Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ -ΜΑΡΤΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ -ΜΑΡΤΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

Οσία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη (27 Μαρτίου)



Στις 27 Μαρτίου η Αγία μας Εκκλησία τιμά τη μνήμη της Οσίας Ματρώνας της εν Θεσσαλονίκη. Η Οσία έζησε στη Θεσσαλονίκη και συγκαταλέγεται μεταξύ των Μαρτύρων των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας μας, κατά την περίοδο των διωγμών. Υπήρξε ακόλουθος μιας πλούσιας και ευγενούς Ιουδαίας, με το όνομα Παντίλλα, η οποία ήταν σύζυγος του στρατοπεδάρχη της Θεσσαλονίκης. Καθημερινά συνόδευε την κυρία της στη συναγωγή της πόλεως, όπου ωστόσο δεν πήγαινε η ίδια, διότι κρυφά κατέφευγε σε χριστιανικό ναό, για να προσευχηθεί. Μοιραία, όμως, επειδή για πολύ καιρό η Ματρώνα ξεγελούσε την κυρία της, μια λάθος κίνηση στάθηκε αφορμή για να αποκαλυφθεί η ταυτότητά της. Σε μία εορτή των Ιουδαίων, κατά την οποία συνήθιζαν να τρώνε πικρά χόρτα και άζυμα, η Ματρώνα άργησε να επιστρέψει από το ναό και όταν έφθασε στην συναγωγή γινόταν η τελετή των Επιτιμίων. Ένας από τους δούλους της Παντίλλας κατήγγειλε ότι η Ματρώνα ήταν Χριστιανή και ότι εξαπατά την κυρία της, φροντίζοντας κάθε φορά που αυτή προσερχόταν στην συναγωγή, εκείνη να πηγαίνει στην Εκκλησία. Αυτό προκάλεσε την οργή της Παντίλλας, που δεν δίστασε, ξεσπώντας σε κραυγές, να την κατηγορήσει ότι είναι εχθρική προς αυτήν. Διέταξε αμέσως την σύλληψή της και, αφού την συνέλαβαν και την έδεσαν, άρχισαν να την μαστιγώνουν. Η Ματρώνα, όμως, με παρρησία δήλωσε ότι είναι Χριστιανή και ότι, αν και η κυρία της εξουσίαζε το σώμα της και την ίδια της την ζωή, ωστόσο δεν μπορούσε να την μεταπείσει σε όσα πίστευε. Η Παντίλλα, αφού την αλυσόδεσε, διέταξε να την φυλακίσουν και να σφραγίσουν την πόρτα του κελιού της. Έπειτα από τρεις ημέρες, νωρίς το πρωί, πήγε η ίδια να δει αν η Ματρώνα ζει. Έκπληκτη διαπίστωσε ότι είχε ελευθερωθεί από τα δεσμά της και στεκόταν φωτεινή ψάλλοντας, χωρίς να έχει το παραμικρό ίχνος τραύματος και βασανισμού. Εξοργισμένη η Παντίλλα διέταξε να δέσουν πάλι την Ματρώνα και να την μαστιγώσουν ανηλεώς. Εκείνη, έκπληκτη για την ιδιαίτερη σκληρότητα της κυρίας της, την ρώτησε γιατί την βασάνιζε, ομολογώντας ωστόσο την πίστη της στον Χριστό. Καταπονημένη από τα βασανιστήρια και μην μπορώντας να σταθεί στα πόδια της, η Ματρώνα κλείσθηκε και πάλι στην φυλακή. Έπειτα από τρεις ημέρες, όταν η Παντίλλα επισκέφθηκε το κελί της φυλακής της Αγίας, αντίκρισε το ίδιο θέαμα. Την Μάρτυρα απελευθερωμένη από τα δεσμά της, με το ίδιο φωτεινό πρόσωπο, παρά τα βασανιστήρια και την πείνα που υπέστη επί δεκατέσσερις ημέρες. Τότε η κυρία της, γεμάτη οργή, διέταξε να δέσουν την Ματρώνα σε δρύινα ξύλα και να την βασανίσουν. Εξαντλημένη η Αγία από τις μαστιγώσεις και με το σώμα της γεμάτο σημάδια, ψέλλισε με αδύναμη φωνή λίγες λέξεις προσευχής και παρέδωσε το πνεύμα της.
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

Τη Ι΄ (10η) Μαρτίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Πατρικίας.


Αναστασία η Οσία Μήτηρ ημών, η Πατρικία, ήκμασεν εν Κωνσταντινουπόλει κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού Α΄ του Μεγάλου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη φκζ΄ - φξε΄ (527 – 565). Κατήγετο δε η μακαρία εξ ευγενών και πλουσίων γονέων, παρά των οποίων και ανετράφη με πάσαν επιμέλειαν και φόβον Θεού. Όθεν και όταν ήλθεν εις ηλικίαν απελάμβανε μεγάλης εκτιμήσεως δια την προς τον Θεόν ευλάβειαν και την φιλάνθρωπον αυτής γνώμην, διο και ο βασιλεύς εκτιμών τας αρετάς της είχεν αναδείξει αυτήν πρώτην πατρικίαν του Παλατίου. Παρ’ όλας όμως τας τιμάς, τας οποίας απελάμβανεν, είχεν η μακαρία τον φόβον του Θεού εν τη καρδία της και εφύλαττε μετά πάσης επιμελείας τας εντολάς του Θεού.

Είχεν ακόμη η αοίδιμος Αναστασία φυσικήν ανδρείαν και πολλήν πραότητα, ώστε όλοι οι φιλόθεοι Χριστιανοί έχαιρον δια τας αρετάς της, ως και αυτός ο ίδιος ο βασιλεύς Ιουστινιανός. Επειδή δε ο των ζιζανίων σπορεύς διάβολος συνηθίζει να φθονή πάντοτε και να κατηγορή το καλόν και την αρετήν και δεν αφήνει να έχωσιν ανάπαυσιν και ειρήνην οι εν αρετή ζώντες, τούτου ένεκα και η μακαρία αύτη Αναστασία εφθονήθη υπό της βασιλίσσης δια τας αρετάς της. 
Όθεν πληροφορηθείσα τα του φθόνου, τον οποίον έτρεφεν εναντίον της η βασίλισσα, είπε καθ’ εαυτήν η όντως φρόνιμος κατά Θεόν Αναστασία· «Επειδή τώρα εύρες εύλογον και αληθή αφορμήν, σώζουσα σώζε την ψυχήν σου και ούτω την μεν βασίλισσαν θέλεις ελευθερώσει από τον άλογον φθόνον, τον δε εαυτόν σου θέλεις προετοιμάσει δια την Βασιλείαν των ουρανών». Αφ’ ου δε εσυλλογίσθη ταύτα η μακαρία, ενοικίασε πλοίον και λαβούσα μέρος του πλούτου και των κοσμημάτων της, τα δε λοιπά εγκαταλείψασα, μετέβη εις την Αλεξάνδρειαν. Εκεί λοιπόν κτίσασα Μοναστήριον εν τόπω ονομαζομένω Πέμπτω ησύχαζεν, υφαίνουσα ιερά υφάσματα και φροντίζουσα τίνι τρόπω να είναι αρεστή εις τον Θεόν. Εις τον τόπον δε εκείνον ευρίσκεται μέχρι σήμερον το Μοναστήριον αυτής, επονομαζόμενον της Πατρικίας. 
Μετά παρέλευσιν ετών τινων απέθανεν η βασίλισσα και τότε ενεθυμήθη ο βασιλεύς την καλήν Πατρικίαν. Έστειλε λοιπόν πανταχού ανθρώπους προς αναζήτησιν αυτής. Μαθούσα δε τούτο η αληθώς αμνάς του Θεού, αφήκε το Μοναστήριόν της και δια νυκτός μετέβη εις την Σκήτην προς τον Αββάν Δανιήλ και εξωμολογήθη εις αυτόν πάντα τα περί αυτής. Ο δε Όσιος, ενδύσας αυτήν ανδρικά ενδύματα, μετωνόμασεν Αναστάσιον και είτα κλείσας αυτήν εντός του σπηλαίου, το οποίον ήτο μακράν της Σκήτης, έθεσε κανόνα και έδωσεν εντολήν εις αυτήν ούτε αυτή να εξέλθη του σπηλαίου ούτε εις άλλον να επιτρέψη, κατ’ ουδένα λόγον, την είσοδον. Διώρισε δε και ένα αδελφόν να κομίζη εις αυτήν εν σταμνίον ύδατος, το οποίον να αποθέτη έξω του σπηλαίου και λαμβάνων ευχήν να αναχωρή. Έμεινε λοιπόν εκεί κεκλεισμένη η όντως αδαμαντίνη και ανδρεία ψυχή, χωρίς να εξέλθη, εικοσιοκτώ όλα έτη, φυλάττουσα ακριβώς τον κανόνα του Γέροντος. 
Ποίος νους δύναται να εννοήση ή ποία γλώσσα να διηγηθή τας αρετάς, όσας απέκτησεν η αοίδιμος εις το διάστημα εκείνο των εικοσιοκτώ ετών; Ή ποία χειρ δύναται να περιγράψη τα δάκρυα, τα οποία καθ’ εκάστην προσέφερεν η τρισολβία, ως θυσίαν εις τον Κύριον, ή τους οδυρμούς της, τας αγρυπνίας και ψαλμωδίας, τας προσευχάς και αναγνώσεις, το στάσιμον και τας γονυκλισίας, τας χαμευνίας και τας νηστείας; Περισσότερον δε πάντων, τις δύναται να διηγηθή τους πολέμους των δαιμόνων και τας επαναστάσεις, τας οποίας η μακαρία εδοκίμασεν εκεί; Ή τας πονηράς φαντασίας των σαρκικών ηδονών και τα τούτοις όμοια; Το δε να είναι έγκλειστος και όλως περιωρισμένη καθ’ όλας τας ημέρας των εικοσιοκτώ ετών, γυνή συγκλητική, ήτις ήτο ανατεθραμμένη εις τα ανάκτορα και συνειθισμένη να συναναστρέφεται διαρκώς πλήθος ανδρών και γυναικών, αληθώς εκπλήττει πάντα νουν και διάνοιαν.
Με τοιούτους λοιπόν αγώνας αγωνισαμένη έγινε σκεύος και κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος. Προγνωρίσασα δε τον θάνατον και την προς Κύριον εκδημίαν αυτής, έγραψεν επί κεράμου προς τον Γέροντα Δανιήλ ταύτα· «Συμπαραλαβών τον αδελφόν, όστις φέρει εις εμέ το ύδωρ και τα εργαλεία, όσα είναι επιτήδεια προς κατασκευήν τάφου, ελθέ ταχέως ίνα ενταφιάσης το τέκνον σου, Αναστάσιον τον ευνούχον». Ταύτα αφού έγραψεν, άφησεν έξω της θύρας του σπηλαίου. Εις δε τον Όσιον Δανιήλ απεκαλύφθησαν ταύτα υπό του Θεού, δια νυκτερινής οπτασίας και λέγει προς τον μαθητήν του· «Σπεύσον, αδελφέ, εις το σπήλαιον, όπου κατοικεί ο αδελφός ημών Αναστάσιος ο ευνούχος και ερευνών έξω του σπηλαίου του, θα εύρης κέραμον γεγραμμένην, την οποίαν λάβε και επίστρεψον κατεσπευσμένως προς ημάς». Αφ’ ου λοιπόν ο αδελφός έφερε την κέραμον, ανέγνωσεν ο Γέρων τα γράμματα και εδάκρυσεν. ‘Επειτα συμπαραλαβών τον αδελφόν και τα επιτήδεια εργαλεία έδραμεν εκεί και ανοίξαντες το σπήλαιον, εύρον τον μακάριον Αναστάσιον θερμαινόμενον. Προσπεσών δε εις αυτόν ο Γέρων, έκλαυσε λέγων· «Μακάριος είσαι, αδελφέ Αναστάσιε, διότι φροντίζων και ενθυμούμενος την ώραν ταύτην του θανάτου, κατεφρόνησας βασιλείαν επίγειον. Εύξαι λοιπόν υπέρ ημών προς τον Κύριον». Είπε δε προς αυτόν η μακαρία· «Εγώ, Πάτερ, έχω μάλλον ανάγκην πολλών ευχών εν τη ώρα ταύτη». Ο Γέρων τότε απεκρίθη· «Εάν εγώ απέθνησκον πρότερον, βεβαίως έμελλον να παρακαλέσω τον Θεόν υπέρ σου». Εγερθείσα τότε η μακαρία και καθήσασα εις ψιάθιον κατεφίλησε την κεφαλήν του Γέροντος και ήρχισε προσευχομένη. Λαβών δε ο Γέρων τον μαθητήν του, τον έρριψεν εις τους πόδας αυτής ειπών· «Ευλόγησον το τέκνον σου και μαθητήν μου». Η δε Αγία καταφιλήσασα αυτόν είπε· «Θεέ των Πατέρων μου, όστις παρίστασαι εις εμέ εν τη ώρα ταύτη, ίνα με χωρίσης από του σώματος τούτου, Συ, Κύριε, ο ειδώς πάντα τα διαβήματα και τας οδοιπορίας του αδελφού τούτου, τας ανόδους και επανόδους του εις το σπήλαιον τούτο, δια το όνομά σου και δια την εμήν ασθένειαν και ταλαιπωρίαν, Συ ανάπαυσον το πνεύμα των Αγίων Πατέρων εις αυτόν, καθώς ανέπαυσας και το πνεύμα του Ηλιού εις τον Ελισσαίον». Στραφείσα είτα η Αγία προς τον Γέροντα λέγει· «Δια τον Κύριον, Πάτερ, μη με εκδύσετε τα ενδύματα, τα οποία είμαι ενδεδυμένη, μηδέ άλλος τις να γνωρίζη τα κατ’ εμέ». Κοινωνήσασα δε των Θείων Μυστηρίων λέγει· «Δότε μοι την εν Χριστώ αγάπην και εύξασθε υπέρ εμού». Αναβλέψασα δε εις τα δεξιά, είδε τους Αγίους Αγγέλους ερχομένους και λέγει προς αυτούς· «Καλώς ήλθατε». Ευθύς τότε έλαμψε το πρόσωπον αυτής εν είδει φλογός. Έπειτα ποιήσασα το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το στόμα της, είπε: «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Και ταύτα ειπούσα, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Αφ’ ου δε έκλαυσαν ο Γέρων και ο μαθητής του, ώρυξαν τάφον έμπροσθεν του σπηλαίου. Εκδυθείς δε ο Γέρων το ένδυμά του, λέγει προς τον μαθητήν αυτού· «Ένδυσον, τέκνον, τον αδελφόν δια του ενδύματος τούτου επάνω από τα ιδικά του ενδύματα». Όταν δε ενέδυεν ο αδελφός την μακαρίαν, εφάνησαν εις αυτόν οι μαστοί της ως φύλλα κατεξηραμμένα, αλλά δεν είπε περί τούτου τίποτε εις τον Γέροντα. Γράφεται δε και τούτο εις τον Παράδεισον των Πατέρων· Ότι αφού ενεταφίασαν αυτήν, είπεν ο Γέρων εις τον μαθητήν του· «Ας καταλύσωμεν σήμερον την νηστείαν και ας ποιήσωμεν αγάπην επί του Γέροντος» και κοινωνήσαντες, εύρον αυτόν έχοντα ολίγα παξιμάδια και ολίγα βρεκτά όσπρια και έφαγον. Λαβόντες δε την σειράν (σειρά=βλαστοί φοινίκων στριμμένοι σχοινοειδώς. Δια της σειράς επλέκοντο ύστερον αι σπυρίδες, ήτοι ζεμπίλια, καλάθις κ.λ.π.), και την σπυρίδα, την οποίαν ειργάζετο η μακαρία, ανεχώρησαν, ευχαριστούντες τον Θεόν. 
Ενώ δε επέστρεφον εις την Σκήτην, λέγει ο μαθητής εις τον Γέροντα· «Γνωρίζεις, 
Πάτερ, ότι ο ευνούχος Αναστάσιος ήτο γυνή»; Ο δε Γέρων απεκρίθη· «Το γνωρίζω, τέκνον, αλλ’ ίνα μη φανερωθή το πράγμα πανταχού, τούτου ένεκα ενέδυσα αυτήν με ανδρικήν στολήν και ωνόμασα Αναστάσιον, δια το ανύποπτον. Διότι πολλαί αναζητήσεις έγιναν δι’ αυτήν υπό του βασιλέως Ιουστινιανού εις πάσαν πόλιν και χώραν και μάλιστα εις τα μέρη ταύτα, αλλ’ ιδού ότι εφυλάχθη υφ’ ημών αφανής, Χάριτι Χριστού». Και συνεχίζων διηγήθη ο Γέρων λεπτομερώς εις τον μαθητήν του όλον τον βίον της Οσίας Μητρός ημών Αναστασίας της Πατρικίας.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2022

Τη Β΄ (2α) Μαρτίου, της Αγίας Παρθενομάρτυρος ΕΥΘΑΛΙΑΣ ξίφει τελειωθείσης.


Ευθαλία η Αγία Παρθενομάρτυς του Χριστού έζη εν Σικελία έχουσα μητέρα αιμορροούσαν, καλουμένην και αυτήν Ευθαλίαν και ιατρευθείσαν εκ της ασθενείας ταύτης 

υπό των Αγίων Μαρτύρων Αλφειού, Φιλαδέλφου και Κυπρίνου, ων η μνήμη εορτάζεται κατά την ι΄ (10ην) του Μαϊου και οίτινες φανέντες εις αυτήν κατ’ όναρ της είπον· 

«Εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν και βαπτισθής, ασφαλώς θέλεις ιατρευθή και σωθή, εάν δε δεν πιστεύσης, φεύγε μακράν ημών». 

Εξυπνήσασα δε η Ευθαλία επείσθη εις τους λόγους των Αγίων Μαρτύρων και πιστεύσασα εις τον Χριστόν εβαπτίσθη μετά της συνωνύμου θυγατρός της. Είχε δε αύτη υιόν ονομαζόμενον Σερμιλιανόν, υπό του οποίου βιαζομένη η μακαρία ολίγον έλειψε να πνιγή υπ’ αυτού, διότι επίστευσεν εις τον Χριστόν.

Αλλά λυτρωθείσα από των χειρών του δια της βοηθείας μιας υπηρετρίας της, έφυγεν. 
Η δε θυγάτηρ αυτής, η σήμερον δηλαδή εορταζομένη Αγία Μάρτυς Ευθαλία, ήλεγξε πολύ τον αδελφόν της, διότι ηθέλησε να θανατώση την μητέρα των, εκείνος δε είπε προς αυτήν· «Μήπως και συ είσαι Χριστιανή»; Η Αγία απεκρίθη· «Ναι, Χριστιανή είμαι και δια τον Χριστόν είμαι ετοίμη να αποθάνω προθύμως». 
Τότε ο μιαρός και αλιτήριος αδελφός εγύμνωσεν αυτήν και την έδειρε δυνατά, είτα δε την παρέδωκεν εις τινα δούλοντου, ίνα την ατιμάση. Προσευξαμένη τότε η Αγία ετύφλωσε τον δούλον, ο δε αδελφός της, ιδών το γεγονός, ηγέρθη ως δεύτερος Κάϊν και απέκοψε την αγίαν αυτής κεφαλήν, ούτω δε έλαβεν, η μακαρία, του Μαρτυρίου τον στέφανον.

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Οσία Ματρώνα η Ομολογήτρια η εν Θεσσαλονίκη (27 Μαρτίου)



 Πνευματικοί Λόγοι: Αγία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη

Η σία Ματρώνα ζησε στ Θεσσαλονίκη κα συγκαταλέγεται μεταξ τν Μαρτύρων τν πρώτων αώνων τς κκλησίας μας, κατ τν περίοδο τν διωγμν.

πρξε κόλουθος μις πλούσιας κα εγενος ουδαίας, μ τ νομα Παντίλλα  Παυτίλλα,  ποία ταν σύζυγος το στρατοπεδάρχη τς Θεσσαλονίκης. Καθημεριν συνόδευε τν κυρία της στ συναγωγ τς πόλεως, που στόσο δν πήγαινε  δια, διότι κρυφ κατέφευγε σ χριστιανικ ναό, γι ν προσευχηθε.

Μοιραα, μως, πειδ γι πολ καιρ  Ματρώνα ξεγελοσε τν κυρία της, μία λάθος κίνηση στάθηκε φορμ γι ν ποκαλυφθε  ταυτότητά της. Σ μία ορτ τν ουδαίων, κατ τν ποία συνήθιζαν ν τρνε πικρ χόρτα κα ζυμα,  Ματρώνα ργησε ν πιστρέψει π τ να κα ταν φθασε στν συναγωγ γινόταν  τελετ τν πιτιμίων.

νας π τος δούλους τς Παντίλλας κατήγγειλε τι  Ματρώνα ταν Χριστιαν κα τι ξαπατ τν κυρία της, φροντίζοντας κάθε φορ πο ατ προσερχόταν στν συναγωγή, κείνη ν πηγαίνει στν κκλησία.

Ατ προκάλεσε τν ργ τς Παντίλλας, πο δν δίστασε, ξεσπώντας σ κραυγές, ν τν κατηγορήσει τι εναι χθρικ πρς ατήν. Διέταξε μέσως τν σύλληψή της καί, φο τν συνέλαβαν κα τν δεσαν, ρχισαν ν τν μαστιγώνουν.  Ματρώνα, μως, μ παρρησία δήλωσε τι εναι Χριστιαν κα τι, ν κα  κυρία της ξουσίαζε τ σμα της κα τν δια της τν ζωή, στόσο δν μποροσε ν τν μεταπείσει σ σα πίστευε.

 Παντίλλα, φο τν λυσόδεσε, διέταξε ν τν φυλακίσουν κα ν σφραγίσουν τν πόρτα το κελιο της. πειτα π τρες μέρες, νωρς τ πρωί, πγε  δια ν δε ν  Ματρώνα ζεκπληκτη διαπίστωσε τι εχε λευθερωθε π τ δεσμά της κα στεκόταν φωτειν ψάλλοντας, χωρς ν χει τ παραμικρ χνος τραύματος κα βασανισμοξοργισμένη  Παντίλλα διέταξε ν δέσουν πάλι τν Ματρώνα κα ν τν μαστιγώσουν νηλες. κείνη, κπληκτη γι τν διαίτερη σκληρότητα τς κυρίας της, τν ρώτησε γιατί τν βασάνιζε, μολογώντας στόσο τν πίστη της στν Χριστό. Καταπονημένη π τ βασανιστήρια κα μν μπορώντας ν σταθε στ πόδια της,  Ματρώνα κλείσθηκε κα πάλι στν φυλακή.

πειτα π τρες μέρες, ταν  Παντίλλα πισκέφθηκε τ κελ τς φυλακς τς γίας, ντίκρισε τ διο θέαμα. Τν Μάρτυρα πελευθερωμένη π τ δεσμά της, μ τ διο φωτειν πρόσωπο, παρ τ βασανιστήρια κα τν πενα πο πέστη π δεκατέσσερις μέρες. Τότε  κυρία της, γεμάτη ργή, διέταξε ν δέσουν τν Ματρώνα σ δρύϊνα ξύλα κα ν τν βασανίσουν. ξαντλημένη  γία π τς μαστιγώσεις κα μ τ σμα της γεμάτο σημάδια, ψέλλισε μ δύναμη φων λίγες λέξεις προσευχς κα παρέδωσε τ πνεμα της.

 Παντίλλα διέταξε τότε κάποιον μ τ νομα Στρατόνικος, ν τυλίξει τ λείψανο τς γίας σ δέρμα κα στν συνέχεια ν τ ρίξει ξω π τ τείχη τς πόλεως. Τ ερ λείψανό της τ παρέλαβαν ο Χριστιανο κα τ νταφίασαν μ ελάβεια κοντ στν Λεωφόρο, δηλαδ τν γνατία δό. Μετ τ τέλος τν διωγμν,  πίσκοπος Θεσσαλονίκης λέξανδρος πρε τ σκήνωμα τς Μάρτυρος κα τ μετέφερε μέσα στν πόλη καί, φο κτισε ναό, τ πέθεσε ντς ατο.

Τν ποχ τς Φραγκοκρατίας, μως, τ σκήνωμα τς γίας μεταφέρθηκε στν Βαρκελώνη κα ναποτέθηκε σ ναό, πο καταστράφηκε κατ τν διάρκεια το Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

κτς τν τειχν τς Θεσσαλονίκης πρχε κα μον φιερωμένη στν γία Ματρώνα.

 

πολυτκιον – χος γ’. Τν ραιότητα.

Γνώμην ήττητον, Ματρώνα φέρουσα, πίστιν τν νθεον, συλον σωσας, μ δουλωθεσα τν ψυχήν, βραίων τ πηνεία θεν ριστεύσασα, κα τν δόλιον κτείνασα, μυστικς νενύμφευσαι, τ Δεσπότ τς κτίσεως. Ατν ον κτενς κδυσώπει, πάσης μς ρυσθήναι βλάβης.

 Πηγὴ ἐδῶ.