Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Η Μάνα Κουράγιο. Αποχαιρετισμός στη Χριστίνα Δήμου



site analysis







Χριστινούλα, νιώθω περήφανος για σένα. Νιώθω περήφανος για όλες τις μάνες που βαδίσατε με το πρόσωπο αστραφτερό και την ψυχή σας ακέρια ανάμεσα στ’ αποκαΐδια της ναζιστικής κτηνωδίας και στα συντρίμμια της πολλαπλής απουσίας, κουβαλώντας στις πλάτες σας το σταυρό του μαρτυρίου νωρίς και φορώντας στο κεφάλι σας τον ακάνθινο στέφανο πολύ πριν προλάβετε να καταλάβετε πώς είναι η ζωή. Νιώθω την ψυχή μου πλημμυρισμένη απ’ την απέραντη ανθρωπιά και την απύθμενη αγάπη που φυσήξατε μέσα μας οι μανάδες του αγώνα και της τιμής, οι μανάδες του πόνου και της αξιοπρέπειας.
Ορφάνεψες από πατέρα, μάνα κι αδέρφια κι έμεινες μόνη στον κόσμο από τα δεκατρία σου χρόνια. Τη μέρα που κάψανε οι Γερμανοί το Κομμένο, είδες τη μάνα σου να πέφτει άλαλη μπρος στα μάτια σου απ’ τη σφαίρα που της φύτεψε ο Γερμανός στο κεφάλι. Κι είδες τα δυο σου αδέρφια κομμένα στα δύο. Γύρισες τρομαγμένο το βλέμμα σου ένα γύρο κι αντίκρισες το χωριό σου τυλιγμένο στις φλόγες. Και τα σπίτια του στάχτες.
Γλίτωσες τη Δευτέρα εκείνη από θαύμα. Σου ’καψε το φουστάνι μονάχα η σφαίρα που σου ’ριξε ο Γερμανός στρατιώτης. Κι έμεινες λιπόθυμη πάνω απ’ το άψυχο σώμα της μάνας σου. Κι όταν σάλεψες και γύρεψες να ξαναμπείς στη ζωή, τότε είδες πως δε σου ’χε απομείνει πια τίποτα. Μια ψυχή ακυβέρνητη και χωμένη στην απόγνωση και στο πένθος. Και δεν έβγαλες τα μαύρα ποτέ σου από πάνω σου. Σε τιμωρούσε η ζωή και μεγάλωνε γύρω σου την ομίχλη. Κι ένα δέντρο μονάχο εσύ, που χτυπούσαν οι φουρτούνες και οι μπόρες απάνω του. Κι άλλο δε σου ’μενε, όσο άκουγες τους χτύπους της καρδιάς σου ακόμα, παρά να μάχεσαι και να ελπίζεις πως κάποτε θάρθουν οι καλύτερες μέρες.
Στα δεκαπέντε σε πάντρεψαν. Παλικαράκι αμούστακο ο άντρας σου. Δεκαπέντε κι εκείνος χρονών, που σκοτώσανε τη μάνα του οι ναζί στρατιώτες και τουφεκίσανε πάνω στον ύπνο τους τις τέσσερις αδερφές του. Στην ερημιά του κι αυτός και στην πικρή απουσία, με τον πατέρα του μόνο. Μπήκατε στο ζυγό σας και παλεύατε με νύχια και δόντια για να στήσετε όρθια ξανά τη γκρεμισμένη ζωή σας. Χωρίς ήλιο φεύγατε για τα χωράφια σας, χωρίς ήλιο γυρίζατε στο σπιτάκι σας ν’ ανασάνετε και να πάρετε για την άλλη μέρα δυνάμεις. Σου χάρισε πέντε παιδιά. Κι έφερε στη ζωή σου την άλλη ανατολή. Ήπιαν το γάλα σου τα πέντε δικά σου. Κι ήπιαν μαζί και τα τέσσερα του πεθερού σου. Εννιά παιδιά μεγάλωσαν με το γάλα σου.
Μα ήταν η μοίρα σου αγέλαστη και σκληρή. Που σε πότιζε δάκρυ ασταμάτητα. Το άπλερο εκείνο παιδάκι που έγινε ο άντρας και μέστωσε πλάι σου, το παιδάκι εκείνο που βρήκε τη θαλπωρή στην αγκάλη σου κι έγινε η γέφυρα για να περάσεις πάνω απ’ τα ταραγμένα νερά της μεγάλης φουρτούνας και να βγεις στην απέναντι όχθη, έφυγε νωρίς για το μεγάλο ταξίδι. Κι ήταν μόνο σαράντα εφτά χρονών.
Κι έμεινες μόνη ξανά. Αναγκασμένη ν’ αντέχεις και να κρύβεις τον πόνο σου. Και να στέκεσαι όρθια πολεμώντας με το χαμόγελο και τη μεγάλη αγκαλιά σου να κάνεις κουράγιο. Και τις χαρές των παιδιών σου να τις κάνεις γιατρειά σου.
Βιβλίο ατέλειωτο κι ανοιχτό η ζωή σου. Κι ένας κόσμος απίστευτος γύρω σου τώρα. Τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου εδώ. Έχοντας βαθιά στην ψυχή τους την εικόνα μιας αγίας μάνας και μιας αγίας γιαγιάς, που άπλωσε σαν φύλακας άγγελος τις φτερούγες της και σκόρπισε τη στοργή της και την ευχή της πάνω απ’ την ύπαρξή τους. Και ξέροντας πως η μορφή σου θα μείνει αιώνια κι αδιαίρετη και δε γίνεται να περάσει στη λήθη ποτέ.
Σαν φτάσεις στον άλλο κόσμο και συναντήσεις τις άλλες μανάδες, πες τους πως όσα χρόνια κι αν περάσουν θα σας μνημονεύουμε πάντα. Και πως την πικρή πονεμένη σας ιστορία την κάνουμε, όπου βρεθούμε κι όπου σταθούμε, ιστορία των ανθρώπων όλης της γης.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει.Καλό σου ταξίδι, γλυκιά Χριστινούλα μας.
Κομμένο 2 Μαρτίου 2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου