Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Αθηνά Γιάγκου: Η Καστρισία



site analysis

 Κάποτε περί το 1931, ο Γιάγκος του Γαβρίλη ενυμθεύθη την Ελένη του Χαράλαμπου και της Βενετιάς. Συν τω χρόνω, απέκτησαν δυο παιδιά, μια κόρη και ένα γιο. Όταν η Αθηνά ήτο δυο ετών και ο αδελφός της Αντώνης, ενός, απηγχονίσθη ο πατέρας των υπό των κυβερνώντων τότε Άγγλων.
Από μικρής ηλικίας άρεσε στην Αθηνά να συχνάζει, μάλιστα και να υπηρετεί στην εκκλησία, η οποία γειτόνευε με το πατρικό σπίτι. Ως να εύρισκε θαλπωρή και ασφάλεια εντός της εκκλησίας, η οποία εξέλειπε εκ του πατρικού σπιτιού λόγω της απουσίας του πατέρα. Τότε παπάς ήτο ο πατέρας του παπα-Ευρυβιάδη, παπά- Ευστάθιος, υιός του παπα-Χαραλάμπους, υιού του παπα-Ηλία. Τούτος λοιπόν, ο παπα-Ευστάθιος συμπαθούσε την ορφανή και ζητούσε συχνά τη βοήθειά της μέσα στην εκκλησία. Λόγου χάριν, όταν είχε βάπτιση, φώναζε «Που είναι η Αθηνά να μου πλύνει τα χέρια;». Η Αθηνούλα έτρεχε με κόκκινα τα μάγουλα από την εντροπή της κι έριχνε νερό στον παπά να πλυθεί. Αυτός της έλεγε αστειευόμενος: «Θα σε κάμω καστρίσιην* εσένα». Έτσι αποκαλούσαν τον εργαζόμενο στο ναό τότε.
Τα χρόνια κυλούσαν. Ο Χαράλαμπος, ο παππούς των παιδιών, τυφλώθηκε, και με τη γυναίκα του, τη Βενετιά, πήραν τα χωριά ζητιανεύοντας. Ο Αντώνης, αφού ενηλικιώθηκε, έφυγε για τη Χώρα (Λευκωσία) κι ύστερα για Γερμανία, και μετά από επτά χρόνια για Αυστραλία. Έκτοτε, αγνοείται η τύχη του. Η μάνα του και η αδελφή του έμειναν μόνες των. Οι καιροί ήσαν δύσκολοι. Φτώχεια και εγκατάλειψη... Η μόνη των ελπίδα, η εκκλησία, η μόνη παράκληση στην καθολική ερημιά. Οι μόνοι γείτονες των δυο γυναικών ήταν ο Ιησούς Χριστός, οι προφήτες Ηλίας και Μωυσής και οι απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης, διότι αυτούς τιμά η εκκλησία του χωριού των, δηλαδή τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού. Και είναι όλοι αυτοί, οι μακρινοί και γείτονες, καλά ιστορημένοι, ευγράφως και ευειδώς από τη γραφίδα του ιερογράφου Λαυρεντίου σε μια τεράστια σανίδα, στη μέση του εικονοστασίου του ναού.
Περί το 1972, η χήρα Ελένη μετά της κόρης της, Αθηνάς, ανέλαβαν επίσημα πια να φροντίζουν την εκκλησία. Έτσι, αυτή κατέστη ως μια προέκταση του μικροτάτου σπιτιού των. Την ενόμιζαν ως το πολυτελές ανάκτορο των και περικαλλές παλάτιο των.
Πραγματικά, αυτός ο ναός είναι περικαλλέστατο παλάτι του Μεταμορφωθέντος Βασιλέως Χριστού, το οποίο ανήγειρε πιθανότατα ο Άγιος Πανάρετος. Δεν αποκλείεται η ανοικοδόμηση να έγινε λίγο πιο πριν, επί Χρυσάνθου ή επί Ιωακείμ, όμως, σίγουρα, επί Παναρέτου ιστορήθηκαν οι εικόνες.
Η πρώτη εκκλησία, που ανέλαβε ο Πάφου Πανάρετος να διακοσμήσει, ήταν η Παναγία της Θελέτρας, το 1768, δηλαδή την πρώτη χρονιά της αρχιερατείας του. Τούτην εδώ του Σωτήρος εκάλλυνε και εξωράισε εκ του μη όντος το 1773 δια της κατανυκτικής χρωστήρος του ιεροδιακόνου Λαυρέντιου. Τούτο λέγει και η επιγραφή επί της εικόνας της Θεοτόκου της Οδηγήτριας: «Έγιναν αυταί αι ιεραί εικόναι ιερατεύοντος του πανιερωτάτου Μητροπολίτου, κυρίου Παναρέτου, παρά ζωγράφου τούνομα Λαυρεντίου, ιεροδιακόνου και αμαθούς τε».

Θα πρέπει να ήτο η πρώτη εκκλησία που ανέλαβε ο Λαυρέντιος να ιστορήσει εξ ολοκλήρου, γι αυτό και δειλά υπογράφει και σεμνά δηλώνει αμαθής. Πλην, όμως, η δουλειά του είναι καθόλα τέλεια και σχολαστικά επιμελημένη σε κάθε λεπτομέρεια. Τα χρώματά του αποστάζουν μέλι και κήριον. Η όλη ιστορία του τέμπλου από πάνω, που είναι το Δεδεκάορτο, έως κάτω, ομοιάζει με χρυσοκέντητο, μάλα πεποικιλμένο χαλί της Ανατολής, ένα χαλί που διαβάζεις επάνω όλο το Ευαγγέλιο.
Λίγο αργότερα, προσέθεσε και ο ιερογράφος Παρθένιος κάποια μπαλώματα στον ιερόν αυτόν τάπητα, λίγο αδέξια, μα που δένουν χρωματικά με το σύνολο. Ο Παρθένιος πιθανόν να εχρημάτισε μαθητής του Λαυρεντίου κι έγραψε εδώ τη Σταύρωση, το Μυστικό Δείπνο και τον Άγιο Μάμα, μεγάλες εικόνες και άλλες πολλές μικρές των αγίων και των εορτών.
Αυτή, λοιπόν, τη μυστική εικαστική ιστόρηση του Ευαγγελίου αγάπησε πολύ η καστρισία Αθηνά. Ασφαλώς, δεν είναι μόνο του Ευαγγελίου η ιστόρηση εις αυτό το τέμπλο, αλλά και ολόκληρη η ζωή της εκκλησίας. Κι δι' αυτής η Αθηνά εμυσταγωγείτο, εδιδάσκετο και επαρηγοτείτο. Εισήρχετο δια παραθύρων εις το χώρον εκείνον το μυστικό της Βασιλείας του Θεού. Γι αυτό γνώρισε και αγάπησε την κάθε μια από αυτές τις εικόνες. «Ήσαν τρεις μικρές εικόνες», λέγει η ίδια, «του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου με τα φτερά, του Αρχαγγέλου και του αγίου Αντωνίου. Αν τις έβλεπα σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, θα τις αναγνώριζα αμέσως. Μέσα στο νου μου είναι ζωγραφισμένες!»
Αργότερα εκλάπησαν και άλλες τέσσερις, του αγίου Δημητρίου μεθ΄ίππου, του αγίου Βασιλείου, του αγίου Λουκά και του αγίου Παντελήμονος. Μετά τη διάρρηξη, επισκέφθηκε το ναό ο επίσκοπος και πήρε άλλες πέντε εικόνες της αυτής αξίας με αυτές που εκλάπησαν και τις τοποθέτησε στο Μουσείο της Μητροπόλεως. Η νεωκόρος προσέθεσε πάλι στο σημειωματάριό της: «Οι εικόνες που πήραν στο Μουσείο είναι: το επιτάφιο, ο Άγιος Τρύφων, ο Άγιος Ηλίας, ο Άγιος Νικόλαος, ο Άγιος Γεώργιος». Μετά από καιρό θέλησε και επισκέφθηκε το Μουσείο και ζήτησε να της δείξουν τις εικόνες και όταν τις είδε, λέγει, σε μια βιτρίνα, της ήρθε κλάμα και έκλαψε. Έκλαψε και για αυτές που κλέβουν και τις πουλούν και για αυτές που βάζουν στα Μουσεία, γιατί και οι μεν και οι δε είναι στις βιτρίνες και στους τοίχους κρεμασμένες και οι κατέχοντες δεν τις αγαπούν, δεν τις διαβάζουν, δεν τις χρησιμοποιούν, ούτε καντήλι τους ανάβουν, ούτε τις θυμιάζουν, ούτε τις προσκυνούν.
Η Αθηνά μέχρι τώρα είναι για είκοσι επτά χρόνια καντηλανάφτισσα και υπεύθυνη για την εκκλησία. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, παρισταμένης ανάγκης, έμαθε να διαβάζει τις ακολουθίες και να ψάλλει. Τελευταίως, σε μια αγρυπνία που κάναμε στον Άγιο Μάμα της Μηλιάς, διάβασε μαζί με τα άλλα και τη Θεία Μετάληψη μετά σπουδής πολλής, προσέχουσα τα νοήματα, ούσα τεντωμένη ολόκορμα και έχουσα τεταμένην την διάνοια στην προσευχή. Μάλιστα εκείνο το
«από ρυπαρώ χειλέων,
από ακαθάρτου γλώττης,
εκ ψυχής ερειπωμένης
δέξαι δέησιν, Χριστέ μου...»
το απήγγειλε θαυμάσια, με ποιητικό δέος!

Καθημερινά διαβάζει το Ψαλτήριο, το Θεοτοκάριο και τους βίους των αγίων που εορτάζουν. Άνωθεν της κλίνης της έγραψε σε χαρτί:
«Μηδέν εστίν ο άνθρωπος
μηδέν η δύναμίς του
μηδέν η φαντασία του
μηδεν η ύπαρξίς του
μηδέν η δόξα και αρχοντιά
μηδέν η ωραιότης, η ισχύς,
τα πάντα όναρ και σκιά
τα πάντα ματαιότης».
Δεν είναι, όμως, πρέπον και ορθόδοξο μα ούτε σωτήριο να μείνει κανείς ως εδώ, σ΄αυτήν την αρνητική διαπίστωση. Γι΄αυτό γράφει πάρα κάτω η Αθηνά στο χαρτί: «Κύριε, Θεέ μου, Συ είσαι το μόνο αγαθό μου... Πως δύναμαι να φέρω την αθλίαν αυτήν ζωή αν μη η χάρις και οι οικτιρμοί Σου ενισχύουν». Και σε τρίτο χαρτί γράφει: «Όταν ευρίσκεσαι σε πειρασμό, διάβασε τον ψαλμόν αυτόν: Κύριε, εδοκίμασας με και έγνως με. Συ έγνως την καθέδραν μου και την έγερσίν μου, συ συνήκας και τους διαλογισμούς μου από μακρόθεν...!».
Πολλοί νομίζουν ότι η Αθηνά είναι μόνη και έρχονται μερικοί να την πάρουν για εκδρομή, να μείνει λίγες μέρες στην πόλη και τη βασανίζουν. Ολίγοι είναι αυτοί που καταλαβαίνουν ότι δεν είναι καθόλου μόνη, γιατί η εν τη εκκλησία μοναχικότητα την οδηγεί μόνο προς τον Μόνον. «Ελθέ ο Μόνος προς μόνον». Και ο Μόνος έρχεται μετά πάντων, διότι οι πάντες και τα πάντα είναι δικά Του. Η Αθηνά έμαθε μέσα στην εκκλησία του Σωτήρος να ζητεί πρώτον τη Βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνην αυτού... γι΄αυτό, όλα τα δικά Του προστίθενται σε αυτήν. Έτσι, είναι πάντα χαρούμενη μπροστά στους άλλους και ποτέ δεν παραπονείται για τίποτε. Κι είναι πάντα απασχολημένη με το διακόνημά της. Με την εκκλησία και τα καντήλια, με τις εικόνες των αγίων και τα βιβλία της εκκλησίας, με το σπιτάκι της το ζωντανό και τα δεντράκια του, με τις όρνιθες και τις γάτες της...
Η Αθηνά, έκαμε το πικρολέμονο της ζωής της λεμονάδα και την κερνά με χαμόγελο. Κι όλος ο κόσμος του Θεού είναι δικός της!

*Καστρίσιος ή καστρίνσιος: ο επιβλέπων τα κάστρα.

Από το βιβλίο «περί ΗΣΥΧΙΑΣ λόγοι επτά» του Χαράλαμπου Επαμεινώνδα.
ΠΗΓΗ.NOCTOC

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Οσία Παρασκευή η Νέα η Επιβατηνή, η προστάτιδα των Βαλκανίων. (14 Οκτωβρίου)



site analysis

Η Οσία άκμασε στα μέσα του 10ου αιώνα, ήταν ίσως το πρώτο παιδί της οικογένειας.
Από τους γονείς μονάχα το όνομα του πατέρα της διασώζεται. Ονομαζόταν Νικήτας. Δυστυχώς, το όνομα της μητέρας της, που τόσα πολλά προσέφερε στη χριστιανική αγωγή της Παρασκευής, παρέμεινε άγνωστο. Οι γονείς της ήταν φιλόθεοι και ευσεβείς και κοσμούσαν το βίο τους με ελεημοσύνες και αρετές. Επιθυμούσαν για τα παιδιά τους ως βάση ανατροφής να είναι η σεμνότητα, η ευλάβεια και η σωφροσύνη, στολίσματα λαμπρά που θα τα στόλιζαν μαζί με τη σχολική παιδεία, που τους παρείχαν πλούσια. Γι’ αυτό και τα παιδιά τους τα ανέθρεψαν με παιδεία και νουθεσία Χριστού, τα άσκησαν από μικρή ηλικία σε όλα τα καλά και θεάρεστα έργα.
Στην Ανατολική Θράκη δύο πόλεις έριζαν σχετικά με την Οσία, οι Επιβάτες, τόπος καταγωγής της, ωραία κωμόπολη στα θρακικά παράλια της Προποντίδας και η επίσης όμορφη Καλλικράτεια, τόπος κοίμησής της. Η αγάπη των πιστών των δύο αυτών κωμοπόλεων στην Οσία ήταν τόσο μεγάλη, που την ήθελαν αποκλειστικά δική τους αγία και προστάτιδα, σε τέτοιο βαθμό, που οι ερευνητές που καταπιάνονταν να γράψουν το βίο της άλλοτε να την αναφέρουν ως Επιβατινή και άλλοτε ως Καλλικρατεινή. Της είχαν δε αφιερώσει μεγαλοπρεπείς ναούς. Όλοι οι βιογράφοι συμφωνούν άτι η οσία Παρασκευή γεννήθηκε και μεγάλωσε στην ελληνόφωνη περιοχή των Επιβατών της Ανατολικής Θράκης, που βρισκόταν στη θάλασσα της Προποντίδας 25 μίλια από την Κωνσταντινούπολη. Διαφωνούν όμως στη χρονολογία γέννησης και θανάτου, καθώς και στον τόπο κοίμησής και στη συγγένεια της με τον όσιο Ευθύμιο, επίσκοπο Μαδύτου, Ο Ευστρ. Δράκος αναφέρει ότι η Οσία γεννήθηκε και πέθανε στην Καλλικράτεια κατά το 12ο αιώνα.
Και οι δύο γονείς της προέρχονταν από πλούσια και επίσημη οικογένεια, διακρίνονταν για την ευγένεια, τη μετριοφροσύνη και τη μεγάλη τους αρετή. Όλες τις αρετές τους τις χρησιμοποίησαν σε έργα φιλανθρωπίας και κοινής ωφελείας. Πίστευαν βαθιά και το έλεγαν: «Ότι δεν έχει διά τα τέκνα μας καμίαν αξίαν να επιδεικνύουν μόνο την έπαρσιν ξηράς μαθήσεως, άνευ των ηθικών αρετών, αι οποίαι αποτελούσιν τον χαρακτήρα και την τιμήν μιας χριστιανικής παρθενικής ζωής. Διότι “σταγών αρετής μείζων ωκεανού σοφίας”». Αυτά τα ευγενή αισθήματα μετέδωσαν στα δύο τους παιδιά, τον Ευθύμιο και την Παρασκευή, και τους ενέπνεαν να κάνουν έργα φιλανθρωπίας, να είναι φιλεύσπλαχνα σ’ αυτούς που πάσχουν και όλα αυτά τους τα μάθαιναν από τη μικρή τους ηλικία.
Η Παρασκευή πλάστηκε κατά το πρότυπο των γονιών της, Σ’ αυτήν μεταδόθηκαν όλα τα φιλεύσπλαχνα και φιλάνθρωπα αισθήματά τους. Τόσο, ώστε κάποια μέρα καταστενοχωρήθηκε, όταν βρέθηκε με την παιδαγωγό της σε κάποια εξοχή, και εκεί συνάντησε μια κοπέλα ρακένδυτη. Την πόνεσε πολύ και θέλησε να της δώσει χρήματα, αλλά με λύπη παρατήρησε ότι δεν είχε μαζί της. Για πρώτη φορά σκέφτηκε ότι ήταν καλό να φορούσε κοσμήματα. Έφερε όμως χρυσό σταυρό πάνω της. Αμέσως χωρίς δισταγμό κινήθηκε, για να το βγάλει και να το δώσει στη φτωχή κοπέλα, αλλά η παιδαγωγός δεν την άφησε: «Δεν είναι ορθόν να δώσης ως ελεημοσύνην τον σταυρόν σου» της είπε. Η δε Παρασκευή απάντησε: «Ο σταυρός μάς εδίδαξε την ελεημοσύνην, δεν αρμόζει τόση στέρησις, εν μέσω κοινωνίας εχούσης αρχηγόν τον Χριστόν. Μια τοιαύτη κοινωνία έπρεπε να αγνοεί την ένδειαν» και αμέσως έδωσε στη νέα το σταυρό.
Η Παρασκευή από τη μικρή της ηλικία συνόδευε τακτικά τη μητέρα της στην εκκλησία. Κάποια φορά, όταν ήταν δέκα ετών, εκκλησιάστηκαν στο ναό της Παναγίας Θεοτόκου. Εκεί άκουσε την περικοπή του Ευαγγελίου που έλεγε: «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτόν και ακολουθείτω μοι», η καρδιά της κυριεύτηκε από θεία αγάπη. Άρχισε αμέσως ν’ αρνιέται τον εαυτό της και να κάνει πράξη τα λόγια του Χριστού.
Πολλές φορές έδωσε τα φορέματά της στους φτωχούς. Μάλιστα, σε βαρύ χειμώνα έβγαλε το πανωφόρι της στη μέση του δρόμου και το έδωσε σε νεαρό κορίτσι που έτρεμε από το κρύο. Όλα όσα έκανε τότε στο πατρικό της σπίτι ήταν σημεία και προοίμια και αρχές τής μετά απ’ αυτά αρετής και τελειότητάς της. Οι γονείς ήταν ευτυχισμένοι που έβλεπαν τα παιδιά τους να προκόβουν στην κατά Χριστό ζωή και παρακαλούσαν το Θεό να τα διατηρεί πάντοτε υπάκουα στους νόμους Του και στις εντολές Του.
Από μικρή ηλικία νέοι με περιουσία, κοινωνική θέση και αξιώματα τη ζήτησαν για σύντροφο της ζωής τους. Η Παρασκευή αρνιόταν. Ο πατέρας και η μητέρα της έλεγαν: «Ότι η περίοδος των αρνήσεων έπρεπε να τελειώνη» και την παρακαλούσαν να αποκατασταθεί πριν πεθάνουν. Της έλεγαν: «Ορφανό κορίτσι, τότε τί θα απογίνης;» Η Παρασκευή πάντοτε απέφευγε αυτή τη συζήτηση· τους έλεγε: «Ο ουράνιος Πατήρ ζει, προστατεύει και επιβλέπει πάντοτε. Όταν πιστεύει τις και ζει υπό τας εντολάς Του και τον έχη υπεράνω του, πλησίον του και εντός του, πώς θα μείνη ορφανός;». Και για να ενθαρρύνει τους γονείς της πρόσθετε: «Διατί σκέπτεσθε περί θανάτου σας; Αι ημέραι του ανθρώπου εξαρτώνται από τον Θεόν». Η τόσο μεγάλη ψυχική αρετή της Παρασκευής είχε αντανάκλαση στο νεανικό της πρόσωπο και την καθιστούσε ωραιότατη. Πολλές φορές της έλεγαν οι φίλες της: «Είσθε τόσο πλούσιοι εσείς! Τί θα απογίνη τόση περιουσία, εάν, όπως λέγεις, δεν θέλεις ν’ αποκατασταθής;». Και η Παρασκευή απαντούσε δείχνοντας φτωχούς και παιδιά ξυπόλυτα: «Υπάρχει περιουσία τόση ώστε να εξαρκέση εις τας ανάγκας και τας στερήσεις τόσων δυστυχών υπάρξεων;». Και γι’ αυτό το σκοπό αποφάσισε να απομακρυνθεί από τους γονείς της, αλλά και επειδή άναψε μέσα στην καρδιά της ο θείος πόθος και δεν μπορούσε να περιμένει.
Άφησε τους γονείς, τους δούλους της κι όλους τους συγγενείς και αναχώρησε από την πατρίδα της. Η Παρασκευή, αφού παραμέρισε όσα συγκροτούν τον φθειρόμενο άνθρωπο, έβαλε αρχή να οικοδομήσει τον εαυτό της κατά Χριστόν και να τον ανακαινίσει. Μετέβηκε στην Κωνσταντινούπολη. Προσκύνησε πολλούς ναούς και πολλών αγίων λείψανα και έλαβε τις ευχές και ευλογίες αγίων ανδρών και γυναικών, οι οποίοι βρίσκονταν εκεί. Κι αφού απόλαυσε όλα τα θεία καλά, τα οποία είχε τότε η Κωνσταντινούπολη, έφυγε και πήγε αντίκρυ στη Χαλκηδόνα. Εκεί ζήτησε να πλουτίσει τις ευσεβείς εντυπώσεις της και να βαθύνει το ζήλο της και την πίστη. Αλλά και από τη Χαλκηδόνα πάλι αναχώρησε και ήλθε στην Ηράκλεια του Πόντου. Έτσι περιδιάβαινε από τόπο σε τόπο για να βρει το νοητό της νυμφίο Χριστό, όπως η ασματική νύμφη. Δηλαδή, για να βρει αγίους και αγίες, να διδαχθεί την αρετή και τόπο κατάλληλο, για να λατρέψει και να ευχαριστήσει το Χριστό.
Η Παρασκευή, μόλις έφτασε στην Ηράκλεια, συνάντησε το ναό της Θεοτόκου και με πνευματική χαρά μπήκε μέσα σ’ αυτόν, έπεσε στο χώμα και τον κατέβρεξε με τα δάκρυά της. Προσευχόταν στην Παναγία, την οδηγό της σωτηρίας των ανθρώπων, να την οδηγήσει και να τη φωτίσει τι να κάνει. Στο ναό της Θεοτόκου έμεινε πέντε ολόκληρα χρόνια. Ασκήθηκε σε κάθε είδος αρετής, αγωνίσθηκε με προσευχές ολονυκτίες, με νηστείες, με κτυπήματα στο στήθος και με δάκρυα. Ο ύπνος της ήταν λίγος. Κοιμόταν στη γη χωρίς στρώμα. Πάνω απ’ όλα ήταν να θαυμάζει κανείς το ταπεινό της ήθος και τη μετριοφροσύνη μέσω των οποίων καθάρισε την καρδιά της από όλα τα κοσμικά και έχοντας μόνο προς το Θεό στραμμένους τους λογισμούς της και τα φρονήματά της και όλη την επιθυμία και την αγάπη της.
Η Παρασκευή ποθούσε να πάει στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους. Γι’ αυτό παρακαλούσε θερμά την Παναγία να την αξιώσει να τους επισκεφθεί. Η δέησή της εισακούστηκε. Αφού, λοιπόν, πρώτα ασκήθηκε στις αρετές στο ναό της Θεοτόκου – ο Θεός οικονόμησε -βρέθηκαν κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί και την πήραν στη συνοδεία τους και έτσι πήγε στα Ιεροσόλυμα. Αφού απόλαυσε την αγιότητα των ιερών τόπων, τους οποίους περπάτησαν τα άγια πόδια του Κυρίου, πέταξε από εκεί σαν πουλί και πήγε στην έρημο του Ιορδάνη, βρήκε γυναικείο μοναστήρι και έμεινε σ’ αυτό. Εκεί, μόνο στο θεό μιλούσε: «Σε νυμφίε μου ποθώ και σε ζητούσα αθλώ», έλεγε. Δεόταν και ικέτευε το Χριστό να τη διαφυλάξει άτρωτη από την επήρεια του πονηρού. Το Χριστό είχε και πνοή και ζυγό και οδηγό και σωτήρα και ευεργέτη και νυμφίο. Σ’ αυτόν την παρθενική λαμπάδα των αρετών πρόσφερε. Πόσους πειρασμούς δεν της έφερε ο διάβολος και με πόσους αγώνες αυτή τον πολέμησε και τον νίκησε! Το ένδυμά της ήταν ένα και μόνο και αυτό παλιό και σχισμένο, στρώμα της μία ψάθα. Χωρίς τροφή, νερό και ύπνο περνούσε τις μέρες της εβδομάδας. Μια φορά Σάββατο και Κυριακή έτρωγε λίγο άρτο και έπινε λίγο νερό. Τα μάτια της ήταν πηγή το δακρύων το στόμα της φιάλη αρωματική. Από τα χείλη της έβγαιναν ακατάπαυστα ύμνοι με ευωδία πνευματική. Χαρά γι’ αυτήν η ώρα του θανάτου, του δίκαιου Χριστού η δευτέρα παρουσία, το αδέκαστο δικαστήριο. Έχαιρε για αυτά που προσδοκούσε, τα οποία ήταν αθεώρητα: «Ελπίς γαρ βλεπομένη ουκ εστίν ελπίς· ο γαρ βλέπει τις, τί και ελπίζει; ει δε ο ον βλέπομεν ελπίζομεν, δι’ υπομονής απεκδεχόμεθα». Τρεφόταν με τις αθάνατες τροφές και όχι με άρτους και φαγώσιμα φτιαγμένα με καρυκεύματα που φθείρονται. «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ εν παντί ρήματι Θεού», έλεγε. Απέβαλε τη γυναικεία ασθένεια και ντύθηκε με τη δύναμη του Θεού. Και όταν ο πονηρός ενοχλούσε τις ασθενικές ανίσχυρες φαντασίες μεταμορφούμενος πότε σαν φίδι, πότε σαν σκορπιός, πότε σαν λιοντάρι και αρκούδα και άλλα άγρια θηρία, η Παρασκευή έκανε το σημείο του Σταυρού και αυτός γινόταν άφαντος και, όπως τον ιστό της αράχνης, έτσι διέλυε αυτόν και τις πονηριές του. Και πάνω σε όλα τα καλά έλαμπε πάντοτε η αγάπη της για όλα τα δημιουργήματα του Θεού και η κορυφή των αρετών της ήταν η μετριοφροσύνη και η ταπείνωση.
Μια νύκτα, την ώρα που προσευχόταν, της φανερώθηκε κάποιος νέος, Λαμπρός στην όψη και με ήρεμη φωνή της είπε: «Ω καλλιπάρθενε, ο επί σωτηρίας των ανθρώπων και σταυρωθείς και θανών και αναστάς Θεός των αγγέλων και των ανθρώπων Κύριος Ιησούς Χρίστος, σε την σταυρωθείσαν τω κοσμώ και θανούσαν και αναστάσαν ταις των αρετών εργασίαις κελεύει σοι εξελθείν σε της έρημου ταύτης και προς την πατρώα σου επανελθείν, κακείσε τελειωθήναι και προς αυτόν αναλύσαι και συν αυτώ είναι» και μετά χάθηκε. Η Παρασκευή υπάκουσε στο θείο πρόσταγμα. Αφού πέρασε στην έρημο του Ιορδάνη πέντε χρόνια, έφυγε από εκεί σε ηλικία 25 χρονών, και πήγε στην Ιόππη. Από εκεί επιβιβάσθηκε σε πλοίο και επανήλθε στην πατρίδα της όπου και επιδόθηκε με περισσότερο ζήλο στην ανακούφιση των πτωχών και ασθενών. Λέγεται ότι σχημάτισε και ευσεβή ένωση «Φιλόπτωχο Αδελφότητα», της οποίας οι αδελφές περισυνέλεγαν ορφανά και απροστάτευτα παιδιά και τα φρόντιζαν με πολλή επιμέλεια και στοργή.
Οι γονείς της πέθαναν ευχαριστημένοι από τον ενάρετο και άγιο βίο της κόρης τους. Η Παρασκευή, αφού εργάσθηκε ψυχικά και σωματικά στην πατρίδα της, δεν κάθισε για πολύ. Ταξίδεψε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί προσκύνησε τον περιβόητο και περίλαμπρο ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας, έπειτα πήγε σε μοναστήρια και ναούς όπου συναναστράφηκε και συνομίλησε με άγιους άνδρες και άγιες γυναίκες και επισκέφθηκε ευαγή ιδρύματα. Πρόσφερε πολλά θρησκευτικά αφιερώματα και μοίρασε την περιουσία των γονιών της τρέφοντας πεινασμένους, ποτίζοντας διψασμένους και ντύνοντας γυμνούς σύμφωνα με τη διδασκαλία του μεγάλου Διδασκάλου. Τελευταία πήγε στο ναό της Βλαχέρνας όπου υπήρχε η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας, γονατιστή με δάκρυα στα μάτια της έλεγε: «Έως κατώκουν την έρημον, σε έσχον, Κυρία, συνόμιλον· νυν δε εν τω κοσμώ ειμί· τίνα άλλον βοηθόν έξω εκτός σου, πανάμωμε Δέσποινα. Συ μοι γενού τη ταπεινή συνοδοιπόρος και κυβερνήτις και οδηγός».
Τελείωσε τα προσκυνήματα και επέστρεφε με το πλοίο στην πατρίδα της, καταπονημένη και εξασθενημένη σωματικά. Τότε ξανάλθε στο νου της η οπτασία του νέου με την ήρεμη φωνή να της λέει: «Σε την σταυρωθείσαν τω κοσμώ και θανούσαν και αναστάσαν ταις των αρετών εργασίαις κελεύει σοι εξελθείν σε της έρημου ταύτης και προς την πατρίδα σου επανελθείν, κακείσε τελειωθήναι και προς αυτόν αναλύσαι και συν αυτώ είναι» και μετά χάθηκε.
Η υγεία της στο πλοίο χειροτέρεψε όταν ενέσκηψε μεγάλη τρικυμία. Με κόπους και πολλούς κινδύνους αγωνίζονταν οι ναύτες να αράξουν το πλοίο σε ασφαλή τοποθεσία. Η Παρασκευή, αισθανόμενη τον κίνδυνο, φώναζε δυνατά «καλή κράτει» και μέχρι σήμερα, κατά την παράδοση, ο τόπος φέρει αυτό το όνομα. Ονομάσθηκε Καλλικράτεια.
Όταν το πλοίο προσάραξε στη ξηρά, έμεινε στην περιοχή και μόνασε στο ναό των Αγίων Αποστόλων στην Καλλικράτεια. Αγωνιζόμενη εκεί τους συνηθισμένους της αγώνες, πέρασε δύο έτη και όταν έφθασε στην τελειότητα της αρετής και σε μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, κοιμήθηκε και τελείωσε όσια το δρόμο της πρόσκαιρης αυτής ζωής. Έφυγε με ειρήνη για την αιώνια και κατεσκήνωσε στις ουράνιες σκηνές, όπου είναι η κατοικία όλων των ευφραινομένων.
Κατ’ άλλους όμως, μόλις κατέβηκε από το πλοίο, παρέδωσε την αγία ψυχή της στον Κύριο σε ηλικία μόλις 27 ετών, ικετεύοντας τον παντοδύναμο Θεό να τρέχει σε βοήθεια όλων όσων επικαλούνται το όνομά της.
Σήμερα το λείψανο της Οσίας βρίσκεται στο Ναό των Τριών Ιεραρχών, στο Ιάσιο της Ρουμανίας.
Απολυτίκιον της Οσίας. Ήχος α΄.
Της χαμαιζήλου τρυφής σοφώς την απόλαυσιν, υπεριδούσα προς Θεία ήρθης σκηνώματα,και των ιάσεων τοις πιστοίς πηγήν κατέλιπες,το ιερόν σου σκήνος Μήτερ πανεύφημε,Επιβατών το καύχημα το σεπτόν, και βεβαία Προστάτις Παρασκευή. Μη παύση θερμώς Χριστώ τω Θεώ, Υπέρ ημών αεί πρεσβεύουσα.
(Αθαν. Δ. Κουμπαρούλης, «Οσία Παρασκευή η Νέα», εκδ. Αφών Κυριακίδη,

Η Αγία Νεομάρτυς Χρυσή από τα Σλάτενα (13η Οκτωβρίου)



site analysis



Η Αγία Χρυσή γεννήθηκε στο χωριό Χρυσή του Ν. Πέλλας.
Ο πατέρας της Χριστιανός Ορθόδοξος, ήταν φτωχός και άσημος. Είχε τέσσερα κορίτσια μαζί με την Αγία Χρυσή. Η Αγία διακρίνονταν για πίστη, την αρετή και την αγνότητα του βίου της.
Μια μέρα μαζί με άλλες γυναίκες πήγε στο δάσος του χωριού για να μαζέψει ξύλα. Εκεί τη συνάντησε Αγαρηνός. Με υποσχέσεις και κολακείες προσπάθησε να τη φέρει στη θρησκεία του και να την κάνει σύζυγό του.
Την απείλησε ότι αν αρνηθεί, θα υποστεί φοβερά μαρτύρια. Η Χρυσή δεν δείλιασε, αλλά επικαλέστηκε τη βοήθεια του Κυρίου και απάντησε : “εγώ τον Χριστό μου πιστεύω και προσκυνώ και Αυτόν μόνον γνωρίζω δια Νυμφίον μου, τον οποίον δεν θέλω αρνηθεί πώποτε, καν μυρία μου κάνετε βάσανα, καν και εις λεπτά κομμάτια το σώμα μου κατακόψετε”. Τότε παραδόθηκε σε Μωαμεθανές γυναίκες μήπως τη μεταπείσουν. Ακόμη κατέφυγαν σε μαντεία και μαγείες. Επί έξι μήνες αγωνίζονταν να την αποσπάσουν από την πίστη της. Ζήτησαν ακόμη και την βοήθεια των γονέων και αδελφών της Αγίας προκειμένου να τη μεταπείσουν. Γονείς και αδελφοί με δάκρυα την παρακαλούσαν να αρνηθεί την πίστη της, για να αποφύγουν και αυτοί και η Αγία το μαρτυρικό θάνατο.
Η Αγία απάντησε με γενναιότητα : ” εσείς, οπού με παρακινείτε να αρνηθώ Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, δεν είστε πλέον γονείς μου και αδελφοί μου. Ούτε θέλω να σας ηξεύρω ως τοιούτους εις το εξής. Αλλ’ αντί δι εσάς, Πατέρα μεν έχω τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, Μητέρα δε και αδελφάς έχω τους Αγίους και τας Αγίας”. Μετά την άκαμπτη στάση της Αγίας, άρχισαν τα φοβερά μαρτύρια. επί τρεις ολόκληρους μήνες την ράβδιζαν καθημερινά. Κατόπιν έκοψαν λωρίδες από το δέρμα της και τις κρέμασαν εμπρός της. Ύστερα πέρασαν από τα αυτιά της ένα πυρωμένο σίδερο και την κρέμασαν σε μία άγρια αχλαδιά και με μαχαίρι έκοψαν τα μέλη του ιερού σώματός της.
Η Αγία Χρυσή μαρτύρησε στις 13 Οκτωβρίου 1795.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Σκεῦος χρύσεον, τῆς παρθενίας, καὶ ἀκήρατος, νύμφη Κυρίου, ἐχρημάτισας Χρυσῆ καλλιπάρθενε· τὴν γὰρ ἁγνείαν ἀμέμπτως φυλάττουσα, ὐπὲρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας· Μάρτυς ἔνδοξε, ἱκέτευε τὸν Νυμφίον σου, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χρυσωθεῖσα Πνεύματι, Τῷ Παναγίῳ, τὴν ἁγνείαν ἔφθορον, τὴν σὴν ἐτήρησας Χριστῷ, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἠγώνισαι, παρθενομάρτυς, Χρυσῆ ἀξιάγαστε.
Μεγαλυνάριον
Τὴν Παρθενομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, τὴν κεχρυσωμένην, σώματί τε καὶ τῇ ψυχῇ, Χρυσῆν τὴν ἁγίαν, αἰνέσωμεν βοῶντες· χαῖρε νύμφη Κυρίου, ἁγνὴ καὶ πάγχρυσε.

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

ΟΣΙΑ ΠΕΛΑΓΙΑ, οδοδείκτης μετανοίας.(8η Οκτωβρίου)



site analysis

΄΄ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν΄΄. (Ματθ. θ΄ 13) είναι η βαρυσήμαντη δήλωση του Χριστού. Και οι λόγοι αυτοί αποτέλεσαν κατά καιρούς το έναυσμα για μεταστροφικές κινήσεις, για μετανοητικές προσπάθειες, για σωστικές πορείες.

Η αποκαλυπτική αυτή διακήρυξη σκόρπισε ελπίδα, διάλυσε απογνώσεις, χάραξε πορείες, σμίλεψε ψυχές, διαμόρφωσε Αγίους.
Ανάμεσα στην Αγιόλεκτη ομήγυρη εμφανής η παρουσία τηςΟσίας ΠΕΛΑΓΙΑΣ.
Μία μεγαλειώδης ασκητική μορφή. Μία άσβεστη λαμπάδα μετανοίας. Μία ισάγγελη ύπαρξη. Ένα αείφωτο πρότυπο ζωής.
Ας ιχνηλατήσουμε στο βίο της και ας αιτήσουμε τις εκτενείς πρεσβείες της.
Η Πελαγία, λοιπόν, πατρίδα της έχει την Αντιόχεια. Γεννιέται στους χρόνους του Ρωμαίου βασιλιά Νουμεριανού. Οι γονείς της διαθέτουν πολλά πλούτη και περισσή δόξα. Η ίδια έχει ξέχωρη ομορφιά, την οποία χρησιμοποιεί ως δέλεαρ στο απολαυστικό παιχνίδι της σάρκας, που παίζει. Η προκλητική της συμπεριφορά οδηγεί στην απώλεια πολλές ψυχές, αλλά και στην προσωπική της αυτοκαταστροφή. Τίποτε δε μπορεί να φρενάρει την ιλιγγιώδη φορά της πορείας της. Ο Θεός όμως, Πατέρας στοργικός, παρακολουθεί κι επισημαίνει το παραστρατημένο παιδί Του. Η παντογνωσία Του προβλέπει μία μετανοημένη Αγία. Το σωστικό Του σχέδιο μπαίνει σε εφαρμογή. Ο Θείος Κυνηγός κυνηγά με τα βέλη της αγάπης Του την Πελαγία.
Στην Αντιόχεια βρίσκεται ο ενάρετος Επίσκοπος Νόννος. Το θεοφώτιστο κι εύγλωττο και πειστικό κήρυγμά του πολλούς σαγηνεύει, αρκετούς ενθουσιάζει, περισσότερους πείθει. Κι η Πελαγία στόχος στο σωτήριο σχέδιο του Θεού. Καθισμένη πάνω σε άμαξα, χρυσοστόλιστη η ίδια, αντικατόπτρισμα της χλιδής της ζωής της, περνάει κοντά από τον φλογερό κήρυκα του Λόγου, τον Επίσκοπο Νόννο. Στο αντίκρισμά της προβληματίζεται, αυτοελέγχεται. ΄΄Αλίμονο σ' εμάς! Πόσο θα μας καταδικάσει αυτή η πόρνη. Για στιγμιαίες απολαύσεις δείχνει τόση φροντίδα. Κι εμείς για αιώνιες τρυφές δείχνουμε τόση αμέλεια! Με την αδιαφορία μας διακινδυνεύουμε τη σωτηρία μας΄΄, τόνιζε δακρύβρεχτος ο Άγιος του Θεού.
Και ένα ενύπνιο όραμα του Επισκόπου έρχεται, ως προτύπωση των επικείμενων συμβάντων. ΄΄Βρίσκεται, λοιπόν, σε Θεία Λειτουργία κι ένα δυσώδες περιστέρι τον τριγυρίζει μέχρι τέλους. Το παίρνει, το λούζει στο Βαπτιστήριο, καθαρίζεται, πετάει και χάνεται΄΄. Το πρωί άμεση η πραγμάτωση. Ο Θεός, που ποθεί ΄΄πάντας σωθήναι και επίγνωσιν αληθείας ελθείν΄΄, οδηγεί τα βήματα της Πελαγίας στον κηρυκτικό λόγο του Επισκόπου Νόννου. Η εσχατολογική διδασκαλία του, με την επισήμανση της αθανασίας της ψυχής, της αδιάβλητης δικαιοκρισίας του Θεού κατά το Δικαστήριο της Δευτέρας Παρουσίας του Υιού Του, προκαλεί συντριβή και κατάνυξη αληθινή. Η σεισμική δόνηση του λόγου του Θεού συγκλονίζει το είναι της. Η μεταστροφή της διαγράφεται πανηγυρικά. Εκδηλώνει άσπονδο μίσος για το αμαρτωλό παρελθόν της, σφοδρό πόθο για τον Αιώνιο Νυμφίο των ψυχών.
Η επιστολική προσφυγή της στον Επίσκοπο είναι άμεση. Ζητεί επίμονα να εξομολογηθεί και να βαπτισθεί. Ο αντιπρόσωπος του Θεού ακούει τη συγκλονιστική, μετανοητική απολογία της, χορηγεί την άφεση κι επιτελεί το βάπτισμά της.
Μία ειδωλολάτρισσα πόρνη, χριστιανή αγωνίστρια αναδεικνύεται. Πόσο αμέτρητη είναι η αγάπη του Θεού!
Ο διάβολος θρηνεί για την απώλεια. Μεθοδεύει λυσσαλέες επιθέσεις, αλλ' αντικρούεται δυναμικά. Με το πανίσχυρο όπλο του Σταυρού, που διαθέτει η Πελαγία, τον κατατροπώνει. Και η ανταύγεια της μεταστροφικής της απόφασης τον κεραυνοβολεί.
Ολόκληρη την περιουσία της προσφέρει στον Επίσκοπο για έργα αγάπης. Οι φτωχοί, οι χήρες, τα ορφανά, δέχονται ακτίνες της αγάπης της. Οι δούλοι της απολαμβάνουν την ελευθερία και παρακινούνται για τη λυτρωτική, αληθινή ελευθερία του Χριστού, από την αιώνια αιχμαλωσία του Σατανά. Η ίδια απελεύθερη αληθινά, ντύνεται ανδρικό, τρίχινο ρακώδη χιτώνα και φεύγει κρυφά για τα Ιεροσόλυμα. Εκεί στο όρος των Ελαιών ασκητεύει για τριάντα χρόνια. Μόνη με μόνο τον Θεό επιδίδεται σε επίπονες ασκήσεις, πολεμεί τα πάθη, κονταροχτυπιέται με το Σατανά, σημειώνει περιφανείς νίκες. Τον αγώνα της γνωρίζει ο Αθλοθέτης Κύριος. Το ασκητήριό της, κατά Θεία φώτιση, το γνωρίζει ο Επίσκοπος Νόννος.
Στην προσκυνηματική επίσκεψη των Αγίων Τόπων του Ιεροδιακόνου Ιακώβου, προτείνεται από τον Επίσκοπο και η συνάντηση με τον ευνούχο ασκητή Πελάγιο. Όντως ανευρίσκει το σπήλαιο, συναντά την αγία ασκητική μορφή, διδάσκεται από την ολιγολογία και φεύγει με ωφέλεια πνευματική.
284 μ.Χ. Μία επίγεια αγωνιστική πορεία φθάνει στο τέλος. Μία εξαγνισμένη ψυχή φθάνει στα κράσπεδα του θρόνου του Θεού.
Είναι η Οσία Πελαγία. Η εκδημία του ασκητή Πελάγιου γνωστοποιείται στην Ιεριχώ, στην Ιερουσαλήμ και στα περίχωρα. Μοναχοί και λαϊκοί φθάνουν στη Σκήτη. Εκεί αποκαλύπτεται η γυναικεία ταυτότητα του Ασκητή. Θαυμάζουν και δοξολογούν τον Θεό. Την ενταφιάζουν ευλαβικά και δέονται ικετευτικά. Παραδειγματίζονται και υπόσχονται να ακολουθήσουν τα ίχνη της.
Και δικός μας πόθος και ευχή είναι η μίμηση της ειλικρινούς μετανοίας της.-

ΟΣΙΑ ΤΑΪΣΙΑ η έγκλειστη.(8η Οκτωβρίου)



site analysis


΄΄ου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις΄΄ (Ρωμ. ε΄ 20). Η ροπή προς το κακό, πτωτικό επακόλουθο, ταλανίζει τον άνθρωπο. Πλήθος οι αμαρτίες του ανθρώπου, αλλά άβυσσος η αγάπη του Θεού.
Στον πλεονασμό των ανομιών του ανθρώπου, απαντάει ο υπερπλεονασμός της Χάρης του Θεού. Η αγάπη του Θεού άμετρη, αναζητητική, εφευρετική. Κινείται σε πλαίσιο σωτηριολογικό. Αναζητά και βρίσκει, αρπάζει και σώζει χαμένα πρόβατα. Παίρνει κοράκια της αμαρτίας και τ' αναδεικνύει περιστέρια της αρετής. Λαμβάνει πόρνες και τις εξυψώνει σε Άγιες.Και η Οσία ΤΑΪΣΙΑ, που η Εκκλησία μας τιμάει στις 8 Οκτωβρίου, είναι ένα θαύμα της αγάπης του Θεού, ένα επίτευγμα της μετανοίας.
Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, τη ζωή της για να ζηλώσουμε τη μετάνοιά της και να επιτύχουμε την σωτηρία μας.
Η Ταϊσία γεννιέται με μία ξέχωρη ομορφιά. Δέχεται μία ανάγωγη μητρική ανατροφή. Μεγαλώνει με πρότυπα άσωτα, με εμπειρίες ανήθικες, με προτροπές αμαρτωλές.
Στις κακές περιβαλλοντικές επιδράσεις, προστίθεται και η εφηβική αστάθεια για να ολισθήσει φοβερά η Ταϊσία. Η μητέρα της ηθική αυτουργός και οδηγός στο παραστράτημά της. 11χρονη κόρη η Ταϊσία κι είναι βουτηγμένη στο βόρβορο της ακολασίας. Οι σαρκικές απολαύσεις, ο εύκολος πλουτισμός, κρατοΰν υπόδουλη τη νέα. Μπλεγμένη στον ιστό της αραχνοειδούς σαρκολατρείας, δέσμια των παθών, οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην απώλεια.
Οι εραστές την εκμεταλλεύονται. Οι τίμιοι την οικτείρουν. Ο Θεός την παρακολουθεί. Στο σωτήριο σχέδιό Του βρίσκεται και η Ταϊσία. Και γι' αυτήν έχυσε το Πανάγιο Αίμα Του και δικαιωματικά Του ανήκει η ψυχή της.
Να, λοιπόν, πώς η Θεία Χάρη τη διασώζει. Όργανο του Θεού, εντολοδόχος στο θεϊκό σωτήριο πλάνο ο ενάρετος αββάς Σεραπίων. Πληροφορείται την έκλυτη ζωή της Ταϊσίας και πονεί κατάβαθα και προσεύχεται ένθερμα: ΄΄Χριστέ μου, Συ, που θέλεις όλοι να σωθούν, φύτεψε το φόβο Σου στην καρδιά της, για να επιστρέψει, να μετανοήσει, να σωθεί΄΄.Και η αλληλική αγάπη δε σταματά στις ικετευτικές επικλήσεις, αλλά επεκτείνεται σε μία ουσιαστική κίνηση. Ντύνεται ο κατάλευκος σεβάσμιος Γέροντας ρούχα κοσμικά, παίρνει ένα νόμισμα και κατευθύνεται προς συνάντηση της Ταϊσίας. Η υποδοχή είναι εγκάρδια, αλλά και οι χειρισμοί του αββά επιδέξιοι. Στις προτάσεις απαντάει με σοφία, που προβληματίζει και αφυπνίζει, με χάρη, που φωτίζει και συγκινεί. Ισχυρές δονήσεις συγκλονίζουν το είναι της Ταϊσίας. Καυτά δάκρυα αυλακώνουν τις παρειές της και πέφτει γονυπετής μπροστά στον αββά, μόλις της αποκαλύπτει το Μοναχικό του Σχήμα και το σκοπό της συνάντησής τους. ΄΄Τίμιε πάτερ, υπάρχει μετάνοια για τους αμαρτωλούς; Εάν μετανοήσω με δέχεται και μένα ο Θεός ; ΄΄ είναι η εναγώνια ερωτηματική κραυγή της.
Κι ο αββάς άμεσα τη διαβεβαιώνει για τη μακροθυμία του Θεού και την αγάπη Του και την αγωνία Του και τη χαρά Του για την επιστροφή κάθε αμαρτωλού. Η μεταστροφή συντελείται υπαρξιακά. Η απόφαση λαμβάνεται οριστικά. Αφήνεται στο έλεος του Θεού. Ένα τρίωρο χρειάζεται τώρα για να κόψει κάθε δεσμό με το παρελθόν. Κάνει μια κίνηση δυναμική, αλλά και αποφασιστική. Στο μέσον της πόλεως κατακαίει ό,τι απέκτησε με την πορνεία. Απελεύθερη πλέον προστρέχει στο Γέροντα Σεραπίωνα και παραδίδεται άνευ όρων για την σωτήρια επέμβαση. Ο θεοφώτιστος αββάς την τοποθετεί έγκλειστη σε κελλί Μοναστηρίου, σφραγίζοντας με μόλυβδο την πόρτα και παρέχοντας, ανά δύο μέρες, λίγο ξερό ψωμί και λίγο νερό, από μία θυρίδα. Η αθλήτρια εισέρχεται στον ασκητικό στίβο με τις προσευχές του αββά να τη συνοδεύουν και με την αδιάλειπτη΄΄ευχή του Ιησού΄΄ στα χείλη.
Εκεί η Ταϊσία μάχεται με το Σατανά και τα πάθη της. Βιώνει τη μετάνοια με συντριβή και κατάνυξη επί τρία χρόνια.
Ο αββάς βλέπει τον αγώνα της, θαυμάζει τη μετάνοιά της και την ευσπλαχνίζεται. Καταφεύγει στο Μ. Αντώνιο για μία προορατική πληροφορία, ως προς το ευπρόσδεκτο της μετανοίας της Ταϊσίας από τον Θεό. Κι ο Μ. Αντώνιος προτρέπει τους μαθητές του σε προσευχή για το θέμα. Η θεϊκή απάντηση δεν αργεί. Ο μεγαλύτερος μαθητής του, Παύλος, βλέπει όραμα λαμπρής κλίνης και αμάραντου στεφάνου στον Ουρανό. Η σκέψη του το απέδωσε, ότι θα ανήκει ο στέφανος στο Γέροντά του. Μία ουράνια φωνή του επεξηγεί: ΄΄Δεν είναι, Παύλε, του πατέρα σου Αντωνίου ο στέφανος, αλλά της Ταϊσίας, της πρώην πόρνης΄΄.Η απάντηση δόθηκε. Ο Θεός δέχτηκε τη μετάνοια της Ταϊσίας. Ο αββάς Σεραπίων ευτυχής, επιστρέφει στο Μοναστήρι, ανακοινώνει την ευαρέσκεια του Θεού και αποφυλακίζει την Ταϊσία.
Η γυναίκα, αθλήτρια της μετανοίας, αποκαλύπτει το μυστικό του αγώνα της: ΄΄Τίμιε πάτερ, σ' ολόκληρη τη διαμονή μου στο κελλί είχα συνεχώς το φορτίο των αμαρτιών στη σκέψη μου΄΄. Κι ο Γέροντας της αποκρίνεται: ΄΄Ο ταπεινός λογισμός σου ευαρέστησε τον Θεό΄΄.Δέκα πέντε μέρες ζει με την αδελφότητα η Ταϊσία και αναχωρεί ειρηνικά προς τα Ουράνια Σκηνώματα. Ο στόχος της επιτεύχθηκε. Η σωτηρία της είναι πραγματικότητα. Βρίσκεται τώρα πανευτυχής στον αγιόλεκτο χορό και ευφραίνεται αιώνια.-

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Ο επίσκοπος και η πόρνη



site analysis




Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης

α) Είναι γνωστό, ότι ο Χριστός καταδίκαζε με δριμύτητα την υποκρισία, το φαρισαϊσμό και τον ηθικισμό των κατ’ επίφαση ευσεβών. Σκοπός του δεν ήταν να κρίνει ή να διαπομπεύσει τους αμαρτωλούς, αλλά να τους καλέσει σε μετάνοια. Σε μια συζήτηση που είχε με τους πρεσβυτέρους και τους αρχιερείς του λαού, ανέφερε την παραβολή των δύο γιων (βλ. Ματθ. 21, 28-31). Σύμφωνα με αυτήν, «ένας πατέρας στέλνει τους δύο γιους να εργασθούν στο αμπέλι. Αρχικά, ο πρώτος αρνείται, ενώ ο δεύτερος δέχεται. Στην συνέχεια όμως, ο πρώτος μετανιώνει και πηγαίνει να εργασθεί, ενώ ο δεύτερος που φάνηκε καταρχήν πρόθυμος, δεν προσέρχεται». Τους ρωτάει τότε ο Χριστός: ποιος από τους δύο έκανε το θέλημα του πατέρα; Εκείνοι απαντούν, ο πρώτος.
β) Με αφορμή την απάντηση, αλλά και τη μετάνοια του πρώτου γιού,διδάσκει ο Χριστός: «Σας βεβαιώνω, πως οι τελώνες και οι πόρνες θα μπουν πριν από σας στη βασιλεία του Θεού» (Ματθ. 21,31). Τα λόγια αυτά βρίσκουν εφαρμογή στο βίο της αγίας Πελαγίας, που η Εκκλησία τιμά στις 8 Οκτωβρίου. Σύμφωνα με το Συναξάρι, στην Αντιόχεια ζούσε μια γυναίκα «περιφανής και πλουσία, πολλά ωραία τω σώματι και υπέρκαλλος, τη δε ψυχή ρερυπωμένη και βέβυλος».
γ) Η γυναίκα αυτή δεν είχε άλλη φροντίδα, παρά να τονίζει τη φυσική της ωραιότητα και να στολίζεται, για να παγιδεύει τους εραστές της. Για τα μαργαριτάρια που φορούσε, την αποκαλούσαν Μαργαριτώ. Στην πόλη βρισκόταν εκείνη την εποχή ο επίσκοπος Νόννος, προσκεκλημένος του αρχιεπισκόπου Αντιοχείας και παρόντων πολλών αρχιερέων κήρυττε έξω από το ναό του αγίου Ιουλιανού. Την ώρα εκείνη, περνούσε η Πελαγία με τη συνοδεία της. Καθόταν στολισμένη σε άμαξα. Έλαμπαν τα κοσμήματά της και μοσχοβολούσε ο αέρας από τα αρώματά της.
δ) Οι άλλοι αρχιερείς απέστρεψαν το πρόσωπό τους, για να μην την βλέπουν. Όμως, ο μακάριος Νόννος την παρατηρούσε προσεκτικά για πολλή ώρα. Ύστερα στέναξε και χωρίς να κατακρίνει την πλούσια εταίρα είπε: «Αλλοίμονο, σε μας τους αμελείς και αχρείους. Θα ντραπούμε την ημέρα της κρίσεως για την πόρνη αυτή, η οποία για να αρέσει σε θνητούς ανθρώπους τόσο πολύ καλλωπίζεται, ενώ εμείς δεν επιμελούμαστε την ψυχή μας, για να αρέσουμε στον ζώντα Θεό».
ε) Ο λόγος του επισκόπου έφερε κατάνυξη στην καρδιά του και η προσευχή του κέντρισε και το ενδιαφέρον της Πελαγίας. Την άλλη μέρα ακούοντας η Πελαγία από κοντά τη διδαχή του σοφού ανδρός, ζήτησε να κατηχηθεί και να βαπτισθεί. Με πλήρη επίγνωση της κατάστασής της απευθύνεται προς τον άγιο Νόννο λέγοντας: «Βάπτισόν με και οδήγησον προς μετάνοιαν, ότι εγώ ειμί της ανομίας το πέλαγος και της απωλείας η άβυσσος». Με πνεύμα ταπεινώσεως και συντριβής βαπτίζεται και την αναδέχεται μια ενάρετη μοναχή, ονόματι Ρωμάνα.
στ) Η Πελαγία ανακαινισμένη πνευματικά παραδίδει τον πλούτο της στον άγιο επίσκοπο για τους πτωχούς. Ελευθερώνει τους δούλους και μια νύκτα ενδύεται ανδρικό «τρίχινο και ρακώδες χιτώνιο», και αναχωρεί στα Ιεροσόλυμα. Εκεί ασκείται για τρία χρόνια στο Όρος των Ελαιών, ως μοναχός Πελάγιος, φθάνοντας σε υψηλά μέτρα αρετής. Ύστερα από Θεία πληροφορία ο άγιος Νόννος στέλνει τον υποτακτικό του Ιάκωβο να τη συναντήσει. Εκείνος δεν την αναγνωρίζει, διότι το κάλλος ήταν μαραμένο και η σάρκα ξηραμένη από την εγκράτεια.
ζ) Όταν αναγγέλλεται ο θάνατος του Πελαγίου, έρχεται πλήθος πατέρων από τα περίχωρα για να ενταφιάσουν το ιερό λείψανο. Τότε αποκαλύπτεται, ότι πρόκειται για την Πελαγία και εκπλήσσονται όλοι με το θαυμαστό γεγονός, αλλά και τις ανεξερεύνητες βουλές του Θεού, «ο οποίος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2,4).

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Ὁσία Μεθοδία ἡ ἐν Κιμώλῳ ἀσκήσασα.(5η Οκτωβρίου)



site analysis


Ἀρχιμ.Ἐμμανουὴλ Ἰ. Καρπαθίου

Ἔκδοσις Φοῖνιξ - Λεοννάτου 4
Ἀθῆναι, 1947


ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΙΜΩΛΟΝ

Ἀρχὰς τοῦ ἔτους 1921 κατὰ τὰς ἀπερινοήτους τοῦ Κυρίου Βουλάς, εὑρέθην εἰς τὴν νῆσον Κίμωλον. Ὑπηρέτησα ἐκεῖ ἐπὶ ἓν σχολικὸν ἔτος ὡς Ἑλληνοδιδάσκαλος.
Αἱ ἡμέραι μου ἦσαν «ἡμέραι πικρίας», ἀλλ᾿ ἡ σκέψις ὅτι ἄνευ τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ οὐδὲ θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ἡμῶν ἀπόλλυται μὲ ἔκαμνε πάντοτε νὰ ἀτενίζω μετὰ πίστεως εἰς τὸ παρὸν καὶ εἰς τὸ μέλλον.
Δὲν ἔχω λέξεις νὰ ἐξάρω τὴν ἀδελφικὴν ἐν Χριστῷ ἀντίληψιν, τὴν ποικίλην συνδρομὴν καὶ βοήθειαν, τὴν ὁποίαν προσωπικῶς καὶ οἰκογενειακῶς ὁ ἤδη μακαριστὸς Οἰκονόμος Σπυρίδων Ράμφος, ὁ καλὸς τῆς Ἐκκλησίας ἐργάτης καὶ καλὸς πνευματικὸς πατὴρ τῆς Κιμώλου, ἐπεδαψίλευσεν εἰς ἐμέ. Θὰ μοῦ εἶναι ἀλησμόνητα ὄχι αἱ δεξιώσεις περὶ τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν, ὄχι αἱ παντοῖαι τιμαὶ τὰς ὁποίας, ἐν πάσῃ εὐκαιρίᾳ μοὶ ἐξεδήλωνεν ὁ πρὸ μικροῦ πρὸς Κύριον μεταστὰς Λευίτης· ἀλλ᾿ ἡ πνευματική του πρωτίστως καὶ ὑπεράνω πάντων ἀναστροφή. Δὲν ἦτο θεολόγος- ἀλλὰ τί σημασίαν ἔχει αὐτό! Τίνα σημασίαν ἔχουν τὰ διπλώματα καὶ αἱ γνώσεις; Ὁ Σπυρίδων Ράμφος ἦτο πιστός. Μὲ ἀνεκούφιζεν, ὅταν εἰς ὅλας τὰς περιστάσεις τῆς ζωῆς, εἰς ὅλα τὰ ζητήματα, παντοῦ καὶ πάντοτε ὡμίλει «ἐν πίστει», καὶ τὸν εὕρισκον πάντοτε νὰ βλέπῃ τὴν ζωὴν διὰ μέσου τῆς πίστεως. Αὐτὸ ἤθελα. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μὲ συνέδεσε καὶ μὲ συνδέει μὲ τὸν ἐκλιπόντα ἀπὸ τοῦ προσκαίρου τούτου κόσμου Ἐκκλησιαστικὸν τῆς Κιμώλου λειτουργόν.
Μοῦ εἶναι ἐξαιρετικῶς εὐχάριστον ὅτι μοῦ δίδεται ἡ εὐκαιρία νὰ ἐκδηλώσω πρὸς τὴν μνήμην του καὶ διὰ τῶν ὀλίγων τούτων λέξεων τὰ εὐγνώμονα πρὸς αὐτὸν αἰσθήματά μου, ἄλλα καὶ τὴν ἀμέριστον πρὸς αὐτὸν ἐκτίμησίν μου. [1]

ΓΛΥΚΕΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ

Δὲν θὰ λησμονήσω τὰς ἡμέρας μου ἐν Κιμώλῳ, μάλιστα τὰς ἀείποτε ζωηρὰς ἐντυπώσεις μου ὡς πρὸς τὴν θρησκευτικὴν καὶ ἠθικὴν ζωὴν τῶν Κιμωλίων. Ἐνθυμοῦμαι, ὅτι καθ᾿ ἑκάστην Κυριακὴν ἢ ἑορτὴν κανεὶς δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τὴν θείαν Λειτουργίαν. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἦσαν εἰς τὰς θέσεις των, καὶ εἰς τὴν ὥραν των εἰς τὸν ναόν. Τὸ ἀντίθετον ἦτο ἐξαίρεσις. Ὁ Κανὼν ἦτο γενικός: Ὅλοι εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Ἀλλὰ δὲν ἦτο αὐτό, τὸ ὁποῖον μοὶ προϋξένει ἰδιαιτέραν ἐντύπωσιν. Ἐκεῖνο ποὺ μὲ ἐνεθουσία, καὶ «ἐκαμάρωνα» ὁσάκις μάλιστα εἶχα τὴν εὐκαιρίαν νὰ διδάξω ἀπ᾿ Ἄμβωνος, ἦτο ὅτι: ὅλοι, καὶ νέοι καὶ γέροντες, ἐστέκοντο εἰς τὴν σειράν, ὡς νὰ ἦσαν μαθηταὶ τοῦ σχολείου! Μὲ εὐχαριστεῖ ἀκόμη τὴν στιγμὴν αὐτὴν ποὺ γράφω τὰς λέξεις αὐτάς, καὶ νομίζω ὅτι τοὺς βλέπω ἐμπρός μου, τοὺς Κιμωλίους ἐν ἐκκλησιασμῷ εἰς παράταξιν. Κανεὶς δὲν ἐγύριζεν οὔτε ἀπ᾿ ἐδῶ, οὔτε ἀπ᾿ ἐκεῖ. Κανεὶς ψίθυρος. Ἄκρα σιγή, ἡσυχία, ἀξιοζήλευτος εὐλάβεια. Δὲν συνεκράτουν τὸν ἐνθουσιασμόν μου· τοσούτῳ μᾶλλον ὅσῳ ἐγνώριζον «πολλῶν ἀνθρώπων ἄστεα καὶ νόον» καὶ ἦτο φυσικὸν νὰ μοῦ κάμνῃ αἴσθησιν ἡ ἐν Κιμώλῳ τάξις τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς. Ἔλεγον λοιπὸν εἰς τὸν ἀείμνηστον Οἰκονόμον, τὸν καλόν μου Σπ. Ράμφον: «Τί τάξις εἶναι αὐτή! «Πῶς τὸ κατορθώνεις αὐτό; εἶναι κατόρθωμα, ἅγιε Οἰκονόμε». Καὶ ἐνθυμοῦμαι τὰς συστάσεις του : «Μὴν τὸ λέτε, ἅγιε Ἀρχιμανδρῖτα· μὴ τοὺς λέτε τίποτε, καὶ τὸ πάρουν ἐπάνω των, καὶ μᾶς χαλάσουν»! Καὶ δὲν εἶπα, πράγματι, τίποτε τότε. Ἐπερασαν ἔκτοτε περὶ τὰ εἰκοσιπέντε ἔτη, καὶ ἂν τώρα τὸ λέγω, δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ κανεὶς φόβος διὰ τὴν εὐλάβειαν τῶν προσφιλῶν μου Κιμωλίων.

ΠΡΩΤΑΙ ΜΝΕΙΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ

Ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν παλαιοτέρας πληροφορίας περὶ τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἠθικῆς ζωῆς τῶν Κιμωλίων. Μάρτυς δὲ αὐτόπτης ἐβεβαίωσα τὸ σφρῖγος τῆς εὐσεβείας καὶ τοῦ ἠθικοῦ φρονήματος αὐτῶν. Οὐδέποτε παρέστην θεατὴς ἢ ἀκροατὴς καταλαλιᾶς, κατακρίσεων, ψευδολογιῶν, δολιοτήτων, ἐρίδων καὶ ἀντεγκλήσεων, συνήθων πλεισταχοῦ. Τοὺς εὗρον, καὶ τοὺς ἄφηκα τοὺς Κιμωλίους ἀγαπημένους, εἰρηνεύοντας, εἰλικρινεῖς, φιλοπόνους δὲ εἰς τὸ ἔπακρον, φιλοξένους καὶ σεβαστικοὺς πρὸς τοὺς ἀνωτέρους. Καὶ εὔχομαι ποτὲ νὰ μὴ παύσωσι νὰ εἶναι τοιοῦτοι.
Φιλοσοφοῦντες μὲ τὸν ἀλησμόνητον Οἰκονόμον περὶ τῶν πραγμάτων αὐτῶν, πραγμάτων τὰ ὁποῖα εἶναι οὐσιωδῶς ἐνδιαφέροντα διὰ τὸ Ὑπούργημά μας ὡς λειτουργῶν της Ἐκκλησίας, φυσικὸν ἦτο νὰ ἐξετάζωμεν νὰ εὑρίσκωμεν τὰς φλέβας, διὰ μέσου τῶν ὁποίων εἰς τὸ κοινωνικὸν σῶμα τῆς Κιμώλου ἔρρεεν αὐτὸ τὸ ἅγνον αἷμα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς· τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας. Ἐκ τοιούτων ἀφορμῶν ἤκουσα τὸ πρῶτον ὄνομα τῆς μακαρίας Μεθοδίας μοναχῆς. Δὲν ἐχρειάζετο κόπος πολύς, οὐδὲ σκέψεις μακραί, διὰ νὰ ἐξηγήσω πὼς συνεκρατεῖτο τόσον ἀνθηρὰ μία τοιαύτη θρησκευτικὴ ζωή.
Εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ ἐκφράσω τὴν ἀπόλυτον ἱκανοποίησίν μου διὰ τὸ Ἱερατεῖον τῆς Κιμώλου. Διατηρῶ ζωηρῶς εἰς τὴν μνήμην μου τὸν γεροντότερον ὅλων παπα-Γιάννην Βενιέρην, Μέγαν Σακελλάριον, ἀποβιώσαντα τῷ 1942 μετὰ ἑξηκονταετὴ ἱερατείαν, τὸν νεώτερον παπα-Γεώργιον Σάρδην μετὰ τῶν οἰκογενειῶν των, ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων λόγῳ ἡλικίας, καὶ ὑπεράνω τῶν ὁποίων, λόγω θέσεως, ὡς Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος, ἦτο ὁ Σπυρίδων Ράμφος.
Οἱ Ἱερεῖς οὗτοι δὲν διεκρίνοντο διὰ τὰ πολλά των γράμματα. Ἦσαν ὅμως ξεχωριστοὶ διὰ τὸ ἱερατικόν των ἦθος, διὰ τὴν ἱερατικὴν συνείδησιν, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν. Σεβαστοί, σεβαστότατοι καὶ ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιά! Κανένα δὲν ἤκουσα ποτὲ νὰ ἐκφρασθῇ κατὰ τοῦ Ἱερέως! Κανένα. Ἀπ᾿ ἐναντίας, ὅλοι ἔτρεφον μέγαν σεβασμόν, καὶ ὁ παπάς των ἦτο πραγματικῶς διὰ τὸν Κιμώλιον «ἱερὸν πρόσωπον». Τοῦτο ἦτο εὐλαβὴς παράδοσις διὰ τοὺς Κιμωλίους. Διότι καὶ οἱ μνημονευόμενοι ἐνταῦθα ὑπ᾿ ἐμοῦ Κιμώλιοι ἱερεῖς ἄπετελουν παράδοσιν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας λειτουργῶν, οἵτινες προηγήθησαν αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ καὶ τῇ ποιμαντικῇ διακονίᾳ. Εἶναι δίκαιον νὰ ἀναφέρω ἐνταῦθα, ἐξ ὅσων εὐφήμως παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ Κιμωλιακοῦ λαοῦ εὐχαρίστως λίαν καὶ παρηγόρως ἤκουον τὰ ὀνόματα τῶν ἀειμνήστων Ἐφημερίων Κιμώλου Ἀντωνίου Σάρδη, Οἰκονόμου, Ἀντωνίου Λογοθέτου, Σακελλαρίου, Ἰωσὴφ Κυπριανοῦ, Σκευοφύλακος, μελῶν τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ἐν Κιμώλῳ, τῶν Ἱερομονάχων Ἀθανασίου Βουκάκη καὶ Ἰωαννικίου Σαλιβάρα, τῶν ἱερέων Δημητρίου Σάρδη Οἰκονόμου, Βασιλείου Σάρδη Οἰκονόμου, Φραγκίσκου Ἀ. Λογοθέτου, Ἰωάννου Γ. Ράμφου, Ἰωάννου Ν. Ἀφεντάκη, Σακελλαρίου, Μιχαὴλ Σακελλαρίου Λογοθέτου, Χωρεπισκόπου, Ἀντωνίου Νικ. Σάρδη, Πρωτοπαπᾶ, Γεωργίου Νικ. Λογοθέτου καὶ Ἀντωνίου Γ. Ἀφεντάκη, Πρωτοπαπᾶ. Ἰδιαζούσης εὐφημου καὶ εὐλαβοῦς ἀναμνήσεως ἠξιώθη παρὰ τῶν Κιμωλίων ἡ μεγαλόσχημος Μοναχὴ Εὐγενία Λογοθέτου, ἀδελφὴ τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστουπόλεως Γαβριὴλ Λογοθέτου, βοηθοῦ τοῦ Μητροπολίτου Διδυμοτείχου. Ἡ Μοναχὴ αὕτη ἤσκησεν ἐν Κιμώλῳ περὶ τὰ τέλη τοῦ ΙΘ´ αἰῶνος. Ἐτάφη εἰς τὸν ναὸν τῶν ἁγίων Ἀναργύρων, εἰς οἰκογενειακόν της τάφον.
Λέγω αὐτά, διὰ νὰ ἐξηγήσω ὅτι ἡ προσωπικότης τῶν Ἱερέων ἦτο ἀρρήκτως καὶ φυσικώτατα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἠθικὴν καὶ θρησκευτικὴν φυσιογνωμίαν τῆς Κοινωνίας Κιμώλου. Αἴ! Καὶ νὰ ἐγνωρίζομεν οἱ Ἱερεῖς τὴν δύναμίν μας! Ἀλλὰ καὶ τὴν κλῆσιν καὶ τὸν προορισμόν μας!
Προσθέτω ὅμως, ὅτι ἡ ζωὴ καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Μοναχῆς Μεθοδίας ἐξήσκησε μεγίστην ἐπιρροὴν εἰς τὸν θρησκευτικὸν καὶ ἠθικὸν προσανατολισμὸν τῶν συγχρόνων Κιμωλίων. Εἶναι ἄλλως τε τοῦτο κοινὴ τῶν εὐσεβῶν της Κιμώλου χριστιανῶν ὁμολογία.

Η ΜΙΚΡΑ ΕΙΡΗΝΗ

Αὐτὸ ἦτο τὸ κατὰ κόσμον ὄνομα τῆς Κιμωλίας Μοναχῆς. Ἐγεννήθη ἐν Κιμώλῳ τῇ 10ῃ Νοεμβρίου τοῦ 1865 ἐκ γονέων, πατρὸς μὲν Ἰακώβου, τὸ γένος Σάρδη, μητρὸς δὲ Μαρίας, τὸ γένος Λογοθέτου. Ἀμφότεροι διεκρίνοντο διὰ τὴν εὐσέβειάν των καὶ τὴν προσήλωσίν των εἰς τὸν Χριστόν.[2] Τὰ πρῶτα ἔτη τῆς ζωῆς των, μετὰ τὸν γάμον των, ἔζησαν ἐν Σίφνῳ. Παρ᾿ ὅλον ὅτι ὁ πατήρ της ἦτο ἐμπορευόμενος, δὲν εὕρισκεν ἀσυμβίβαστον τὸ ἐμπόριον μὲ τὴν πίστιν, καὶ μὲ τὸ ὅτι ἦτο ἔμπορος δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι πιστός. Ἀνεγίνωσκε πάντοτε τὴν Ἅγίαν Γραφήν, καὶ μὲ αὐτὴν εἰς τὰς χεῖρας ἐξεψύχησεν.
Ἡ οἰκογένεια ἦτο πραγματικῶς πατριαρχική. Εἶχον τρεῖς υἱοὺς καὶ πέντε θυγατέρας. Ἐξ αὐτῶν ἡ δευτέρα ἦτο ἡ Εἰρήνη. Ἀπὸ τῆς μικρᾶς της ἡλικίας ἐδείκνυε τὸν πόθον νὰ γίνῃ «νύμφη τοῦ Χριστοῦ», νὰ γίνῃ Μοναχή. Καὶ ἦσαν ἔκδηλα πράγματι τὰ προμηνύματα τοῦ ἀγγελικοῦ βίου: ἡ ταπεινοφροσύνη της, ἡ σεμνότης της, ἡ ἁγνότης της, ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἀγάπη της εἰς τὸν Χριστόν. Ἀλλ᾿ ὁ πόθος αὐτὸς ἐφάνη, ὅτι δὲν ἔμελλε νὰ πραγματοποιηθῇ, καὶ ὅτι εἰς τοῦτο δὲν ἦτο κεκλημένη Ἄνωθεν. Διότι ἡ Εἰρήνη ἦλθεν εἰς γάμον κατόπιν οἰκογενειακῆς γνωριμίας ναυτικοῦ τινος ἐκ τῆς νήσου Χίου, εὑρεθέντος εἰς Κίμωλον, τοῦ Παντελῆ Φιλιππάκη, μεθ᾿ οὗ καὶ ἦλθεν εἰς γάμον τῇ 27 Δεκεμβρίου 1882.

ΕΠΙ ΤΗΝ ΚΛΗΣΙΝ

Οἰονεὶ ὡς ἀπὸ λιποταξίας, ὅλως ἀπροβλέπτως, καὶ πρὸς κοινὴν ἔκπληξιν, ἡ Εἰρήνη ἀσπάζεται τὸ ἀγγελικὸν βίον.
Τὸ πλοῖον τοῦ συζύγου αὐτῆς ἐναυάγησεν εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καὶ ὁ ναυτικὸς σύζυγος δὲν ἐπανῆλθεν εἰς Κίμωλον. Ἦσαν τὰ σημεῖα τῆς κλήσεως, ἔστω καὶ ἀνθρωπίνως ὀδυνηρά. Δὲν ἐχρειάσθη πολὺ διὰ νὰ ἑρμηνεύσῃ εὐσεβοφρόνως ἡ Εἰρήνη τὰ γεγονότα. Ἡ οἰκογενειακή της περιπέτεια τὴν ἐκάλει εἰς τοὺς παλαιούς της πόθους· νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ ἀσκητικὸν ἐκεῖνο στάδιον, τὸ ὁποῖον ἐπεισοδιακὸς γάμος τὴν ἀνεχαίτισε. Κατὰ τὴν ψυχολογικήν της ἐκείνην στιγμὴν ἡ θεία Χάρις μετεχειρίσθη ὡς ὄργανον τὸν ἐπὶ ἁγιότητι βίου διακριθέντα ἱερέα Γεώργιον Νικολάου Λογοθέτην (+ 20 Νοεμβρίου 1913), ὅστις προώθησεν αὐτὴν νὰ ἀφιερωθῇ εἰς τὸν ἀγγελικὸν βίον καὶ νὰ πραγματοποιήσῃ οὕτω, ἱερὸν ἀπὸ τῆς παιδικῆς ἡλικίας αὐτῆς πόθον.
Καὶ ἡ «μικρὴ Εἰρήνη» ἰδοὺ γίνεται «Μεθοδία Μοναχή», διάγουσα τὸν βίον ἐν ἀσκήσει, καὶ ἀσκήσει, ἡ ὁποία ὑπενθύμιζε διακεκριμένους Ἀσκητὰς παλαιοτάτων τῆς Ἐκκλησίας χρόνων. Τὸ μοναστικὸν δνομα αὐτῆς ὀφείλεται εἰς τὸν χειροθετήσαντα αὐτὴν Μοναχὴν Ἀρχιεπίσκοπον Σύρου Μεθόδιον.[3] Ἡ χειροθεσία ἔγινεν ἐν Κιμώλῳ, ἐν τῷ ναῷ Παναγίας τῆς Ὁδηγητρίας, ὑπὸ τὴν κοινὴν ἱκανοποίησιν καὶ ἔκπληξιν διὰ τὴν ἐξέλιξιν τῶν περὶ τὴν «μικρὰν Εἰρήνην» γεγονότων.

ΤΟ ΑΣΚΗΤΗΡΙΟΝ

Μέσα εἰς τὸ Κάστρον[4] τῆς Κιμώλου, εἰς μικρὸν κελλίον, εἰς τὸ Στιάδι, ἐκεῖ ἠσκήτευεν ἡ Ὁσία, παραπλεύρως τοῦ ναοῦ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Δυστυχῶς ὅμως δὲν κατώρθωσα νὰ ἔχω φωτογραφίαν τοῦ ἱεροῦ τούτου ἀσκητηρίου, ἔστω καὶ ἠρειπωμένου ὄντος σήμερον, ὡς πληροφοροῦμαι, γνωστοῦ ὄντος ὅτι εἰς τὴν μικρᾶν προσφιλῆ μου νῆσον Κίμωλον δὲν ὑπάρχουν τὰ τεχνικὰ μέσα. Παραθέτω τὴν ἄποψιν τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας Ὁδηγητρίας, τοῦ σεμνώματος τούτου τῶν Κιμωλίων, ὅπου ἡ Ὁσία ἐχειροθετήθη μοναχὴ καὶ τακτικῶς ἐκκλησιάζετο ἐν τῷ Ἱερῷ Βήματι.

Η ΜΟΝΑΧΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΡΙΑ

Δὲν ἔζησεν εἰς Μοναστήριον ἡ Μεθοδία. Δὲν ὑπῆρξεν «ὑποτακτική», καὶ δὲν ἀντέγραψεν ἑπομένως μοναστικὰ ἤθη καὶ μοναστικὰς ἀσκήσεις. Ἀλλ᾿ ἦτο τόσον ἀκριβὴς καὶ τόσον πιστὴ εἰς τὴν ἐφαρμογὴν τῶν Μοναστικῶν διατυπώσεων. Νηστεία, προσευχή, ἀκτημοσύνη, «πνευματικὴ ἠρεμία», συγχρόνως ὅμως καὶ ἐργασία διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀδελφῶν, μελέτη συνεχὴς πνευματική, ἰδοὺ τὸ πρόγραμμα τῆς μακάριας ἐκείνης γυναικός.[5]
Ἠκολούθησε τὸν βίον τῆς «ἐγκλείστου ἀσκήσεως», καὶ δὲν ἐξήρχετο ἔξω τοῦ Ἀσκητηρίου της. Ὅλη ὅμως ἡ Κίμωλος, ἡ γυναικεία μάλιστα Κίμωλος, εὐλαβῶς καὶ μετὰ πόθου ζέοντος ἤρχετο εἰς τὸ Ἀσκητήριόν της. Τὸ «καντηλάκι» τως τὸ ἀκοίμητον ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας, ἦτο μία παρηγοριὰ καὶ δύναμις διὰ τὰς μαθητρίας της, διὰ τοὺς ἀσθενεῖς. Πολλὰς διηγοῦνται οἱ Κιμώλιοι περιπτώσεις, καθ᾿ ἃς ἀσθενεῖς, ἀλειφθέντες μὲ τὸ ἔλαιον ἐκεῖνο ἐθεραπεύθησαν.
Ἡ διδασκαλία της ἦτο ζωντανή. Οὐσία ἦτο: ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς- νὰ μὴ ἀφίνωμεν νὰ μᾶς νικᾷ ὁ κόσμος, καὶ νὰ μᾶς παρασύρῃ εἰς τὰς κακὰς ἐπιθυμίας καὶ πράξεις. Ζῆλον πρὸς τὰ θεῖα ἐζήτει νὰ ἐμφυσήσῃ εἰς τὰς Κιμωλίας μητέρας καὶ κόρας· λέγω Κιμωλίας, διότι μόνον ἐν μέσῳ γυναικῶν ἠσθάνετο δι᾿ ἑαυτὴν ὡρισμένον ἄνωθεν τὸν κύκλον τῆς δράσεώς της.
Πόσας δὲν ἔσωσε, δὲν διεφώτισε, καὶ πόσους ἄνδρας ἐμμέσως διὰ τῶν γυναικῶν καὶ ἀδελφῶν αὐτῶν δὲν ἔφερεν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ δὲν ἐφώτιζε μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ἡ Ὁσία ἐκείνη γυνή! Ἔκαμνεν ἐντύπωσιν καὶ μόνον ἡ ζωή της: Ἐκοιμᾶτο ἐπὶ κλίνης ξυλίνης, χωρὶς στρῶμα, τὸ δὲ φαγητὸν αὐτῆς ἦτο λιτότατον. Τροφὰς καθὼς καὶ ἐνδύματα τὰ ὁποῖα προσέφερον εἰς αὐτὴν αἱ θαυμάστριαί της, ἡ Ὁσία διένεμεν εἰς τοὺς ἔχοντας ἄναγκας πτωχοὺς καὶ ἀσθενεῖς. Καθ᾿ ὅλην τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν δὲν ἐδέχετο καμμίαν νὰ τὴν ἐπισκεφθῇ. Μόνον ἀπὸ ἓν μικρὸν παραθυράκι ἔδιδε τὸ «εὐλογημένον ἔλαιον» τοῦ κανδηλιοῦ της, τὸ ὁποῖον οἱ Κιμώλιοι μὲ εὐλάβειαν ἐλάμβανον καὶ ἐχρησιμοποίουν. Ἑκάστην Κυριακὴν τὸ Ἀσκητήριόν της ἐλάμβανε τὴν ὄψιν «Ἐκκλησίας» μαθητριῶν, πρὸς τὰς ὁποίας ἡ ἐν ὁσίαις Μεθοδία ἀόκνως ἐδιδασκεν ὅ,τι ἔδιδεν εἰς αὐτὴν ἡ Χάρις. Ἐκ τῶν μᾶλλον ἀφωσιωμένων «μαθητριῶν» αὐτῆς καὶ τῶν διακεκριμένων πνευματικῶν της ἀναστημάτων σημειοῦμεν τὰς: Μαρίαν μοναχὴν Ἀναστ. Καλλίνικα, Ἐλίζαν Γ. Βαφία, πρεσβυτέραν Αἰκατερίνην Ἰ. Ράμφου, Μαρουσὼ Μιχ. Καννᾶ, Εἰρήνην Λεον. Καντσοῦ, Μαρίαν Ἰ. Πριμηκύρη, Ἑλένην Ἀντ. Σάρδη, Ἄνναν Ἰ. Ρούσου, Αἰκατερίνην Στεφ. Πετράκη, τὸ γένος Νικ. Ἀνδρουλλιδάκη, καὶ Αἰκατερίνην Ἰ. Σάρδη.

ΕΥΛΟΓΙΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΚΙΜΩΛΟΝ

Κατὰ μήνα Αὔγουστον τοῦ ἔτους 1904, ὁ Γεώργιος Λαμπάκης, γνωστὸς Ἀρχαιολόγος τῶν Χριστιανικῶν Μνημείων, εἶχεν ἐπισκεφθῆ τὴν Κίμωλον. Ἐπεσκέφθη εἰς τὸ ἀσκητήριόν της τὴν Μοναχὴν Μεθοδίαν, καὶ ἔμεινεν ἐκστατικὸς διὰ τὴν ἀναβίωσιν τοῦ ἁγνοῦ ἀρχαίου ἀσκητικοῦ βίου. Κατὰ τὴν διαμονήν του δὲ εἰς τὴν Κίμωλον μίαν σύστασιν ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς Κιμωλίους : «Μὴν τὴν ἀφίσετε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν τόπον αὐτόν· εἶναι εὐλογία διὰ τὴν Κίμωλον ἡ παρουσία της».

Η ΚΟΙΝΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Ἄγραφος ἀπὸ τόσων ἐτῶν, γραμμένη μόνον εἰς τὰς καρδίας τῶν ἁπανταχοῦ Κιμωλίων ἦτο ἡ ἀγάπη καὶ ὁ σεβασμὸς εἰς τὴν Μοναχὴν Μεθοδίαν.
Ἡ σύνταξις τῆς παρούσης σκιαγραφίας ἔδωκεν ἀφορμήν, ὥστε ὁ ἄγραφος σεβασμὸς καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη νὰ γραφῶσι καὶ ἐπὶ του χάρτου εἰς μνήμην καὶ μαρτυρίαν ἀΐδιον, ἄλλα καὶ εἰς πνευματικὸν στήριγμα τῶν πιστῶν. Παραθέτομεν τὸ Μαρτυρικόν:

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Τοὺς ἄνδρας ἐκείνους ἡ τὰς γυναίκας, πάσης ἡλικίας καὶ καταστάσεως, οἵτινες διὰ τοῦ βίου καὶ τῆς ἀναστροφῆς αὐτῶν ὑπῆρξαν «σκεύη ἐκλογῆς» κατὰ τὸν θεῖον Παῦλον, «ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ», ἀκτινοβολοῦντες διὰ τῆς ὁσίας αὐτῶν βιοτῆς τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, καὶ οἰονεὶ χρηματίσαντες Εὐαγγέλια ζῶντα ἐν μέσῳ τῆς Κοινωνίας ἐν ᾗ ἔζησαν, δίκαιον καὶ πρέπον θεωροῦμεν νὰ τιμῶμεν, καὶ ζῶντας, καὶ μετὰ θάνατον, καὶ πρὸς αὐτοὺς ὡς εὐλογίας Κυρίου, ὡς ὑποδείγματα βίου χριστιανικοῦ νὰ ἀποβλέπωμεν, καὶ μιμούμενοι αὐτοὺς νὰ κατευθυνώμεθᾳ, αὐτῶν καθηγουμένων, πρὸς τὴν αἰώνιον πατρίδα, τὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Τοιαύτη, ἔμπλεως πνεύματος Χριστοῦ, «σκεῦος ἐκλογῆς», Εὐλογία θεοῦ, Εὐαγγέλιον ζῶν, ὑπῆρξε διὰ τὴν προσφιλῆ ἡμῶν μικρᾶν πατρίδα Κίμωλον ἡ ἐπὶ ἔτη μακρὰ ὅσιως καὶ ἐν ἀσκήσει τὸν βίον διανύσασα ἐντὸς κελλίου ἐν τῷ «μέσᾳ λεγομένῳ Κάστρω», παρὰ τὸν ναὸν τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Μεθοδία μοναχή, τὸ γένος Ἰακώβου Σάρδη, μεγίστην ἠθικήν, πνευματικὴν καὶ θρησκευτικὴν ἀσκήσασα ἐπίδρασιν ἐπὶ τὰς ψυχὰς μικρῶν καὶ μεγάλων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, νέων καὶ νεανίδων, καὶ γεννήσασα ἐν ταῖς ψυχαῖς πάντων ἡμῶν κοινὴν τὴν πεποίθησιν ὅτι ἡ ἡμετέρα πατρὶς ἐκ πολλῶν ἀντιξοοτήτων καὶ δεινῶν περιστάσεων κατὰ καιροὺς ἀπαλλαγεῖσα, ἐσχάτως δὲ καὶ κατὰ τὸν φρικαλέας μνήμης δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον μόνη αὐτή, ἡ μικρὰ ἡμῶν πατρὶς Κίμωλος ἐξ ὅλων τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν μὴ πατηθεῖσα ὑπὸ βαρβάρου ἐχθρικοῦ ποδὸς ὀφείλει τοῦτο εἰς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (Ὁδηγητρίας) τὴν κραταιὰν ἀντίληψιν καὶ τῆς ὁσίας ταύτης συμπολίτιδος ἡμῶν Μεθοδίας μοναχῆς, εἰς τῶν προσευχῶν αὐτῆς τὴν προστασίαν καὶ ἐνέργειαν.[6]
Τῆς πεποιθήσεως ταύτης φορεῖς οἱ κάτωθι ὑπογεγραμμένοι Ἱερεῖς, Κοινοτικοὶ Ἄρχοντες, Πρόκριτοι καὶ ὁ λαὸς τῆς νήσου Κιμώλου, εὐγνώμονες πρὸς τὴν ὁσίως καὶ ἐν ἀσκήσει ἐν μέσῳ ἡμῶν ὡς δρόσον ἀπ᾿ οὐρανοῦ διανύσασαν τὸν βίον καὶ τῇ 5ῃ Ὀκτωβρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1908, ἡμέρα Κυριακή, τελευτήσασαν Μεθοδίαν μοναχὴν ἔγνωμεν καὶ γραφὴ εἰς τὰς ἑπομένας γενεὰς νὰ παραδώσωμεν αὐτήν, ἵνα τὰ τέκνα ἡμῶν καὶ τὰ τέκνα τῶν τέκνων ἡμῶν ὁμοίως ἡμῖν τὸν αὐτὸν πρὸς ἡμᾶς σεβασμὸν καὶ τὴν αὐτὴν εὐγνωμοσύνην, ὡς πρὸς πολιοῦχον καὶ κηδεμόνα τῆς μικρᾶς ἡμῶν πατρίδος πρὸς τὴν ἐν ὁσίαις Μεθοδίαν μοναχὴν ἀποβλέπωσι καὶ τιμῶσι.
Ἐφ᾿ ὦ συνετάξαμεν εἰς μνήμην αἰώνιον τὴν παροῦσαν μαρτυρίαν καὶ ὑπογράφομεν αὐτὴν ἰδίαις χερσὶν ἐν φόβῳ Θεοῦ καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρὸς δόξαν αὐτῶν, τῶν ἐγειρόντων κατὰ καιροὺς ὡς στήλας φωτός, ἄνδρας ἢ γυναίκας τοιούτους, ὥστε ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς ζωῆς ταύτης νὰ καθοδηγῶσι τὸν νέον Ἰσραὴλ εἰς τὴν Γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, τὴν ὑπεσχημένην τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεόν.
Ἐν Κιμώλῳ τῇ 15ῃ Αὐγούστου 1946
Ὁ Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος Κιμώλου
Οἰκονόμος Σπυρίδων Ἰ. Ράμφος
Οἱ ἄλλοι ἱερεῖς
Οἰκονόμος Ἰωάννης Σπ. Ράμφος πτυχ. θεολογίας
Σακελλάριος Γεώργιος Ἀντ. Σάρδης
Σακελλάριος Στυλιανὸς Γ. Λογοθέτης
Τὸ Κοινοτικὸν Συμβούλιον
Εὐάγγελος Ἱερ. Ράμφος Πρόεδρος
Ἐπαμεινώνδας Ἄντ. Σάρδης
Ἰωάννης Γ. Βορδώνης
Ἰωάννης Γ. Μαγκανιώτης
Πέτρος Κ. Πρεζάνης
Οἱ πρόκριτοι καὶ οἱ ἄλλοι χριστιανοὶ τῆς νήσου
(ἀκολουθοῦν ὀνόματα)

Η ΤΕΛΕΥΤΗ

Τῇ 5ῃ Ὀκτωβρίου τοῦ 1908, ἡμέρα Κυριακή, ἐτελεύτησε τὸν βίον ἡ Κιμωλία Ἀσκήτρια, εἰς ἡλικίαν ὑπερτεσσαράκοντα ἐτῶν. Μετ᾿ ὀλίγα ἔτη ἠκολούθησε τὸν μοναστικὸν βίον καὶ ἡ μήτηρ της Μαρία, μετονομασθεῖσα Χριστοδούλη.[7]
Ἡ κηδεία τῆς Μεθοδίας ἔγινεν ἐν μέσῳ ἐκδηλώσεων ἀφοσιώσεως καὶ σεβασμοῦ, καὶ οἱ Κιμώλιοι συνώδευσαν εἰς τὸν τάφον «μεγάλην αὐτῶν εὐεργέτιδα».[8] Μετὰ τὴν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων τῆς ταῦτα μετὰ πάσης τιμῆς καὶ εὐλαβείας ἀπετέθησαν ἐνταφιασθέντα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος.
Ἀκολουθία εἰς τὴν Ὁσίαν ἐκδίδεται ταυτοχρόνως τῇ παρούση μελέτη ὑπὸ τοῦ Πέτρου Παπαδοπούλου, ἔργον τοῦ ἐν τῷ Ἅγιωνύμῳ Ὄρει ποιητοῦ Ἀκολουθιῶν καὶ Ὕμνογράφου Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου.
Ἐξεδόθη ἐν Ἀθήναις τῇ 12ῃ Ἰανουαρίου 1947

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ἀνάγνωθι καὶ τὸ ἐπιμνημόσυνον Ἄρθρον μου ἐν «Φωνὴ τῆς Κιμώλου», Ἔτει Β´ 1947. ἀριθμ. φύλλου 13. καὶ τὸ τεῦχος: ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ, ὁ Οἰκονόμος τῆς Κιμώλου Σπυρίδων Ἰ. Ράμφος. Ἐν Ἀθήναις 1947 σ. 5-7.
2. Κατὰ τὰ σημειούμενα περὶ αὐτῆς, ὡς ὑποθέτω, εἰς τὸ «Βιβλίον γεννήσεων τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» τῆς Κιμώλου, ἡ Εἰρήνη ἐβαπτίσθη τῇ 8ῃ Δεκεμβρίου, τοῦ αὐτοῦ ἔτους τῆς γεννήσεώς της, τελετουργοῦντος τοῦ Χωρεπισκόπου Κιμώλου Ἱερέως Μιχαὴλ Σακελ. Λογοθέτου, ἀναδεξαμένου αὐτὴν τοῦ Ἰ. Ρούσου.
3. Ἀπεβίωσε τῷ 1903.
4. Περὶ τοῦ Κάστρου τῆς Κιμώλου, ἴδε Ἰ. Κ. Βογιατζίδου, Κίμωλος, Ἱστορικαὶ Ἔρευναι περὶ τῆς νήσου. Ἐν Ἀθήναις καὶ «Ἀθηνᾶ» ΛΕ. 1923 σελ. 105. Ἀντωνίου Μηλιαράκη, Κίμωλος. Ἀθήνησι 1901. σ. 10, 11.
5. Ἰδιαιτέραν τιμὴν καὶ τάσιν ἔτρεφε πρὸς τὴν μελέτην τῶν κατὰ τὸν ἅγιον Συμεὼν τὸν Στυλίτην, τοῦ ὁποίου καὶ ἐμιμεῖτο τὴν αὐστηρὰν ἄσκησιν.
6. Ἄριστα ἐκφράζεται συναφῶς ὁ συντάξας τὴν Ἀκολουθίαν εἰς τὴν Ὁσίαν Ἁγιορείτης Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης διὰ τοῦ ἑξῆς Θεοτοκίου, ὅπερ ἐκ τοῦ χειρογράφου παραλαμβάνομεν.
Ἡ Κίμωλος, Ἄχραντε, τῇ ἀντιλήψει τῇ σῇ, ἀδούλωτος μείνασα ἐξ ἐπελθόντων ἐχθρῶν, κηρύττει τὴν χάριν σου. Ταύτην οὖν Θεοτόκε, ταῖς λιταῖς Μεθοδίας, πάντοτε ἐν κινδύνοις ἀβλαβῆ, διατήρει, ἵνα Παρθενομῆτορ, δοξάζῃ σου τὴν πρόνοιαν.
7. Ἀπεβίωσεν αὕτη ἐν Ἀθήναις τῇ 5ῃ Ἰανουαρίου τοῦ 1924, εἰς ἡλικίαν 90 ἐτῶν.
8. Συγκινητικώτατον καὶ διδακτικώτατον ἐπικήδειον προσφώνημα, ἀποκείμενον ἐν τῷ Ἀρχείῳ τοῦ ἀειμνήστου, ἐξεφώνησεν ὁ πρὸ μικροῦ ἐκλιπὼν Οἰκονόμος τῆς Κιμώλου Σπυρ. Ράμφος, ὅστις ἰδιάζον πρὸς τὴν Ὁσίαν ἔτρεφε σέβας, (βλέπε καὶ «Φωνὴν τῆς Κιμώλου» ἀρ. 13, 1947 καὶ τὸ ἰδιαίτερον τεῦχος, τὸ εἰς μνήμην τοῦ Οἰκονόμου ἐκδοθέν, σελ. 9).
ΠΗΓΗ.users.uoa.gr/.