Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

ΕΚΟΙΜΗΘΗ Η ΜΟΝΑΧΗ ΣΩΦΡΟΝΙΑ, ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΗΣ Ι.Μ. ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΚΟΠΕΛΟΥ (ΦΩΤΟ)


1


site analysis




Εκοιμήθη μετά από πολυώδυνη ασθένεια, η 75ετής μοναχή Σωφρονία (κατά κόσμον Κυρατσούλα Ευστ. Σύρου), Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σκοπέλου.

  Η μεταστάσα μοναχή Σωφρονία έζησε κυριολεκτικά μια ολόκληρη ζωή στη Μονή του Προδρόμου, αφού  οι γονείς της, Ευστάθιος και Ευλαλία Σύρου, την παρέδωσαν στην Γερόντισσα Ξένη Γαλατσάνου, Ηγουμένη της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου, η οποία υπήρξε πνευματικό ανάστημα του ξακουστού Γέροντος Σωφρονίου Κεχαγιόγλου, προσωπικού φίλου του Αγίου Νεκταρίου, σε ηλικία τεσσάρων ετών, το 1943 (γεν. 1939).


Στο Μοναστήρι του Προδρόμου, η ίδια η Γερόντισσα Ξένη, δίδαξε την μικρή Κυρατσούλα γράμματα και υφαντική και την αγαπούσε ως κόρη της. Όταν ενηλικιώθηκε, της είπε ότι αν θέλει μπορεί να επιστρέψει στον κόσμο, όμως η μικρή Κυρατσούλα προτίμησε να γίνει μοναχή.
Στις 29-12-1965 έλαβε το Μέγα Αγγελικό Σχήμα της μοναχής και ονομάσθηκε Σωφρονία, προς τιμήν του Γέροντος Σωφρονίου. Την κουρά της ετέλεσε ο μακαριστός Γέρων Προκόπιος, πνευματικός των δύο Ιερών Μονών του νησιού, της Ιεράς Μονής του Ευαγγελισμού και του Τιμίου Προδρόμου.

Το 2010, μετά την κοίμηση της μακαριστής Ηγουμένης Ξένης Σδούγκου, ανέλαβε την Ηγουμενία της Ιεράς Μονής, σε συνεργασία με τον διορισθέντα από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο, Αρχιμανδρίτη π. Αλέξιο Παπασταμούλο.

Από το 1978 άρχισαν τα προβλήματα υγείας της, τα οποία για πολλά χρόνια την ταλαιπώρησαν, έως ότου και εκοιμήθη το ξημέρωμα της Πέμπτης 27 Μαρτίου 2014.

Η εξόδιος Ακολουθία της ετελέσθη το απόγευμα της Πέμπτης, με τη συμμετοχή όλων των Ιερέων της Νήσου, κατά την διάρκεια της οποίας τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χαλκίδος κ. Χρυσόστομος εκπροσώπησε ο Αρχιερατικός Επίτροπος της Νήσου, Πρωτοπρεσβύτερος π. Νικόλαος Κασσανδριανός, ο οποίος, γνώστης ών, της συγχρόνου εκκλησιαστικής ιστορίας ομίλησε και αναφέρθηκε στον βίο της μεταστάσης αδελφής.
Στη συνέχεια, έγινε και η ταφή στο Κοιμητήριο της Ιεράς Μονής.

alt

alt

alt

Γερόντισσα Σωφρονία στη Σκόπελο

Δημοσιεύθηκε: 1 Απριλίου 2014 Κατηγορίες: Ειδήσεις και Ανακοινώσεις
30314
Η ζωή της μοιαζει με παλιό συναξάρι, που σήμερα το ακούς και συγκινείσαι, αλλά και στοχάζεσαι, γιατί στα χρόνια μας δεν πολυλέγονταιι τέτοιες ιστορίες. Όπως η ιστορία της από 27.3.2014 κοιμηθείσης Μοναχής Σωφρονίας (κατά κόσμον Κυρατσούλας Ευστ. Σύρου), Ηγουμένης της ιστορικής και πλόυσια ευλογημένης Μονής του Τιμίου Προδρόμου στη Σκόπελο.
Στα τραγικά χρόνια της Κατοχής οι γονείς της Κυρατσούλας, Ευσταθιος και Ευλαλία Σύρου, παραδίδουν την μόλις τριαμισυ ετών κόρη τους στα χέρια μιας εναρέτου και αγίας Μορφής, της Μοναχής Ξένης Γαλατσάνου, Ηγουμένης του Τιμίου Προδρόμου και πνευματικό ανάστημα του πολιού και κορυφαίου για την εποχή του πνευματικού, του Γέροντος Σωφρονίου Κεχαγιόγλου, φίλου του Αγίου Νεκταρίου, του Αγίου Νικολάου του Πλανά, των δύο Αλέξανδρων της Σκιάθου κ. α πολλών.
Αν έπραξαν έτσι οι πτωχοί και ταγικοί γονείς το έκαμαν για να μπορέσει να επιζήσει το μικρό τους το παιδί στα πικρά εκείνα χρόνια της Κατοχής.
Η μικρή Κυρατσούλα μεγάλωσε στο μοναστήρι, έμαθε γράμματα από την Γερόντισσα, έμαθε να υφαίνει, αλλά και να ψάλλει, να προσεύχεται και να προετοιμαζεται για την αγγελική πολιτεία.
Τα χρόνια πέρασαν και η Κυρατσούλα ενηλικιώθηκε. Τότε η σοφή Γερόντισσα με περισσή διάκριση πρόετρεψε τη πνευματική της κόρη να επιλέξει: θα πήγαινε στο κόσμο και εκεί θα δημιουργούσε οικογένεια η θα εντάσσονταν στην αδελφότητα του Τιμίου Προδρόμου αυξάνοντας έτσι την πνευματική οικογένεια του ιστορικού αυτού μοναστηριού;
Η Κυρατσούλα αποφάσισε να μείνει στον Τίμιο Πρόδρομο, που τον είχε αγαπήσει περισσότερο από το σπίτι της, γιατί εκεί είχε βιώσει την αγάπη, τη στοργή και την φιλαδελφία. Τον κόσμο δεν τον γνώριζε. Πως να τον επισκεφτεί και να τον καταλάβει τώρα ;
Έτσι, στις 29 Δεκεμβρίου του 1965, ο πολιός Γέρων Προκόπιος, ο πνευματικός των δύο μονών της Σκοπέλου που ήσαν τότε σε ακμή, κείρει Μεγαλόσχημο την Κυρατσούλα με αναδοχον την Γεροντισσα Ιωάννα, μία από τις πλέον δυναμικές μοναχές του Προδρόμου. Της δίδεται δε το όνομα Σωφρονία, προς τιμήν του πάππου της αδελφότητος, Γέροντος Σωφρονίου.
Η νέα μοναχή έδειξε μεγαλο ζήλο και εργάστηκε με φιλοτιμία και αυταπάρνηση. Φρόντιζε δε την πνευματική της Μητέρα, την Γερόντισσα Ξένη, η οποία πλέον είχε αποσυρθεί από το πηδάλιο της διοικήσεως του μοναστηριού. Την αποκαλούσε δε «Μανούλα», γιατί ουσιαστικά αυτήν είχε γνωρίσει ως μητέρα της.
Το 1978 η Γ. Σωφρονία δέχεται, σε ηλικία τριαντεννιά ετών, την επίσκεψη της ασθενείας, το σκόλοπα της σαρκός( πρβλ. Β. Κορ. 12, 7) η οποία μέχρι την κοίμησή της θα την ταλαιπωρήσει πάλιν και πολλάκις. Υπέμεινε με καρτερία και υπομονή τη δοκιμασία της, λέγοντας, όταν τη ρωτούσαν πως είναι το, «Δόξα τω Αγίω Θεώ».
Όμως τη στενοχωρούσε και κάτι ακόμη: η φθίνουσα κατάσταση στο μοναστήρι της, καθώς οι αδελφές μία μετά την άλλη αναχωρούσαν από τα επίγεια για τα επουράνια. Μέχρι που απέμειναν δύο: η ίδια και η Γερόντισσα Ματρώνα, η οποία και νοσηλέυεται σήμερα, αφού και αυτής η υγεία είναι επισφαλής.
Στις πρώτες πρωϊνές ώρες της 27ης Μαρτίου του έτους αυτού, η Γερόντισσα Σωφρονία αναχωρεί από την ματαιότητα του παρόντος κόσμου για τον Κόσμο τον αληθινό, των Αγίων και των Αγγέλων, που αγαπησε και βίωσε, σε ηλικία εβδομηνταπέντε ετών.DSC01861
Κηδεύθηκε στο Κοιμητήριο του αγαπημένου της μοναστηριού, εκεί που αναπάυθηκαν τόσες και τόσες αδελφές της, αλλά και προ αυτών, τόσοι και τόσοι πατέρες, αφού ο Τίμιος Πρόδρομος, προ της διαλύσεως των μοναστηριών το 1833 ήταν ανδρικό Κοινόβιο.
Οι ευχές και οι προς Κύριον ικέσίες της να μας συνοδεύουν.
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Βίος Οσίας Ματρώνας της Ομολογήτριας της εν Θεσσαλονίκης (27 Μαρτίου)



site analysis




Η Οσία Ματρώνα έζησε στη Θεσσαλονίκη και συγκαταλέγεται μεταξύ των Μαρτύρων των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας μας, κατά την περίοδο των διωγμών. Υπήρξε ακόλουθος 
μιας πλούσιας και ευγενούς Ιουδαίας, με το όνομα Παντίλλα ή Παυτίλλα, η οποία ήταν σύζυγος του στρατοπεδάρχη της Θεσσαλονίκης. Καθημερινά συνόδευε την κυρία της στη 
συναγωγή της πόλεως, όπου ωστόσο δεν πήγαινε η ίδια, διότι κρυφά κατέφευγε σε χριστιανικό ναό, για να προσευχηθεί.

Μοιραία, όμως, επειδή για πολύ καιρό η Ματρώνα ξεγελούσε την κυρία της, μια λάθος κίνηση στάθηκε αφορμή για να αποκαλυφθεί η ταυτότητά της. Σε μία εορτή των Ιουδαίων, 
κατά την οποία συνήθιζαν να τρώνε πικρά χόρτα και άζυμα, η Ματρώνα άργησε να επιστρέψει από το ναό και όταν έφθασε στην συναγωγή γινόταν η τελετή των Επιτιμίων. Ένας 
από τους δούλους της Παντίλλας κατήγγειλε ότι η Ματρώνα ήταν Χριστιανή και ότι εξαπατά την κυρία της, φροντίζοντας κάθε φορά που αυτή προσερχόταν στην συναγωγή, εκείνη 
να πηγαίνει στην Εκκλησία. Αυτό προκάλεσε την οργή της Παντίλλας, που δεν δίστασε, ξεσπώντας σε κραυγές, να την κατηγορήσει ότι είναι εχθρική προς αυτήν. Διέταξε αμέσως 
την σύλληψή της και, αφού την συνέλαβαν και την έδεσαν, άρχισαν να την μαστιγώνουν. Η Ματρώνα, όμως, με παρρησία δήλωσε ότι είναι Χριστιανή και ότι, αν και η κυρία της 
εξουσίαζε το σώμα της και την ίδια της την ζωή, ωστόσο δεν μπορούσε να την μεταπείσει σε όσα πίστευε.

Η Παντίλλα, αφού την αλυσόδεσε, διέταξε να την φυλακίσουν και να σφραγίσουν την πόρτα του κελιού της. Έπειτα από τρεις ημέρες, νωρίς το πρωί, πήγε η ίδια να δει αν η 
Ματρώνα ζει. Έκπληκτη διαπίστωσε ότι είχε ελευθερωθεί από τα δεσμά της και στεκόταν φωτεινή ψάλλοντας, χωρίς να έχει το παραμικρό ίχνος τραύματος και βασανισμού. 
Εξοργισμένη η Παντίλλα διέταξε να δέσουν πάλι την Ματρώνα και να την μαστιγώσουν ανηλεώς. Εκείνη, έκπληκτη για την ιδιαίτερη σκληρότητα της κυρίας της, την ρώτησε γιατί 
την βασάνιζε, ομολογώντας ωστόσο την πίστη της στον Χριστό. Καταπονημένη από τα βασανιστήρια και μην μπορώντας να σταθεί στα πόδια της, η Ματρώνα κλείσθηκε και πάλι 
στην φυλακή.

Έπειτα από τρεις ημέρες, όταν η Παντίλλα επισκέφθηκε το κελί της φυλακής της Αγίας, αντίκρισε το ίδιο θέαμα. Την Μάρτυρα απελευθερωμένη από τα δεσμά της, με το ίδιο 
φωτεινό πρόσωπο, παρά τα βασανιστήρια και την πείνα που υπέστη επί δεκατέσσερις ημέρες. Τότε η κυρία της, γεμάτη οργή, διέταξε να δέσουν την Ματρώνα σε δρύινα ξύλα 
και να την βασανίσουν. Εξαντλημένη η Αγία από τις μαστιγώσει και με το σώμα της γεμάτο σημάδια, ψέλλισε με αδύναμη φωνή λίγες λέξεις προσευχής και παρέδωσε το πνεύμα 
της.

Η Παντίλλα διέταξε τότε κάποιον με το όνομα Στρατόνικος, να τυλίξει το λείψανο της Αγίας σε δέρμα και στην συνέχεια να το ρίξει έξω από τα τείχη της πόλεως. Το ιερό λείψανό 
της το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν με ευλάβεια κοντά στην Λεωφόρο, δηλαδή την Εγνατία οδό. Μετά το τέλος των διωγμών, ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης 
Αλέξανδρος πήρε το σκήνωμα της Μάρτυρος και το μετέφερε μέσα στην πόλη και, αφού έκτισε ναό, το απέθεσε εντός αυτού.

Την εποχή της Φραγκοκρατίας, όμως, το σκήνωμα της Αγίας μεταφέρθηκε στην Βαρκελώνη και εναποτέθηκε σε ναό, που καταστράφηκε κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου 
Πολέμου.

Εκτός των τειχών της Θεσσαλονίκης υπήρχε και μονή αφιερωμένη στην Αγία Ματρώνα.



Στίχος
Οὐκ ἄξιον λαθεῖν σε Μάρτυς Ματρῶνα, Κἂν ἔνδον εἱρκτῆς ἐκπνέῃς κεκρυμμένη. Εἰκάδι ἑβδομάτῃ θάνε Ματρῶνα ἑνὶ εἱρκτῇ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα
Γνώμην ἀήττητον, Ματρῶνα φέρουσα, πίστιν τὴν ἔνθεον, ἄσυλον ἔσωσας, μὴ δουλωθεῖσα τὴν ψυχήν, Ἑβραίων τῇ ἀπηνείᾳ· ὅθεν ἀριστεύσασα, καὶ τὸν δόλιον 
κτείνασα, μυστικῶς νενύμφευσαι, τῷ Δεσπότῃ τῆς κτίσεως. Αὐτὸν οὖν ἐκτενῶς ἐκδυσώπει, πάσης ἡμᾶς ῥυσθῆναι βλάβης.



Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν
Φωτὶ νοητῷ, Ματρῶνα ἀτενίζουσα, εἱρκτῆς τὴν φρουράν, ὡς θάλαμον λελόγισαι, ἐξ ἧς Μάρτυς ἔδραμες, πρὸς παστάδα πάμφωτον κράζουσα· Τῇ σῇ Λόγε 
θείᾳ στοργῇ, μαστίγων τὴν πεῖραν, καθυπέστην φαιδρῶς.



Μεγαλυνάριον
Οὐδόλως δεδούλωσαι τὴν ψυχὴν, ἀλλ’ ἐλευθερίᾳ, ἐνδιέπρεψας εὐσεβεῖ, καὶ ἀρρενωθεῖσα, τὴν φρένα ὦ Ματρῶνα, ἠγώνισαι ἀνδρείως, κατὰ τοῦ ὄφεως.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Νεομάρτυς Αλεξάνδρα Διάκοβα



site analysis


Η δόκιμη μοναχή Αλεξάνδρα Διακόβα συνελήφθη το 1931 και καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα  για 3 χρόνια.Το 1934 επέστρεψε στο χωριό της όπου εργάστηκε ως φύλακας.Το 1938 φυλακίστηκε στην φυλακή Τανγκάσκαια της Μόσχας όπου και εκτελέστηκε.Η Ρωσική Εκκλησία την έχει κατατάξει στο αγιολόγιό της (1 Μαρτίου).

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Ἡ ἐμφάνιση τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στήν μοναχή Χριστονύμφη



site analysis

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΧΗ ΧΡΙΣΤΟΝΥΜΦΗ. 

Την εποχή του ανταρτοπόλεμου, κατέβαιναν οι αντάρτες από το βουνό και κρυβόντουσαν έξω από το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, μέσα στους θάμνους για να προμηθευθούν τρόφιμα. Το κελί της μοναχής Χριστονύμφης ήταν ισόγειο. Εκεί γύρω ήσαν και άλλα 4-5 κελιά πού έμεναν οι αδελφές. Εκεί ήταν και η τράπεζα και ένα κελί μεγάλο γεμάτο εικόνες όλος ο τοίχος. Το είχανε σαν εκκλησία. Εκεί μαζευόντουσαν οι αδελφές, ακριβώς στις 12 τα μεσάνυχτα και διάβαζαν μόνο το μεσονυκτικό, σύμφωνα και με το τροπάριο «ιδού ό Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Μετά οι αδελφές κοιμόντουσαν λίγο και ξυπνούσαν πάλι όρθρου βαθέως κατά την τάξη, για την ακολουθία του όρθρου.

Η αδελφή Χριστονύμφη πριν το μεσονυκτικό καθημερινά πήγαινε στην εκκλησία πού ήταν σέ απόσταση από τα κελιά και άναβε πάντοτε τα καντήλια. Μία φορά όμως τους είχε λείψει το λάδι, διότι ελαιώνα δικό τους δεν είχαν. Στην αδελφή Χριστονύμφη φαινόταν πολύ άβολο να μένουν τα καντήλια σβηστά. Αποφασίζει και παίρνει ευλογία από το Δεσπότη και τρέχει στη Θάσο. Δεν άργησε να γυρίσει με του κόσμου τα δοχεία με φρέσκο λάδι.
Κι όμως πάλιν η γερόντισσα για τον φόβο των ανταρτών, της απαγόρευσε να ανάβει τα καντήλια της εκκλησίας την νύκτα. Η αδελφή Χριστονύμφη, έχοντας εμπιστοσύνη στην Αγία δεν φοβόταν, όμως χάριν υπακοής προς την γερόντισσα μετά πολλής λύπης έπαυσε να ανάβει τα καντήλια. Ένα βράδυ σηκώθηκε νωρίς για ν' αρχίσει τον συνηθισμένο κανόνα στο κελί της. Ποιος ξέρει όμως εκείνη την ώρα τί να σκέφθηκε μέσα της. Να, έλεγε «αχ, άραγε τί ωραία και να άναβα τα καντηλάκια της εκκλησίας μας, αλλά συγχώρεσε με Αγία μου γιατί δεν έχω ευλογία από την γερόντισσα». Βρισκόμενη μέσα σέ αυτή την περισυλλογή, να και χτυπάει η πόρτα και ακούεται μία φωνή «δι' ευχών των αγίων πατέρων ημών».
—      Ποιος είναι τέτοια ώρα;
—      Άνοιξε αδελφή, είμαι η αδελφή Συγκλητική.
Της ανοίγει και κάπως ανήσυχη την ρωτά:
—      Τί συμβαίνει, αδελφή, και χτυπάς τέτοια
ώρα;
—      Γιατί, αδελφή Χριστονύμφη, αφήνεις τώρα σβυστά τα καντήλια;
—      Συγγνώμη αδελφή, δεν έχω ευλογία από την γερόντισσα.
Και η άλλη της λέει επιτακτικά:
—      Όχι, κακώς. Πρέπει να πηγαίνεις να τα ανάβεις.
Αυτά της είπε και έφυγε. Και ναι μεν συμφωνούσε και η αδελφή Χριστονύμφη, αλλά όμως η υπακοή είναι ανώτερη. Όμως δέ χάνει καιρό, τρέχει το πρωί στην γερόντισσα «το και το, μου είπε η αδελφή Συγκλητική, όμως εσύ ότι πεις γερόντισσα, χωρίς την δική σου ευλογία δεν τα ανάβω». Πειραγμένη κάπως η ηγουμένη, φωνάζει την αδελφή Συγκλητική και της λέει: «Με ποιό δικαίωμα μπαίνεις εσύ στα καθήκοντα της ηγουμένης;» Ή αδελφή όμως παραδόξως ξαφνιασμένη απαντά «εγώ γερόντισσα, το λέτε σοβαρά; ούτε πέρασα από το κελί της αδελφής, ούτε ιδέαν έχω για τέτοιο θέμα. Που ως που εγώ, χωρίς την ευλογία σου να της πω να ανάβει τα καντήλια ;»
Τότε κατάλαβε η ηγουμένη ότι δεν ήταν η Συγκλητική, αλλά η ιδία η Αγία Παρασκευή που μίλησε με την Χριστονύμφη. «Αφού η Αγία Παρασκευή σέ προστατεύει παιδί μου» λέγει στη Χριστονύμφη, «ποιά είμαι εγώ να σέ εμποδίσω; Έχεις ευλογία να τα ανάβεις κάθε μέρα». Φανταστείτε πόση ήταν η χαρά της μοναχής Χριστονύμφης. Όχι μόνο διότι είχε ευλογία να ανάβει τα καντήλια, αλλά πολύ περισσότερο, όταν εννόησε ότι αξιώθηκε να δει οφθαλμοφανώς και να συνομιλήσει με την Αγία Παρασκευή. Έκτατε και σέ όλη τη διάρκεια του ανταρτοπόλεμου τα άναβε ανελλιπώς και ποτέ δεν συνάντησε μπροστά της κανένα αντάρτη.
Στο σημείο αυτό αξίζει νομίζω να κάνουμε ένα μικρό σχόλιο, ότι εμμέσως αλλά σαφώς βγαίνει το συμπέρασμα πόσο ευάρεστο είναι στους Αγίους να τούς ανάβουμε τα καντήλια και ασφαλώς ποιος ξέρει πόση είναι και η έκ μέρους τους ανταμοιβή. Γι αυτό και κάθε σπίτι πρέπει να έχει ένα μικρό εικονοστάσι και ει δυνατόν ένα καντηλάκι με λάδι να καίει ακοίμητο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΙΩΣΗΦ Μ.Δ. ΜΟΝΑΧΗ ΧΡΙΣΤΟΝΥΜΦΗ. ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΟΡΦΗ. 1923-2005
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2014/03/blog-post_8614.html

Η Ηγουμένη Ευγενία της Μονής Κοιμ. Θεοτόκου Παλαιοπαναγιάς Κυνουρίας



site analysis


Εκοιμήθη η Ηγουμένη Ευγενία της Μονής Κοιμ. Θεοτόκου Παλαιοπαναγιάς Κυνουρίας











Το εσπέρας  της Τρίτης 18ης Μαρτίου 2014 η Ηγουμένη Ευγενία Παναγοπούλου ( κατά κόσμον Μαρκέλλα) της Ι. Μονής Κοιμήσεως  Θεοτόκου  Παλαιοπαναγιάς  ( Παναγίας Ελεούσης ) Κυνουρίας παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού και εκοιμήθη εν Κυρίω.  

Η μακαριστή Ηγουμένη Ευγενία ήταν γνωστή για την ακούραστη προσωπικότητά της, τον αγώνα της για την αναστήλωση και την ανακαίνιση των Μοναστηρίων που επαξίως διακόνησε,  για το πλούσιο  φιλανθρωπικό της έργο, όπως επίσης και για την  συνεργασία της  υπό την καθοδήγηση   του Σεβ. Ποιμενάρχη μας, με στόχο την  ριζική ανακαίνιση της Ιεράς Μονής Παλαιοπαναγιάς. Στόχος ο οποίος επιτεύχθηκε πέραν κάθε προσδοκίας πάντα με την ευλογία της Παναγιάς μας.
Συνδύαζε πάντοτε   με το βίο και το έργο της την αγάπη με την πίστη, δημιουργώντας τον κατά Χριστόν άνθρωπο.
Καταγόμενη από το Καστρί της Κυνουρίας ήταν θυγατέρα του   Βασιλείου  και της  Αικατερίνης το γένος Τσαγκαρη.
Είδε το πρώτο φώς του κόσμου το έτος 1932 στον Αγ. Νικόλαο ( Καστρί ) Κυνουρίας.
Προσήλθε εις την Μονή Μαλεβής την 10η  Δεκεμβρίου  του έτους  1956.
Η Μοναχική της Κουρά έγινε στην Ιερά Μονή Κοιμ. Θεοτόκου Μαλεβής  την 15η Μαΐου 1961  οπού και έμεινε επί τριάντα έτη.
Εγκαταστάθηκε και διακόνησε ως νέα Μοναχή της Μονής Μαλεβής    κάτω από αντίξοες συνθήκες, με  περισσό ζήλο,  προσωπικό  μεγάλο και δύσκολο αγώνα, και αδιάλειπτη προσευχή  πάντοτε με την συνεργασία της αδελφότητα της Μονής, μπόρεσε και στήριξε την Μονή, ενώ γυρνώντας και κτυπώντας πόρτα - πόρτα συνέλεγε την αγάπη του κόσμου ( σιτάρι στους κάμπους, λάδι στα χωριά της Κυνουρίας,  μούστο στους αμπελότοπους, δέρματα από τα πασχαλινά σφάγια, καρύδια και κάστανα  στα γύρω χωριά)  τόσο στην Κυνουρίας όσο και  ανά την  Ελληνική Επικράτεια και εκτός αυτής,  με στόχο την ανακαίνιση και στήριξη της  Μονής.

Την 24ην  Ιουνίου του 1991 ανέλαβε την Μονή Παλαιοπαναγιάς Κυνουρίας οπού και εκεί εργάστηκε σκληρά για μια εικοσαετία και πλέον  επιτυγχάνοντας με την  αγαστή συνεργασία του Σεβ. Μητροπολίτη μας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και των  αδερφών  της Μονής, αφενός μεν την ριζική ανακαίνιση της Μονής αφετέρου δε την αξιοποίηση του συνόλου των κτημάτων της Μονής.
Την 1η Σεπτεμβρίου 2007 η μακαριστή  Μονάχη Ευγενία ενθρονίστηκε με κάθε λαμπρότητα Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Παλαιοπαναγιάς Κυνουρίας. Μαζί με την μακαριστή αδελφή Ανθούσα και την αδελφή της Μονής Μαριάμ εργάστηκαν για την ανάδειξη και περιφρούρηση της ιστορικής Μονής Παλαιοπαναγιάς.
Το κοινωνικό, φιλανθρωπικό και  πνευματικό της έργο είναι μεγάλης  σημασίας.
Η γλυκύτητά της, η αγάπη της και η καθαρότητα της καρδίας της ήταν κάτι το ανεπανάληπτο.
          Η οργάνωση της Ιεράς Μονής της Παναγίας μας σε πρότυπο μοναχικής πολιτείας και αγάπης αποτελεί  παράδειγμα προς μίμηση για την Κυνουρία.
Η μακαριστή Ηγουμένη δεν έδωσε ποτέ σημασία στα κοσμικά, το χρήμα και την κτήση αυτού. Επηρεασμένη από το «Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε» ενίσχυε όποιον ζητούσε την βοήθειά της.
Η μακαριστή διακόνισσα  της  Μονής, ορμώμενη από τα φιλανθρωπικά αισθήματα και την ευγενική της πρόθεση κατόπιν εγκρίσεως του Σεβ. Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας προέβη σε γενναιόδωρη χορηγία προς το Κράτος και την Τοπική κοινωνία της Κυνουρίας προσφέροντας οικόπεδο στη θέση «ΠΑΝΑΓΙΤΙΚΟ»  9.000 τ.μ.  για την ανέγερση του Σχολείου  Τεχνικού Επαγγελματικού Λυκείου.
Στόχος της ως άνω δωρεάς ήταν η συνδρομή στην πνευματική καλλιέργεια και μόρφωση των νέων βλαστών της Κυνουρίας.
Σε αυτή την εποχή που ζούμε  η οποία είναι εποχή κατάρρευσης των ηθικών και κοινωνικών αξιών, η Ηγουμένη Ευγενία ήταν  από τα λίγα φωτισμένα πνεύματα, ήταν ένας ξεχωριστός φωτεινός φάρος  που με τη δράση της ποθούσε  και οδηγούσε όλους τους ανθρώπους  κοντά στον Ιησού Χριστό.


Η Εξόδιος Ακολουθία της Μακαριστής Ηγουμένη της Ι.Μ. Κοιμ. Θεοτόκου  Παλαιοπαναγιάς  Κυνουρίας,    Ευγενίας  Μοναχής τελέσθηκε προεξάρχοντος του Σεβ. Μητροπολίτου μας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ την Τετάρτη 19η Μαρτίου 2014 στο Καθολικό της Ιεράς Μονής.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης μας στον επικήδειο τον οποίον εξεφώνησε ομίλησε και σκιαγράφησε αυτή την ξεχωριστή προσωπικότητα που κοσμούσε τις Μοναστικές αδελφότητες της Μητροπόλεώς  μας.
Εκατοντάδες χριστιανών έφθασαν πρωί - πρωί στην Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία από κοντά και μακριά να ασπαστούν το σκήνωμα της μακαριστής.
          Δεκάδες κληρικοί παρέστησαν στην Εξόδιο Ακολουθία ενώ συμμετείχαν Μοναχοί και Μοναχές τόσο από την Μητρόπολή  μας όσο και από άλλες Μονές της χώρας μας.
           Ευχόμαστε να έχει καλό παράδεισο και να προσεύχεται στην θριαμβέβουσα Εκκλησία για εμάς.
Αιωνία αυτής η μνήμη.+ Ιερεύς Ιωάννης Σουρλίγγας
ΠΗΓΗ.arcadia.portal

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Ἁγία Ὑπομονή



site analysis


Πρωτ. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

13 Μαρτίου
Ἁγία Ὑπομονή
















Ἡ ἁγία Ὑπομονή, κατά κόσμον Ἑλένη Δραγάση, καταγόταν ἀπό βασιλική γενιά. Ἦταν θυγατέρα τοῦ Κωνσταντίνου Δραγάση, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπό τούς πολλούς ἡγεμόνες-κληρονόμους τοῦ Σέρβου βασιλιά Στεφάνου Δουσάν. Σέ ἡλικία 19 περίπου ἐτῶν ἔγινε σύζυγος τοῦ Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (τέλη τοῦ 1390) καί ὀνομάσθηκε «Ἑλένη ἡ ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ αὐγούστα καί αὐτοκρατόρισσα τῶν Ρωμαίων ἡ Παλαιολογίνα». Γαλουχήθηκε μέ τά νάματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καί αὐτή ἡ πίστη τήν στήριξε στίς πολλές καί μεγάλες δυσκολίες πού ἀντιμετώπισε στήν ζωή της. Εἶχε πολλά χαρίσματα, μεγάλες ἀρετές καί τεράστια ψυχική δύναμη, γι’ αὐτό καί στήριξε τόν σύζυγό της στίς δύσκολες στιγμές, στά 35 χρόνια πού ἔζησαν μαζί. Ὁ Θεός τούς χάρισε ὀκτώ παιδιά, ἕξι ἀγόρια καί δύο κορίτσια. Δύο ἀπό τά ἀγόρια ἀνέβηκαν στόν αὐτοκρατορικό θρόνο, ὁ Ἰωάννης Η΄ καί ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄, ὁ τελευταῖος θρυλικός αὐτοκράτορας. 
Ἡ ἁγία Ὑπομονή (Αὐγούστα Ἑλένη) ἀγάπησε ἀληθινά τόν λαό καί τοῦ συμπαραστάθηκε στίς ἀγωνίες καί τίς ἀνησυχίες του ἐνώπιον τῶν φοβερῶν ἐθνικῶν κινδύνων καί τόν ἐνίσχυε μέ τήν προσευχή της καί τόν παρηγορητικό της λόγο. Ἀντιμετώπιζε καί τίς χαρές καί τίς θλίψεις μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό καί γι’ αὐτό ἦταν σέ ὅλα ἰσορροπημένη. Ὁ φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων γράφει γι’ αὐτήν μεταξύ τῶν ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Ἡ βασιλίς αὕτη μέ πολλήν ταπείνωσιν καί καρτερικότητα ἐφαίνετο νά ἀντιμετωπίζη καί τάς δύο μορφάς τῆς ζωῆς. Οὔτε κατά τούς καιρούς τῶν δοκιμασιῶν ἀπεγοητεύετο, οὔτε ὅταν εὐτυχοῦσε ἐπανεπαύετο, ἀλλά εἰς κάθε περίπτωσιν ἔκανε τό πρέπον. Συνεδύαζε τήν σύνεσιν μέ τήν γενναιότητα, περισσότερον ἀπό κάθε ἄλλην γυναίκα. Διεκρίνετο διά τήν σωφροσύνην της. Τήν δέ δικαιοσύνην τήν εἶχε εἰς τελειότατον βαθμόν. Δέν ἐμάθαμε νά κάμνει κακόν εἰς οὐδένα ἀλλά μόνον τό ἀγαθόν εἰς πολλούς».
Ἐπίσης, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ πρῶτος Οἰκουμενικός Πατριάρχης μετά τήν ἅλωση, στόν παραμυθητικό του λόγο πρός τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο ΙΑ΄ «ἐπί τῇ κοιμήσει τῆς μητρός Αὐτοῦ ἁγίας Ὑπομονῆς», γράφει: «Τήν μακαρίαν ἐκείνη Βασίλισσαν ὅταν τήν ἐπεσκέπτετο κάποιος σοφός, ἔφευγε κατάπληκτος ἀπό τήν ἰδικήν της σοφία. Ὅταν τήν συναντοῦσε κάποιος ἀσκητής, ἀποχωροῦσε ντροπιασμένος διά την πτωχεία τῆς δικῆς του ἀρετῆς... Ὅταν συνομιλοῦσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ὅτι ἔχει ἐνώπιόν του ἔμπρακτον κανόνα Δικαίου. Ὅταν κάποιος θαρραλέος τήν συναντοῦσε ἔνοιωθε νικημένος, αἰσθανόμενος ἔκπληξιν ἀπό τήν ὑπομονήν, τήν σύνεσιν καί τήν ἰσχυρότητα τοῦ χαρακτῆρος της... Κάθε πονεμένος μέ τήν συνάντησιν μαζί της, καταλάγιαζε τόν πόνο του... Καί γενικά κανένας δέν ὑπῆρξε, πού νά ἦλθεν εἰς ἐπικοινωνίαν μαζί της καί νά μήν ἔγινε καλύτερος».
Μετά τήν κοίμηση τοῦ συζύγου της (1425) -ὁ ὁποῖος δύο μῆνες πρίν εἶχε γίνει μοναχός- ἐκάρη μοναχή στήν Μονή τῆς κυράς Μάρθας, μέ τό ὄνομα Ὑπομονή. Καί ὅπως γράφει ὁ σύγχρονός της Γεώργιος Φραντζῆς «συνέδεσε τήν ἔννοια τοῦ μοναχικοῦ της ὀνόματος (Ὑπομονή) μέ τόν τρόπον ἀντιμετωπίσεως καί τῶν εὐτυχῶν στιγμῶν καί τῶν ἀπείρων δυσκολιῶν τῆς ζωῆς της. Ὑπομονή κατά βίον, πρᾶξιν καί μοναχικόν ὄνομα». Ὁ Θεός εὐδόκησε νά μή βιώση καί τόν πόνο ἀπό τήν πτώση τῆς αὐτοκρατορίας, γι’ αὐτό καί τήν κάλεσε κοντά Του τήν 13η Μαρτίου 1450.
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Ἡ ὑπομονή εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο δίδεται σέ αὐτούς πού ἀγωνίζονται καί προσεύχονται νά τό ἀποκτήσουν, γιά νά μποροῦν νά ἀντέχουν στά καθημερινά προβλήματα, τίς δυσκολίες καί τούς πειρασμούς τῆς παρούσης ζωῆς. Ἡ ὑπομονή εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη, ἐπειδή χωρίς τήν ὑπομονή δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά παραγματοποιήση κανένα σημαντικό ἔργο, καί κυρίως τό σημαντικότερο ἀπό ὅλα, τήν σωτηρία του. Καί μέ τόν ὅρο σωτηρία δέν ἐννοεῖται ἡ κληρονομία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μετά θάνατον. Εἶναι, βέβαια, καί αὐτό, ἀλλά κυρίως ἐννοεῖται ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκτᾶται μέ τήν βίωση τοῦ τρόπου ζωῆς πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, εἶναι ἀδύνατον νά ἀντέξη κανείς τόν τρόπο ζωῆς στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν τόν ἔχει βιώση ἀπό τήν παροῦσα ζωή, ἐπειδή θά τοῦ φανῆ κόλαση. Αὐτό, ἄλλωστε, στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ κόλαση, δηλαδή τό νά μή μπορῆ ὁ ἄνθρωπος νά ἀντέξη τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀντί νά τήν βιώνη ὡς φῶς καί χαρά, «διά τήν ἐσωτερική καθαρότητα», νά τήν βιώνη ὡς φωτιά καί πόνο, «διά τήν ἐσωτερικήν ρυπαρότητα».
Ἡ ὑπομονή συνδέεται στενά μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό καί μέ τήν ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη Του. Ἄν δέν πιστεύη κανείς στήν αἰώνια ζωή καί τήν «ἀπόλαυσιν τῶν μελλόντων ἀγαθῶν», τότε γιατί νά ὑπομείνη, ἀλλά καί ποιός θά τοῦ δώση τήν δύναμη γιά νά ὑπομείνη; Ἡ ὑπομονή ἀντλεῖται ἀπό τόν Θεόν, καί ταυτόχρονα ὁδηγεῖ στήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί τήν κοινωνία μαζί Του. Ὄχι στήν γνώση περί τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκτᾶται ἐγκεφαλικά, μέ τήν ἀνάγνωση, ἀλλά στήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι προσωπική κοινωνία μαζί Του. Καί ἡ γνώση αὐτή, κατά τόν ὅσιο Μᾶρκο τόν ἀσκητή, ἀποκτᾶται διά τῆς ὑπομονῆς στά θλιβερά γεγονότα τῆς ζωῆς καί διά τῆς ἀνάληψης τῆς προσωπικῆς εὐθύνης -ἀπό τόν καθένα- γιά τά λάθη του καί τίς ἁμαρτίες του. Λέγει: «Γνῶσις ἀληθής ὑπάρχει ἡ τῶν θλιβερῶν ὑπομονή καί τό μή αἰτιᾶσθαι τούς ἀνθρώπους ἐπί ταῖς ἑαυτοῦ συμφοραῖς». Μέ ἄλλα λόγια, διά τῆς ὑπομονῆς στά λυπηρά γεγονότα τῆς ζωῆς ἀποκτᾶται ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ὅποιος γνωρίζει τόν Θεό καί ἔχει κοινωνία μαζί Του λαμβάνει μεγάλη δύναμη, καί ἔτσι μπορεῖ νά ὑπομένη ἀγόγγυστα, εὐχαριστώντας καί δοξολογώντας τόν Θεό. Καί μάλιστα θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὡς αἴτιο τῶν ἀποτυχιῶν καί τῶν συμφορῶν του καί ὄχι τούς ἄλλους, ἐπειδή οἱ ἄλλοι δέν εἶναι ἡ κόλασή μας, ὅπως ἔλεγε ὁ ἄθεος ὑπαρξιστής Σάρτρ, ἀλλά ὁ παράδεισός μας, σύμφωνα μέ τόν πατερικό λόγο «εἶδες τόν ἀδελφόν σου, εἶδες τόν Θεόν σου».
Ἡ ὑπομονή προϋποθέτει ταπείνωση καί αὐτομεμψία, πνευματική ἀνδρεία καί γενναιότητα, ἐλπίδα στόν Θεό καί ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη Του. Δι’ αὐτῆς ὑπερβαίνονται τά καθημερινά προβήματα καί οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς καί διατηρεῖται ἡ ἐσωτερική εἰρήνη.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΘΗ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ- Η ΜΟΝΑΧΗ ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΑΓΕΛΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ-



site analysis


Αυτές οι δύο καλογριές, Λουκία και Αντωνία, πού έφεραν ονόματα Άγιων, προς τιμήν των οποίων υπήρχαν παρεκκλήσια στην μονή του Ευαγγελισμού, ήτανε το ευλογημένο ζευγάρι, πού αροτριούσε τα μπαΐρια του μοναστηριού- τα δυο ευλογημένα ζώα, πού θέρμαιναν με την ζεστή τους αναπνοή το Βρέφος το τεχθέν τα δύο ζώα, πού ανάμεσα τους γνώριζες τον Χριστό Θεό. Εύρισκαν εκπλήρωση τού Προφήτου τα λόγια: «Εν μέσω δύο ζώων γνωσθήση». Πώς να μη θυμάσαι την Αντωνία, πού αυγή-αυγή σκόλη-καθημερινή με τις γαλότσες στα πόδια και τα ράκη της έτρεχε να περιποιηθεί τα ζώα; Αγαπούσε τόσο πολύ το διακόνημά της, πού πασιχαρής έφθανε στον στάβλο. Έτρεχε σαν μικρή κοπελούδα. Δεν φαίνεται πώς πάταγε στην γη’ έχω την εντύπωση πώς πέταγε. Ολοπρόθυμα εκτελούσε την ταπεινή της διακονία, αγόγγυστα, χωρίς κοντανάσες και φυσήματα δύστηνα και λογισμούς: «Οι άλλες στο γραφείο, στο ραφείο, στην εκκλησία- εγώ στα ζώα». Και αυτό όχι μόνον κάποιες φορές, άλλ’ όλες τις μέρες της αφιέρωσης της. Και τα ευλογημένα ζώα ενστικτωδώς καταλάβαιναν την αγάπη και την φροντίδα της γι’ αυτά και πανηγύριζαν στην ταπεινή της παρουσία. Πάντα σιγοψιθύριζα στην θέα της: «Να ό Κουκουζέλης με τα τραγιά στον Άθωνα’ κι εκείνα, την ώρα πού έψαλλε στις ρεματιές και τους λόγγους, άφηναν την βοσκή και εκστατικά τον άκουγαν». Τραυλή και ίσχνόφωνη όπως ήταν, θύμιζε τον Μωυσή, πού έβοσκε τα πρόβατα τού πεθερού του Αιθήρ. Τα εύρισκε ή Αντωνία με τα ζουλάπια. Την ρωτούσα διάφορα για το διακόνημά της και μού απαντούσε: - Οι ταπεινές διακονίες βοηθούνε τον αδύναμο άνθρωπο στην μετάνοια. Μια χρονιά λοιπόν πού ξεκινούσε, κατά την συνήθεια, ή αδελφή Αντωνία να πάει και πάλι στην Σάμο για τις ελιές, πήγε στον Γέροντα, για να χαιρετίσει και να πάρει την ευχή του. Εκείνος με πολλή πατρική αγάπη της λέει: - Να πάς, παιδί μου, στην ευχή τού Θεού και της Παναγίας, αλλά θέλω, πρώτα ό Θεός, να είσαι πίσω στο μοναστήρι παραμονή Χριστουγέννων οπωσδήποτε. -Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα -λέει ή αδελφή και ξεκινά. Έφυγε πράγματι ή αδελφή Αντωνία, πήγε στην Σάμο και μάζευε με πολλή προθυμία τις ελιές. Κάθε μέρα της έδιναν ένα καλάθι ελιές και λίγο λάδι. Όταν τελείωσε το μάζεμα των ελιών, συγκέντρωσε ότι της είχαν δώσει και ετοιμάστηκε να φύγει για το μοναστήρι, γιατί ήδη ήταν προπαραμονή Χριστουγέννων και έπρεπε, κατά την εντολή τού Γέροντα, να επιστρέψει στην Μονή. Την εποχή εκείνη όμως δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και ό μόνος τρόπος για να μεταφερθεί κάποιος στο λιμάνι ήταν οι αγωγιάτες, οι όποιοι είχαν άλογα με καρότσες και έβαζαν μέσα εκεί τα πράγματα. Πηγαίνει και ή αδελφή Αντωνία και βρίσκει τον μοναδικό αγωγιάτη τού χωριού και τού λέει: - Σάς παρακαλώ πολύ, μπορείτε να με πάτε στο λιμάνι, για να φύγω για την Πάτμο; Έχω και μερικά πράγματα μαζί μου. Και όσο κάνει θα σάς πληρώσω. Ό αγωγιάτης, αντί άλλης απαντήσεως, άρχισε να φωνάζει και να την βρίζει άσχημα. (Ήταν κομμουνιστής, όπως αργότερα έμαθε ή αδελφή.) - Φύγε από κοντά μου. Δεν θέλω ούτε να σε βλέπω, όχι να σε πάω και στο λιμάνι -της έλεγε. Ή αδελφή τον παρακαλούσε, λέγοντας του: - Άνθρωπε μου, μόνον ηρέμησε και μη με πάς στο λιμάνι. Τόσο πολύ είχε αγριέψει, πού νόμιζε ότι θα της έκανε κακό. Τί να έκανε ή αδελφή Αντωνία; Ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει και δεν είχε πλέον άλλα περιθώρια. Γύρισε και κλείστηκε στο φτωχικό σπιτάκι πού έμενε με μεγάλη λύπη, διότι ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων και δεν μπορούσε να κάνη την υπακοή πού της έβαλε ό Γέροντας. - Δεν με ένοιαζε για μένα -μου έλεγε- όσο ήθελα να μη στενοχωρήσω τον Γέροντα. Εκεί μέσα στο σπιτάκι της γονάτισε και όλη την νύχτα προσευχόταν με δάκρυα στους Αρχαγγέλους πού έχουμε κοντά μας. Τούς είχε μεγάλη ευλάβεια. Ή προσευχή της ήταν ή έξης: «Αρχάγγελε μου Μιχαήλ, εσύ πού τα φτερά σου είναι μεγάλα και δυνατά και έχεις παρρησία στον Θεό, βρες τρόπο να φύγω, για να μη στενοχωρηθεί ό Γέροντας μου και φώτισε και τον αγωγιάτη να μη μού κάνη κακό». Αυτά έλεγε όλη την νύχτα και παρακαλούσε τον Αρχάγγελο με δάκρυα. Τί οικονόμησε λοιπόν ό Θεός; Όταν ό αγωγιάτης πήγε στο σπίτι του και έπεσε να κοιμηθεί, βλέπει στον ύπνο του ένα νέο λαμπερό και τού λέει: - Γιατί δεν θέλεις να πάς την καλόγρια στο λιμάνι; Ό αγωγιάτης τότε αγρίεψε και λέει στον νέο: - Ποιος είσαι εσύ, πού τόλμησες να έρθεις στο σπίτι μου τέτοια ώρα και με διατάζεις; Ό νέος τού άπαντα: - Το ποιος είμαι εγώ, θα το δεις, αν δεν κάνης αυτό πού σού λέω. Τού λέει ό αγωγιάτης: - Δηλαδή με φοβερίζεις; Και πήγε να σηκωθεί για να τον δείρει. - Στάσου! -τού λέει ό νέος-Εγώ πού σε διατάζω είμαι ό αρχάγγελος Μιχαήλ και, εάν δεν σηκωθείς να την πάρεις την μοναχή τώρα στο λιμάνι να φύγει, αύριο θα είσαι πεθαμένος. Θα σου πάρω εγώ την ψυχή σου. Ακούγοντας αυτά σηκώθηκε με τρόμο πολύ, παίρνει αμέσως το άλογο με την καρότσα και πηγαίνει εκείνη την ώρα στο σπιτάκι πού έμενε ή αδελφή κι αρχίζει να χτυπά δυνατά την πόρτα. Ή αδελφή βρισκόταν ακόμη γονατιστή στην προσευχή. Μόλις άκουσε τα χτυπήματα στην πόρτα έτρεξε και άνοιξε, αλλά αντικρίζοντας τον αγωγιάτη τρόμαξε υπερβολικά και θέλησε να ξανακλείσει την πόρτα. Εκείνος όμως της φώναξε και της είπε: - Φέρε γρήγορα τα πράγματα σου, φέρε τα πράγματα σου! - Μα, άνθρωπε μου, τί έπαθες, πώς σού ήρθε τέτοια ώρα; Κα! πάλι εκείνος τρομαγμένος της λέει: - Φέρε, σού λέω, τα πράγματα σου και δεν έχω καμιά όρεξη να τα βάλω με αυτόν. Τα φόρτωσε επιτέλους και μετά της λέει: - Ανέβα κι εσύ. Ή αδελφή ανέβηκε με την ψυχή στο στόμα από τον φόβο της. Καθώς προχωρούσαν στον δρόμο της λέει ό αγωγιάτης: - Δεν μού λες, καλογριά μου, τί σχέση έχεις εσύ με τον Ταξιάρχη και ήρθε απόψε στον ύπνο μου και με φοβέριζε; «Αν δεν πάς την καλογριά στο λιμάνι -μού είπε- αύριο θα είσαι πεθαμένος, δεν θα ζεις». Λοιπόν γι’ αυτό σε πάω, γιατί δεν έχω καμιά όρεξη να τα βάλω με τον Ταξιάρχη. Ή αδελφή, ύστερα από αυτό, συγκινημένη ευχαρίστησε τον Θεό, την Παναγία μας και τον Ταξιάρχη, πού την βοήθησε να φύγει και να κάνη την υπακοή της. Στον αγωγιάτη εξήγησε ότι προσευχόταν όλη την νύχτα στον Ταξιάρχη να την βοηθήσει, γι’ αυτό έγινε αυτό το θαύμα. Έτσι, ή αδελφή Αντωνία αξιώθηκε πράγματι να φθάση στο μοναστήρι παραμονή Χριστουγέννων, χάριν της υπακοής της και της θαυματουργικής επεμβάσεως του Αρχαγγέλου. Ή Αντωνία, πλήρης ήμερων και καλών έργων, άπήλθεν εις τας αιωνίους μονάς και συναγάλλεται μετά των Αγγέλων και των απ’ αιώνος άμμάδων. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ. ΙΕΡΟΝ ΔΟΧΕΙΑΡΙΤΙΚΟΝ ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ. ΑΓΙΩΝ ΌΡΟΣ 2012