find their way to the skete at night, for they did not know the way. She said that they would be guided to the skete by a light which would go before them.
The next day at dawn, Fr Anthony went to Sihla with the deacon and two other monks. When they found St Theodora, she was praying by a fir tree in front of her cave. She confessed to the priest, then received the Holy Mysteries of Christ and gave her soul to God. The monks buried her in her cave with great reverence sometime during the first decade of the eighteenth century.
News of her death spread quickly, and people came from all over to venerate her tomb. Her holy relics remained incorrupt, and many miracles took place before them. Some kissed the relics; others touched the reliquary, while others washed in her spring. All who entreated St Theodora’s intercession received healing and consolation.
St Theodore’s former husband, Hieromonk Eleutherius, heard that she had been living at Sihla, and decided to go there. He found her cave shortly after her death and burial. Grieving for his beloved wife, Eleutherius did not return to his monastery, but made a small cell for himself below the cliffs of Sihla. He remained close to her cave, fasting, praying, and serving the Divine Liturgy. He lived there for about ten years before his blessed repose. He was buried in the hermits’ cemetery and the Skete of St John the Baptist was built over his grave.
St Theodora’s relics were taken to the Kiev Caves Monastery between 1828 and 1834. There she is known as St Theodora of the Carpathians.
Our Venerable Mother Theodora was glorified by the Romanian Orthodox Church in June 1992.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Αγία Γολινδούχ (+13 Ιουλίου):Ο Θεός φανερώνεται σε όλους



site analysis


Σήμερα 13 Ιουλίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη μιας Περσίδας αγίας, φανερώνοντας ότι η αγάπη του Θεού δε γνωρίζει σύνορα ή προσωπικές πεποιθήσεις και ότι το Άγιο Πνεύμα πνέει όπου θέλει.
Η αγία Γολινδούχ γεννήθηκε στην Περσία από πυρολατρική (ειδωλολατρική) οικογένεια, στα τέλη του 6ου αιώνα. Ο σύζυγός της ήταν επίσης ειδωλολάτρης κληρικός και μέλος της αυλής του Βασιλιά Χοσρόη και είχε μαζί του 2 παιδιά. Η Γολινδούχ ήταν και αυτή ευσεβής ειδωλολάτρισσα.
Αγία Γολινδούχ-3 (453x640)
Ένα βράδυ είδε στον ύπνο της ένα παράξενο όνειρο. Ένας νέος με λαμπρή στολή τής έδειξε τον τόπο, όπου βασανίζονται οι ψυχές των ασεβών, και κατόπιν τον τόπο που γαληνεύουν οι ψυχές των πιστών του Ιησού. Μόλις ξύπνησε, ζήτησε να μάθει περισσότερα για το Χριστό και μετά από λίγο καιρό βαπτίσθηκε χριστιανή, παίρνοντας το όνομα Μαρία.
Μόλις ο σύζυγός της ανακάλυψε ότι τιμά μυστικά τη χριστιανική πίστη, την κατήγγειλε στον ίδιο το βασιλιά. Μετά από δεινά βασανιστήρια, την έριξαν στο “φρούριο της λήθης”, μια φρικτή φυλακή, στην οποία όσοι έμπαιναν, τους ξεχνούσε ο έξω κόσμος. Η Αγία έμεινε εκεί για 18 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να βαρυγκομήσει. Όταν διαπίστωσαν πως παρέμεινε ακμαία στο φρόνημα, την έβγαλαν και την υπέβαλαν σε νέα βάσανα (μαρτύρια, ρίψη σε λάκκο με φίδι, εγκλεισμό σε πορνείο). Ο Θεός όμως την βοήθησε και βγήκε σώα από όλες αυτές τις δοκιμασίες.
Τότε καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ αποκεφαλισμού. Ένας άγγελος την έσωσε και από αυτό το μαρτύριο, προς μεγάλη της λύπη όμως, γιατί ήθελε να δώσει το αίμα της για το Χριστό. Ο άγγελος τότε της έκοψε λίγο το λαιμό και ανέβλυσε αίμα που πότισε τα ρούχα της. Αργότερα, αυτά τα ρούχα προξένησαν πλήθος ιάσεων.
Η Αγία έφυγε από την Περσία και ήρθε να ζήσει στη Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) επικράτεια, στα Ιεροσόλυμα (κατ’ άλλους, στην Ιεράπολη της Φρυγίας). Εκεί προσέλκυσε πολλούς στη χριστιανική πίστη (σύμφωνα δε με μία παράδοση, ακόμη και όλους τους οικείους της), κυρίως γιατί εντυπωσίαζε με τα στίγματα του Ιησού που έφερε στο σώμα της. Μαρτυρείται ακόμη ότι μόλις ήρθε στους χριστιανικούς τόπους να ζήσει, την προσέγγισαν Μονοφυσίτες, αλλά τους απέφυγε χάρη σε θεία πληροφόρηση.
Προς το τέλος της ζωής της έκανε υπακοή στο θέλημα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, να μεταβεί στη Βασιλεύουσα για να προσευχηθεί υπέρ του αυτοκράτορα (Μαυρικίου). Καθ’ οδόν όμως παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο, την ώρα που προσευχόταν, στο Ναό του Αγ. Σεργίου.
ΠΗΓΗ.ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Αγία Βερονίκη η αιμορροούσα



site analysis



 Αγία Βερονίκη η αιμορροούσα

Αγία Βερονίκη η αιμορροούσα
Εορτάζει στις 12 Ιουλίου εκάστου έτους.


Όλου νοητώς δράττεταί σου νυν Λόγε,
H κρασπέδου σού, πριν μόνου δραξαμένη.
Βιογραφία
Για τη θεραπεία της αιμορροούσης γυναικός, που κατά την παράδοση ονομαζόταν Βερονίκη, μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο κεφάλαιο Θ’ στ. 20-22, στο κατά Μάρκον κεφάλαιο Ε’ στ. 25-34 και στο κατά Λουκάν κεφάλαιο Η’ στ. 43-49.
Ο Συναξαριστής του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου αναφέρει, ότι η αγία αυτή καταγόταν από την πόλη Πανεάδα.
Όταν τη γιάτρεψε ο Κύριος από την ασθένεια της αιμορραγίας, αυτή για να Τον ευχαριστήσει, φιλοτέχνησε τον ανδριάντα Του και τον έστησε μπροστά στο σπίτι της για να προσκυνείται απ’ όλους.
Μάλιστα στη βάση του ανδριάντα, φύτρωσε βότανο που θεράπευε διάφορες ασθένειες.
Αργότερα η Βερονίκη έγινε μέλος της πρώτης Εκκλησίας, και αφού έζησε αγία ζωή, ειρηνικά παρέδωσε το πνεύμα της.

Αγιογραφίες / Φωτογραφίες
Η Θεραπεία της Αιμορροούσας, τοιχογραφία από την Κατακόμβη των Μαρκελλίνου και Πέτρου, αρχές 4ου αι. μ.Χ.
Η Θεραπεία της Αιμορροούσας, τοιχογραφία από την Κατακόμβη των Μαρκελλίνου και Πέτρου, αρχές 4ου αι. μ.Χ.
 Αγία Βερονίκη η αιμορροούσα

Αγία Βερονίκη η αιμορροούσα

Πηγή:  saint.gr

Ο Θεός ανάπαυσον την ψυχήν της δούλης σου Γαρυφαλλιώς



site analysis



Φωτο:micrasia.wordpress.com
Φωτο:micrasia.wordpress.com

Μερόνυχτα συνεχίστηκε αυτή η αξιοθρήνητη, δραματική πορεία. Οι βοδάμαξες σταματούσαν πότε-πότε σε κανένα σταθμό για να ξεκουραστούν τα ζώα. Κατέβαιναν κι οι επιβάτες για να ξεμουδιάσουν και για ν’ αγοράσουν κανένα καρβέλι ψωμί.
Στηριγμένος στο μπαστούνι του ο Παρασκευάς βάδιζε πίσω από το αμάξι που μετέφερε την οικογένειά του. Για μια στιγμή άκουσε τη σπαραχτική φωνή της γυναίκας του. «Μανούλα μου!… Μανούλα μου!… Η καημένη η κυρά Γαρυφαλλιώ δεν άντεξε σ’ αυτή την ψυχική και σωματική ταλαιπωρία. Η κουρασμένη της καρδιά έπαψε να χτυπά πάνω στη βοδάμαξα. Ο αγωγιάτης σταμάτησε. Και κατά διαταγή του τσανταρμά έριξε το νεκρό κορμί της γερόντισσας μέσα στο δρόμο. Το σήκωσε στην αγκαλιά του ο Παρασκευάς. Πήγε σ’ ένα χαντάκι που ήταν στην άκρη του δρόμου.
Σκάλισε με το μπαστούνι του κι άνοιξε ένα ρηχό πρόχειρο λάκκο. Κι αφού το φίλησε ψιθυρίζοντας με δάκρυα στα μάτια μια νεκρώσιμη ευχή, το απόθεσε μέσα σ’ αυτόν σκεπάζοντάς το με λίγο χώμα. «Ο Θεός ανάπαυσον την ψυχήν της δούλης σου Γαρυφαλλιώς», επανέλαβε μερικές φορές και τάχυνε το βήμα του για να προλάβει ν’ ακολουθήσει τη βοδάμαξα που μετέφερε τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Τα πόδια του όμως λύγιζαν. Δεν άντεχε άλλο. Μόνο η θερμή του πίστη προς τον Θεό τούδινε το κουράγιο να συνεχίζει την πορεία του.


Πηγή: Βασιλικής Ράλλη, Ο Γολγοθάς του Ελληνισμού της Ανατολής· Αληθινές ιστορίες από την Καταστροφή, § Αναχώρη από το Αϊβαλί, σελ. 48, ΈκδοσιςΙερόν Ησυχαστήριον «Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» Βατοπαίδι Χαλκιδικής, Α’ Έκδοσις, Μάιος 2007.

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Παρακλητικός Κανών στην Αγία Κυριακή την Μεγαλομάρτυρα



site analysis



7 Ιουλίου
Ὁ Ἱερεύς Εὐλογητός ὁ Θεός...
Ὁ ἀναγνώστης: Ἀμήν.

Ψαλμός ρμβ΄ (142).
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τή ἀλήθειά σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τή δικαιοσύνη σου. Καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου. Ἐκάθισε μέ ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκρούς αἰῶνος, καί ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμά μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πάσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. 
Διεπέτασα πρός σέ τάς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρος σοί. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμά μου. Μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἀπ’ ἔμου, καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστόν ποίησον μοί τό πρωί τό ἔλεός σου, ὅτι ἐπί σοῖ ἤλπισα. Γνώρισον μοί, Κύριε, ὁδόν, ἐν ἡ πορεύσομαι, ὅτι πρός σέ ἤρα τήν ψυχήν μου. Ἐξελού μέ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός σέ κατέφυγον, δίδαξον μέ τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, ὅτι σύ εἰ ὁ Θεός μου. Τό πνεῦμά σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει μέ ἐν γῆ εὐθεία, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις μέ. Ἐν τή δικαιοσύνη σου ἑξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου, καί ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου. Καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος σου εἰμι.

Καί εὐθύς τό, Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου., ἐξ ἑκατέρων τῶν Χορῶν, ὡς ἕξης:
Ἦχος δ΄.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. α΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίω, καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό ἅγιον αὐτοῦ.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. β΄. Πάντα τά ἔθνη ἐκύκλωσαν μέ, καί τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. γ΄. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὔτη, καί ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἠμῶν.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Εἴτα τά παρόντα Τροπάρια.
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῶ.
Τήν ἑξανθήσασαν ἁγνείας λαμπρότητι, ὡς ἐν κοιλάσιν εὐωδέστατον ἴον, Κυριακήν τήν ἔνδοξον, μαρτύρων καλλονήν, πάντες ἀνυμνήσωμεν, πρός αὐτήν ἐκβοῶντες, Ρύσαι τούς ὑμνουντάς σέ, τῶν δεινῶν σαῖς πρεσβείαις, ἴνα γεραίρωμεν εὐλαβῶς, τήν πανεύφημόν σου μνήμην, Ἀθληφόρε ἀξιάγαστε.


Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσομεν πότε, Θεοτόκε, τάς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι, εἰ μή γάρ σύ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἠμᾶς ἐρρύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δέ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἔκ σού, σούς γάρ δούλους σώζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

Ψαλμός Ν΄ (50).
Ἐλέησον μέ ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός σου, καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἑξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπί πλεῖον πλῦνον μέ ἀπό τῆς ἀνομίας μου, καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισον μέ. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιον μούεεστι διά παντός. Σοί μόνω ἥμαρτον, καί τό πονηρόν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου, καί νικήσης ἐν τῷ κρίνεσθαι σέ. Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησε μέ ἡ μήτηρ μου. Ἰδού γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τά ἄδηλα καί τά κρύφια της σοφίας σου ἐδήλωσας μοί. Ραντιεῖς μέ ὑσσώπω, καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς μέ, καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοί ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀποστρεψον τό πρόσωπόν σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου, καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἑξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μή ἀπορρίψης μέ ἀπό τοῦ προσώπου σου, καί τό Πνεῦμα σου τό ἅγιον μή ἀντανέλης ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοί τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου, καί πνεύματι ἠγεμονικῶ στήριξον μέ. 
Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου, καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσι. Ρύσαι μέ ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τήν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις, καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. 
Θυσία τῷ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην, ὁ Θεός, οὐκ ἐξουδενώοει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τή εὐδοκία σου τήν Σιῶν καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριόν σου μόσχους.

Καί ὁ Κανών.
Ὠδή ἅ΄ Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρᾶν διοδεύσας.
Ὑμνοῦμεν σέ πόθω, Κυριακή, Χριστοῦ Ἀθληφόρε, καί δεόμεθά σου θερμῶς, παρασχου λιταίς σου πρός τόν Κτίστην, πάσι τοῖς κάμνουσι τήν ἀνάρρωσιν.



Μαράνασα, μάρτυς, σῶμα τό σόν, Θεοῦ δί’ ἀγάπην, κακουχίαις τέ καί δεινοῖς, διό τά τοῦ σώματός μου πάθη, δί’ ἐγκρατείας μαράναι ἀξίωσον.


Νυκτός Χριστοῦ μάρτυς καί σκοτασμοῦ, τῆς πλάνης φυγοῦσα, ἠξιώθης θείου φωτός, καμέ φωτισθῆναι ταῖς λιταίς σου, θεοφεγγέσιν ἀκτίσι ἀξίωσον.


Θεοτοκίον.
Ἐκένωσε, Κόρη, ὁ ποιητής, ἐν τή σή κοιλία, ἑαυτόν δέ τούς πατρικούς, κόλπους τό καθόλου μή κενώσας, διά τό σῶσαι ὡς Θεός τό ἀνθρώπινον.

Ὠδή γ΄. Σύ εἰ τό στερέωμα.
Ἴασαι τά πάθη μου, τά τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ταῖς πρός Θεόν, ἐνθέρμοις λιταίς σου, Κυριακή μεγαλώνυμε.


Σύνεσιν μοί δώρησαι, τῷ ἀσυνέτω, πανθαύμαστε, Κυριακή, ἴνα πράττω πάντα, τοῦ Θεοῦ τά προστάγματα.


Ἔκ σού, παμμακάριστε, Κυριακή, τήν κατάπαυσιν, νόσων δεινῶν, πόθω ἀναμένω, ἀπολαῦσαι πρεσβείαις σου.

Θεοτοκίον.
Μαρία γενέσθαι μοί, τῷ μολυνθέντι τοῖς πταίσμασιν, ἴλεων νῦν, τόν ἔκ σού τεχθέντα, ἀσιγήτως δυσώπησον.

Ὠδή δ΄. Εἰσακήκοα, Κύριε.
Ἀπαστράπτουσα θαύμασιν, ἐκ τῶν προσφευγόντων σοί, μάρτυς ἔνδοξε, τῶν παθῶν φρικτήν σκοτόμαιναν, ἀπελαύνεις ὄντως ταῖς πρεσβείαις σου.


Ρεῖθρα ὄντως, πανένδοξε, ἰαμάτων ἄφθονα ἀναβλύζουσα, τοῖς τιμῶσι σήν πανήγυριν, ρῶσιν ταῖς λιταίς σου νῦν χορήγησον.


Τῶν μαρτύρων τήν εὔκλειαν, τήν Κυριακήν ἀνυμνήσωμεν, οἱ πιστοί καί ἐπαινέσωμεν, ὡς τετυχηκότες ἀπαλλαγῆς τῶν δεινῶν.

Θεοτοκίον.
Ὕφαντον ἐκ τῆς ἄνωθεν, χάριτος χιτώνα, Παρθένε, ἔνδυσον, τόν σόν δοῦλον ταῖς πρεσβείαις σου, καί τή ἀφθαρσία μέ περίβαλε.

Ὠδή ἐ΄. Φώτισον ἠμᾶς.
Σόφισον μέ νῦν, τῆς σοφίας ταῖς ἑλλάμψεσι, ταῖς ὑπέρ νοῦν καί ὑπέρ ἔννοιαν, καί φωτί θείω, Κυριακή μέ φωταγώγησον.


Κύμασι δεινοῖς, ἁμαρτίας βυθιζόμενον, καί ταῖς τρικυμίαις τῶν θλίψεων, Κυριακή μέ, τοῦ κινδύνου ἐλευθέρωσον.


Ὕψιστον ἐκδυσώπει ὑπέρ τοῦ δούλου σου, παθῶν θλιβόντων, καί δεινῶν ἁπαλλαγῆναι μέ.

Θεοτοκίον.
Ρύπου μέ παθῶν, μεσιτεία σου καθάρισον, καί τήν σκοτισθεῖσαν ψυχήν μου φώτισον, ἴνα δοξάζω καί ὑμνῶ σέ, πολυύμνητε.

Ὠδή στ΄. Ἰλάσθητι μοί.
Ἰδεῖν τήν δόξαν Θεοῦ, ἐπιποθῶν ὁ ταλαίπωρος, Κυριακή, πρός τήν σήν, προσφεύγω βοήθειαν, θερμῶς σου δεόμενος, ὅπως ταῖς λιταίς σου, ταύτης γένωμαι νῦν μέτοχος.


Ἀγάπη πρός τόν Θεόν, πάντα ὡς φρούδα κατέλιπες, Κυριακή τά ἐν γῆ, σύ οὔν καί τόν δοῦλόν σου, παριδεῖν ἀξίωσον, πάντα τά ἠδέα, καί ἁγίως πολιτεύεσθαι.


Κρατήρα, Κυριακή, θανατηφόρον κεκέρακεν, ἡ Εὕα πάλαι ἐμοί, σύ δέ τοῖς σοῖς αἵμασιν, οἶνον μοί ἐνστάλαξον, τῆς ἀθανασίας, τήν καρδίαν μου εὐφραίνοντα.

Θεοτοκίον
Ἡ μόνη καταφυγή, χριστιανῶν σύ βοήθησον, τῷ κινδυνεύοντι νῦν, καί χεῖρα μοί ὄρεξον, καί πρός τόν λιμένα μέ, τόν τῆς σωτηρίας, καθοδήγησον, Πανάχραντε.
Διάσωζε, Κυριακή ἀθληφόρε, ταῖς πρός Θεόν σου πρεσβείαις, ἀπό ποικίλων κινδύνων τούς δούλους σου, καί ἴασαι τάς δεινάς ἠμῶν νόσους.

Θεοτοκίον
Ἄχραντε, ἡ διά λόγου τόν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα, δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικήν παρρησίαν.

Ὁ ἱερεύς μνημονεύει. Εἴτα τό Κοντάκιον. Ἦχος β΄.
Ἀνέτειλεν ἠμίν λαμπρά, ὥσπερ ἥλιος, ἡ μνήμη σου σεμνή Κυριακή ἀθληφόρε, νέφη τῶν παθῶν ἀποδιώκουσα, καί φωταγωγοῦσα τούς εὐσεβῶς, τή σή εἰκόνι προσπελάζοντας, καί σέ πόθω καί πίστει γεραίροντας.

Προκείμενον Ἦχος δ΄.
Ὑπομένων ὑπέμεινα τόν Κύριον καί προσέσχε μοί, καί εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου.
Στίχος. Καί ἔστησεν ἐπί πέτραν τούς πόδας μου, καί κατεύθυνε τά διαβήματά μου.

Εὐαγγέλιον. Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον (Ἰ΄ 16-22).
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς. Ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω ὑμᾶς, ὡς πρόβατα ἐν μέσω λύκων, γίνεσθε οὔν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις, καί ἀκέραιοι ὡς αἵ περιστεραί. Προσέχετε δέ ἀπό τῶν ἀνθρώπων, παραδώσουσι γάρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια, καί ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς καί ἐπί ἡγεμόνας δέ καί βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ, εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καί τοῖς ἔθνεσιν. Ὅταν δέ παραδιδῶσιν ὑμᾶς, μή μεριμνήσητε πῶς ἤ τί λαλήσετε, δοθήσεται γάρ ὑμίν ἐν ἐκείνη τή ὥρα τί λαλήσετε, οὐ γάρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός ὑμῶν τό λαλοῦν ἐν ὑμίν. Παραδώσει δέ ἀδελφός ἀδελφόν εἰς θάνατον καί πατήρ τέκνον, καί ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπί γονεῖς καί θανατώσουσιν αὐτούς, καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομά μου, ὁ δέ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Ταῖς τῆς Ἀθληφόρου, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχος, Ἐλεῆμον, ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου, καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἑξάλειψον τό ἀνόμημά μου.

Καί τό παρόν προσόμοιον. Ἦχος πλ. β΄.
Οὐδείς καταφεύγων ἐν τή σκέπη σου, κατησχυμένος ἐκπορεύεται, Κυριακή ἀθληφόρε, ἀλλ’ αἰτεῖται τήν ρῶσιν, καί λαμβάνει τήν ἴασιν, παρά Θεοῦ ταῖς ἰκεσίαις σου.
Τό, Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν σου... (ὑπό τοῦ ἱερέως)



Ὠδή ζ΄. Παῖδες Ἑβραίων.
Πάντων δεινῶν ἀρρωστημάτων, τά ἰάματα λαμβάνομεν ἀφθόνως, οἱ πιστῶς τή θερμή, προστρέχοντες σοί σκέπη, Κυριακή πανένδοξε, ταῖς ἐνθέοις σου πρεσβείαις.Ὄμβρους παρέχεις ἰαμάτων, καταπαύσουσα τό πῦρ ἀρρωστημάτων, καί πιστούς σύ ποιεῖς, ὑμνεῖν ἀδιαλείπτωςευλογητος εἰ Κύριε, ὁ Θεός εἰς τούς αἰώνας.
Θέσει, ὤ μάρτυς, θεουμένη, ὡς ἐγγίζουσα τῷ θρόνω τοῦ Ὑψίστου, ὑπέρ πάντων ἠμῶν, τῶν σέ ἀνευφημούντων, ὑμνωδιῶν ἐν κάλλεσι, τόν Θεόν ἀεί δυσώπει.

Θεοτοκίον.
Ὡς πέρ ὁ ἄσωτος, Μαρία, νῦν προχέω τά δάκρυα ἀφθόνως, ὡς τελώνης ἀεί, ἰλάσθητι κραυγάζω, σῶσον μέ τοίνυν, Δέσποινα, μητρικαίς σου ἰκεσίαις.

Ὠδή ἡ΄. Τόν Βασιλέα.
Σύ τῶν αἱμάτων, τοῖς σταλαγμοίς σου, παρθένε, ἀποξήρανον βυθόν ἁμαρτίας, καί χορηγεῖ ρῶσιν, τοῖς κάμνουσι λιταίς σου.
Εὔχου Κυρίω, Κυριακή ἀθληφόρε, ὑπέρ πάντων τῶν σοί προσφευγόντων, καί ρύου κινδύνων, αὐτούς σαῖς ἰκεσίαις.
Ρύσαι σόν δοῦλον, Κυριακή ἀθληφόρε, τόν τή σκέπη τή σή προσελθόντα, νόσων ὀλέθριων, καί θλίψεων λιταίς σου. 

Θεοτοκίον
Ἁγνή Παρθένε, ἐκ κατωτάτου βυθοῦ μέ, ἀπογνώσεως ρύσαι καί πρός ὅρμον, μετανοίας βίον, ἴθυνον τού σου δούλου.

Ὠδή θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.
Φωτί τῷ ἀπροσίτω, ἐντρυφώσα, θεοφρον, τῆς ἁμαρτίας ἀχλύν τήν κακοζόφον, ἐκ τῶν σῶν δούλων λιταίς σου, νῦν διασκέδασον.
Εὐφρόσυνον ἡμέραν, ἄγει νῦν ἡ κτίσις, Κυριακή, τήν σήν μνήμην γεραίρουσα, καί εἰρηναίαν ἐκ τῶν λιτῶν σου, κατάστασιν ἀναμένουσα.Ἴασιν ταχίστην, δώρησαι λιταίς σου, Κυριακή ἀθληφόρε, καί φώτισον, τόν σκοτεινόν ἁμαρτίαις, νοῦν μου, πανένδοξε.

Θεοτοκίον
Μετά Θεόν, Παρθένε, ἄμαχον προστάτιν, καί ἀντιλήπτορα μέγιστον ἔχων σέ, κράζω σοί σῶσον, τόν δοῦλόν σου Ἄχραντε.

Εἴτα
Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σέ τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν.

Καί θυμιά ὁ ἱερεύς τό Θυσιαστήριον καί τόν λαόν, ἤ τόν οἶκον, ὅπου ψάλλεται ἡ Παράκλησις, καί ἠμεῖς ψάλλομεν τά παρόντα.
Μεγαλυνάρια. Ἦχος πλ. β΄.
Ἔπιδε ἐξ ὕψους θείου Χριστοῦ, νύμφη στεφηφόρε, καί ἐπισκεψαι τούς πιστῶς, σέ ἀνευφημούντας, καί θείαις σου πρεσβείαις, νόσων παντοίων ρύσαι, καί πάσης θλίψεως.Τόν Χριστόν ποθήσασα ἀληθῶς, ἔσπευσας τεθνάναι, καί θυσίαν προσενεγκεῖν, σεαυτήν ἁγία Κυριακή θεοφρον, τοῦτον οὔν ἐκδυσώπει, ὑπέρ τῶν δούλων σου.

Θεοτοκίον.
Πᾶσαι τῶν ἀγγέλων αἵ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τό σωθῆναι ἠμᾶς.

Τρισάγιον καί τό Τροπάριον. Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς βρύσις πολυκρουνός, παρθενομάρτυς Χριστοῦ, κατήρδευσας, πάνσοφε, τήν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ, καί ἤθλησας ἄριστα, ἔσωσας τούς ἐν σκότει, τῆς εἰδωλομανίας, αἴγλη τῶν σῶν θαυμάτων, Κυριακή ἀθληφόρε, διό ἐν παρρησία Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἠμᾶς.

Ἤ τό παρόν Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Καλλιέρημα ὤφθης καί θύμα ἅγιον, προσενεγκοῦσα τῷ Πλάστη τήν καθαράν σου ψυχήν, ἤν ἐδόξασε Χριστός, ὤ καρτερόψυχε. Ὅθεν καί βρύει διά σου, τοῖς τιμῶσι σέ πιστοῖς, τάς χάριτας ὑπέρ ψάμμον, Κυριακή ἀθληφόρε, ὡς ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος.

Ὁ ἱερεύς ὡς ἔθος μνημονεύει.
Εἰς τήν ἀπόλυσιν ψάλλομεν τό παρόν.
Προσόμοιον.
Ἦχος β΄. Ὄτε ἐκ τοῦ ξύλου σέ νεκρόν...
Κλάδος εὐκλεής, Κυριακή, ρίζης διασήμου ἐδείχθης, Χριστόν κηρύξασα, φέρων τῆς ἀθλήσεως, καρπόν σωτήριον, καί ξηραίνων ἐν χάριτι, φυτά ἀσεβείας, ὅθεν σέ δοξάζοντες, καθικετεύομεν, ρύσαι ταῖς πρεσβείαις σου πάσης, λύμης τῶν παθῶν ἀχλυώδους, τούς τή θεία σκέπη σου προστρέχοντας.