Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Ἡ ἐμφάνιση τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στήν μοναχή Χριστονύμφη



site analysis

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΧΗ ΧΡΙΣΤΟΝΥΜΦΗ. 

Την εποχή του ανταρτοπόλεμου, κατέβαιναν οι αντάρτες από το βουνό και κρυβόντουσαν έξω από το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, μέσα στους θάμνους για να προμηθευθούν τρόφιμα. Το κελί της μοναχής Χριστονύμφης ήταν ισόγειο. Εκεί γύρω ήσαν και άλλα 4-5 κελιά πού έμεναν οι αδελφές. Εκεί ήταν και η τράπεζα και ένα κελί μεγάλο γεμάτο εικόνες όλος ο τοίχος. Το είχανε σαν εκκλησία. Εκεί μαζευόντουσαν οι αδελφές, ακριβώς στις 12 τα μεσάνυχτα και διάβαζαν μόνο το μεσονυκτικό, σύμφωνα και με το τροπάριο «ιδού ό Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Μετά οι αδελφές κοιμόντουσαν λίγο και ξυπνούσαν πάλι όρθρου βαθέως κατά την τάξη, για την ακολουθία του όρθρου.

Η αδελφή Χριστονύμφη πριν το μεσονυκτικό καθημερινά πήγαινε στην εκκλησία πού ήταν σέ απόσταση από τα κελιά και άναβε πάντοτε τα καντήλια. Μία φορά όμως τους είχε λείψει το λάδι, διότι ελαιώνα δικό τους δεν είχαν. Στην αδελφή Χριστονύμφη φαινόταν πολύ άβολο να μένουν τα καντήλια σβηστά. Αποφασίζει και παίρνει ευλογία από το Δεσπότη και τρέχει στη Θάσο. Δεν άργησε να γυρίσει με του κόσμου τα δοχεία με φρέσκο λάδι.
Κι όμως πάλιν η γερόντισσα για τον φόβο των ανταρτών, της απαγόρευσε να ανάβει τα καντήλια της εκκλησίας την νύκτα. Η αδελφή Χριστονύμφη, έχοντας εμπιστοσύνη στην Αγία δεν φοβόταν, όμως χάριν υπακοής προς την γερόντισσα μετά πολλής λύπης έπαυσε να ανάβει τα καντήλια. Ένα βράδυ σηκώθηκε νωρίς για ν' αρχίσει τον συνηθισμένο κανόνα στο κελί της. Ποιος ξέρει όμως εκείνη την ώρα τί να σκέφθηκε μέσα της. Να, έλεγε «αχ, άραγε τί ωραία και να άναβα τα καντηλάκια της εκκλησίας μας, αλλά συγχώρεσε με Αγία μου γιατί δεν έχω ευλογία από την γερόντισσα». Βρισκόμενη μέσα σέ αυτή την περισυλλογή, να και χτυπάει η πόρτα και ακούεται μία φωνή «δι' ευχών των αγίων πατέρων ημών».
—      Ποιος είναι τέτοια ώρα;
—      Άνοιξε αδελφή, είμαι η αδελφή Συγκλητική.
Της ανοίγει και κάπως ανήσυχη την ρωτά:
—      Τί συμβαίνει, αδελφή, και χτυπάς τέτοια
ώρα;
—      Γιατί, αδελφή Χριστονύμφη, αφήνεις τώρα σβυστά τα καντήλια;
—      Συγγνώμη αδελφή, δεν έχω ευλογία από την γερόντισσα.
Και η άλλη της λέει επιτακτικά:
—      Όχι, κακώς. Πρέπει να πηγαίνεις να τα ανάβεις.
Αυτά της είπε και έφυγε. Και ναι μεν συμφωνούσε και η αδελφή Χριστονύμφη, αλλά όμως η υπακοή είναι ανώτερη. Όμως δέ χάνει καιρό, τρέχει το πρωί στην γερόντισσα «το και το, μου είπε η αδελφή Συγκλητική, όμως εσύ ότι πεις γερόντισσα, χωρίς την δική σου ευλογία δεν τα ανάβω». Πειραγμένη κάπως η ηγουμένη, φωνάζει την αδελφή Συγκλητική και της λέει: «Με ποιό δικαίωμα μπαίνεις εσύ στα καθήκοντα της ηγουμένης;» Ή αδελφή όμως παραδόξως ξαφνιασμένη απαντά «εγώ γερόντισσα, το λέτε σοβαρά; ούτε πέρασα από το κελί της αδελφής, ούτε ιδέαν έχω για τέτοιο θέμα. Που ως που εγώ, χωρίς την ευλογία σου να της πω να ανάβει τα καντήλια ;»
Τότε κατάλαβε η ηγουμένη ότι δεν ήταν η Συγκλητική, αλλά η ιδία η Αγία Παρασκευή που μίλησε με την Χριστονύμφη. «Αφού η Αγία Παρασκευή σέ προστατεύει παιδί μου» λέγει στη Χριστονύμφη, «ποιά είμαι εγώ να σέ εμποδίσω; Έχεις ευλογία να τα ανάβεις κάθε μέρα». Φανταστείτε πόση ήταν η χαρά της μοναχής Χριστονύμφης. Όχι μόνο διότι είχε ευλογία να ανάβει τα καντήλια, αλλά πολύ περισσότερο, όταν εννόησε ότι αξιώθηκε να δει οφθαλμοφανώς και να συνομιλήσει με την Αγία Παρασκευή. Έκτατε και σέ όλη τη διάρκεια του ανταρτοπόλεμου τα άναβε ανελλιπώς και ποτέ δεν συνάντησε μπροστά της κανένα αντάρτη.
Στο σημείο αυτό αξίζει νομίζω να κάνουμε ένα μικρό σχόλιο, ότι εμμέσως αλλά σαφώς βγαίνει το συμπέρασμα πόσο ευάρεστο είναι στους Αγίους να τούς ανάβουμε τα καντήλια και ασφαλώς ποιος ξέρει πόση είναι και η έκ μέρους τους ανταμοιβή. Γι αυτό και κάθε σπίτι πρέπει να έχει ένα μικρό εικονοστάσι και ει δυνατόν ένα καντηλάκι με λάδι να καίει ακοίμητο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΙΩΣΗΦ Μ.Δ. ΜΟΝΑΧΗ ΧΡΙΣΤΟΝΥΜΦΗ. ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΟΡΦΗ. 1923-2005
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2014/03/blog-post_8614.html

Η Ηγουμένη Ευγενία της Μονής Κοιμ. Θεοτόκου Παλαιοπαναγιάς Κυνουρίας



site analysis


Εκοιμήθη η Ηγουμένη Ευγενία της Μονής Κοιμ. Θεοτόκου Παλαιοπαναγιάς Κυνουρίας











Το εσπέρας  της Τρίτης 18ης Μαρτίου 2014 η Ηγουμένη Ευγενία Παναγοπούλου ( κατά κόσμον Μαρκέλλα) της Ι. Μονής Κοιμήσεως  Θεοτόκου  Παλαιοπαναγιάς  ( Παναγίας Ελεούσης ) Κυνουρίας παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού και εκοιμήθη εν Κυρίω.  

Η μακαριστή Ηγουμένη Ευγενία ήταν γνωστή για την ακούραστη προσωπικότητά της, τον αγώνα της για την αναστήλωση και την ανακαίνιση των Μοναστηρίων που επαξίως διακόνησε,  για το πλούσιο  φιλανθρωπικό της έργο, όπως επίσης και για την  συνεργασία της  υπό την καθοδήγηση   του Σεβ. Ποιμενάρχη μας, με στόχο την  ριζική ανακαίνιση της Ιεράς Μονής Παλαιοπαναγιάς. Στόχος ο οποίος επιτεύχθηκε πέραν κάθε προσδοκίας πάντα με την ευλογία της Παναγιάς μας.
Συνδύαζε πάντοτε   με το βίο και το έργο της την αγάπη με την πίστη, δημιουργώντας τον κατά Χριστόν άνθρωπο.
Καταγόμενη από το Καστρί της Κυνουρίας ήταν θυγατέρα του   Βασιλείου  και της  Αικατερίνης το γένος Τσαγκαρη.
Είδε το πρώτο φώς του κόσμου το έτος 1932 στον Αγ. Νικόλαο ( Καστρί ) Κυνουρίας.
Προσήλθε εις την Μονή Μαλεβής την 10η  Δεκεμβρίου  του έτους  1956.
Η Μοναχική της Κουρά έγινε στην Ιερά Μονή Κοιμ. Θεοτόκου Μαλεβής  την 15η Μαΐου 1961  οπού και έμεινε επί τριάντα έτη.
Εγκαταστάθηκε και διακόνησε ως νέα Μοναχή της Μονής Μαλεβής    κάτω από αντίξοες συνθήκες, με  περισσό ζήλο,  προσωπικό  μεγάλο και δύσκολο αγώνα, και αδιάλειπτη προσευχή  πάντοτε με την συνεργασία της αδελφότητα της Μονής, μπόρεσε και στήριξε την Μονή, ενώ γυρνώντας και κτυπώντας πόρτα - πόρτα συνέλεγε την αγάπη του κόσμου ( σιτάρι στους κάμπους, λάδι στα χωριά της Κυνουρίας,  μούστο στους αμπελότοπους, δέρματα από τα πασχαλινά σφάγια, καρύδια και κάστανα  στα γύρω χωριά)  τόσο στην Κυνουρίας όσο και  ανά την  Ελληνική Επικράτεια και εκτός αυτής,  με στόχο την ανακαίνιση και στήριξη της  Μονής.

Την 24ην  Ιουνίου του 1991 ανέλαβε την Μονή Παλαιοπαναγιάς Κυνουρίας οπού και εκεί εργάστηκε σκληρά για μια εικοσαετία και πλέον  επιτυγχάνοντας με την  αγαστή συνεργασία του Σεβ. Μητροπολίτη μας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και των  αδερφών  της Μονής, αφενός μεν την ριζική ανακαίνιση της Μονής αφετέρου δε την αξιοποίηση του συνόλου των κτημάτων της Μονής.
Την 1η Σεπτεμβρίου 2007 η μακαριστή  Μονάχη Ευγενία ενθρονίστηκε με κάθε λαμπρότητα Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Παλαιοπαναγιάς Κυνουρίας. Μαζί με την μακαριστή αδελφή Ανθούσα και την αδελφή της Μονής Μαριάμ εργάστηκαν για την ανάδειξη και περιφρούρηση της ιστορικής Μονής Παλαιοπαναγιάς.
Το κοινωνικό, φιλανθρωπικό και  πνευματικό της έργο είναι μεγάλης  σημασίας.
Η γλυκύτητά της, η αγάπη της και η καθαρότητα της καρδίας της ήταν κάτι το ανεπανάληπτο.
          Η οργάνωση της Ιεράς Μονής της Παναγίας μας σε πρότυπο μοναχικής πολιτείας και αγάπης αποτελεί  παράδειγμα προς μίμηση για την Κυνουρία.
Η μακαριστή Ηγουμένη δεν έδωσε ποτέ σημασία στα κοσμικά, το χρήμα και την κτήση αυτού. Επηρεασμένη από το «Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε» ενίσχυε όποιον ζητούσε την βοήθειά της.
Η μακαριστή διακόνισσα  της  Μονής, ορμώμενη από τα φιλανθρωπικά αισθήματα και την ευγενική της πρόθεση κατόπιν εγκρίσεως του Σεβ. Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας προέβη σε γενναιόδωρη χορηγία προς το Κράτος και την Τοπική κοινωνία της Κυνουρίας προσφέροντας οικόπεδο στη θέση «ΠΑΝΑΓΙΤΙΚΟ»  9.000 τ.μ.  για την ανέγερση του Σχολείου  Τεχνικού Επαγγελματικού Λυκείου.
Στόχος της ως άνω δωρεάς ήταν η συνδρομή στην πνευματική καλλιέργεια και μόρφωση των νέων βλαστών της Κυνουρίας.
Σε αυτή την εποχή που ζούμε  η οποία είναι εποχή κατάρρευσης των ηθικών και κοινωνικών αξιών, η Ηγουμένη Ευγενία ήταν  από τα λίγα φωτισμένα πνεύματα, ήταν ένας ξεχωριστός φωτεινός φάρος  που με τη δράση της ποθούσε  και οδηγούσε όλους τους ανθρώπους  κοντά στον Ιησού Χριστό.


Η Εξόδιος Ακολουθία της Μακαριστής Ηγουμένη της Ι.Μ. Κοιμ. Θεοτόκου  Παλαιοπαναγιάς  Κυνουρίας,    Ευγενίας  Μοναχής τελέσθηκε προεξάρχοντος του Σεβ. Μητροπολίτου μας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ την Τετάρτη 19η Μαρτίου 2014 στο Καθολικό της Ιεράς Μονής.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης μας στον επικήδειο τον οποίον εξεφώνησε ομίλησε και σκιαγράφησε αυτή την ξεχωριστή προσωπικότητα που κοσμούσε τις Μοναστικές αδελφότητες της Μητροπόλεώς  μας.
Εκατοντάδες χριστιανών έφθασαν πρωί - πρωί στην Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία από κοντά και μακριά να ασπαστούν το σκήνωμα της μακαριστής.
          Δεκάδες κληρικοί παρέστησαν στην Εξόδιο Ακολουθία ενώ συμμετείχαν Μοναχοί και Μοναχές τόσο από την Μητρόπολή  μας όσο και από άλλες Μονές της χώρας μας.
           Ευχόμαστε να έχει καλό παράδεισο και να προσεύχεται στην θριαμβέβουσα Εκκλησία για εμάς.
Αιωνία αυτής η μνήμη.+ Ιερεύς Ιωάννης Σουρλίγγας
ΠΗΓΗ.arcadia.portal

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Ἁγία Ὑπομονή



site analysis


Πρωτ. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

13 Μαρτίου
Ἁγία Ὑπομονή
















Ἡ ἁγία Ὑπομονή, κατά κόσμον Ἑλένη Δραγάση, καταγόταν ἀπό βασιλική γενιά. Ἦταν θυγατέρα τοῦ Κωνσταντίνου Δραγάση, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπό τούς πολλούς ἡγεμόνες-κληρονόμους τοῦ Σέρβου βασιλιά Στεφάνου Δουσάν. Σέ ἡλικία 19 περίπου ἐτῶν ἔγινε σύζυγος τοῦ Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (τέλη τοῦ 1390) καί ὀνομάσθηκε «Ἑλένη ἡ ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ αὐγούστα καί αὐτοκρατόρισσα τῶν Ρωμαίων ἡ Παλαιολογίνα». Γαλουχήθηκε μέ τά νάματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καί αὐτή ἡ πίστη τήν στήριξε στίς πολλές καί μεγάλες δυσκολίες πού ἀντιμετώπισε στήν ζωή της. Εἶχε πολλά χαρίσματα, μεγάλες ἀρετές καί τεράστια ψυχική δύναμη, γι’ αὐτό καί στήριξε τόν σύζυγό της στίς δύσκολες στιγμές, στά 35 χρόνια πού ἔζησαν μαζί. Ὁ Θεός τούς χάρισε ὀκτώ παιδιά, ἕξι ἀγόρια καί δύο κορίτσια. Δύο ἀπό τά ἀγόρια ἀνέβηκαν στόν αὐτοκρατορικό θρόνο, ὁ Ἰωάννης Η΄ καί ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄, ὁ τελευταῖος θρυλικός αὐτοκράτορας. 
Ἡ ἁγία Ὑπομονή (Αὐγούστα Ἑλένη) ἀγάπησε ἀληθινά τόν λαό καί τοῦ συμπαραστάθηκε στίς ἀγωνίες καί τίς ἀνησυχίες του ἐνώπιον τῶν φοβερῶν ἐθνικῶν κινδύνων καί τόν ἐνίσχυε μέ τήν προσευχή της καί τόν παρηγορητικό της λόγο. Ἀντιμετώπιζε καί τίς χαρές καί τίς θλίψεις μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό καί γι’ αὐτό ἦταν σέ ὅλα ἰσορροπημένη. Ὁ φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων γράφει γι’ αὐτήν μεταξύ τῶν ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Ἡ βασιλίς αὕτη μέ πολλήν ταπείνωσιν καί καρτερικότητα ἐφαίνετο νά ἀντιμετωπίζη καί τάς δύο μορφάς τῆς ζωῆς. Οὔτε κατά τούς καιρούς τῶν δοκιμασιῶν ἀπεγοητεύετο, οὔτε ὅταν εὐτυχοῦσε ἐπανεπαύετο, ἀλλά εἰς κάθε περίπτωσιν ἔκανε τό πρέπον. Συνεδύαζε τήν σύνεσιν μέ τήν γενναιότητα, περισσότερον ἀπό κάθε ἄλλην γυναίκα. Διεκρίνετο διά τήν σωφροσύνην της. Τήν δέ δικαιοσύνην τήν εἶχε εἰς τελειότατον βαθμόν. Δέν ἐμάθαμε νά κάμνει κακόν εἰς οὐδένα ἀλλά μόνον τό ἀγαθόν εἰς πολλούς».
Ἐπίσης, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ πρῶτος Οἰκουμενικός Πατριάρχης μετά τήν ἅλωση, στόν παραμυθητικό του λόγο πρός τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο ΙΑ΄ «ἐπί τῇ κοιμήσει τῆς μητρός Αὐτοῦ ἁγίας Ὑπομονῆς», γράφει: «Τήν μακαρίαν ἐκείνη Βασίλισσαν ὅταν τήν ἐπεσκέπτετο κάποιος σοφός, ἔφευγε κατάπληκτος ἀπό τήν ἰδικήν της σοφία. Ὅταν τήν συναντοῦσε κάποιος ἀσκητής, ἀποχωροῦσε ντροπιασμένος διά την πτωχεία τῆς δικῆς του ἀρετῆς... Ὅταν συνομιλοῦσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ὅτι ἔχει ἐνώπιόν του ἔμπρακτον κανόνα Δικαίου. Ὅταν κάποιος θαρραλέος τήν συναντοῦσε ἔνοιωθε νικημένος, αἰσθανόμενος ἔκπληξιν ἀπό τήν ὑπομονήν, τήν σύνεσιν καί τήν ἰσχυρότητα τοῦ χαρακτῆρος της... Κάθε πονεμένος μέ τήν συνάντησιν μαζί της, καταλάγιαζε τόν πόνο του... Καί γενικά κανένας δέν ὑπῆρξε, πού νά ἦλθεν εἰς ἐπικοινωνίαν μαζί της καί νά μήν ἔγινε καλύτερος».
Μετά τήν κοίμηση τοῦ συζύγου της (1425) -ὁ ὁποῖος δύο μῆνες πρίν εἶχε γίνει μοναχός- ἐκάρη μοναχή στήν Μονή τῆς κυράς Μάρθας, μέ τό ὄνομα Ὑπομονή. Καί ὅπως γράφει ὁ σύγχρονός της Γεώργιος Φραντζῆς «συνέδεσε τήν ἔννοια τοῦ μοναχικοῦ της ὀνόματος (Ὑπομονή) μέ τόν τρόπον ἀντιμετωπίσεως καί τῶν εὐτυχῶν στιγμῶν καί τῶν ἀπείρων δυσκολιῶν τῆς ζωῆς της. Ὑπομονή κατά βίον, πρᾶξιν καί μοναχικόν ὄνομα». Ὁ Θεός εὐδόκησε νά μή βιώση καί τόν πόνο ἀπό τήν πτώση τῆς αὐτοκρατορίας, γι’ αὐτό καί τήν κάλεσε κοντά Του τήν 13η Μαρτίου 1450.
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Ἡ ὑπομονή εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο δίδεται σέ αὐτούς πού ἀγωνίζονται καί προσεύχονται νά τό ἀποκτήσουν, γιά νά μποροῦν νά ἀντέχουν στά καθημερινά προβλήματα, τίς δυσκολίες καί τούς πειρασμούς τῆς παρούσης ζωῆς. Ἡ ὑπομονή εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη, ἐπειδή χωρίς τήν ὑπομονή δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά παραγματοποιήση κανένα σημαντικό ἔργο, καί κυρίως τό σημαντικότερο ἀπό ὅλα, τήν σωτηρία του. Καί μέ τόν ὅρο σωτηρία δέν ἐννοεῖται ἡ κληρονομία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μετά θάνατον. Εἶναι, βέβαια, καί αὐτό, ἀλλά κυρίως ἐννοεῖται ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκτᾶται μέ τήν βίωση τοῦ τρόπου ζωῆς πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, εἶναι ἀδύνατον νά ἀντέξη κανείς τόν τρόπο ζωῆς στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν τόν ἔχει βιώση ἀπό τήν παροῦσα ζωή, ἐπειδή θά τοῦ φανῆ κόλαση. Αὐτό, ἄλλωστε, στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ κόλαση, δηλαδή τό νά μή μπορῆ ὁ ἄνθρωπος νά ἀντέξη τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀντί νά τήν βιώνη ὡς φῶς καί χαρά, «διά τήν ἐσωτερική καθαρότητα», νά τήν βιώνη ὡς φωτιά καί πόνο, «διά τήν ἐσωτερικήν ρυπαρότητα».
Ἡ ὑπομονή συνδέεται στενά μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό καί μέ τήν ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη Του. Ἄν δέν πιστεύη κανείς στήν αἰώνια ζωή καί τήν «ἀπόλαυσιν τῶν μελλόντων ἀγαθῶν», τότε γιατί νά ὑπομείνη, ἀλλά καί ποιός θά τοῦ δώση τήν δύναμη γιά νά ὑπομείνη; Ἡ ὑπομονή ἀντλεῖται ἀπό τόν Θεόν, καί ταυτόχρονα ὁδηγεῖ στήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί τήν κοινωνία μαζί Του. Ὄχι στήν γνώση περί τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκτᾶται ἐγκεφαλικά, μέ τήν ἀνάγνωση, ἀλλά στήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι προσωπική κοινωνία μαζί Του. Καί ἡ γνώση αὐτή, κατά τόν ὅσιο Μᾶρκο τόν ἀσκητή, ἀποκτᾶται διά τῆς ὑπομονῆς στά θλιβερά γεγονότα τῆς ζωῆς καί διά τῆς ἀνάληψης τῆς προσωπικῆς εὐθύνης -ἀπό τόν καθένα- γιά τά λάθη του καί τίς ἁμαρτίες του. Λέγει: «Γνῶσις ἀληθής ὑπάρχει ἡ τῶν θλιβερῶν ὑπομονή καί τό μή αἰτιᾶσθαι τούς ἀνθρώπους ἐπί ταῖς ἑαυτοῦ συμφοραῖς». Μέ ἄλλα λόγια, διά τῆς ὑπομονῆς στά λυπηρά γεγονότα τῆς ζωῆς ἀποκτᾶται ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ὅποιος γνωρίζει τόν Θεό καί ἔχει κοινωνία μαζί Του λαμβάνει μεγάλη δύναμη, καί ἔτσι μπορεῖ νά ὑπομένη ἀγόγγυστα, εὐχαριστώντας καί δοξολογώντας τόν Θεό. Καί μάλιστα θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὡς αἴτιο τῶν ἀποτυχιῶν καί τῶν συμφορῶν του καί ὄχι τούς ἄλλους, ἐπειδή οἱ ἄλλοι δέν εἶναι ἡ κόλασή μας, ὅπως ἔλεγε ὁ ἄθεος ὑπαρξιστής Σάρτρ, ἀλλά ὁ παράδεισός μας, σύμφωνα μέ τόν πατερικό λόγο «εἶδες τόν ἀδελφόν σου, εἶδες τόν Θεόν σου».
Ἡ ὑπομονή προϋποθέτει ταπείνωση καί αὐτομεμψία, πνευματική ἀνδρεία καί γενναιότητα, ἐλπίδα στόν Θεό καί ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη Του. Δι’ αὐτῆς ὑπερβαίνονται τά καθημερινά προβήματα καί οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς καί διατηρεῖται ἡ ἐσωτερική εἰρήνη.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΘΗ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ- Η ΜΟΝΑΧΗ ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΑΓΕΛΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ-



site analysis


Αυτές οι δύο καλογριές, Λουκία και Αντωνία, πού έφεραν ονόματα Άγιων, προς τιμήν των οποίων υπήρχαν παρεκκλήσια στην μονή του Ευαγγελισμού, ήτανε το ευλογημένο ζευγάρι, πού αροτριούσε τα μπαΐρια του μοναστηριού- τα δυο ευλογημένα ζώα, πού θέρμαιναν με την ζεστή τους αναπνοή το Βρέφος το τεχθέν τα δύο ζώα, πού ανάμεσα τους γνώριζες τον Χριστό Θεό. Εύρισκαν εκπλήρωση τού Προφήτου τα λόγια: «Εν μέσω δύο ζώων γνωσθήση». Πώς να μη θυμάσαι την Αντωνία, πού αυγή-αυγή σκόλη-καθημερινή με τις γαλότσες στα πόδια και τα ράκη της έτρεχε να περιποιηθεί τα ζώα; Αγαπούσε τόσο πολύ το διακόνημά της, πού πασιχαρής έφθανε στον στάβλο. Έτρεχε σαν μικρή κοπελούδα. Δεν φαίνεται πώς πάταγε στην γη’ έχω την εντύπωση πώς πέταγε. Ολοπρόθυμα εκτελούσε την ταπεινή της διακονία, αγόγγυστα, χωρίς κοντανάσες και φυσήματα δύστηνα και λογισμούς: «Οι άλλες στο γραφείο, στο ραφείο, στην εκκλησία- εγώ στα ζώα». Και αυτό όχι μόνον κάποιες φορές, άλλ’ όλες τις μέρες της αφιέρωσης της. Και τα ευλογημένα ζώα ενστικτωδώς καταλάβαιναν την αγάπη και την φροντίδα της γι’ αυτά και πανηγύριζαν στην ταπεινή της παρουσία. Πάντα σιγοψιθύριζα στην θέα της: «Να ό Κουκουζέλης με τα τραγιά στον Άθωνα’ κι εκείνα, την ώρα πού έψαλλε στις ρεματιές και τους λόγγους, άφηναν την βοσκή και εκστατικά τον άκουγαν». Τραυλή και ίσχνόφωνη όπως ήταν, θύμιζε τον Μωυσή, πού έβοσκε τα πρόβατα τού πεθερού του Αιθήρ. Τα εύρισκε ή Αντωνία με τα ζουλάπια. Την ρωτούσα διάφορα για το διακόνημά της και μού απαντούσε: - Οι ταπεινές διακονίες βοηθούνε τον αδύναμο άνθρωπο στην μετάνοια. Μια χρονιά λοιπόν πού ξεκινούσε, κατά την συνήθεια, ή αδελφή Αντωνία να πάει και πάλι στην Σάμο για τις ελιές, πήγε στον Γέροντα, για να χαιρετίσει και να πάρει την ευχή του. Εκείνος με πολλή πατρική αγάπη της λέει: - Να πάς, παιδί μου, στην ευχή τού Θεού και της Παναγίας, αλλά θέλω, πρώτα ό Θεός, να είσαι πίσω στο μοναστήρι παραμονή Χριστουγέννων οπωσδήποτε. -Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα -λέει ή αδελφή και ξεκινά. Έφυγε πράγματι ή αδελφή Αντωνία, πήγε στην Σάμο και μάζευε με πολλή προθυμία τις ελιές. Κάθε μέρα της έδιναν ένα καλάθι ελιές και λίγο λάδι. Όταν τελείωσε το μάζεμα των ελιών, συγκέντρωσε ότι της είχαν δώσει και ετοιμάστηκε να φύγει για το μοναστήρι, γιατί ήδη ήταν προπαραμονή Χριστουγέννων και έπρεπε, κατά την εντολή τού Γέροντα, να επιστρέψει στην Μονή. Την εποχή εκείνη όμως δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και ό μόνος τρόπος για να μεταφερθεί κάποιος στο λιμάνι ήταν οι αγωγιάτες, οι όποιοι είχαν άλογα με καρότσες και έβαζαν μέσα εκεί τα πράγματα. Πηγαίνει και ή αδελφή Αντωνία και βρίσκει τον μοναδικό αγωγιάτη τού χωριού και τού λέει: - Σάς παρακαλώ πολύ, μπορείτε να με πάτε στο λιμάνι, για να φύγω για την Πάτμο; Έχω και μερικά πράγματα μαζί μου. Και όσο κάνει θα σάς πληρώσω. Ό αγωγιάτης, αντί άλλης απαντήσεως, άρχισε να φωνάζει και να την βρίζει άσχημα. (Ήταν κομμουνιστής, όπως αργότερα έμαθε ή αδελφή.) - Φύγε από κοντά μου. Δεν θέλω ούτε να σε βλέπω, όχι να σε πάω και στο λιμάνι -της έλεγε. Ή αδελφή τον παρακαλούσε, λέγοντας του: - Άνθρωπε μου, μόνον ηρέμησε και μη με πάς στο λιμάνι. Τόσο πολύ είχε αγριέψει, πού νόμιζε ότι θα της έκανε κακό. Τί να έκανε ή αδελφή Αντωνία; Ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει και δεν είχε πλέον άλλα περιθώρια. Γύρισε και κλείστηκε στο φτωχικό σπιτάκι πού έμενε με μεγάλη λύπη, διότι ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων και δεν μπορούσε να κάνη την υπακοή πού της έβαλε ό Γέροντας. - Δεν με ένοιαζε για μένα -μου έλεγε- όσο ήθελα να μη στενοχωρήσω τον Γέροντα. Εκεί μέσα στο σπιτάκι της γονάτισε και όλη την νύχτα προσευχόταν με δάκρυα στους Αρχαγγέλους πού έχουμε κοντά μας. Τούς είχε μεγάλη ευλάβεια. Ή προσευχή της ήταν ή έξης: «Αρχάγγελε μου Μιχαήλ, εσύ πού τα φτερά σου είναι μεγάλα και δυνατά και έχεις παρρησία στον Θεό, βρες τρόπο να φύγω, για να μη στενοχωρηθεί ό Γέροντας μου και φώτισε και τον αγωγιάτη να μη μού κάνη κακό». Αυτά έλεγε όλη την νύχτα και παρακαλούσε τον Αρχάγγελο με δάκρυα. Τί οικονόμησε λοιπόν ό Θεός; Όταν ό αγωγιάτης πήγε στο σπίτι του και έπεσε να κοιμηθεί, βλέπει στον ύπνο του ένα νέο λαμπερό και τού λέει: - Γιατί δεν θέλεις να πάς την καλόγρια στο λιμάνι; Ό αγωγιάτης τότε αγρίεψε και λέει στον νέο: - Ποιος είσαι εσύ, πού τόλμησες να έρθεις στο σπίτι μου τέτοια ώρα και με διατάζεις; Ό νέος τού άπαντα: - Το ποιος είμαι εγώ, θα το δεις, αν δεν κάνης αυτό πού σού λέω. Τού λέει ό αγωγιάτης: - Δηλαδή με φοβερίζεις; Και πήγε να σηκωθεί για να τον δείρει. - Στάσου! -τού λέει ό νέος-Εγώ πού σε διατάζω είμαι ό αρχάγγελος Μιχαήλ και, εάν δεν σηκωθείς να την πάρεις την μοναχή τώρα στο λιμάνι να φύγει, αύριο θα είσαι πεθαμένος. Θα σου πάρω εγώ την ψυχή σου. Ακούγοντας αυτά σηκώθηκε με τρόμο πολύ, παίρνει αμέσως το άλογο με την καρότσα και πηγαίνει εκείνη την ώρα στο σπιτάκι πού έμενε ή αδελφή κι αρχίζει να χτυπά δυνατά την πόρτα. Ή αδελφή βρισκόταν ακόμη γονατιστή στην προσευχή. Μόλις άκουσε τα χτυπήματα στην πόρτα έτρεξε και άνοιξε, αλλά αντικρίζοντας τον αγωγιάτη τρόμαξε υπερβολικά και θέλησε να ξανακλείσει την πόρτα. Εκείνος όμως της φώναξε και της είπε: - Φέρε γρήγορα τα πράγματα σου, φέρε τα πράγματα σου! - Μα, άνθρωπε μου, τί έπαθες, πώς σού ήρθε τέτοια ώρα; Κα! πάλι εκείνος τρομαγμένος της λέει: - Φέρε, σού λέω, τα πράγματα σου και δεν έχω καμιά όρεξη να τα βάλω με αυτόν. Τα φόρτωσε επιτέλους και μετά της λέει: - Ανέβα κι εσύ. Ή αδελφή ανέβηκε με την ψυχή στο στόμα από τον φόβο της. Καθώς προχωρούσαν στον δρόμο της λέει ό αγωγιάτης: - Δεν μού λες, καλογριά μου, τί σχέση έχεις εσύ με τον Ταξιάρχη και ήρθε απόψε στον ύπνο μου και με φοβέριζε; «Αν δεν πάς την καλογριά στο λιμάνι -μού είπε- αύριο θα είσαι πεθαμένος, δεν θα ζεις». Λοιπόν γι’ αυτό σε πάω, γιατί δεν έχω καμιά όρεξη να τα βάλω με τον Ταξιάρχη. Ή αδελφή, ύστερα από αυτό, συγκινημένη ευχαρίστησε τον Θεό, την Παναγία μας και τον Ταξιάρχη, πού την βοήθησε να φύγει και να κάνη την υπακοή της. Στον αγωγιάτη εξήγησε ότι προσευχόταν όλη την νύχτα στον Ταξιάρχη να την βοηθήσει, γι’ αυτό έγινε αυτό το θαύμα. Έτσι, ή αδελφή Αντωνία αξιώθηκε πράγματι να φθάση στο μοναστήρι παραμονή Χριστουγέννων, χάριν της υπακοής της και της θαυματουργικής επεμβάσεως του Αρχαγγέλου. Ή Αντωνία, πλήρης ήμερων και καλών έργων, άπήλθεν εις τας αιωνίους μονάς και συναγάλλεται μετά των Αγγέλων και των απ’ αιώνος άμμάδων. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ. ΙΕΡΟΝ ΔΟΧΕΙΑΡΙΤΙΚΟΝ ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ. ΑΓΙΩΝ ΌΡΟΣ 2012

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Εις μνήμην Μαγδαληνής Μοναχής



site analysis


magdalini
Του Λάμπρου Παγούνη
«Δίκαιος, ἐάν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται» (Σοφ.Σολ. δ’. 7)
Μόλις  λίγες ημέρες έχουν συμπληρωθεί από το απόγευμα της 21ης Φεβρουαρίου 2014, όπου η μακαριστή γερόντισσα  Μαγδαληνή «ἐπλήρωσε το κοινόν καί ἀναπόφευκτον  χρέος».
Η «καλογριά» όπως την αποκαλούσαν στον τόπο μας, παρέδωσε το ταλαιπωρημένο από την επίπονη ασθένεια σώμα της, «εἰς την γῆν, ἐξ ἧς ἐπλάσθη, μέχρι τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως˙ ἡ δε ψυχή ἀπήλθεν προς τον πλάστην Θεόν ἡμῶν και δίκαιον κριτήν, ἐν ᾧ προσωποληψία οὐχ ὑπάρχει». Θλίψη γέμισε όμως τις καρδιές μας το άκουσμα της «κοιμήσεώς» της.
Η θλίψη του αποχωρισμού από την αγαπητή και ευλογημένη αυτή γερόντισσα που κάθε πονεμένος άνθρωπος έβρισκε δίπλα της την παρηγοριά.
Η θλίψη όμως αυτή, κατά βάση συναισθηματική, όταν ακόμα είναι νωπό το γεγονός του θανάτου, επισκιάζει την πνευματικότητα του γεγονότος αυτού.
Μια πνευματικότητα που έγινε ορατή με θαυμαστό τρόπο καθώς το σκήνωμα της γερόντισσας Μαγδαληνής διατηρήθηκε ζεστό και εύκαμπτο και της είκοσι ώρες που τέθηκε σε προσκύνηση.
Και αυτό το γεγονός μπορεί να ακούγεται παράδοξο σε μια κοσμική κοινωνία, αλλά αποτελεί σύνηθες γεγονός στην κοινωνία των μεγαλόσχημων μοναχών. 
Είναι ένα γεγονός που αποδεικνύει ότι ο θάνατος αποτελεί απλά ένα πέρασμα. Ότι ο δίκαιος άνθρωπος όταν έλθει η ώρα του θανάτου, τον βιώνει απλά ως έναν ύπνο και μια ανάπαυση από τις φροντίδες της ματαιότητας του κόσμου τούτου.
Και θα αναρωτηθεί κάποιος ποιός ο λόγος να αναφερθούμε σε μια απλή και ταπεινή μοναχή. Η απάντηση έρχεται από τον παραβολικό λόγο του Χριστού που μας λέει ότι το αναμμένο λυχνάρι δεν το τοποθετούμε κάτω από το κρεβάτι αλλά το βάζουμε σε ψηλό σημείο για να φωτίσει  το δωμάτιο.
Έτσι και εμείς, φωτεινά παραδείγματα ανθρώπων που αγάπησαν με όλη τους την ύπαρξη τον Θεό και μετέδωσαν το φως Του στις καρδιές των ανθρώπων με την απλή και ταπεινή ζωή τους, έχουμε την πνευματική υποχρέωση να τα προβάλλουμε ως παραδείγματα που αποδεικνύουν πως ο δρόμος της κατά Θεόν τελειώσεως είναι μεν δύσκολος, αλλά βατός  για κάποιον που αγαπάει τον Θεό.
Η μακαριστή Γερόντισσα Μαγδαληνή, κατά κόσμον Δέσποινα Χαλβατζή, γεννήθηκε το έτος 1925 σε ένα χωριό προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία, την Αγία Βαρβάρα Βεροίας. 
Ήταν το τρίτο από τα τέσσερα τέκνα του Αθανασίου και της Μαρίας Χαλβατζή.  Μεγάλωσε με τις αρχές μιας απλής και θρησκευόμενης οικογένειας, σεβόμενη τις παραδόσεις και τις αξίες που της μετέδωσαν.
Η αγάπη της για τον Χριστό φάνηκε από τα παιδικά της χρόνια, καθώς όπως η ίδια ομολογούσε το αγαπημένο της μάθημα ήταν τα θρησκευτικά. Το έτος 1950 νυμφεύθηκε τον Ιωάννη Παπαδίκη ενώ το 1951 απέκτησαν έναν υιό, τον Αργύριο. 
Καθώς όμως  διαβάζουμε στη Σοφία Σειράχ «εἰ προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἑτοίμασον την ψυχήν σου εἰς πειρασμόν».
Το έτος 1962, ο σύζυγός της Ιωάννης, απεβίωσε αιφνιδίως σε ηλικία 40 ετών, αφήνοντάς την πίσω με τον μόλις 11 ετών υιό τους.
Ο πόνος όμως δεν άργησε να επισκεφτεί ξανά την μακαριστή γερόντισσα, καθώς την Μεγάλη Τρίτη του 1973 απεβίωσε και ο υιός της Αργύριος σε ηλικία 22 ετών μετά από μια μακρά και επίπονη ασθένεια.
Η γερόντισσα όμως δεν έχασε την πίστη της και την ελπίδα της στον Θεό. Οπλίστηκε με δύναμη και μετέτρεψε τον πόνο της σε προσευχή. Άρχισε να επισκέπτεται και να διακονεί την Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Σφηνίτσης όπου τότε λειτουργούσε και ως ιερατική σχολή, ενώ στις 19 Ιουλίου του 1977  εκάρη μοναχή από τον τότε Μητροπολίτη Βεροίας κυρό Παύλο και έλαβε το όνομα Μαγδαληνή.
Παρέμεινε και διακόνησε στο μοναστήρι ασταμάτητα επί 15 έτη ενώ το έτος 1998 με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βεροίας κ. Παντελεήμονος μετέβη στην Ιερά Μονή Παναγίας Μακρυράχης της Ιεράς Μητροπόλεως Κίτρους και Κατερίνης, όπου και παρέμεινε εγγεγραμμένη μέχρι την κοίμησή της.
Τα τελευταία όμως έτη, με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου πρώην Κίτρους και Κατερίνης κ. Αγαθονίκου, λόγω προβλημάτων υγείας, ζήτησε να μεταβεί και να διαμείνει στον τόπο  καταγωγής της, μαζί με τον αδελφό της και τα ανίψια της, ενώ λίγο πριν κοιμηθεί εξέφρασε την επιθυμία να κηδευτεί και να ενταφιαστεί στο κοιμητήριο του χωριού, όπου ήταν ενταφιασμένοι ο σύζυγος και το τέκνο της.
Όσοι ζήσαμε τη μοναχή γερόντισσα Μαγδαληνή από κοντά, τον τελευταίο καιρό της δοκιμασίας της, θαυμάσαμε την υπομονή που υπέδειξε αλλά και τον δοξολογικό της τρόπο με τον οποίο επικοινωνούσε με τον Θεό.
Μας έλεγε «η Εκκλησία είναι όπως όταν βάζεις το χέρι σου στο μέλι και δοκιμάσεις και μετά δε θες να το αφήσεις. Όταν ζήσεις την Εκκλησία και σε γλυκάνει η παρουσία του Θεού στην καρδιά σου, τότε δεν μπορείς να την αποχωριστείς, ακόμα και όταν η ίδια η Εκκλησία σε πληγώνει».
Πάντα μας δίδασκε να τιμάμε τα ψυχοσάββατα και ο Θεός την αξίωσε να μεταβεί προς ουρανίους μονάς το Μέγα Ψυχοσάββατο της Απόκρεω.
Η μακαρία Γερόντισσα Μαγδαληνή «εὐάρεστη Θεῷ γενομένη, ἠγαπήθη˙ και ζῶσα μεταξύ ἁμαρτωλῶν, μετετέθη».
Ας έχουμε την ευχή της.
ΠΗΓΗ. inveria.gr 

Η ΣΠΗΛΙΑ ( ΤΟ ΑΣΚΗΤΑΡΙΟ ) ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΕΛΑΓΙΑΣ ΚΑΣΤΡΟΣΥΚΙΑΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ



site analysis























ΤΟ ΑΣΚΗΤΑΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΕΛΑΓΙΑΣ ΚΡΥΜΜΕΝΟ ΚΑΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ
ΧΡΟΝΙΑ ΑΠ' ΤΟ 1995 ΒΓΗΚΕ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΦΩΣ ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΥ Π. ΧΑΡΙΤΩΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ 27.02.2014. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΞΕΚΙΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΠΗΛΙΑ ΟΠΟΥ ΜΟΝΑΧΟΙ  ΑΣΚΗΤΕΣ ΖΟΥΣΑΝ ΕΚΕΙ ΕΧΟΝΤΑΣ ΦΕΡΕΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΕΛΑΓΙΑΣ.ΟΤΑΝ ΧΤΙΣΤΗΚΕ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΘΕΛΗΣΑΝ ΝΑ ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΝ ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ ΕΚΕΙ ΜΑ ΑΥΤΟ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ .ΕΠΙΣΗΣ ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΑΝ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΠΑΞΟΥΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΝΔΗΛΑ ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΕΙΔΑΝ ΕΝΑ ΦΩΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ ΠΕΛΑΓΟΥΣ ΕΝΩ ΤΟ ΠΡΩΙ Η ΕΙΚΟΝΑ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ. Η ΜΟΝΗ ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΕΙ ΣΤΙΣ 4 ΜΑΙΟΥ.


ΠΗΓΗ.ΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Αγία Οσιομάρτυς Ευδοκία: η αγία της μεγάλης μετάνοιας… (μνήμη 1η Μαρτίου)



site analysis

1 Μαρτίου 2014
Κατά τους χρόνους του βασιλιά Τραϊανού (98-117 μ.Χ.), έζησε στην Ηλιούπολη, στην επαρχία της Λιβανησίας της Φοινίκης, η Ευδοκία, Σαμαρείτιδα κατά το γένος. Ήταν πάρα πολύ όμορφη, γι’ αυτό κιόλας το λόγο, εξέκλινε από μικρή στην πορνεία, γιατί πολλές φορές είναι δύσκολο να συμβαδίζει η ομορφιά του σώματος με τη σεμνότητα. Κάθε ημέρα, την επισκέπτονταν πάρα πολλοί για να εκτελέσουν την επιθυμία τους, και όχι μόνο από εκείνη τη χώρα, αλλά και από άλλες πολλές, ξοδεύοντας πολλά χρήματα προς χάρη της. Έτσι, η Ευδοκία, είχε συγκεντρώσει άπειρο πλούτο ζώντας αμαρτωλή ζωή και φυσικά δεν φρόντιζε για την μέλλουσα ζωή, ούτε σκεφόταν τι γίνεται μετά τον θάνατο. Επειδή όμως ο καλός βοσκός ψάχνει για το απολωλός πρόβατο, έφθασε και γι’ αυτή ο καιρός της ψυχικής της γιατρειάς με τον εξής τρόπο:
Ένας μοναχός ευσεβής, πηγαίνοντας προς την πατρίδα του, έμεινε σε κάποιο σπίτι κοντά στης Ευδοκίας. Κάνοντας λοιπόν την καθημερινή του βραδυνή μελέτη, και διαβάζοντας τα σχετικά με την Κρίση, την κόλαση των αμαρτωλών, και την ανταπόδωση των δικαίων, έτυχε και τα άκουσε η Ευδοκία όλα τη νύχτα, από ένα παράθυρο και τόσο πολύ ηρθε σε κατάνυξη, πού έτρεχαν σαν ποτάμι τα δάκρυά της, σκεπτόμενη τις αμαρτίες της. Όταν ξημέρωσε, προσκάλεσε τον μοναχό να της εξηγήσει όλα αυτά τα όποια άκουγε να διαβάζει όλο το βράδυ. Ο μοναχός την παρότρυνε να βαπτιστεί χριστιανή και να σκορπίσει σωστά, εκείνον τον πλούτο τον οποίο κακώς απέκτησε, να τον μοιράσει μετά χαράς σε φτωχούς και τότε ο Πανάγαθος Θεός θα την ανταμείψει, αντί γι’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, με πλούτο άϋλο και αιώνια ζωή… το μόνο στο οποίο είχε ενδοιασμούς η Αγία είναι στο ότι ηταν πολύ καλομαθημένη, χρειαζόταν κάποιο πνευματικό οδηγό και βασικά ήθελε να βεβαιωθεί για το αν αυτά πού της είπε ο μοναχός ήταν αληθινά. Ο μοναχός τη συμβούλευσε να προσευχηθεί στο Θεό για μία εβδομάδα με νηστεία, για να της δείξει το θέλημά Του. Η Ευδοκία ακολούθησε πιστά τις εντολές του μοναχού. Αφού πέρασε μία εβδομάδα και βγήκε από το κελλί, τη ρώτησε ο μοναχός εάν ο Θεός της έδειξε κάποιο σημείο Του. Αυτή τότε του απάντησε, ότι καθώς προσευχόταν με δάκρυα στα μάτια, ενθυμούμενη τις αμαρτίες της, είδε πριν ξημερώσει, φως τεράστιο πάνω από τον ήλιο και έναν λαμπερό νέο, ο οποίος την άρπαξε και την ανέβασε στον ουρανό. Εκεί είδε άπειρους λευκοφόρους με την ίδια αστραφτερή μορφή, οι οποίοι την υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Καθώς έμπαινε σ’ αυτό το απερίγραπτο φως, φάνηκε έξω από την πόρτα ενας μεγάλος και άσχημος γίγαντας, ο οποίος αφού της έτριξε τα δόντια του, φώναζε τόσο δυνατά, ώστε όλος ο τόπος σειόταν. Άρχισε λοιπόν σε κάποια στιγμή να φιλονικεί με τον οδηγό της, τον αρχάγγελο Μιχαήλ και να του λέει ότι εάν σώσει αυτή, η οποία μίανε τόσους ανθρώπους με τις ασωτίες της, θα πρέπει να σωθούν και όλοι αυτοί οι οποίοι έχουν κάνει άσχημες και άδικες πράξεις. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε γλυκειά φωνή εξ’ ουρανού, η οποία έλεγε: “Έτσι θέλησε ο Θεός για τους υιούς των ανθρώπων, να υποδέχεται τους μετανοημένους σαν εύσπλαχνος πού είναι και να τους οδηγεί στην αιώνιο ζωή. Αυτά είπε ο Άγγελος, την σφράγισε τρεις φορές και έφυγε προς τον ουρανό.
Ο μοναχός αφού άκουσε όλα αυτά τα θαυμαστά, την διαβεβαίωσε ότι αυτό ήταν σημάδι από τον Θεό. Της έδωσε κουράγιο, την προέτρεψε να πενθήσει για τις αμαρτίες της, την βοήθησε να μοιράσει την άπειρη περιουσία της, την έστειλε στον Επίσκοπο της πόλης για να την βαπτίσει και στο τέλος την οδήγησε στο γυναικείο μοναστήρι, το οποίο είχε υπό την επίβλεψή του. Η Ευδοκία αγωνιζόταν τον καλόν αγώνα περισσότερο από τις υπόλοιπες μοναχές. Έτσι, όταν κοιμήθηκε η Γερόντισσα της Μονής, με θεία υπόδειξη, όλες ψήφισαν την Ευδοκία για Γερόντισσα, η οποία με την αγία πολιτεία της είχε υποστεί πραγματικά “θεία αλλοίωση”.Έτσι διήλθε τον επίγειο βίο της, τελώντας άπειρα θαύματα ακόμα και όταν ήταν στη ζωή.
Όταν ηγεμόνας ήταν στην Ηλιούπολη ο Αυρηλιανός κάποιοι από τους παλαιούς εραστές της Ευδοκίας πού άκουσαν ότι πίστεψε στο Χριστό και μονάζει σε μοναστήρι, έστειλαν μια ψευδή αναφορά στον βασιλέα και την κατηγόρησαν, ότι έκλεψε βασιλικά χρήματα και με αυτά χτίζει μοναστήρια στην έρημο. Ο ηγεμόνας τότε κίνησε διωγμό και έστειλε τριακόσιους στρατιώτες μ’ έναν άρχοντα για να την πάρουν από τη Μονή βιαίως μαζί με τα χρήματα. Επί τρία ημερόνυχτα προσπαθούσαν να μπουν στη Μονή, αλλά μία αόρατη δύναμη τους εμπόδιζε και τρεις ημέρες μετά, κάποια αόρατη θανάσιμη πνοή τους εθανάτωσε και ξεψύχησαν όλοι, εκτός από τον άρχοντα και τρεις στρατιώτες, πού έφεραν και το μήνυμα στο βασιλέα για το γεγονός. Τότε, ο ίδιος ο γιος του βασιλιά, κίνησε εναντίον της αγίας, αλλά καθώς πήγαινε έφιππος στο Μοναστήρι, έπεσε και χτύπησε θανάσιμα. Τότε ο βασιλιάς έστειλε γράμμα στην αγία, η οποία μετά από προσευχή ανέστησε, όχι μόνο το γιό του βασιλιά, αλλά και όλους τους στρατιώτες πού είχαν αιφνίδια πεθάνει ενώ πήγαιναν να συλλάβουν την αγία. Τότε όλοι οι παρόντες, μαζί και ο βασιλιάς πίστεψαν ότι ο Θεός της χριστιανης Ευδοκίας είναι Μέγας και Αληθινός.
Κατόπιν, στην Ηλιούπολη, έγινε ηγεμόνας ένας ειδωλολάτρης ονόματι Διογένης, ο οποίος βασάνισε την αγία, αλλά κατά τα βασανιστήρια έγιναν τόσα πολλά θαύματα πού και αυτός τελικά πίστεψε στον αληθινό Θεό. Αφού έζησε ο ηγεμόνας θεάρεστη ζωή, ανέβηκε στο αξίωμα κάποιος Βικέντιος, πολύ σκληρός με τους Χριστιανούς. Αυτός, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να σταματήσει την Αγία με άλλον τρόπο, έστειλε στρατιώτες και έκοψαν την οσία της κεφαλή, την 1η του μηνός Μαρτίου. Έτσι, η Αγία, αφού τελείωσε τον δρόμο του μαρτυρίου της, το μεν πνεύμα της απήλθε στα ουράνια, το δε τίμιο και πάνσεπτο λείψανό της έμεινε στην γη, τελώντας τα μετά θάνατον θαύματα, χάρη την οποία έλαβε από τον Θεό, για τη θερμή της μετάνοια. Ας αξιωθούμε και εμείς τέτοιας ειλικρινούς και μεγάλης μετάνοιας με τις πρεσβείες της. Αμήν.
πηγή: Διμηνιαίο Περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», τ. 1, Μάρτιος-Απρίλιος 2004